Ρούντι Φερνάντεθ, γιατί τελικά δεν έπαιξες στον Παναθηναϊκό;
Ο Ρούντι Φερνάντεθ μιλάει στο Gazzetta για τη μυθική καριέρα του, απαντάει σε όσους λατρεύουν να τον μισούν και αποκαλύπτει γιατί δεν υπέγραψε στον Παναθηναϊκό!

Ανάμεσα σε όλα όσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί όλα αυτά τα χρόνια για τον Ρούντι Φερνάντεθ, ένα κοινό σημείο είναι πάντα το πόσο μοναδικό και χαρακτηριστικό ήταν το στιλ του. Για το πώς η έννοια «Ρούντι» φέρνει κατευθείαν στο νου κάτι πολύ συγκεκριμένο, όσο και δύσκολο να περιγραφεί ή να ξεπατικωθεί. Μόνο εκείνος μπορούσε να καταφέρει κάτι τέτοιο: είχε την προσωπικότητα ώστε να γεννά πάθη, μίσος και τελικά εκδηλώσεις λατρείας όπως συνέβη στον τελευταίο αγώνα του με τη Ρεάλ στη Μαδρίτη.
Ήταν ο τύπος που όλοι λάτρευαν να μισούν, αλλά και ο παικταράς που πεταγόταν από το πουθενά για να αρπάξει μια μπάλα και να την καρφώσει στο καλάθι. Για κάποιους, ήταν ο προβοκάτορας που χρησιμοποιούσε κάθε απίθανο κόλπο για να μπει στο μυαλό του αντιπάλου. Για τους περισσότερους, όμως, ήταν εκείνος που βούταγε για να σώσει μια χαμένη μπάλα στα 39 του, βγάζοντας ασίγαστο πάθος με την εθνική Ισπανίας και χάνοντας μόλις ένα Ευρωμπάσκετ στα 20 χρόνια που έπαιξε με τη «Ρόχα». Από πιτσιρικάς, ο Ρούντι Φερνάντεθ είχε σκοπό να γίνει ο ήρωας της ιστορίας και μιλάει στο Gazzetta για όσα όρισαν τη διαδρομή του. Παραδέχεται τα λάθη του και παράλληλα ξεκαθαρίζει ότι δεν τον ένοιαζε να είναι αρεστός σε όλους, εξηγώντας τον λόγο που δεν φόρεσε ποτέ τα πράσινα του Παναθηναϊκού.



Υπάρχει μια επική φωτογραφία στο Twitter. Για την ακρίβεια, είναι ένα meme. Με τον Μάικλ Τζόρνταν να φλεξάρει τα έξι δαχτυλίδια του με τους Μπουλς, και από κάτω η φράση: «Ο μέσος Έλληνας αν ο Γιουλ και ο Ρούντι δεν είχαν γεννηθεί ποτέ». Αν με ρωτάς, νομίζω πως έχει μια δόση αλήθειας. Και θα ήθελα τη γνώμη σου πάνω σε αυτό.
«Πιστεύω πως ζήσαμε καταπληκτικές εποχές μαζί! Όλα αυτά τα χρόνια, είχαμε την τύχη -ή ίσως την ατυχία να αντιμετωπίσουμε πολλές φορές τις ελληνικές ομάδες και την Εθνική Ελλάδας.
Αυτοί οι αγώνες ήταν πάντα ξεχωριστοί, τουλάχιστον για εμένα. Η ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι φίλαθλοι είναι φανταστική, ακόμα και όταν είναι εναντίον μας. Αυτό έδινε μια ξεχωριστή δυναμική, έτσι δεν είναι; Παρ’ όλα αυτά, είχαμε εξαιρετικές σχέσεις με τους Έλληνες παίκτες. Πάντα λέω ότι οποιοσδήποτε Έλληνας παίκτης θα ήταν ευπρόσδεκτος στην ομάδα μου, γιατί η νοοτροπία τους μοιάζει πολύ με αυτή των Ισπανών: παίζουν με το ίδιο πάθος, χαρακτήρα και αποφασιστικότητα. Και σε ό,τι αφορά την εξέδρα, μπορώ να πω με βεβαιότητα πως οι Έλληνες φίλαθλοι είναι από τους καλύτερους».
Γιατί, λοιπόν, η Εθνική Ισπανίας κέρδιζε συνέχεια την Ελλάδα;
«Νομίζω πως είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων. Σίγουρα έχει να κάνει με την τύχη και τον τρόπο δουλειάς. Παίζει ρόλο και αυτή η ιδιαίτερη αύρα. Ή το επίπεδο ηρεμίας που έβγαζαν οι ηγέτες της Ισπανίας όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό μας έδινε την αυτοπεποίθηση να αντιμετωπίζουμε τα παιχνίδια με σιγουριά. Όχι μόνο κόντρα στην Ελλάδα, αλλά και απέναντι σε ομάδες όπως η Γαλλία».
Πώς βλέπεις τον κόσμο ως συνταξιούχος;
«Η αλήθεια είναι ότι ζω πολύ καλά, τα βλέπω όλα πολύ θετικά. Τώρα που έχω καινούργια χόμπι, το απολαμβάνω περισσότερο! Είμαι πολύ ευτυχισμένος που μπορώ να περνάω περισσότερο χρόνο με την οικογένεια και, επιπλέον, να χαλαρώνω επαγγελματικά, γιατί αυτό πάντα βοηθάει στο να ξεκουραστείς πνευματικά. Αν και έχω απομακρυνθεί λίγο από το μπάσκετ, πάντα παρακολουθώ το άθλημα γιατί ήταν όλη η ζωή μου και δούλεψα πολύ σκληρά για να κάνω αυτή την καριέρα. Όμως, προσωπικά, είμαι χαρούμενος που περνάω περισσότερο χρόνο με τους δικούς μου και έχω τη δυνατότητα να ξεκουραστώ, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά αλλά και να επικεντρωθώ σε άλλα πράγματα που δεν αφορούν μόνο το μπάσκετ».
