Λιμνιάτης: «Άργησα να κοουτσάρω, αλλά τουλάχιστον το έκανα με τις αρχές μου!»

Το Gazzetta βοηθάει τον Γιώργο Λιμνιάτη να ξετυλίξει το μακρύ κουβάρι των αναμνήσεων μίας μπασκετικής διαδρομής 40 και πλέον χρόνων και σας παρουσιάζει τον παίκτη και προπονητή “Speedy”, όπως ο ίδιος θυμάται την διαμόρφωση του χαρακτήρα του, μέσα από αμέτρητες ιστορίες εντός κι εκτός των τεσσάρων γραμμών.
Για να μπορέσει κάποιος να αποτελέσει τον συνοδοιπόρο του στο δικό του ξεχωριστό ταξίδι στο χρονοντούλαπο της μπασκετικής του ιστορίας, είναι πολύ σημαντικό να τον θυμάται με όλες του τις ιδιότητες.
Σαν παίκτη (1990-2007). Σαν τηλεσχολιαστή (2007-2012). Σαν προπονητή και μέντορα στις μικρές Εθνικές ομάδες (2010-2019). Σαν assistant στην πάλαι ποτέ Α1 Κατηγορία (2014-2021), στην Εθνική Ελλάδας (2013) και την αντίστοιχη της Γεωργίας (2017-2023).
Και εν τέλει σαν head coach τα δύο τελευταία χρόνια, με επιτυχημένα περάσματα από το Λαύριο και το Μαρούσι και μία ολόκληρη σεζόν, φέτος, στο Περιστέρι όπου η μπασκετική του πρόταση ήταν κατι περισσότερο από ενδιαφέρουσα και πολλά υποσχόμενη. Έστω κι αν δεν είχε ως απόλυτο «σύμμαχο», το τελικό αποτέλεσμα.
Ο λόγος για τον Γιώργο Λιμνιάτη, που στα 54 του χρόνια, επιχειρεί έναν πρώιμο απολογισμό των πεπραγμένων του σε μία πορεία τεσσάρων δεκαετιών μέσα στα γήπεδα και νιώθει φρεσκότατος, ορεξάτος και θετικά ανυπόμονος για όλα όσα θα του φέρει το μέλλον στην άκρη του πάγκου.
Στην εκ βαθέων εξομολόγησή του στο Gazzetta, αναλύει πλήρως την προπονητική του φιλοσοφία, εξηγεί γιατί είναι θιασώτης του «κάλιο αργά παρά ποτέ χωρίς τις αρχές σου» και φυσικά αναφέρεται – έστω και λακωνικά – στους λόγους του μη αναμενόμενου «διαζυγίου» του με την ομάδα των δυτικών προαστίων.
Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, ο “Speedy Gonzales” του ελληνικού μπάσκετ. Έτσι όπως τον γνωρίσαμε στον Πανελλήνιο, τον Ολυμπιακό, τον θαυμάσαμε στον Παπάγου και τον θυμόμαστε στον Πανιώνιο, τον ΠΑΟΚ και τις λοιπές ομάδες των οποίων φόρεσε την φανέλα.
Και έτσι όπως τον συναναστραφήκαμε ως έναν από τους πιο επικοινωνιακούς και αναλυτικούς μπασκετανθρώπους και προπονητές, με μεγάλη συνεισφορά στην ανάπτυξη των νέων ταλέντων και στην βοήθεια των δημοσιογράφων του χώρου να προσεγγίζουν σωστά το άθλημα.
Και εσχάτως, έτσι όπως καταγράφουμε την πρόοδό του σαν πρώτος προπονητής με σπουδαία συμβολή στην πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση και αγωνιστική εικόνα που παρουσίασε φέτος στις δυτικές συνοικίες και με μεγάλο παράσημο το «ξεπέταγμα» του 19χρονου Νεοκλή Αβδάλα και του 20χρονου Βαγγέλη Ζούγρη.
Η σχέση αγάπης και φόβου με τον αείμνηστο Γιάννη Ιωαννίδη, οι φιλίες ζωής και οι τριετίες-ορόσημο στον Πειραιά και στην συνοικία των «στρατηγών» και πολλές σπαρταριστές ιστορίες για να θυμούνται οι παλιοι και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Αυτά και άλλα πολλά στις 10.348 λέξεις που ακολουθούν…
«Πλάνταξα στο κλάμα την πρώτη φορά που έπαιξα μπάσκετ!»

Με δεδομένο ότι το '87, ήσουν ήδη 16 ετών και έπαιζες μπάσκετ στα παιδικοεφηβικά του Πανελληνίου, πως μπήκε το μικρόβιο της πορτοκαλί μπάλας στην ζωή σου;
«Επειδή ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός, μέχρι την ηλικία των 7 ετών, η οικογένεια μου ζούσε παράλληλα με το καθεστώς των μεταθέσεων. Λίγο καιρό αφότου επιστρέψαμε για μόνιμα στην Αθήνα και στο πατρικό μου, λίγο πιο πάνω από τις εγκαταστάσεις του Πανελληνίου στην Κυψέλη, γράφτηκα αρχικά στο τένις και στην συνέχεια στον στίβο. Όταν, όμωςμ αποφάσισαν να βάλουν ετήσια συνδρομή στην ακαδημία τένις, ώστε να απευθύνεται σε λίγους και το βάρος να πέφτει πάνω στα πιο ταλαντούχα παιδιά από μένα, αποφάσισα να αφοσιωθώ στα 100 μέτρα, όπου ήμουν και πολύ καλός.»
Από 'κει προέρχεται, δηλαδή, το προσωνύμιο “Speedy” που σε ακολουθεί από τότε που σε θυμάμαι;
«Εκεί βρίσκονταν οι ρίζες του, αν και η... βάφτιση έγινε μεταγενέστερα στον Ολυμπιακό, με νονό ή τον Ρόϊ (σ.σ. Τάρπλεϊ) ή τον Έντι (σ.σ.: Τζόνσον), πραγματικά δεν θυμάμαι ποιος από τους δύο ήταν... Είχε βάση, όμως, γιατί στην Αθήνα είχα βγει 6ος στα σπριντ των σχολικών αγώνων της 6ης δημοτικού.»
Συγνώμη που σε διέκοψα, συνέχισε σε παρακαλώ...
«Ταυτόχρονα με τον στίβο, λοιπόν, είχα αρχίσει να κάνω τα πρώτα μου μπασκετικά βήματα και στο μίνι του Πανελληνίου και μάλιστα θυμάμαι ότι ήμουν με τους έναν χρόνο μεγαλύτερους, που ήταν γεννηθέντες το 1970. Στην πρώτη μου χρονιά, είχα παίξει μόνο σε ένα παιχνίδι κόντρα στον Έσπερο, με αντίπαλο τον Αχιλλέα Δεμέναγα, ο οποίος ήταν τότε το μεγάλο ταλέντο σε εκείνη την ηλικία και στο 8λεπτο που πάτησα στο παρκέ, δεν περάσαμε την σέντρα. Μου έκλεβε την μπάλα σε κάθε επίθεση! Εκτός από μία φορά που, επειδή είχα απογοητευτεί, πέταξα την μπάλα μακριά και βγήκε άουτ!»
