«Οι "περίεργες" λέξεις δεν είναι απαραίτητα και λάθος»
Συνέντευξη της καταξιωμένης γλωσσολόγου
Αρτέμιδος Αλεξιάδου
Η χρησιμοποίηση του έμφυλου λόγου στην καθημερινότητα γίνεται κατά κόρον και πολλές φορές χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε.
Υποσυνείδητα διαιωνίζουμε στερεότυπα και «υποβαθμίζουμε» το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία, ακόμη και αν δεν το επιθυμούμε. Ένας από τους πιο απλούς τρόπους που γίνεται αυτό, είναι η αναφορά σε επαγγελματικούς τίτλους, στους οποίους δεν γίνεται διαχωρισμός και χρησιμοποιείται το αρσενικό γένος και για το θηλυκό.
Τι θέλουμε να πούμε; Για παράδειγμα, πιο εύκολα θα πει κανείς «γυναίκα γιατρός», από «γιατρίνα», καθώς υποσυνείδητα μας έχει περάσει ότι το «γιατρός» έχει ένα κύρος κι είναι το... φυσιολογικό, ενώ με τον όρο «γιατρίνα» μιλάμε για κάτι «υποδεέστερο». Δεν είναι, όμως, έτσι, καθώς ο όρος «γιατρίνα» είναι μια πολύ... κανονική λέξη, που θα πρέπει να έχει θέση στο λεξιλόγιό μας.
Και δεν είναι μόνο αυτή.
Το ίδιο υποστηρίζει και η Άρτεμις Αλεξιάδου, Καθηγήτρια Αγγλικής Γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου από το 2015, επίτιμη διδάκτορας του Πανεπιστημίου Trondheim της Νορβηγίας και υποδιευθύντρια στο ερευνητικό κέντρο Γενικής Γλωσσολογίας Leibniz (ZAS) του Βερολίνου, η οποία μιλάει στο Gazzetta, το οποίο τοποθετεί την «Ισότητα των Φύλων στην Πρώτη Σελίδα», και μας βοηθάει να κατανοήσουμε κάποια πράγματα καλύτερα.
«Υπάρχει το στερεότυπο ότι ο "γιατρός" είναι κάτι πιο επίσημο και το "γιατρίνα" ακούγεται κάπως πιο... της καθημερινής γλώσσας. Μπορεί, για παράδειγμα, να υπάρξει αντίρρηση όταν γράφουμε ένα επίσημο έγγραφο και ενδεχομένως να μην μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε. Ενδέχεται να υπάρχει ένα τέτοιο "επιχείρημα", το οποίο οδηγεί τους ομιλητές στο να μην το χρησιμοποιούν.
Αλλά στην καθημερινότητα, όταν μιλάς, είναι κάτι που χρησιμοποιείται φυσιολογικά», διαβεβαιώνει η ίδια.
Ακόμη, «αν πεις το "δικηγορίνα", σε κάποιους μπορεί να ακουστεί "λαϊκό" ή "λάθος", που δεν είναι, όμως, γιατί είναι μια φυσιολογική κατάληξη, η οποία χρησιμοποιείται, όταν θέλει κανείς να αναφερθεί σε μία γυναίκα δικηγόρο. Υπάρχουν, γενικώς, πολλές προκαταλήψεις, όσον αφορά το θέμα αυτό, όπως και το ότι "αν χρησιμοποιήσω κάποιους όρους, ότι θα ακουστούν... κάπως", το οποίο πολλές φορές δεν το καταλαβαίνουν. Υπάρχει μια ολόκληρη συζήτηση γύρω από αυτό».