Στις συνεντεύξεις του, ο Αντρέα Τρινκιέρι αναφέρει ότι συνηθίζει να ρωτάει τους παίκτες του τι θέλουν να πετύχουν στην καριέρα τους. Τι ήθελε να πετύχει ο Ρούντι Φερνάντεθ στη δική του καριέρα;
«Στην αρχή, αυτό που με έκανε να συνεχίσω να παίζω μπάσκετ ήταν η απόλαυση που μου πρόσφερε το παιχνίδι. Το αγαπούσα πολύ και ένιωθα πολύ δεμένος με αυτό, αφού προέρχομαι από μια οικογένεια στην οποία όλοι είχαν παίξει μπάσκετ. Στη συνέχεια, καθώς απέκτησα μεγαλύτερη φήμη και περισσότερες ευθύνες, το μπάσκετ άρχισε να γίνεται περισσότερο επαγγελματική δραστηριότητα παρά απλή διασκέδαση. Παρ' όλα αυτά, η ικανοποίηση από το γεγονός ότι κάνεις κάτι που αγαπάς παραμένει. Ωστόσο, αυτή η ευθύνη φέρνει και άγχος, και πιστεύω ότι τώρα γίνεται πολλή δουλειά στο ψυχολογικό κομμάτι, γιατί είναι σημαντικό να έχεις το μυαλό σου συγκροτημένο. Για μένα, το μπάσκετ ήταν κυρίως μια ευκαιρία να κάνω ένα βήμα μπροστά και να πετύχω τους στόχους που είχε θέσει η ομάδα. Περισσότερο από το "εγώ" ή το ταλέντο που μπορεί να είχα όλα αυτά τα χρόνια, νομίζω ότι ήξερα να θυσιάζομαι σε πολλούς τομείς για να πετύχει η ομάδα μου».
Για πολλούς, ο Ρούντι Φερνάντεθ είναι ο παίκτης που λατρεύουν να μισούν. Ένας τύπος που δεν θέλει να χάνει και θα κάνει τα πάντα για να πετύχει τον στόχο του. Για κάποιους, είναι ένας μαχητής. Ένα σύμβολο για τη Ρεάλ Μαδρίτης και την εθνική Ισπανίας. Τελικά, τι ισχύει;
«Πιστεύω πως όλα αυτά είναι αλήθεια... Στο τέλος της ημέρας, πιστεύω ότι οι φίλαθλοι κατάλαβαν το παιχνίδι μου, τις αξίες μου και όσα πρεσβεύω ακόμα και όταν ήταν εναντίον μου. Όπως είπες κι εσύ, πάντα ήμουν νικητής. Προσπαθούσα να κερδίσω με κάθε τρόπο, αλλά είναι αλήθεια ότι έχω κάνει πολλά λάθη, όπως κάνω και καθημερινά στη ζωή μου. Έχω κάνει λάθη και στο γήπεδο, αλλά αυτά τα λάθη με βοήθησαν να εξελιχθώ, τόσο ψυχικά όσο και επαγγελματικά. Κι έτσι κατάφερα να έχω την καριέρα που είχα και να αποσυρθώ όπως ήθελα. Με τον δικό μου τρόπο. Έχω παραμείνει πιστός στις αρχές μου και στον τρόπο που παίζω, και αυτό είναι που με βοήθησε να έχω μια τόσο επιτυχημένη καριέρα».
Ποιες προκλήσεις αντιμετώπισες στο μπάσκετ και κυρίως, στη ζωή σου;
«Οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπισα ήταν οι τραυματισμοί, και ιδιαίτερα ο τραυματισμός στη μέση. Έχω περάσει από τρεις εγχειρήσεις, και στην τελευταία μου είπαν ότι θα μπορούσα να παίξω τρία ή τέσσερα χρόνια ακόμα, αλλά τελικά έπαιξα δέκα! Σε αυτό το κομμάτι, πάντα έπρεπε να επικεντρωθώ στο να έχω καλές συνήθειες σε αθλητικό επίπεδο και να μάθω να διαχειρίζομαι το σώμα μου. Αυτό με οδήγησε να προσαρμόσω το στιλ παιχνιδιού μου και να δημιουργήσω έναν νέο τρόπο παιχνιδιού. Αυτή η προσαρμογή ήταν το κλειδί για να έχω μια επιτυχημένη καριέρα μέχρι τα 39 μου. Συνολικά, πιστεύω ότι κατάφερα να ξεπεράσω αυτές τις δυσκολίες. Όσον αφορά την προσωπική μου ζωή, η υποστήριξη που είχα πάντα από την ομάδα μου, την Εθνική και την οικογένειά μου, ήταν καθοριστική. Αυτή η στήριξη με βοήθησε επίσης να γίνω καλύτερος άνθρωπος και να εξελιχθώ, ειδικά προς το τέλος της καριέρας μου».