Πως θυμάσαι τέτοιες λεπτομέρειες;
«Τις θυμάμαι γιατί συνετέλεσαν σε μία τραυματική εμπειρία! Εκείνη την ημέρα, είχα πλαντάξει στο κλάμα και είχα στενοχωρηθεί πάρα πολύ. Την επόμενη χρονιά, ο προπονητής του στίβου μου είπε ότι πρέπει να επιλέξω άθλημα κι εγώ διάλεξα το μπάσκετ, χωρίς να είμαι τόσο καλός. Απλά κάτι με έσπρωχνε προς τα 'κει και μέσα σε έναν χρόνο εξελίχθηκα ραγδαία και στην ηλικία μου, έφτασα να θεωρούμαι ανερχόμενο ταλέντο. Ήμουν τυχερός γιατί εκείνη την χρονιά, στα τμήματα υποδομής του Πανελληνίου ήρθε ο Φώσκολος, που μαζί με τον Χολέβα ήταν οι δύο προπονητές που με σημάδεψαν απίστευτα στα πρώτα μου χρόνια και κατευθείαν με έβαλε να παίξω στο παιδικό με τους 69ρηδες! Μετά έπαιξα στο εφηβικό και ταυτόχρονα έκανα προπόνηση στην αντρική ομάδα και το πρώτο μου παιχνίδι ήταν όταν πήγαινα στην 3η Λυκείου, με αντίπαλο τον Άρη. Ήμουν 17 χρονών και θυμάμαι ότι χάσαμε μέσα στην έδρα μας με 98-118. Ήταν η εποχή που τις Πέμπτες ήμασταν όλοι καρφωμένοι στις τηλεοράσεις και περίπου μία εβδομάδα πριν από εκείνο τον αγώνα, ο Άρης είχε παίξει πάλι στην έδρα μας με τον Ηλυσιακό, γιατί δεν ήταν διαθέσιμο το γήπεδο των Ιλισσίων. Έβλεπα τον Γκάλη και τον Γιαννάκη από εξέδρα και είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Και λίγες μέρες μετά, έρχεται ο συγχωρεμένος ο Άρης ο Ραφτόπουλος που ήταν προπονητής μας τότε και μου λέει “μικρέ, ετοιμάσου να κατέβεις στην 10άδα το Σάββατο, γιατί έχουμε τραυματίες!”. Όταν ήρθε η ώρα, έπαιξα στα 2,5 τελευταία λεπτα με οδηγία να μαρκάρω τον Νικ, χωρίς να τον... χτυπήσω (γέλια...)! Νομίζω ότι συμπέσαμε σε μία κατοχή και μετά ο Ιωαννίδης τον έκανε αλλαγή.»
Μετά τι ακολούθησε;
«Σιγά-σιγά στην τελευταία μου χρονιά στο εφηβικό, που είχαμε πολύ ταλαντούχα ομάδα με Γκόγκο, Βανταράκη, Ρέππα και χάσαμε από τον ΠΑΟΚ στον τελικό του Πανελληνίου Πρωταθλήματος, με απόφαση της διοίκησης καθιερώθηκα στο αντρικό, που είχε μόλις πέσει στην Α2! Μου είχε στοιχίσει πολύ η αποχώρηση του Φώσκολου, που ήταν κάτι σαν πνευματικός μου πατέρας, αλλά η απόφαση των διοικούντων να επενδύσουν στην καλή φουρνιά που ερχόταν από πίσω και να στηρίξουν την πρώτη ομάδα με τους πρώην έφηβους, σε συνδυασμό με την συνεργασία που προέκυψε με τον Χολέβα, τελικά μου βγήκε σε καλό. Είχε μείνει ο Τσαπραλής, ο Ντάκουρης, ο Ζαφειρόπουλος και ο Γιαννόπουλος και μαζί με τους μικρούς, από πρώτο φαβορί για να πέσει στην Β' Εθνική, ο Πανελλήνιος έχασε την άνοδο στην Α1 Κατηγορία στην ισοβαθμία.»
Η συνάντηση με τον Γιαννακόπουλο και η μετεγγραφή στον Ολυμπιακό!
Αυτή ήταν η τελευταία σου χρονιά στον Πανελλήνιο και μετά ήρθε το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού. Πως προέκυψε;
«Είχε μόλις τελειώσει η σεζόν και είχε δημιουργηθεί ένα θόρυβος γύρω από το όνομά μου. Με ήθελαν οι περισσότερες μεγάλες ομάδες, αλλά στην αρχή η διοίκηση μου το είχε ξεκόψει ότι δεν θα φύγω. Γιατί θα ήμασταν έναν χρόνο μεγαλύτεροι, τα ίδια παιδιά με την εμπειρία της προηγούμενης σεζόν στην πλάτη μας, οπότε θεωρητικά θα είχαμε σοβαρές πιθανότητες να ανέβουμε. Αλλά στο τέλος του καλοκαιριού, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον έφορο της ομάδας, τον κ. Βαρδαλή κι έμεινα... κάγκελο! “Θα σου κάνουμε ένα δώρο και θα πας στον Ολυμπιακό!”, μου είπε και αργότερα έμαθα ότι υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των διοικούντων, γιατί με ήθελε και ο Παναθηναϊκός και μάλιστα ήταν διατεθειμένος να με αφήσει έναν χρόνο ακόμη στον Πανελλήνιο.»
Συναντήθηκες με κάποιον από τους δύο τότε προέδρους των «αιωνίων αντιπάλων»;
«Ναι με τον Παύλο Γιαννακόπουλο και ακόμη και τώρα που το ανασύρω από την μνήμη μου, ανατριχιάζω. Αξέχαστη εμπερία. Ήταν τρομερά ζεστός και προσιτός άνθρωπος και όταν μπήκαμε στο ψητό, με ρώτησε “αγόρι μου, πόσα χρήματα σου δίνει ο Ολυμπιακός;” και μόλις του είπα το ποσό, μου είπε ότι θα μου δώσει τα διπλά! Αλλά εμένα τότε δεν μου έλεγε κάτι το οικονομικό, αυτό που με ένοιαζε ήταν το παραπάνω βήμα στο υψηλότερο επίπεδο. Αλλά τελικά ο προορισμός μου αποφασίστηκε από τον Πανελλήνιο και αυτό γιατί τα χρήματα που πήρε, ήταν πολύ καλά για εκείνη την εποχή. Αν δεν κάνω λάθος ήταν 100 εκατομμύρια δραχμές!»
Η πρώτη επαφή με τον Ιωαννίδη πως ήταν;
«Επειδή ήταν το καλοκαίρι που με την Εθνική Ελπίδων πήραμε το ασημένιο μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκό του Σταδίου “Ειρήνης και Φιλίας”, η μετεγγραφή ολοκληρώθηκε σχετικά αργά και πήγα στην Ιταλία, όταν η προετοιμασία είχε αρχίσει. Θυμάμαι ότι είχε έρθει να με πάρει από την Πίζα ο Γιάννης ο Γιαννάκης, που ήθελε πολύ να γίνει η μετεγγραφή και σε όλο τον δρόμο μέχρι το Τσιόκο, δεν το πιστεύαμε ότι θα ήμασταν μαζί! Γιατί λόγω της κοινής φιλίας μας με τον Σιγάλα, κάναμε πολλή παρέα. Όπως και με τον Μηριούνη που ήταν στον Παναθηναϊκό. Έφτασα βράδυ και την επομένη το πρωί που έβρεχε καταρρακτωδώς, είχαμε τρέξιμο και ο coach έλεγε “δώστε λίγο ακόμη”, σαν να μην έτρεχε τίποτε. Το ίδιο απόγευμα έκανα την πρώτη μου προπόνηση με μπάσκετ και δεν μπορώ να ξεχάσω ότι κάναμε 30-40 λεπτά “figure eight” τριάδες και όποιες έκλεβε λίγο και δεν ακουμπούσε την γραμμή, γινόταν χαμός! Έπαθα σοκ με το πόσο μεγάλη διαφορά υπήρχε στις απαιτήσεις και πως αυτό αποτυπωνόταν στην προπόνηση!»