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο Οδηγός του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας, ένα από τα βήματα για την ισότητα είναι η αναφορά σε επαγγελματικούς τίτλους, θέσεις, αξιώματα και ιδιότητες, προσδιορίζοντας το κοινωνικό φύλο των ανθρώπων που τους/τις κατέχουν. Για παράδειγμα, μπορούμε να χρησιμοποιούμε τα εξής:
- Βουλευτές και βουλεύτριες
- Συντάκτες και συντάκτριες
- Εργαζόμενες και εργαζόμενοι
- Δικαστής και δικάστρια (ή δικαστίνα)
- Πρέσβειρα και πρέσβης
- Αναγνώστες και αναγνώστριες
- Τηλεθεατές και τηλεθεάτριες
- Ακροατές και ακροάτριες
- Δασκάλες και δάσκαλοι
- Νοσηλευτές και νοσηλεύτριες
- Συναδέλφισσες και συνάδελφοι
Μπορεί ακουστικά να «ξενίζει» κάποιους, όμως, η χρησιμοποίηση αυτών των όρων είναι σωστή. Κι όπως τονίζει και η Άρτεμις Αλεξιάδου «αυτό το έχουμε και στη Γερμανία. Είναι κάτι που συμβαίνει εδώ και δύο χρόνια. Μέχρι και το Πανεπιστήμιο μας έστειλε φυλλάδιο για το πως θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τους όρους, για να γίνεται και μέσα από τη γλώσσα ακριβές για το τι μιλάμε. Απλώς κάποιες λέξεις χρησιμοποιούνται πιο εύκολα ή πιο γρήγορα από άλλες. Τώρα, γιατί σε ορισμένες λέξεις υπάρχει περισσότερη αντίσταση; Δεν το γνωρίζω. Δεν υπάρχει κάποια βαθύτερη εξήγηση. Ίσως είναι λίγο "περίεργο" για κάποιους, Αλλά ξέρετε, αν το πουν δυο - τρεις και μετά αρχίσει να χρησιμοποιείται η εκάστοτε λέξη από τους ομιλητές, δεν θα είναι πια περίεργο. Απλώς ίσως δεν είμαστε συνηθισμένοι στο να χρησιμοποιούμε τις λέξεις αυτές. Αλλά όσο πιο συχνά ακούς/λες κάτι, σίγουρα τόσο πιο εύκολο γίνεται και συνηθίζεται».
Για να φτάσουμε, βέβαια, στο σημείο να εστιάζουμε και στη χρήση των θηλυκών επαγγελμάτων, πρέπει να γίνει μια συλλογική εντατική προσπάθεια, αρχής γενομένης από την εκπαίδευση, με την κυρία Αλεξιάδου να συμφωνεί πως «θα ήταν καλό να υπάρξει μια ευαισθητοποίηση ότι υπάρχουν κι αυτές οι καταλήξεις και χρησιμοποιούνται παραγωγικά, ίσως πιο παραγωγικά σε κάποιες ελληνικές διαλέκτους, και να ξέρουν μαθητές/φοιτητές αρχικά ότι "μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη γιατρίνα". Το έχω δει και σε νεότερες γραμματικές και αν αυτό περάσει, και το ξέρουν κι οι ομιλητές ότι είναι ένας τρόπος έκφρασης, γιατί το ακούν στο σπίτι ή σε κάποιους χώρους, θα είναι μετά πιο εύκολο να φτάσουμε σε αυτή τη συζήτηση και πως
είναι βασικό για την ισότητα να χρησιμοποιείται ο όρος γιατρίνα, αντί για γιατρός».
Άλλωστε, τα επαγγέλματα, οι τίτλοι, τα αξιώματα και οι ιδιότητες κατέχονται και από γυναίκες και υπάρχουν και στο θηλυκό γένος και είναι λάθος αυτές να αγνοούνται. Γιατί; Διότι αυτό καθιστά τις γυναίκες αόρατες και διαιωνίζει αποκλεισμούς, έστω και σε συμβολικό επίπεδο, οι οποίοι πλέον δεν υφίστανται σε επίπεδο κοινωνικής πραγματικότητας. Συνεπώς, πρέπει κανείς να στοχεύει στην εξοικείωση με τους όρους αυτούς, αν θέλει να είναι εξελιχθεί και να βελτιωθεί τόσο ατομικά, όσο και ως μέλος μιας αναπτυσσόμενης κοινωνίας.