Προσωπικά, Ρούντι, ποιο θεωρείς ότι ήταν το πιο καθοριστικό σημείο στην καριέρα σου; Μια αποτυχία ή μια επιτυχία, ένα γεγονός, ή μια στιγμή που σε καθόρισε;
«Είναι αλήθεια ότι η στιγμή που υπέγραψα στη Ρεάλ Μαδρίτης ήταν μια καθοριστική απόφαση, και όπως πάντα λέω, ήταν μία από τις καλύτερες που πήρα σε προσωπικό και σε επαγγελματικό επίπεδο. Ήρθα σε έναν τεράστιο σύλλογο, όπου είδα πώς αντιμετωπίζουν τους παίκτες και πώς δουλεύουν μέσα στον οργανισμό. Φυσικά, πέρασα πολύ καλά χρόνια στην Μπανταλόνα, και στο ΝΒΑ έμαθα πάρα πολλά, αλλά η στιγμή που εντάχθηκα στον Ρεάλ Μαδρίτης και συνδέθηκα μαζί της για τόσα χρόνια ήταν το σημείο που άλλαξε την πορεία στην αθλητική μου καριέρα».
Πότε συμφιλιώθηκαν ο Ρούντι με τον Φερνάντεθ; Πότε άρχισες να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να λες: «είμαι εντάξει με αυτό»;
«Λοιπόν, νομίζω ότι, στο τέλος, ο Ρούντι Φερνάντεθ που βλέπει όλος ο κόσμος είναι διαφορετικός από τον Ρούντι πίσω από τα φώτα. Όλος ο κόσμος γνωρίζει τον παίκτη ή τουλάχιστον, νομίζει ότι τον ξέρει όμως ο πραγματικός Ρούντι Φερνάντεθ είναι πιο προσωπικός, πιο ευγενικός, πιο τρυφερός... Για τους περισσότερους, είμαι απλώς ο παίκτης, η δημόσια φιγούρα που όλοι έχουν συνδέσει με το μπάσκετ. Έχω αναγκαστεί να προσαρμοστώ σε αυτή την εικόνα, καθώς όλος ο κόσμος με αναγνωρίζει έτσι. Αλλά ο Ρούντι Φερνάντεθ ήταν πάντα ένας πολύ δραστήριος, πολύ εκφραστικός άνθρωπος, τόσο κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού όσο και για να παρακινήσω τον εαυτό μου και να επιτύχω τους στόχους μου».
Οι Έλληνες λατρεύουν να σε μισούν. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το επεισόδιο με τον Σπανούλη το 2015. Όμως τα τελευταία χρόνια της καριέρας σου, όλοι αναγνώρισαν έναν τύπο που ήταν πάντα εκεί. Που έδινε ό,τι είχε. Που ήταν αφοσιωμένος στην Εθνική Ισπανίας και δεν έψαχνε δικαιολογίες για να ξεκουραστεί τα καλοκαίρια.
«Πάντα είχα μεγάλο σεβασμό για τους φιλάθλους και καταλαβαίνω τα λόγια τους προς εμένα. Παρ' όλα αυτά, ο κόσμος, ή οι φίλαθλοι, πρέπει να καταλάβουν ότι πάντα πάλευα για ό,τι είχα δίπλα μου. Αν είχα υπογράψει παλιότερα στον Παναθηναϊκό, όταν είχα την ευκαιρία να πάω εκεί με τον Ομπράντοβιτς, είμαι σίγουρος ότι θα είχαμε μια απίστευτη σχέση με τους φιλάθλους του Παναθηναϊκού!
Είμαι άνθρωπος που, όταν πιστεύει σε ένα πρότζεκτ, το ακολουθεί απόλυτα. Και κάποιες φορές οι φίλαθλοι δεν το καταλαβαίνουν αυτό. Μπορείς να έχεις μια στάση ή άλλη. Σε ό,τι με αφορά, είναι ξεκάθαρο ότι έχω κάνει λάθη πολλές φορές. Αλλά αυτή η στάση με έχει οδηγήσει στο να γίνω ο παίκτης που έγινα. Για παράδειγμα, συνειδητοποίησα όσα έχω πετύχει στα δεκαπέντε λεπτά που οι φίλαθλοι της Ρεάλ σηκώθηκαν στο πόδι στο τελευταίο μου παιχνίδι στη Μαδρίτη. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί! Εκεί καταλαβαίνεις ότι ο Ρούντι που βλέπουν όλοι είναι ο Ρούντι που είναι πλήρως αφοσιωμένος, που δίνει τα πάντα για ό,τι κάνει, και αυτό είναι που προσπάθησα να κάνω όλα αυτά τα χρόνια. Ίσως τώρα οι Έλληνες φίλαθλοι να το αναγνωρίζουν και το εκτιμώ πολύ.
Ανέφερες τον Σπανούλη. Θυμάμαι όταν ήμασταν μαζί στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όταν ήπιαμε μαζί έναν καφέ. Είμαστε και οι δύο πάρα πολύ ανταγωνιστικοί και θέλουμε το καλύτερο για ό,τι υπερασπιζόμαστε. Κάποιες στιγμές, η ένταση και το περιβάλλον δημιουργούν καταστάσεις στις οποίες αναρωτιέσαι γιατί φτάσαμε σε αυτό το σημείο. Αλλά, ταυτόχρονα, είναι αδύνατο να το αποφύγεις λόγω του χαρακτήρα σου, λόγω της ενέργειας, της έντασης και της επιθυμίας να κερδίσεις... Στο τέλος, είναι κάτι φυσικό. Έχω παίξει με τον Γιάννη Μπουρούση, που είναι ένας καταπληκτικός άνθρωπος. Είχα απέναντί μου τον Διαμαντίδη, τον Σπανούλη και τον Πρίντεζη… Είναι παίκτες που με έκαναν καλύτερο! Γιατί ήθελα να τους ξεπεράσω, ξέροντας ότι είναι εξαιρετικοί, και αυτό με πίεσε να δώσω το καλύτερο. Είναι κάτι για το οποίο θα είμαι πάντα ευγνώμων, γιατί στο τέλος, φτάνεις στην κορυφή σου όταν έχεις να ανταγωνιστείς παίκτες που σε κάνουν να προσπαθείς για να γίνεις καλύτερος από αυτούς».