Πόσο καιρό σου πήρε για να καταλάβεις ότι ο Ιωαννίδης ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος σου έβριζε τα πάντα, για να μπει μέσα σου και να σε κυριεύσει πνευματικά, αλλά κατά βάθος ήταν βαθιά συναισθηματικός;
«Νομίζω ότι το κατάλαβα όταν έφυγα από τον Ολυμπιακό! Και αυτό συνέβη επειδή ήταν πολύ 'επιθετικός' κι εγώ επηρεαζόμουν πάρα πολύ! Ξέρεις, υπάρχει η ιδιοσυγκρασία του κάθε παίκτη! Υπάρχουν παιδιά, που όταν τους επιτίθεσαι, βγάζουν αντίδραση κι άλλα που καταρρακώνονται! Εγώ ανήκα στην πρώτη κατηγορία και ο Σιγάλας στην δεύτερη, δηλαδή τον πώρωνε όλη αυτή η κατάσταση.»
Θυμάμαι, πάντως, ότι για το ταλέντο και την ποιότητα που είχες ως παίκτης, στον Ολυμπιακό δεν έδειξες όλα αυτά που μπορούσες να κάνεις. Ίσως προφανώς γιατί δεν σου δόθηκε ο χρόνος...
«Όλοι οι παίκτες θεωρούν ότι λίγο έως πολύ αδικούνται! Κι εγώ έτσι ένιωθα, βέβαια, τώρα έχω περάσει στην αντίπερα όχθη και με ενοχλεί αυτή η νοοτροπία (γέλια...)! Η αλήθεια είναι ότι έχω κι εγώ ευθύνη για ό,τι γινόταν τότε και αυτό γιατί σε όλη αυτή την συμπεριφορά του Ιωαννίδη, εγώ ήμουν πάντα αυτός που έκανα πίσω. Με έριχναν τόσο πολύ οι φωνές και το 'κράξιμο' – θυμάμαι ότι είχα μπει σε αγώνα playoffs με την Μπολόνια στο ΣΕΦ και με πέταξε έξω στα 25 δευτερόλεπτα – που σε μένα λειτούργησε αρνητικά αυτή η συμπεριφορά. Ο Μίλαν (σ.σ.: Τόμιτς), με τον οποίο παίζαμε στην ίδια θέση, δεν καταλάβαινε, ήταν πιο θρασύς! Υπήρξαν κάποια παιχνίδια που έπαιξα καλά, όπως με την Κίντερ που είχε κάνει και την περίφημη δήλωσε με τα... αυγά, αλλά σε γενικές γραμμές, έμπαινα στο γήπεδο κι ένιωθα φόβο! Για να μην κάνω λάθος και με βγάλει! Στις δε συζητήσεις που είχα με τον Γιάννη Γιαννάκη, μου έλεγε 'βρίζει εκείνους για τους οποίους ενδιαφέρεται! Αν δεν ασχοληθεί μαζί σου, τότε είναι που πρέπει να ανησυχείς!'... Αλλά εγώ δεν μπορούσα να το αντιληφθώ τότε...»
Πάντως, το σίγουρο είναι ότι οι προπονήσεις με τον Ιωαννίδη δεν ήταν βαρετές...
«Ήταν μία δύσκολη καθημερινότητα, γιατί υπήρχε πολύ μεγάλη πίεση! Οι προσλαμβάνουσες που εισέπραξα συνολικά από εκείνη την περίοδο, με στιγμάτισαν και σαν παίκτη και μετέπειτα σαν προπονητή και άρχισα να το συνειδητοποιώ στο ξεκίνημα της θητείας μου στους πάγκους, όταν δούλευα στις μικρές Εθνικές ομάδες. Για παράδειγμα, τρελαινόταν όταν σου έκανε μία παρατήρηση και προσπαθούσες να του δικαιολογηθείς, ακόμη κι αν έφταιγες! Δεν μπορούσε να ανεχτεί την δικαιολογία κι αντιδρούσε ακόμη πιο έντονα. Επί της ουσίας, όμως, είχε δίκιο γιατί δεν μπορεί να κάνεις μία παρατήρηση στον παίκτη σου κι εκείνος να έχει μόνιμα έτοιμη την δικαιολογία. Είναι άσχημο. Αλλά όλα αυτά άρχισαν να τα καταλαβαίνω όταν έφυγα!»



Ο Ζάρκο, ο Τάρπλεϊ, το δράμα του Τελ Αβίβ και τα «καψώνια» του «Ξανθού»!

Όταν σε μία τριετία έχεις παίξει στο υψηλότερο επίπεδο, έχοντας κατακτήσει τους μοναδικούς τίτλους σου και συναναστραφεί με την αφρόκρεμα του ευρωπαϊκού μπάσκετ σε επίπεδο συμπαικτών και αντιπάλων, πόσο εύκολο είναι μετά να “ξεκλικάρεις” μπασκετικά; Θυμάμαι ότι πήγες στον Παπάγου κι έπαιξες το καλύτερο μπάσκετ της καριέρας σου...
«Το ήθελα πάρα πολύ! Γιατί εμένα δεν με ένοιαζε απλά να είμαι στον Ολυμπιακό, ακόμη κι αν δεν παίζω! Και όταν ήμουν στην Εθνική εβήβων και την νέων, συμβούλευα προς αυτή την κατεύθυνση πολλά νεαρά παιδιά που έκαναν τότε το αντίστοιχο βήμα, όπως ο Χαραλαμπόπουλος, ο Λούντζης, ο Μουράτος, ο Τολιόπουλος... Προσπαθούσα να τους πείσω ότι το ζητούμενο δεν είναι να είσαι σε ένα μεγάλο σύλλογο και να μην παίζεις! Θυμάμαι ότι κάθε καλοκαίρι που κάναμε μεταβατική, ρωτούσε ο Ιωαννίδης 'ποιος θέλει να φύγει;' και ήμουν ο πρώτος που σήκωνε το χέρι! Και μου απαντούσε 'μικρέ, σταμάτα εσύ!'. Ήθελα να παίζω και τότε με ήθελαν και ο Άρης και η ΑΕΚ, αλλά ο “ξανθός” δεν με άφησε να πάω, γιατί δεν ήθελε να με βρει αντίπαλο σε ανταγωνιστική ομάδα. Οπότε μου είχαν δώσει την επιλογή είτε να μείνω, είτε να πάω στον Παπάγου, τον οποίο θεωρούσαν ακίνδυνο! Τελικά εκ των υστέρων κι αυτό καταρρίφθηκε γιατί τον κερδίσαμε τον Ολυμπιακό στην 2η χρονιά μου!»
Οι εμπειρίες από όλους αυτούς τους υπερπαίκτες της εποχής, όπως ο Πάσπαλι, ο Τάρπλεϊ, ο Μπέρι, ο Έντι Τζόνσον, ο Φασούλας, ποιες ήταν;
«Ασύλληπτη κληρονομιά γιατί όλοι αυτοί που ανέφερες, εκτός από τρομεροί παίκτες, ήταν και απίστευτα παιδιά! Δηλαδή, ο Ζάρκο έκανε παρέα με μας, τους μικρούς, ο Παναγιώτης τα ίδια!
Ήταν τόσο προσγειωμένοι και προσιτοί – πολύ μακριά από την προσέγγιση της ντιβας – που πραγματικά ήταν δεν είχαν διαφορά από τους πιο μικρούς σε ηλικία! Για τον Ζάρκο, ειδικά, κάθε φορά που τον φέρνω στη μνήμη μου, ανατριχιάζω! Τον λατρεύω πραγματικά, πρώτα για αυτό που είναι σαν άνθρωπος και μετά για ό,τι ήταν σαν παίκτης! Θυμάμαι σε ένα ματς στο Λεβερκούζεν, είχα φάει ένα χαστούκι και μαζί με τους υπολοιπους μικρούς, μας είχε βγάλει βόλτα το βράδυ για να με ηρεμήσει και να μου τονώσει την ψυχολογία.»