Όσο για τα διγενή επαγγελματικά ουσιαστικά, όπως για παράδειγμα «ο/η φιλόλογος»; Η Άρτεμις Αλεξιάδου αναφέρει: «Είναι δύσκολο να πεις τι είναι σωστό και τι λάθος. Έχει να κάνει με το τι χρησιμοποιούν οι ομιλητές δηλαδή. Το να χρησιμοποιήσεις το άρθρο, για να κάνεις τον διαχωρισμό και να διατηρήσεις την κατάληξη, η οποία ακούγεται κάπως... αρχαιοελληνική... Στη συγκεκριμένη περίπτωση φαντάζομαι ότι θα μπορούσες να πεις "φιλολογίνα", αν και δεν το έχω ακούσει. Ορισμένα ακούγονται καλύτερα από κάποια άλλα, και αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι προσθέτοντας τη κατάληξη, η λέξη έχει μετά πολλές συλλαβές και δεν είμαστε σίγουροι πως να τη τονίσουμε. Υπάρχουν, επίσης, πολλές γλώσσες που έχουν γένος, όπως στα ελληνικά, και τέτοιες λέξεις, που δεν έχουν "καθορισμένο" γένος. Στην περίπτωση αυτή δεν θα έλεγα ότι η φιλόλογος έχει ή το ένα ή το άλλο γένος, απλώς δεν έχει κανένα και βάζοντας το άρθρο, κάνουμε τον διαχωρισμό».
Γιατί, όμως, μας είναι πιο εύκολο να πούμε για μία γυναίκα ότι είναι «καλή χορεύτρια» ή «σπουδαία μαγείρισσα», αλλά δεν μπορούμε να πούμε εξίσου ότι είναι μια «καταξιωμένη γιατρίνα»;
«Αυτό έχει να κάνει με το πως φτιάχνονται τα στερεότυπα», σημειώνει η Άρτεμις Αλεξιάδου και προσθέτει ότι «στη Γερμανία έχουν κάνει και έρευνες για να δουν, αν τους πεις τη λέξη γιατρός, πόσοι θα πουν ότι είναι άντρες και πόσες θα πουν ότι είναι γυναίκα. Αυτό είναι ένα πράγμα που δεν νομίζω ότι έρχεται μέσα από τη γλώσσα, αλλά μέσα από το πως έχουμε κάνει ορισμένα επαγγέλματα να θεωρούνται αντρικά κι ορισμένα να θεωρούνται γυναικεία. Κάτι που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, απλά το κουβαλάμε έτσι για χρόνια και κάποια στιγμή πρέπει να το αλλάξουμε».
Η δύναμη των social media είναι πλέον μεγάλη και έχει την ικανότητα να επηρεάζει εκατομμύρια χρήστες σε όλο τον κόσμο. Κάπως έτσι, έχει κάνει την εμφάνισή της κι η κατάληξη "@", η λεγόμενη «νέα άφυλη κατάληξη», η οποία χρησιμοποιείται από άτομα που δεν θέλουν να (αυτο)προσδιορίζονται από ανδρικό ή γυναικείο γένος.
«Έχει παρατηρηθεί όντως αυτό κι έχει να κάνει με τη δημιουργία νέου τύπου αντωνυμιών. Δηλαδή, όχι "αυτός", "αυτή", αλλά κάποια ουδέτερη μορφή», εξηγεί η Άρτεμις Αλεξιάδου. «Αυτή τη συζήτηση την παρακολουθώ στη Γερμανία, στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα, όπου μπορώ, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, γιατί βλέπουμε ζωντανά τους ομιλητές να δημιουργούν δικές τους εκφράσεις κι αυτές, μέσα από τα social media, να γίνονται πιο γνωστές και να χρησιμοποιούνται από όλους τους χρήστες.
Το θέμα είναι αν αυτό είναι ένα φαινόμενο, το οποίο παρατηρούμε τώρα ή αν θα σταματήσει ή αν θα είναι κάτι που θα επηρεάσει τη γλώσσα, από την άποψη ότι θα μπορεί κανείς να χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη αντωνυμία σε συγκεκριμένη μορφή, όταν αναφέρεται σε άτομα που δεν θέλουν να χαρακτηρίζονται από το γένος που έχουν. Στα αγγλικά είναι κάπως πιο εύκολο, γιατί μπορείς να χρησιμοποιήσεις το "they", σε άλλες γλώσσες είναι λίγο πιο δύσκολο», καταλήγει.