Τι μπορεί να σου προσάψει κάποιος; Κάποιος που δεν συμπαθεί το παιχνίδι σου, το στιλ σου ως άτομο, τον χαρακτήρα σου, οτιδήποτε.
«Νομίζω ότι το κυριότερο που θα μπορούσαν να μου προσάψουν είναι ότι είμαι αρκετά κλειστός σαν άνθρωπος. Στο γήπεδο ήμουν πάντα εκφραστικός, αλλά εκτός γηπέδου ήμουν πιο μαζεμένος. Δεν ήμουν ακριβώς ντροπαλός, αλλά ήμουν αρκετά προσεκτικός με το τι θα σκεφτόταν ο κόσμος για μένα. Αυτό ίσως με έχει κάνει να φαίνομαι λιγότερο προσιτός σε σχέση με κάποιους άλλους παίκτες».
Από τα χρόνια που ο Αΐτο Ρενέσες σου έδινε χρόνο συμμετοχής στην Μπανταλόνα, ζεις με έναν προβολέα συνεχώς στραμμένο πάνω σου. Υπήρξαν στιγμές που ένιωσες ότι ήσουν αλαζόνας; Που μετά σκέφτηκες: «Δεν είσαι έτσι! Έχεις ξεφύγει».
«Όταν έπαιζα στην Μπανταλόνα, δεν νομίζω ότι ήμουν έτσι. Στα πρώτα μου χρόνια στη Ρεάλ, είναι αλήθεια ότι ένιωθα να κουβαλώ ευθύνες και πίεση, είχα μια εμμονή να τα πάω καλά, να προσαρμοστώ και να φτιάξω ένα νέο περιβάλλον για μένα. Μετά, συνειδητοποίησα ότι η Ρεάλ Μαδρίτης είναι ένας τεράστιος σύλλογος, με τεράστια ιστορία στην Ευρώπη, και όλοι την παρακολουθούν.
Εκείνη τη στιγμή, η πίεση με ξεπέρασε κάποιες φορές και αυτό φάνηκε και στην συμπεριφορά μου μέσα στο γήπεδο. Αλλά, όπως σου έλεγα πριν, αυτές οι εμπειρίες με βοήθησαν να εξελιχθώ και σαν παίκτης, αλλά και σαν άνθρωπος. Και πιστεύω ότι όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Αυτές οι στιγμές είναι που με βοήθησαν να κερδίσω τον σεβασμό των φιλάθλων τα τελευταία χρόνια. Στην αρχή, ίσως να με έβλεπαν ως τον χειρότερο, αλλά τελικά κατάλαβαν ότι εγώ πάντα τα έδινα όλα για την ομάδα στην οποία αγωνιζόμουν».
Μιλώντας πριν καιρό με τον Χουάντσο Ερνανγκόμεθ για το θέμα του hate speech, μου είπε μια φράση που θυμάμαι ακόμα. Ότι οι άνθρωποι που δεν σε ξέρουν είναι πίσω από μια οθόνη και σχολιάζουν. Ότι το να σχολιάσεις μια φωτογραφία είναι δωρεάν. Ποια είναι λοιπόν η σχέση σου με τους haters;
«Νομίζω ότι πρέπει να τους ακούμε κιόλας. Δεν είναι ότι τους αγαπούσα, αλλά με βοηθούσαν να γίνω ακόμα καλύτερος. Μπορεί να είναι έτσι, αλλά συμφωνώ απόλυτα με όσα λέει ο Χουάντσο. Πολλοί άνθρωποι μπορούν να πουν κακά πράγματα πίσω από μια οθόνη, χωρίς να ξέρουν τι σημαίνει να παίζεις επαγγελματικό μπάσκετ. Παρόλα αυτά, πιστεύω ότι τέτοια σχόλια πρέπει να σε ενθαρρύνουν για να συνεχίσεις την καριέρα σου και να πεις "αυτός που σχολιάζει πίσω από μια οθόνη έχει άδικο". Και για μένα αυτό λειτουργούσε σαν κίνητρο, να αποδείξω ότι ήταν λάθος».
Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν θέλαμε να σου βάζουμε ταμπέλες... Δηλαδή, ο Ρούντι Φερνάντεθ είναι εριστικός. Του αρέσει να προκαλεί, ότι μερικές φορές είναι προβοκάτορας.
«Η εικόνα μου έχει διαμορφωθεί και από τον Τύπο, και αυτό είναι ξεκάθαρο. Ωστόσο, το έχω αποδεχτεί. Μου έχουν κολλήσει διάφορες ταμπέλες. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή, ένα περιοδικό είχε γράψει ότι ήμουν ο πιο μισητός παίκτης στην Ευρώπη. Και ειλικρινά, αυτό δεν με ανησυχούσε καθόλου».