Από τον Τάρπλεϊ, τι θυμάσαι;
«Τον Ρόϊ τον θεωρώ ως έναν από τους πέντε πιο ταλαντούχους ξένους παίκτες που ήρθαν στην Ελλάδα. Ήταν απίστευτος παίκτης, τρομερό παιδί κι έκανε πολλή παρέα με τον Φράνκο (σ.σ.: Νάκιτς), επειδή μένανε και οι δύο στην Γλυφάδα. Αλλά βγαίναμε συχνά και μαζί έξω. Σκέψου ότι δύο χρόνια πριν έρθει στην Ελλάδα, είχε βγει καλύτερος έκτος παίκτης του ΝΒΑ και απέναντί μας, φερόταν σαν να ήταν ο... κανένας. Απλά είχες ιδιοτροπίες και ήταν ευάλωτος, αλλά ταυτόχρονα και ψυχούλα! Τώρα που το ξανασκέφτομαι, μου φαίνεται ότι ο Ρόϊ με βάφτισε “Speedy”! Ήταν μία κατηγορία μόνος του!»
Αν σου ζητούσα να ανασύρεις από την μνήμη σου δύο στιγμές που καθόρισαν το πέρασμά σου από τον Ολυμπιακό, ποιες θα επέλεγες; Και ατομικά αλλά και σε επίπεδο ομάδας;
«Ατομικά σίγουρα τα δύο παιχνίδια playoffs με την Μπολόνια, την οποία αποκλείσαμε με 2-1 στις νίκες και πήγαμε στο Final 4 του Τελ Αβίβ, χάρη σε μία τάπα του Φασούλα στον Μορέτι. Στο πρώτο ματς της σειράς, που είχε γίνει εκτός έδρας, χάναμε 20 πόντους, όταν με έριξε μέσα ο Ιωαννίδης στα τελευταία λεπτά και αφότου βοήθησα στο να γυρίσει το παιχνίδι, την επομένη είχε γράψει η Gazzetta dello Sport ότι “μπήκε η κόκκινη Ferrari”! Μάλιστα έχω κρατήσει την εφημερίδα γιατί ήταν πολύ τιμητικό σχόλιο... Το άλλο παιχνίδι ήταν το δεύτερο και αμέσως επόμενο, στο οποίο έπαιξα μόλις 25 δευτερόλεπτα, λόγω μίας λάθος πάσας που κατέληξε σε καλάθι και φάουλ του Μπρουναμόντι, σε ματς 20 πόντων! Είναι σίγουρα το περιστατικό στο Λεβερκούζεν και σε γενικές γραμμές, ο επαγγελματισμός που χαρακτήριζε τον οργανισμό του Ολυμπιακού σε όλα τα επίπεδα, σε μία εποχή που στην Έλλαδα δεν ήμασταν συνηθισμένοι σε τέτοια πράγματα. Με αποκορύφωμα την πιο μικρή και ασήμαντη λεπτομέρεια. Θυμάμαι ότι σε ένα φιλικό ματς με την Σκαβολίνι, μου είχε πάρει τρεις φορές την μπάλα ο Γουόρκμαν και μετά το κράξιμο που είχα φάει από τον “ξανθό”, την επόμενη μέρα με είδε κάπου να μιλάω με την τότε κοπέλα μου σε καρτοτηλέφωνο! Όταν με συνάντησε μπροστά σε άλλους, άρχισε να πετάει αόριστες σπόντες, του τύπου 'στο τηλέφωνο ξέρουν να μιλάνε, στο γήπεδο όταν μπαίνουν δεν ξέρουν να είναι συγκεντρωμένοι! Αλλά εδώ δεν έχουμε πάρει παίκτες, έχουμε πάρει αγαπητικούς!'... Δεν τον έπιανες πουθενά! Μετά, για μία σειρά συνεχόμενων αγώνων, δεν έπαιξα καθόλου μέχρι το παιχνίδι με την Εστουντιάντες, που μου έδωσε την ευκαιρία και την άρπαξα από τα μαλλιά. Μετά το ματς, με περίμεναν οι δημοσιογράφοι έξω από τα αποδυτήρια για δηλώσεις και πριν βγω με επιασε ο Γιάννης ο Γιαννάκης για να μου πει μην πω πολλά ή κάτι εξεζητημένο, γιατί πάλι θα βρει πάτημα για να μου την πει... Τρελαινόταν με όλα και εν προκειμένω ήθελε να με κρατήσει ταπεινό.»
Εγώ φανταζόμουν ότι θα μου έλεγες για το σοκ στο τελικό με την Μπανταλόνα στο Τελ Αβίβ...
«Είναι πάρα πολλά! Θυμάμαι ότι την προηγούμενη μέρα, ήμασταν με τον Σιγάλα στο δωμάτιο και προσπαθούσαμε να φανταστούμε τι θα συνέβαινε στην Αθήνα, αν γυρνούσαμε με την κούπα... Γιατί τότε ζούσε όλη η Ελλάδα γι' αυτά τα ματς. Είχαμε πάει στο Ισραήλ μία εβδομάδα πριν και η κρατική τηλεόραση είχε κάθε μέρα ζωντανή εκπομπή από το ξενοδοχείο μας. Συν του ότι ήταν το πρώτο Final 4 με δύο ελληνικές ομάδες και το παρθενικό για τους “αιώνιους”! Με τον Γιώργο ήμασταν σίγουροι ότι θα το πάρουμε και θυμάμαι ότι την επομένη του τελικού στο αεροδρόμιο, που ο Ιωαννίδης είχε τα χάλια του από την στενοχώρια, μας είχε πει “μην στενοχωριέστε, εσείς είσαστε μικροί, θα ξαναέχετε τις ευκαιρίες σας”! Είναι μία εικόνα, την ώρα που δίναμε τις βαλίτσες στην επιστροφή για την Αθήνα, που έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη μου. Αλλά γενικά, όσο ήμουν στον Ολυμπιακό και το έλεγα συχνά-πυκνά στους φίλους μου, ένιωθα σαν να ήμουν μέλος των Beatles!»
Υπήρχε κάποιος τον φοβόταν τον τελικό με την Χουβεντούντ;
«Ποτέ και κανείς! Γιατί ο Ιωαννίδης είχε την νοοτροπία του απόλυτου νικητή και μας το είχε περάσει αυτό. ΄Αλλά μέχρι και 7-8 λεπτά πριν το τέλος, είχαμε ανταποκριθεί πλήρως στην ετικέτα του φαβορί. Στράβωσε εντελώς το ματς, όμως, ήταν και η μεγάλη η πίεση και μας πήρε η κατηφόρα! Αλλά πραγματικά αυτό που συνέβη, κανείς μας δεν έβλεπε ότι θα συμβεί... Σε αντίθεση με τον τελικό της επόμενης χρονιάς στην Σαραγόσα, όπου ήμασταν το ξεκαθαρο αουτσάϊντερ!»
Το μπασκετικό «ξέσπασμα» στο “Σαλούν”!