Αν θα μπορούσε αυτό να είναι ένα βήμα προς την ισότητα ή να προκαλέσει σύγχυση; «Σύγχυση συνήθως δημιουργείται όταν πας να επιβάλλεις κάτι. Τότε θα προκαλέσεις και αντίδραση. Όταν, όμως, βλέπουμε ότι υπάρχουν ίδιοι ομιλητές και ίδια άτομα, τα οποία θέλουν να εκφραστούν με αυτόν τον τρόπο και χρησιμοποιούν αυτούς τους όρους, τότε δεν νομίζω ότι μπορεί να επέλθει σύγχυση. Συγχύσεις και αντιδράσεις θα υπάρξουν, όταν θα πεις "αυτό είναι κι έτσι θα το κάνουμε", χωρίς να υπάρχει επιχείρημα».
Στην καθημερινή χρήση της γλώσσας, βέβαια, δεν κάνει την εμφάνισή του μόνο ο έμφυλος λόγος, αλλά και ο γλωσσικός σεξισμός, με εκφράσεις, όπως «άντρας παλαιάς κοπής», «γυναίκα για σπίτι», «εργαζόμενη μητέρα», «τα αγόρια δεν κλαίνε», κ.ά. Όσο... άκακες και αν μας φαίνονται αυτές οι φράσεις, δεν είναι. Και ποια η γνώμη της κυρίας Αλεξιάδου;
«Είναι ένα πρόβλημα καθολικό. Έχει να κάνει με την ευαισθητοποίηση, που λέγαμε πριν. Δηλαδή, κι αυτό ξεκίνησε - και το βλέπουμε και σε άλλα κράτη - με το κίνημα του "political correctness". Βλέπεις ότι αλλιώς μιλούσαν/έγραφαν 20 χρόνια πριν και αλλιώς 20 χρόνια μετά. Κι έχει να κάνει με το ότι υπάρχει μια ευαισθητοποίηση, πως ορισμένα πράγματα, όταν λέγονται ή γράφονται, έχουν κι έναν αντίκτυπο, ο οποίος δεν είναι ο καλύτερος που θα περίμενε κανείς. Οπότε, αυτό
είναι ένα θέμα που πρέπει να υπάρχει προς συζήτηση μέσα στα σχολεία, στα Πανεπιστήμια.
Φαντάζομαι ότι αυτές οι συζητήσεις υπάρχουν στους χώρους αυτούς, για να υπάρξει κι η ευαισθητοποίηση στην κοινωνία. Μπορεί κάτι να ήταν εντάξει σε μια κοινωνία πριν από 50 χρόνια - κάθε κοινωνία, άλλωστε, έχει τους δικούς της κανόνες και αρχές - αλλά τώρα στην εποχή μας, το "γυναίκα για σπίτι" δεν είμαι σίγουρη ότι ακούγεται και πολύ ωραία».
Τι μπορεί να κάνει κανείς, λοιπόν, για τη χρήση μιας γλώσσας ευαισθητοποιημένης ως προς τη διάσταση του φύλου; Να χρησιμοποιεί, δηλαδή, μια γλώσσα που δεν κάνει διακρίσεις;
«Εδώ πρέπει να γίνει μια συζήτηση. Αν ο στόχος μας είναι αυτός, να μην κάνουμε διακρίσεις μέσα από τη γλώσσα, θα πρέπει να είμαστε όλοι σύμφωνοι οι ομιλητές της γλώσσας για το ποιες είναι αυτές οι εκφράσεις, τις οποίες, όταν τις χρησιμοποιούμε, δεν κάνουμε διακρίσεις», υπογραμμίζει.
Κάποτε υπήρχε η συζήτηση για την ένταξη ενός μαθήματος στα σχολεία, που να εστιάζει στον επαγγελματικό προσανατολισμό. Αργότερα, η κουβέντα αφορούσε τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Στις μέρες μας, αυτή η συζήτηση μπορεί να αφορά και για την ένταξη ενός μαθήματος που να εστιάζει στον έμφυλο λόγο. Ίσως με αυτόν τον τρόπο να υπήρχε λίγο περισσότερος... σεβασμός στο πρόσωπο των γυναικών, σε σημείο που θα βοηθούσε να μην θρηνήσουμε άλλες γυναίκες θύματα.