Πως ένιωσες όταν είδες τον εαυτό σου σε εκείνο το πρωτοσέλιδο;
«Όλα αυτά συνέβησαν επειδή έκανα ένα φάουλ στον Τόνι Πάρκερ. Ήταν ένα σκληρό φάουλ, πολύ σκληρό και εσκεμμένο. Αλλά πόσα σκληρά φάουλ μου έχουν κάνει και δεν έχει γίνει τίποτα; Ήταν μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μίσος, κάτι που τελικά έπρεπε να το αποδεχτώ. Δεν είναι ευχάριστο να πηγαίνεις σε ένα γήπεδο και να αρχίζουν να σε βρίζουν, αλλά το αποδέχεσαι, αν και δεν θα έπρεπε. Στην αμερικανική κουλτούρα, πηγαίνεις στο γήπεδο για να υποστηρίξεις την ομάδα σου και, ενδεχομένως, να γιουχάρεις τον αντίπαλο. Αλλά το πιο σημαντικό είναι η στήριξη στην ομάδα σου. Όλο αυτό προσωπικά με γέμιζε κίνητρο. Έλεγα, "Θα συνεχίσω να κάνω τη δουλειά μου γιατί την κάνω καλά, συνεχίζω να κερδίζω τίτλους με την ομάδα μου και παραμένω ένας σημαντικός παίκτης γι' αυτήν". Αλλά όπως σου είπα πριν, φυσικά έχω κάνει πολλά λάθη, αλλά δεν είμαι ο μόνος. Υπάρχουν πολλοί παίκτες που κάνουν λάθη σε όλη τους την καριέρα. Αλλά στο τέλος, το όνομα του Ρούντι Φερνάντεθ ήταν πάντα εκεί, γιατί τελικά δημιουργούσα πολύ θόρυβο, μέσα και έξω από το γήπεδο. Και αυτό με βοήθησε να γίνω καλύτερος παίκτης».
Σε ένοιαζε να είσαι αρεστός σε όλους;
«Όχι, όχι, δεν νομίζω ότι ήταν έτσι. Ο πατέρας μου μού είπε κάτι που ήταν πολύ λογικό και έβγαζε νόημα. Μου είπε: "Ρούντι, όσο οι οπαδοί της ομάδας που παίζεις δεν σε γιουχάρουν, μπορείς να είσαι ήρεμος". Και αυτό είναι αλήθεια. Οι οπαδοί στις ομάδες με τις οποίες έχω παίξει πάντα με στήριξαν και ήταν δίπλα μου. Είμαι σίγουρος ότι αν έπαιζα στον Παναθηναϊκό, οι άνθρωποι εκεί θα εκτιμούσαν πολύ τον Ρούντι Φερνάντεθ! Όπως το κάνουν τώρα με τον Χουάντσο! Ξέρεις, είμαστε παίκτες που προσαρμοζόμαστε στη φιλοσοφία της κάθε ομάδας στην οποία παίζουμε, και πιστεύω ότι οι οπαδοί το έχουν καταλάβει αυτό από μένα».
Ιαπωνία 2006. Η Ελλάδα έχει αποκλείσει την Team USA, ο Πάου Γκασόλ είναι τραυματίας, και εδώ λέγαμε ότι θα κερδίζαμε εύκολα στον τελικό. Τι σκεφτόσουν βλέποντας τον Πάου με πατερίτσες;
«Εκείνη τη στιγμή είχαμε μια τεράστια ευκαιρία, παρά το ότι χάσαμε έναν από τους ηγέτες μας. Ξέραμε ότι η Ελλάδα ερχόταν από μια εντυπωσιακή πορεία στο προηγούμενο EuroBasket. Ήταν μια ομάδα που είχε νικήσει τους Αμερικανούς. Ο Σόφο ήταν σε τρομερή κατάσταση, ο Παπαλουκάς το ίδιο. Αλλά, εντάξει, ήταν ακριβώς αυτή η δύναμη που έχει η Εθνική Ισπανίας, αυτή η ενότητα, που μας βοήθησε να ξεπεράσουμε την απουσία του Πάου. Όλοι μας κάναμε ένα βήμα μπροστά, και ο αγώνας πήγε σχεδόν τέλεια. Δεν δώσαμε καμία ευκαιρία στην Ελλάδα σε εκείνο τον τελικό, με παίκτες που βγήκαν μπροστά για να καλύψουν την απουσία του Πάου, και αυτό ήταν που μας έκανε πρωταθλητές κόσμου για πρώτη φορά».
Αυτός ο αγώνας ήταν το σημείο καμπής για το ισπανικό μπάσκετ της νέας εποχής; Μπορούμε να πούμε ότι όλα άρχισαν στη Σαϊτάμα;
«Πιθανώς ναι. Γιατί ένιωθα ότι ήμασταν μια πολύ καλή ομάδα. Θυμάμαι το 2004 στην Αθήνα, είχαμε μια εξαιρετική ομάδα, αλλά αντιμετωπίσαμε τις ΗΠΑ και εκεί μας απέκλεισαν στους προημιτελικούς. Παρ' όλα αυτά, ήταν αλήθεια ότι ήμασταν σε πολύ καλή φόρμα. Νομίζω ότι ο Πέπου Ερνάντεθ μας έδωσε εκείνο το κάτι που μας οδήγησε στο να γίνουμε παγκόσμιοι πρωταθλητές».
Το να παίζεις στην Εθνική είναι υποχρέωση ή δικαίωμα;
«Νομίζω ότι είναι μια ευκαιρία. Μια μοναδική ευκαιρία να απολαύσεις και να αγωνιστείς για την σημαία σου, για τη χώρα σου. Είναι στιγμές που κάποιες φορές εμφανίζονται και κάποιες φορές όχι».
Σε ρωτάω επειδή ακριβώς έγινε μεγάλη κουβέντα στην Ελλάδα όταν ο Δημήτρης Διαμαντίδης αποσύρθηκε από την Εθνική στα 30 του. Ή όταν νεότεροι παίκτες αρνούνται να παίξουν τα καλοκαίρια για να ξεκουραστούν. Την ώρα που οι Ισπανοί παίζουν μέχρι τα 40 τους.