Πως προέκυψε η μετακόμιση στον Παπάγου το 1995;
«Οι “στρατηγοί” είχαν ανέκαθεν καλή σχέση με τον Ολυμπιακό και ήταν η μοναδική μου επιλογή τότε, συν του ότι με ήθελε πολύ και ο Μίσσας! Τα ευχαριστήθηκα πάρα πολύ τα χρόνια μου στον Παπάγου και γιατί έπαιζα σχεδόν 38 λεπτά. Με βοήθησαν πολύ και ο Κώστας Μίσσας και ο Νίκος ο Χριστοδούλου, ενώ ήμασταν πολύ καλή παρέα και σε εκείνη την τριετία, είχαμε πετύχει διάνα και στους ξένους. Από τον Λούτσιους Ντέιβις και τον Αμπντελνάμπι, στον Φορντ, παίξαμε πολύ όμορφο μπάσκετ και βγήκαμε για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Μιλάμε για μία ομάδα στην οποία ήταν ο Υφαντής, ο Κανταρτζής, ο Χρυσανθόπουλος, ο Κούβελας, ο Πιτ Μπάλης, ο Τσαγκόπουλος, ο Γιωργάκης ο Διαμαντόπουλος σαν μικρός, ο Κώστας Μπαλτατζής, Ο Λογοθέτης, ο Μανωλόπουλος, σπουδαία φουρνιά παικτών...»
Το εντυπωσιακό ήταν ότι ο Ιωαννίδης είχε δώσει την άδειά του να πας μόνο στον Παπάγου, γιατί θεωρούνταν ακίνδυνος αντίπαλος για τον Ολυμπιακό και κατάφερες να τον κερδίσεις... Σου είχε πει τίποτε τότε;
«Πριν την εναρξη της σεζόν, είχαμε παίξει αρκετά φιλικά στα οποία είχα καλή απόδοση και μου έλεγε κατά διαστήματα “μικρέ, στο μεταξύ μας επίσημο, σε θέλω ήρεμο”, γιατί είχαμε πραγματικά τρομερή ομάδα και ήξερε ότι το ματς στο γήπεδό μας, θα ήταν δύσκολο. Μόνο από τον Παναθηναϊκό χάσαμε στο “Σαλούν”! Κερδίσαμε τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ, ενώ πήραμε “διπλό” μέσα στο “Αλεξάνδρειο” επί του Άρη. Μόλις βγήκαμε για ζέσταμα, θυμάμαι ότι ήρθε και μ' αγκάλιασε και μου είπε “ήρεμα, σήμερα, όπως έχουμε πει!”... Κι έρχεται και μ' αρπάζει ο Νίκος ο Χριστοδούλου για να με τραβήξει προς τον πάγκο μας... Μόλις άρχισε το ματς, δεν ξεκίνησα καλά κι είχα 0/3 σουτ και ο Μίσσας ετοιμαζόταν να με κάνει αλλαγή! Οπότε καπάκι παίρνω την επόμενη προσπάθεια, βάζω καλάθι και τελικά έπαιξα 40 λεπτά, γιατί τελείωσα με 9/12 σουτ. Κάθε φορά που σκόραρα, όλος και κάποιος από τον πάγκο του Ολυμπιακού, κάτι μου έλεγε! Μία ο γυμναστής, ο Γιάννης ο Παπαγεωργίου, μία ο “Ολλανδός”, που κι αυτός ήταν ένας σημαντικός άνθρωπος για μένα, φώναζαν “έξω” και μόλις έμπαινε το καλάθι, εγώ περνούσα από μπροστά τους και τους κοίταζα.Όταν τελείωσε το ματς, θυμάμαι ότι με είχε ρωτήσει η Βίκυ Μιχέλη γιατί κοιτούσα προς τον Ιωαννίδη και της είχα απαντήσει, ότι ήθελα να βλέπω τις αντιδράσεις του. Είχε τσαντιστεί πάρα πολύ γιατί τους νικήσαμε καθαρά...»
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που κέρδισες τον Ολυμπιακό ως παίκτης του Παπάγου. Υπήρξε και μία δεύτερη όμως...
«Ήταν η επόμενη σεζόν, η 2η μου στον Παπάγου, το 1996-97, . Τότε είχαμε ξεκινήσει την χρονιά με 5 διαδοχικές ήττες και την 6η αγωνιστική, κάναμε “διπλό” στον ΒΑΟ. Από εκείνο το σημείο και μετά πήγαμε τρένο και με νίκη επί του Ολυμπιακού του Ίβοκβιτς – που μετέπειται κατέκτησε το triple crown – τερματίσαμε 6οι! Και μιλάμε για εποχές με πολύ ανταγωνιστικό πρωτάθλημα. Ακολούθησε μία ακόμη, με έδρα στην Κάντζα, που η ομάδα σώθηκε τελευταία στιγμή...»
Απόλαυσες το μπάσκετ σε αυτή την τριετία;
«Απίστευτα πολύ, γιατί πρώτον έβγαινα από ελάχιστα έως καθόλου και παίζαμε το μπάσκετ που μου ταίριαζε και ήθελε ο Μίσσας. Τρέχαμε συνεχώς στο ανοιχτό γήπεδο, σκοράραμε εκατό πόντους, την 2η χρονιά ήταν και ο Αλ (σ.σ.: Φορντ), που ήταν εξωπραγματικός για τα τότε δεδομένα, ενώ κλήθηκα και στην ανδρών...»
Γιατι έχω την αίσθηση ότι αυτή η τριετία σε έχει στιγματίσει τόσο πολύ, ώστε να θεωρήσαι και Παπαγιώτης; Μένεις και πολύ κοντά στην περιοχή, άλλωστε...
«Γιατί μπασκετικά ήταν τα καλύτερά μου χρόνια και σε αυτή την περίοδο η ομάδα ήταν πολύ επιτυχημένη, έπαιξε δύο χρονιές στο Κύπελλο Κόρατς, αλλά και γιατί με ανθρώπους του συλλόγου αλλά και του ευρύτερου περιβάλλοντος, δημιούργησα σχεσεις ζωής. Βάφτισα τον γιο του συμπαίκτη μου, του Μιχάλη του Υφαντή, ενώ νονός του γιου μου είναι ο Γιώργος ο Τσουρουπλής, που τώρα είναι στην διοίκηση, με τον Τάσο Κανταρτζή γίναμε κουμπάροι. Γενικά με τον Παπάγο έχω τρομερό δέσιμο...»
Η βαθιά υπόκλιση στον Μάκη Δενδρινό και η Δάφνη του Τζιβελέκα!
Και μετά πας στον Πανιώνιο με Δενδρινό και Ματζόν, ενώ οι εξαιρετικές χρονιές που έκανες επιβραβεύονται με την κλήση σου στην Εθνική ομάδα, για την προετοιμασία ενόψει του Mundobasket της Αθήνας (1998)...
«Πολύ δύσκολη χρονιά σε μία πολύ απαιτητική “πλατεία”. Είχαμε καλό υλικό με Δρελιώζη, Καράγκουτη, Σταυρακόπουλο, Κικίλια, Μίχαλο, αλλά δεν κύλησε όπως θα θέλαμε, παρ' ότι παίξαμε στα ημιτελικά του Κυπέλλου Κόρατς κόντρα στην Μπαρτσελόνα. Η σεζόν άρχισε με τον συγχωρεμένο τον Μάκη στον πάγκο και όταν έγινε η αλλαγή και ανέλαβε ο Αντρέα, μου στοίχισε πάρα πολύ γιατί για μένα, ο Δενδρινός ήταν κόσμημα ανθρώπου και προπονητή.
Τον είχα και στην Εθνική Ελπίδων (σ.σ.: η σημερινή νέων) και μαζί του πήραμε αργυρό μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκό και 4η θέση στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα, χωρίς Αλβέρτη, Μυριούνη και Οικονόμου που ήταν στην ανδρών. Από τους πιο σπουδαίους ανθρώπους που γνώρισα μέσα στο μπάσκετ.»