«Θα μπορούσαν να υπάρξουν ομάδες μαθημάτων/εκδηλώσεων/συζητήσεων σε κάποια μορφή μέσα στα σχολεία», δηλώνει η κυρία Αλεξιάδου.
«Τα παιδιά στη Γερμανία, από όσο ξέρω τουλάχιστον, ενδιαφέρονται πάρα πολύ γι' αυτά τα θέματα. Δεν είναι κάτι που τους αφήνει αδιάφορους, δεν είναι κάτι που συζητούν οι μεγάλοι και συνεπώς δεν τους απασχολεί. Μού λένε συνάδελφοι ότι
στα παιδιά είναι πια πολύ σημαντικό το ποια αντωνυμία χρησιμοποιείς, για να αναφερθείς στο συμμαθητή σου. Αν κάνεις λάθος την αντωνυμία, είναι πολύ μεγάλο σφάλμα! Φαντάζομαι ότι σε κάποιο βαθμό, επειδή είναι θέματα που απασχολούν τη νέα γενιά, θα πρέπει να συζητηθούν ΚΑΙ με τη νέα γενιά.
Βέβαια, κάθε φορά που πάει κανείς να συζητήσει τέτοια θέματα, υπάρχει φοβερή αντίδραση από διάφορες πλευρές».
Η πολύχρονη εμπειρία της Άρτεμις Αλεξιάδου της έχει δείξει πως «οι άνθρωποι πολλές φορές άλλα θέλουν να πουν κι άλλα τελικά εκφράζουν». Από πού πηγάζει αυτό; «Μπορεί να παίζει ρόλο κι η εκπαίδευση. Η γλώσσα αλλάζει συνεχώς. Το πως μιλούσαμε εμείς στα 15 μας, δεν έχει να κάνει με το πως μιλούν οι 15χρονοι σήμερα. Υπάρχει αλλαγή μέσα στη γλώσσα, δημιουργούνται νέοι τρόποι έκφρασης, και γενικά, όχι μόνο οι Έλληνες, έχουμε μια ιδέα ότι υπάρχει η σωστή γλώσσα ή ο σωστός τρόπος έκφρασης.
Οι γλωσσολόγοι λένε ότι βασικό είναι να μπορούμε να εκφραζόμαστε.
Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Κι επειδή υπάρχει αυτή η ροή κι η αλλαγή στη γλώσσα, θα πρέπει να το αναγνωρίσουμε αυτό και να μην θεωρούμε ότι επειδή κάποιες εκφράσεις ακούγονται "περίεργες", ότι είναι και λάθος. Ενδεχομένως να είναι νέες και κάτι που δεν ήταν παραγωγικό πριν από 15 χρόνια, να είναι τώρα και γι' αυτό να το χρησιμοποιούμε. Οπότε, δεν θα έλεγα πως θα έπρεπε να έχουμε ως στόχο να κρατάμε τη γλώσσα σε μια μορφή που δεν υπάρχει καμία κίνηση, καμία ροή, καμία αλλαγή. Είναι φυσικό πράγμα η εξέλιξη».
Σε προσωπικό επίπεδο, η ίδια ήταν η μόνη γυναίκα που είχε πάρει έδρα στη σχολή της το 2002. «Όταν πήρα την πρώτη θέση στο Πανεπιστήμιο της Στουτγκάρδης, στη φιλοσοφική σχολή, δεν υπήρχε άλλη γυναίκα. Ήταν πολύ περίεργο», παραδέχεται.