«Σέβομαι όλες τις αποφάσεις που παίρνουν οι παίκτες, όπως για παράδειγμα ο Διαμαντίδης. Ωστόσο, η φιλοσοφία που έχουμε στην Εθνική Ισπανίας είναι διαφορετική. Όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι το σημείο να γίνω αρχηγός, προσπαθούσα να μεταδώσω την αξία του να κάνεις θυσίες για όλα εκείνα που εκπροσωπεί η χώρα σου. Στην περίπτωσή μου, πάντα είχα πρότυπα στην Εθνική, που παρά το γεγονός ότι έπαιζαν στο ΝΒΑ, κάθε καλοκαίρι ήταν μαζί μας. Αν αυτοί μπορούσαν να παίζουν στο ΝΒΑ και ταυτόχρονα να δεσμεύονται με την Εθνική, γιατί εγώ να μην έχω την ίδια δέσμευση, όπως έκαναν και αυτοί; Αυτό προσπαθώ να περάσω στους νέους παίκτες. Για μένα, το να αγωνίζομαι με την Εθνική ήταν πάντα μια ευκαιρία, και ευτυχώς οι τραυματισμοί με... σεβάστηκαν, οπότε κάθε καλοκαίρι ήμουν καλά για να παίζω με την Ισπανία».
Κάποιος ανέφερε ότι όταν βλέπεις τον Ρούντι στην Εθνική Ισπανίας στα τελευταία τουρνουά, μπορείς να δεις όλη την ισπανική περηφάνια. Σου έχουν κάνει ποτέ κάποιο κομπλιμέντο καλύτερο από αυτό;
«Όχι, η αλήθεια είναι πως όχι. Για μένα, πάντα ήταν τιμή το να φοράω αυτή τη φανέλα και να έχω καταφέρει τόσες επιτυχίες με την Εθνική ομάδα τα τελευταία 20 χρόνια. Είχα την τύχη να παίξω με παίκτες-σύμβολα, αλλά και με νέους παίκτες, όπως στο τελευταίο EuroBasket που κερδίσαμε, όταν κανείς δεν πίστευε ότι μπορούσαμε να τα καταφέρουμε. Στο τέλος, είναι η αφοσίωση που εμπνέεις στους συμπαίκτες σου και η ώθηση που τους δίνεις για να δώσουν το καλύτερο δυνατό. Αν και δεν ήμασταν το φαβορί, αν αγωνίζεσαι με όλες σου τις δυνάμεις και αφήνεις τα πάντα στο γήπεδο για αυτή τη φανέλα, στο τέλος, κάποια στιγμή, θα έρθει η τύχη ή αυτή η ιδιαίτερη αύρα που δημιουργείται από τη δουλειά και τις θυσίες που έχεις κάνει».
Έζησες την χρυσή εποχή του Lasismo, ήσουν ένα σημαντικό κομμάτι στον μπασκετικό κόσμο του Πάμπλο Λάσο. Ποια ήταν η καλύτερη εκδοχή της Ρεάλ Μαδρίτης; Ίσως εκείνη του 2015 με τους τέσσερις τίτλους;
«Νομίζω πως ναι. Εκείνη τη χρονιά είχε μπει και ο Λούκα Ντόντσιτς, που άρχιζε να ξεχωρίζει. Όλα πήγαν πολύ καλά και ήταν διασκεδαστικό να παίζουμε εκείνη την περίοδο. Ήταν πολλοί οι αγώνες, πολλές οι επιτυχίες, και υπήρξαν και δύσκολες στιγμές, όμως καταφέραμε να ξεπεράσουμε τα προβλήματα, ειδικά με τους τραυματισμούς. Αλλά στο τέλος καταλαβαίνεις τη μεγαλοπρέπεια της Ρεάλ Μαδρίτης: παρόλο που κάποιοι σημαντικοί παίκτες φεύγουν, ο πυρήνας της ομάδας πάντα καταφέρνει να επανέλθει και να συνεχίσει να παλεύει για την κορυφή».
Σέρχι, Ρούντι και Τσάτσο. Ξανά και ξανά και ξανά. Μαζί σαν εικοσάρηδες, τριαντάρηδες και σχεδόν σαραντάρηδες. Ήταν οι τέλειοι συμπαίκτες; Αν είχες άλλες τρεις καριέρες, θα ήθελες να παίξεις ξανά με αυτούς τους τύπους;
«Φυσικά, σε μια άλλη ζωή θα ήθελα πολύ να ζήσω ξανά αυτές τις στιγμές και να είμαι μαζί τους, όχι μόνο στο γήπεδο, αλλά και έξω από αυτό».
Έχεις κάποιο μπασκετικό απωθημένο; Μια δουλειά που έμεινε στη μέση; Ίσως μια νίκη με τους Αμερικανούς στους Ολυμπιακούς Αγώνες;
«Ίσως ναι. Ήταν πολύ δύσκολο να βρισκόμαστε κάθε φορά τόσο κοντά και να μην μπορούμε να τους κερδίσουμε. Είναι κάτι που με ρωτούν συχνά: "Προτιμάς το δαχτυλίδι του NBA;". Χμμ, ίσως να προτιμούσα περισσότερο το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο παρά το δαχτυλίδι».