Γιατί «στράβωσε» εκείνη η προσπάθεια στη Νέα Σμύρνη;
«Γιατί την προηγούμενη σεζόν η ομάδα με τον Φράνκι Κινγκ, είχε βγει 3η και υπήρχαν μεγάλες προσδοκίες από τον κόσμο. Και παρ' ότι στην Ευρώπη πήγαμε καλά και φτάσαμε έως τις τέσσερις καλύτερες ομάδες του Κόρατς, στην Ελλάδα δεν είχαμε καλά αποτελέσματα. Κινδυνεύσαμε να πέσουμε και σε αυτή την λογική έγινε η αλλαγή προπονητή. Ήταν μία κίνηση, που μας πήρε αρκετά από... κάτω! Εγώ έπαθα και ένα πολύ βαρύ διάστρεμμα, που με κράτησε 3 μήνες έξω και μάλιστα συζητάγαμε το ενδεχόμενο να χειρουργηθώ και να βάλω λάμες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην βρίσκω ομάδα το καλοκαίρι του 1999 και σκέψου ότι τελικά υπέγραψα στην Δάφνη, μετά από ένα διάστημα δοκιμαστικών προπονήσεων! Ενώ το προηγούμενο καλοκαίρι ήμουν στην προεπιλογή της Εθνικής ανδρών...»
Ήταν η εποχή που ο Τζιβελέκας άλλαζε τους προπονητές σαν τα πουκάμισα...
«Θα σου πω ότι τον σχεδιασμό του ρόστερ τον έκανε ο Τζούροβιτς, που έδωσε το ok για να ενταχθώ στην ομάδα κι έκανε την προετοιμασία στο Καρπενήσι, αλλά ο Κορωναίος ήταν αυτός που άρχισε την σεζόν στον πάγκο και μετά από 3 νίκες στα 4 πρώτα παιχνίδια, είχε μία διαφωνία με τον πρόεδρο και επέστρεψε ο Βλάντο! Για λίγο, όμως, γιατί μεσούσης της σεζόν ανέλαβε ο Καλαφατάκης μεχρι το τέλος! Ωραίες εποχές σε μία μπασκετική γειτονιά, με τον συγχωρεμένο τον “Γάϊδαρο”, ως φύλακα του γηπέδου, με πολύ κόσμο στο γήπεδο και καλούς ξένους, όπως ο Εφθίμοφ, ο Τάκερ, αλλά και Έλληνες. Ήταν ο Σταυρακόπουλος, ο Τσόπης, ο Δανιήλ, ο Γκαγκαλούδης μικρός, ο Συριστατίδης. Θέλω με την ευκαιρία να εκφράσω την τεράστια εκτίμηση που τρέφω για τον Τάκη τον Κορωναίο. “Αρσενικός” με την απόλυτη έννοια της λέξης, “παντελονάτος” από τους λίγους! Δεν καταλάβαινε από Αμερικάνους, από συμβόλαια, από τίποτε...»
Τζιβελέκας;
«Πολύ ωραίος! Στην αρχή όταν είχα πάει να υπογράψω, ήταν πολύ νέος! Και θυμάμαι ότι είχε παραξενευτεί που τον έβλεπα μέσα στο γραφεία να δίνει κατευθύνσεις και είχα ρωτήσει “ποιος είναι αυτός ο κύριος;”... Ήξερα το όνομά του προέδου, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ήταν τόσο νέος... Μεγάλη αγάπη για την ομάδα, γλυκά και μπουφέ μετά από κάθε παιχνίδι, στα καλύτερα ξενοδοχεία όπου πηγαίναμε... Η οργανωτική λειτουργία της ομάδας ήταν στον... αφρό! Είχε δώσει την ψυχή του και την δίνει, απ' ότι μαθαίνω, ακόμη...»



Η ομάδα της καρδιάς του, ο Μπάνε, ο Σούμποτιτς και το «έχω τρέλα μέσ’ στο μυαλό!»


Και ακολούθητο κεφάλαιο “ΠΑΟΚ”, που ήταν πολύ ιδιαίτερο...
«Την πρώτη χρονιά είχαμε “dream team”, η οποία διαλύθηκε τα Χριστούγεννα! Σκέψου ότι τότε παίζαμε στην Ευρωλίγκα και στο πρώτο παιχνίδι κάναμε “διπλό” στην Βαρκελώνη, με Τζότζεφ Μπλερ, Νταϊνέκο, Ράκα, Καργκόλ, Βάϊς, Κολντεμπέλα και φυσικά με τρομερό ελληνικό κορμό, με Κορωνιό, Λιαδέλη, Γιαννούλη, Σιγάλα κι εμένα. Είχαμε και το καινούριο γήπεδο τότε, οπότε όλοι έλεγαν ότι θα πάρουμε το πρωτάθλημα! Αλλά με τον Μπατατούδη να μην πληρώνει, αντέξαμε μέχρι το τέλος του χρόνου! Δηλαδή οι περισσότεροι παίκτες έφυγαν!»
Τα χάσατε αυτά τα χρήματα;
«Ναι όλα! Γιατί βγήκε αμέσως μετά ο νόμος Βενιζέλου, περι εκκαθάρισης και όπως και στον Παπάγου, που την τελευταία χρονιά έπαιξα τζάμπα, έτσι και στον ΠΑΟΚ χάθηκαν πολλά λεφτά! Στην Θεσσαλονίκη νομίζω ότι πληρώθηκα μόνο έναν χρόνο...»
Αυτός ήταν ο πρώτος από τα τρία χρόνια που έπαιξες στον “Δικέφαλο του Βορρά”...
«Ακριβώς και την τελευταία χρονιά, μάλιστα, ήμουν αρχηγός! Γενικά ήταν μία ομάδα με την οποία επίσης δέθηκα συναισθηματικά, γιατί σαν παιδί ήμουν ΠΑΟΚ! Γιατί παρ' ότι γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη και μεγάλωσα στην Αθήνα, όπου όλοι ήταν Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός ή ΑΕΚ, εγώ ήθελα πάντα να πηγαίνω αντίθετα στον ρεύμα, οπότε έγινα Παοκτζής! Την αγαπούσα πολύ την ομάδα και όταν είσαι νέος, είσαι πιο φανατικός. Οπότε για μένα ήταν ιδιαίτερη στιγμή να φορέσω την φανέλα του ΠΑΟΚ. Όπως αγάπησα και τον Ολυμπιακό πολύ, παρ' ότι δεν τον υποστήριζα. Αλλά δέθηκα πολύ με τους ανθρώπους στην τριετία που ήμουν στην ομάδα κι έκανα σχέσεις ζωής.»
Τι άλλο θυμάσαι από εκείνη την εποχή;
«Τις συνεχείς διοικητικές αλλαγές με Βασίλη Οικονομίδη να αναλαμβανει μετά το φιάσκο με Μπατατούδη, στην συνέχεια τον Πανελούδη, ο οποίος προσπάθησε να νοικοκυρέψει την ομάδα από τα χρέη. Επίσης κάθε χρονιά άλλαζε ο προπονητής. Την πρώτη χρονιά αρχίσαμε με τον Φλεβαράκη και τελειώσαμε με τον Σφαιρόπουλο, την επόμενη τον Σούμποτιτς διαδέχτηκε ο Αλεξανδρής και την 3η ήταν μόνο ο Μπάνε Πρέλεβιτς, με τον Γιάννη Σφαιρόπουλο να είναι και τα τρία χρόνια σαν assistant-coach. Επίσης, ότι είχαμε μία καλή φουρνιά πιτσιρικάδων, όπως ο Βασιλειάδης, ο Βασιλόπουλος, ο Μαυροκεφαλίδης και ο Αποστολίδης κι εγώ με τον Σιγάλα, ήμασταν οι μπαμπάδες τους!»