Μπροστά της δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο το γεγονός ότι ήταν η μόνη γυναίκα, αλλά και το ότι ήταν η νεότερη ηλικιακά, αλλά και μια... ξένη σε άλλη χώρα. «Ο συνδυασμός δεν ήταν ό,τι... καλύτερο. (γέλια) Τώρα θα έλεγα ότι έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα, ιδίως στο χώρο μου, γιατί, για κάποιο λόγο, ο χώρος της γλωσσολογίας έχει πολλές γυναίκες, οι οποίες φτάνουν και σε πολύ υψηλές θέσεις και στην Ελλάδα, οπότε υπάρχει σημαντική αλλαγή. Τότε, είχε να κάνει και με το ότι το Πανεπιστήμιο ήταν πιο "τεχνικό", δεν είχε μεγάλη ιστορία στα φιλολογικά θέματα, οπότε ήταν λίγο περίεργη η σχολή».
Όσο για το αν την «άγγιζαν» οι διακρίσεις, συμπληρώνει «για να μην το πάω μόνο στη δική μου περίπτωση, θα φέρω ένα παράδειγμα: Όταν ξεκίνησα να δουλεύω στη Γερμανία, μου είχε κάνει πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση ότι μόλις έρχεται το πρώτο παιδί, οι γυναίκες έπρεπε να σταματήσουν για κάποια χρόνια τη δουλειά. Ήταν το default και μου φάνηκε πολύ περίεργο, γιατί στην Ελλάδα, όσες ξέρω στην ηλικία μου, αμέσως πάνε στη δουλειά τους. Ας πούμε στη Νορβηγία ή σε άλλα σκανδιναβικά κράτη είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Έχει αλλάξει, βέβαια, αυτό, αλλά υπήρχε μία αντιμετώπιση ότι "η γυναίκα θα πρέπει να πάρει τα παιδιά από το σχολείο, να ασχοληθεί με τα μαθήματά τους", που σ' έκανε να λες "μα γιατί, αφού είμαστε στον ίδιο χώρο, έχουμε όλοι τις ίδιες υποχρεώσεις"».
Και καταλήγει «ένα θέμα που συζητιέται πάντως πολύ στη Γερμανία, και φαντάζομαι και στην Ελλάδα, έχει να κάνει με την αμοιβή. Δεν πληρώνονται όλοι το ίδιο, το οποίο είναι ένα σημαντικό θέμα γενικότερα.
Από τη στιγμή που ξέρεις ότι δεν υπάρχει ίση αμοιβή, αμέσως υπάρχει κι η διάκριση».
Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν αποτελούν προσωπικές απόψεις του συντάκτη / της συντάκτριας και δεν απηχούν απαραίτητα τις απόψεις του Χρηματοδοτικού Μηχανισμού του ΕΟΧ ή του Διαχειριστή Επιχορήγησης του Προγράμματος Active citizens fund στην Ελλάδα (Ίδρυμα Μποδοσάκη σε συνεργασία με το SolidarityNow).
Το Έργο «Η Ισότητα των Φύλων στην Πρώτη Σελίδα» υλοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος Active citizens fund, με φορέα υλοποίησης την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και εταίρο τη Liquid Media.
Το πρόγραμμα Active citizens fund, ύψους €13,5 εκ., χρηματοδοτείται από την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία και είναι μέρος του χρηματοδοτικού μηχανισμού του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) περιόδου 2014 – 2021, γνωστού ως EEA Grants. Το πρόγραμμα στοχεύει στην ενδυνάμωση και την ενίσχυση της βιωσιμότητας της κοινωνίας των πολιτών και στην ανάδειξη του ρόλου της στην προαγωγή των δημοκρατικών διαδικασιών, στην ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά και στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τη διαχείριση της επιχορήγησης του προγράμματος Active citizens fund για την Ελλάδα έχουν αναλάβει από κοινού το Ίδρυμα Μποδοσάκη και το SolidarityNow.
Περισσότερα εδώ για το #thema_isotitas
Υπεύθυνοι Έργου (Gazzetta/Liquid Media):
Ηλίας Αναστασιάδης, Παναγιώτης Γκανάς
Διεύθυνση Gazzetta:
Θάνος Σαρρής
Επιστημονικά Υπεύθυνη Έργου:
Αγγελική Σεραφείμ
Συντονισμός Έργου (ΕλΕΔΑ):
Ιάσονας Γουσέτης