Μέχρι που θα έφτανες αν δεν είχες τόσα προβλήματα με τη μέση σου;
«Νομίζω ότι όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο και ποτέ δεν σκέφτομαι τι θα μπορούσε να είχε γίνει διαφορετικά. Είμαι πολύ ικανοποιημένος με την πορεία που είχα. Απόλαυσα αυτή τη διαδρομή, και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Απόλαυσα έναν σύλλογο που μου έχει δώσει πάρα πολλά. Πλέον ζω σε αυτή την πόλη, τη Μαδρίτη, που στην αρχή δεν την ήξερα και τώρα είναι το σπίτι μου, τα παιδιά μου είναι Μαδριλένοι, οπότε είμαι ευτυχισμένος.
Αν κάτι συνέβη, συνέβη για κάποιο λόγο. Δεν μου αρέσει να κοιτάω πίσω ή να σκέφτομαι τι θα μπορούσε να είχε γίνει ή τι θα μπορούσα να είχα κάνει. Νομίζω ότι όλα με βοήθησαν, και το πιο σημαντικό είναι ότι ολοκλήρωσα την καριέρα μου με τον τρόπο που πάντα ήθελα».



Κόντρα στις ελληνικές ομάδες έζησες τα πάντα. Νίκες, ήττες, τίτλους και αποτυχίες. Πώς θα περιέγραφες αυτή τη σχέση αγάπης και μίσους;
«Στην αρχή, η νοοτροπία μου ήταν απλώς να κερδίζω, να κερδίζω, να κερδίζω. Αλλά με τον καιρό κατάλαβα ότι και οι ήττες σε βοηθούν να εξελιχθείς ως παίκτης. Ένας παίκτης πρέπει να μάθει να χάνει και να διαχειρίζεται αυτές τις ήττες. Με την Ελλάδα και τις ελληνικές ομάδες, υπήρξαν πολλές αντιπαλότητες, αλλά και σχέσεις που, αν και έντονες, ήταν πολύ διασκεδαστικές.
Οι αγώνες με αυτές τις ομάδες ήταν σκληροί, αλλά και πολύ συναρπαστικοί. Θυμάμαι για παράδειγμα τον τελευταίο τελικό του Final Four με τον Παναθηναϊκό, ήταν ένας δύσκολος αγώνας, αλλά δεν πρέπει να μένεις κολλημένος σε αυτά τα πράγματα. Όσον αφορά την αντιπαλότητα με την Ελλάδα, νομίζω ότι ήταν πάντα μια υγιής κόντρα. Ο ένας χρειάζονταν τον άλλον για να εξελιχθούν, για να δώσουν το καλύτερό τους εαυτό σε κάθε αγώνα. Αυτό μας έκανε να εξελιχθούμε ως ομάδες και στο τέλος ήταν αυτό που μας έφερε στην κορυφή».
Που γούσταρες να παίζεις περισσότερο; Στο ΟΑΚΑ ή στο ΣΕΦ;
«Και τα δύο γήπεδα είναι εξαιρετικά, αλλά νομίζω ότι το ΟΑΚΑ έχει κάτι πιο ιδιαίτερο. Εκείνο το τελευταίο τρίποντο στην τελευταία δευτερόλεπτα είναι μια στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο Παναθηναϊκός είναι απίστευτη, το ΟΑΚΑ βγάζει μια μοναδική ενέργεια και έχω πολύ όμορφες αναμνήσεις από την πρώτη μου Ολυμπιάδα εκεί. Έχω μεγάλη αγάπη για αυτό το γήπεδο».
Ποια ήταν η πιο… Ρούντι Φερνάντεθ στιγμή όλα αυτά τα χρόνια; Όταν οι συμπαίκτες σου στην εθνική Ισπανίας σε σήκωσαν στα χέρια; Εκείνο το κάρφωμα μπροστά στον Ντουάιτ Χάουαρντ; Ή το standing ovation στον τελευταίο σου αγώνα;
«Χωρίς αμφιβολία, το τελευταίο παιχνίδι. Ήταν μια πολύ συγκινητική στιγμή. Υπήρξαν πολλές ξεχωριστές στιγμές, αλλά νομίζω ότι αυτή ήταν η πιο σημαντική, λόγω της αγάπης που έλαβα. Ήταν κάτι εντελώς απρόβλεπτο, που συνέβη εκείνη τη στιγμή, και για μένα ήταν πιο μεγάλο και από έναν τίτλο.
Όπως σου είπα στην αρχή, το πιο σημαντικό είναι η σχέση με τους φιλάθλους, αυτό που έχουμε δημιουργήσει μαζί όλα αυτά τα χρόνια. Αυτός ο δεσμός ήταν κάτι μοναδικό».
Έχεις παραδεχτεί ότι το καλοκαίρι του 2019 ήταν μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής σου…
«Ήταν ένα πολύ δύσκολο καλοκαίρι, το 2019, πριν τον COVID. Ήταν ένα σημαντικό καλοκαίρι γιατί προετοιμαζόμασταν για το Παγκόσμιο Κύπελλο και ήταν τότε που μας ανακοίνωσαν ότι ο πατέρας μου είχε μόνο έξι μήνες ζωής, αν και τελικά έζησε πολλά χρόνια. Αυτό που μου είπε ο γιατρός ήταν: "Σκέψου ότι αν ο πατέρας σου ήθελε να σε δει να παίζεις το Παγκόσμιο, πρέπει να συνεχίσεις". Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα να τα παρατήσω και να μείνω με την οικογένειά μου, αλλά ο πατέρας μου, μετά την εγχείρηση, μου είπε ότι ήθελε να με δει να παίζω, γιατί αυτό τον έκανε ευτυχισμένο. Έπρεπε να πάρω τη μεγάλη απόφαση: να συνεχίσω την καριέρα μου ή να μείνω κοντά του. Τελικά αποφάσισα να προχωρήσω και εκεί κατάλαβα τη σημασία της εθνικής ομάδας και των συμπαικτών μου, αυτό το αίσθημα της οικογένειας. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τι σημαίνει να είσαι μαζί και να στηρίζεις ο ένας τον άλλον.