Τι σου έχει μείνει;
«Η μαγεία του να ζεις και να παίζεις μπάσκετ σε μια πόλη σαν την Θεσσαλονίκη! Και να σκεφτείς ότι τότε ο κόσμος ήταν απογοητευμένος από τις διοικητικές εξελίξεις και την επίδρασή τους στο αγωνιστικό κομμάτι, που δεν πολυερχόταν στο γήπεδο. Αλλά ο ΠΑΟΚ ήταν και είναι πολύ μεγάλη ομάδα. Ακόμη και τότε που βγαίναμε 7οι ή 8οι, την αύρα και το μεγαλείο του συλλόγου, το καταλάβαινες!
Την τελευταία μου χρονιά, έπαιζε τελικό Κυπέλλου ο ΠΑΟΚ με τον Άρη στην Τούμπα, με τον Γ.Χ. Γεωργιάδη να ανοίγει το σκορ στο 13' και είχαμε πάει ως ομάδα στο γήπεδο. Μας είχαν βάλει σε κάτι θέσεις κοντά στο χορτάρι και μόλις είχαμε κάτσει, θυμάμαι ότι μία ώρα πριν την σέντρα, μου φωνάζει κάποιος από οπαδός από πίσω “Λιμνιάτη, δεν κάθεται κανείς στην Τούμπα, όλοι όρθιοι μέχρι τέλους”! Τελικά ήμασταν 4 ώρες όρθιοι! Μεγάλη τρέλα ο κόσμος του ΠΑΟΚ!
Πως έφυγες;
«Με κλάματα! Δεν ήθελα με τίποτε...»
Άρης-ΠΑΟΚ στο μπάσκετ;
«Έχω προλάβει παιχνίδι στο Αλεξάνδρειο με το γήπεδο χωρισμένο στην μέση! Δεν είχε την αγωνιστική αίγλη της δεκαετίας του '80 και του '90, αλλά όλη η πόλη ζούσε και ανέπνεε μία εβδομάδα για το ματς. Τώρα αν είσαι παίκτης και είσαι με τους χαμένους στο Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός, δεν είναι και τόσο τραγικά τα πράγματα. Τότε αν χάναμε από τον Άρη, δεν βγαίναμε από το σπίτι! Δεν τολμούσαμε γιατί δεν θέλαμε, δεν είχαμε την παραμικρή διάθεση. Ειχαμε κερδίσει εκείνο το ματς και πανηγυρίζαμε με τρενάκι απέναντι από τους οπαδούς των γηπεδούχων. Αξέχαστες στιγμές...»
Σούμποτιτς και Πρέλεβιτς σαν προπονητές;
«Ο Σούμποτιτς ήταν πολύ σκληρός και πολύ δίκαιος. Ήρθε στην αρχή της προετοιμασίας και μου είπε ότι θα βάλει τον Αποστολίδη ως δεύτερο playmaker, πίσω από τον Μιλισάβλιεβιτς και είχε δίκιο γιατί ήταν ένα παιδί πολύ ταλαντούχο. Αλλά εγώ δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να χάσω την θέση, από έναν πολύ μικρότερο κι έπαιξα τόσο καλά στα φιλικά και στις προπονήσεις, που δεν μπορούσε να υποστηρίξει την αρχική του απόφαση και αναγνώρισε την υπεροχή μου.
Τόσο ο Σούμποτιτς, όσο και ο Μπάνε, σαν παίκτες δεν έπαιζαν άμυνα. Σαν προπονητές και οι δύο είχαν εμμονή με το αμυντικό κομμάτι! Με τον Λευτέρη κάναμε αμυντικές ασκήσεις ένας εναντίον ενός στην πρώτη μισή ώρα κάθε προπόνησης...»
Ο Μπάνε ήταν πιο χαλαρός;
«»Καμία σχέση. Ο Γιάννης ο Σφαιρόπουλος είχε τον ρόλο του σκληρού στο επιτελείο και ο Μπάνε έδινε ελευθερία και καλή ψυχολογία στους παίκτες. Του είχα κάνει πλάκα μία φορά που βλέπαμε video και είχα μαζί το περιοδικό “Το Τρίποντο”, στο οποίο υπήρχε μία φωτογραφία του από τότε που έπαιζε στην ΑΕΚ και σε φάση άμυνας, κοιτούσε αλλού! “Coach, πολύ συγκεντρωμένος ήσουν σε αυτή τη φάση, έτσι;” και είχαμε γελάσει όλοι μαζί... Τελείως άλλη φιλοσοφία και προσέγγιση..».
Οι μικρές Εθνικές ομάδες και η συνεργασία με τον Τρινκέρι
Πως μπαίνει στο μυαλό σου η προπονητική; Ήταν κάτι που σκεφτόσουν στα τελευταία χρόνια της καριέρας σου ως παίκτης, για την «επόμενη μέρα» σου στο μπάσκετ;
«Δεν θα το ‘λεγα, παρ’ όλα που στον Πανελλήνιο για ένα διάστημα έκανα προπονήσεις στα μικρά τμήματα! Κατ’ αρχάς, θεωρώ ότι θα μπορούσα να παίξω ακόμη ένα-δύο χρόνια, αλλά κουράστηκα ψυχολογικά! Σωματικά άντεχα εύκολα! Επίσης, για αρκετά χρόνια μετά το μπάσκετ, έκανα τον σχολιαστή στην κρατική τηλεόραση. Ήταν κάτι που μου άρεσε πολύ και με βοήθησε πολύ να ξεπεράσω την στέρηση από το μπάσκετ. Αισθανόμουν σαν να βγήκα στην σύνταξη στα 35 μου! Είναι ο “πρώτος θάνατος” που βιώνει ένας αθλητής. Μετά από λίγο διάστημα, επειδή αυτό που έκανα είχε απήχηση, ο αείμνηστος ο Δημήτρης ο Μπασούρης, ο πρόεδρος της ΕΣΚΑ τότε, μου πρότεινε να ασχοληθώ με τα κλιμάκια των μικρών ηλικιών στην Αθήνα. Κάπως έτσι έγιναν τα πρώτα βήματα και λίγο αργότερα με προτροπή του Γιώργου Κολοκυθά, το 2010 ανέλαβα την Εθνική παμπαίδων, δηλαδή τα παιδιά που ήταν γεννηθέντες το 1996 και 1997...»
Αυτή είναι η τελευταία πολύ ταλαντούχα φουρνιά που έβγαλε το ελληνικό μπάσκετ...