Θυμάμαι ότι έκανα FaceTime με τον πατέρα μου και το τρόπαιο του Mundobasket, με τον Μαρκ Γκασόλ δίπλα μου. Ο πατέρας μου, με το κεφάλι δεμένο, δεν μπορούσε να μιλήσει καλά, αλλά μόνο έλεγε "απίστευτο, απίστευτο, απίστευτο". Ήταν μια στιγμή πολύ ξεχωριστή για μένα. Εκεί κατάλαβα ότι αυτό που έκανε τον πατέρα μου πιο ευτυχισμένο ήταν να βλέπει εμένα και την αδερφή μου να παίζουμε μπάσκετ».
Προτιμάς να δίνεις ή να δέχεσαι συμβουλές;
«Είχα την τύχη να δεχτώ καλές συμβουλές από ανθρώπους, και πάντα τις δέχτηκα καλά. Καθώς γίνομαι πιο έμπειρος, έχω μάθει να προσαρμόζομαι και να δίνω κι εγώ συμβουλές στους πιο νέους».
Πώς καταλαβαίνεις ότι κάποιος σε σέβεται πραγματικά;
«Εκτιμώ πολύ όταν κάποιος είναι άμεσος μαζί μου και λέει τα πράγματα όπως είναι. Σέβομαι ιδιαίτερα όταν, ακόμα κι αν με έχουν κρίνει στο παρελθόν, έρχονται και μου λένε: "Μπράβο, τα κατάφερες καλά". Νομίζω ότι αυτή η στάση δημιουργεί σεβασμό. Εγώ πάντα προσπαθώ να είμαι άμεσος με τους άλλους. Αν κάποιος δεν μου αρέσει, θα το καταλάβει. Παρ' όλα αυτά, προτιμώ να γνωρίσω πρώτα τον άνθρωπο και μετά να καταλάβω ποιος είναι πραγματικά».
Πιστεύεις ότι ο χαρακτήρας ενός παίκτη καθορίζει τη διάρκεια της καριέρας του ή μόνο οι ικανότητές του;
«Και τα δύο είναι σημαντικά, τόσο οι ικανότητες όσο και ο χαρακτήρας, αλλά νομίζω ότι ο χαρακτήρας μου έδινε πάντα το έξτρα κίνητρο να είμαι ανταγωνιστικός. Ο χαρακτήρας σε κάνει να μην τα παρατάς ποτέ και να συνεχίζεις να παλεύεις, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές».
Ποια ήταν η μεγαλύτερη θυσία που έχεις κάνει στη διαδρομή σου στο μπάσκετ;
«Έχω θυσιάσει πολλά πράγματα. Στα 12 μου, έφυγα από το σπίτι. Τώρα που έχω έναν γιο οκτώ χρονών, συνειδητοποιώ πόσο μεγάλη θυσία έκαναν οι γονείς μου για να με αφήσουν να πάω σε άλλη πόλη και να εξελιχθώ ως παίκτης. Άφησα τους φίλους μου, άφησα μια φυσιολογική παιδική ηλικία, όπως έχουν τα παιδιά της ηλικίας μου. Ωστόσο, όλες αυτές οι θυσίες με έχουν φέρει σε αυτό που είμαι τώρα, και βλέπω ότι, με τον καιρό, άξιζαν τον κόπο».
Τελικά, γιατί δεν υπέγραψες στον Παναθηναϊκό;
«Εκείνη την περίοδο, τελείωνε το συμβόλαιό μου με την Μπανταλόνα. Ήταν το 2007, είχα γίνει draft pick στο ΝΒΑ και δέχτηκα πολλές προτάσεις. Ήμουν χαρούμενος που με είχαν επιλέξει στον πρώτο γύρο, αλλά ήθελα να παραμείνω έναν χρόνο ακόμα στην Ευρώπη. Εκείνη την εποχή ήρθαν πολλές ομάδες να με διεκδικήσουν. Εγώ όμως ήθελα να παίξω άλλο ένα χρόνο στην Ευρώπη και μετά να πάω στο ΝΒΑ. Θυμάμαι πολύ καλά το τηλεφώνημα του Ομπράντοβιτς. Μου είπε ότι με ήθελε, ότι ήθελε να παίξω στον Παναθηναϊκό, αλλά καταλάβαινε ότι το να υπογράψω για έναν μόνο χρόνο ήταν δύσκολο. Εκτίμησα πολύ εκείνη το τηλεφώνημα γιατί για μένα ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς είναι ένας από τους καλύτερους προπονητές στην ιστορία, και μάλιστα είχε κερδίσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών με την Μπανταλόνα, την ομάδα στην οποία έπαιζα τότε. Παρόλο που το σκέφτηκα πολύ, το όνειρό μου ήταν να παίξω στο ΝΒΑ, γι' αυτό τελικά δεν υπέγραψα με τον Παναθηναϊκό».
Πώς θες να σε θυμόμαστε;
«Ως έναν άνθρωπο που ήταν πάντα αφοσιωμένος σε ό,τι είχε μπροστά του, που έβαζε την ομάδα πάνω από τα στατιστικά και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βοηθήσει την ομάδα να μεγαλώσει και να εξελιχθεί. Αυτό είναι το πιο σημαντικό για μένα: η αφοσίωσή μου σε όλες τις ομάδες που έχω παίξει».