«Ακριβώς! Παπαγιάννης, Χαραλαμπόπουλος, Τολιόπουλος, Κόνιαρης, Δίπλαρος, Μουράτος, Φλιώνης, Σκουλίδας, ο Μήτογλου! Στην Πάρμα που είχε γίνει το τουρνουά Φιλίας, είχα όλα τα παιδιά που ανέφερα χωρίς τον Βασίλη και τον Σταμάτη, που ήταν πιο μπροστά από τους υπόλοιπους και είχαν επιλεγεί στην παίδων. Θυμάμαι ότι είχαμε χάσει από τους Ισπανούς στην παράταση, αλλά νικήσαμε την Ιταλία και είχε πάρει τηλέφωνο μετά το ματς, στο ξενοδοχείο, ο Γιώργος ο Κόνιαρης, που ήταν επί σειρά ετών έφορος των μικρών εθνικών ομάδων για να μας δώσει συγχαρητήρια. Γιατί η παμπαίδων είχε χρόνια να πετύχει μία νίκη σε αυτό το τουρνουά. Την επόμενη χρονιά είχαμε πάει πάλι στην Ιταλία με τους 97άρηδες και του 98άρηδες και στο ρόστερ είχαν προστεθεί ο Λούντζης και ο Αγραβάνης, την μεθεπόμενη μαζέψαμε τους 99άρηδες και θυμάμαι τότε ταξιδεύαμε κάθε Σαββατοκύριακο σε όλη την Ελλάδα μαζί με τον Κώστα Μίσσα (σ.σ.: υπεύθυνος αναπτυξιακού τότε) για να δούμε όλα τα παιδιά που ξεχώριζαν και το καλοκαίρι του 2021, είχα πάει βοηθός του στο Πανευρωπαϊκό με την Νέων στην Σλοβενία με Λαρεντζάκη, Μελισσαράτο, Παναγιωταρά και Ζούμπο... Σκέψου ότι νικήσαμε την φιναλίστ της διοργάνωσης, Γαλλία, που είχε τότε τον Γκομπέρ, τον οποίο ο Μελισσαράτος είχε κάνει... άλογο. Φοβερό τουρνουά με την Γερμανία να έχει Σρέντερ και Τάϊς και την Σερβία τον Μπογκντάνοβιτς, στο οποίο τερματίσαμε στην 9η θέση. »
Ο Λαρεντζάκης φαινόταν από τότε ότι θα παίξει στο υψηλότερο επίπεδο;
«Θυμάμαι που πηγαίναμε με τον Μίσσα να δούμε τον “Λάρι” στα παιχνίδια του Ίκαρου Καλλιθέας και ήταν τρομερά ατίθασος και απείθαρχος σε όλα του και αναρωτιόμαστε “πως θα μπει σε καλούπια αυτός στην Εθνική ομάδα;”... Του βγάζω το καπέλο, όμως, γιατί είναι μεγάλο παλικάρι και έχει πολύ δυνατό χαρακτήρα...»
Και στην συνέχεια το καλοκαίρι του 2013, πήγες στην ανδρών ως βοηθός του Αντρέα Τρινκιέρι, μαζί με τον Δημήτρη Παπανικολάου και τον Ηλία Καντζούρη...
«Μεγάλη στενοχώρια και μεγάλη ατυχία τότε... Κάναμε τρομετή πρώτη φάση, που νικήσαμε τους Τούρκους, τους Ρώσους και μετά έπαθε το διάστρεμα ο Βασίλης (σ.σ.: Σπανούλης), οπότε μείναμε από guard γιατί ήταν τραυματίες ο Καλάθης και ο Μάντζαρης και είχαμε πάει στην Σλοβενία με τρεις κοντούς...»
Ήταν τότε που ο Τρινκιέρι είχε πάρει αυτό το ρίσκο και είχε αφήσει εκτός τον Κατσίβελη;
«Ακριβώς! Αλλά είχαμε πάρει Όσκαρ... ατυχίας τότε! Και ήταν πολύ άσχημος και ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρθηκε ο Τύπος στον Τρινκιέρι! Γιατί σε βάθος χρόνου αποδείχτηκε ότι είναι πολύ σπουδαίος προπονητής.»
Θα συμφωνήσω μαζί σου για το μπασκετικό κομμάτι, αλλά όχι για εκείνο της συμπεριφοράς...
«Σίγουρα είναι ιδιαίτερος, αλλά η αντίδραση που υπήρχε από το ξεκίνημα της συνεργασίας, ήταν αρνητική. Ίσως γιατί τότε δεν είχε κάνει ακόμη όνομα και η επιλογή του συνιστούσε έκπληξη και ρίσκο ταυτόχρονα. Επίσης, οι προπονητές δεν πρέπει να κρίνονται από τις πορείες που κάνουν με τις Εθνικές ομάδες, γιατί ουσιαστικά μιλάμε για ενάμιση μήνα δουλειά, παίζει τεράστιο ρόλο η ποιότητα των παικτών που έχουν στην διάθεσή του και τα πάντα κρίνονται σε ένα νοκ-άουτ. Για μένα αυτού του είδους οι δουλειές δεν αποτελούν κριτήριο για το αν ένας coach είναι καλός ή κακός. Και νομίζω ότι στην περίπτωση του Αντρέα αποδείχτηκε περίτρανα…»
Και μετά πήγες στον Ιωνικό Νέας Φιλαδέλφειας, που έπαιζε στην Αμαλιάδα, σωστά;
«Ναι για 2 μήνες, στο τελείωμα της σεζόν, που η ομάδα ήταν διαλυμένη! Μετά είχα μία πρόταση να πάω στον Μακεδονικό, αλλά έχασα τον πατέρα μου και αποφάσισα να παίξω στην Α2 Κατηγορία, πρώτα στον Πανελλήνιο που ανεβήκαμε με τον Μανουσέλη και μετά στον Δούκα με προπονητές τον Μάγειρα και τον Καραγιάννη και στον Σπόρτινγκ με τον Άγγελο Κορωνιό, όπου και τελείωσα την καριέρα μου.»
Η θητεία στις Εθνικές ομάδες και η αγκαλιά με τον Βράνκοβιτς
Εγώ σε θυμάμαι πρώτη φορά στην Εθνική εφήβων;
«Στο Βαλκανικό πρωτάθλημα που είχε γίνει στην Καλαμάτα. Εγώ είμαι γεννηθείς το '71 και τότε οι ζυγές χρονιές ήταν αυτές που είχαν προβάδισμα στις μικρές Εθνικές ομάδες. Θέλω να πω ότι στην παίδων ήμουν με τους 70άρηδες, οπότε έφτασα μέχρι τα κλιμάκια. Στην εφήβων κόπηκα από τον Παπαδημητρίου, αλλά η αλήθεια είναι ότι επειδή στο μεσοδιάστημα πήρα υποτροφία στο Κάνσας, ήμουν για σχεδόν μισή σεζόν εκτός Ελλάδας...»
Πως προέκυψε το κολεγιακό;
«Είχαν έρθει κάποιοι Αμερικανοί προπονητές στο σεμινάριο του ΣΕΠΚ στην Ολυμπία κι εγώ ήμουν στην ομάδα επίδειξης. Τότε, λοιπόν, προέκυψαν οι προσφορές από το Κάνσας και το Πρόβιντενς και είχα και τον Φώσκολο, ο οποίος προσπαθούσε να με στείλει στο Ντιουκ, επειδή είχε πολύ καλή γνωριμία με τον Σιζέφσκι. Τελικά επέλεξα το Κάνσας, όπου πήγα στα μέσα της χρονιάς και δεν είχα δικαίωμα συμμετοχής, αλλά παρακολουθούσα κανονικά τα μαθήματα και συμμετείχα στις προπονήσεις. Το επόμενο καλοκαίρι μου έδωσαν ολική υποτροφία, αλλά με έπεισαν στον Πανελλήνιο να μείνω στην Ελλάδα.»
Το μετάνιωσες;
«Ό,τι και να σου πω είναι λίγο! Πονεμένη ιστορία και μεγάλο λάθος...»
Άλλος κόσμος η Αμερική;
«Μιλάμε για το 1988 και με το που πάτησα το πόδι μου, μου έδωσαν το πρόγραμμα των προπονήσεων μέχρι το τέλος της σεζόν. Να φανταστείς ότι είχαμε ειδική γυμνάστρια που στο ζέσταμα, μας έκανε aerobic. Τα βοηθητικά είχαν μπασκετες που η μπάλα έμπαινε πιο δύσκολα για να κάνουμε καλύτερη εξάσκηση στα σουτ.»
Για να γυρίσουμε στις μικρές Εθνικές ομάδες, στα βαλκανικά πρωταθλήματα, όπως αυτό που είχε παίξει εσύ με την εφήβων, δεν στέλνουμε πλέον ομάδες...
«Εμείς τότε, όμως, είχαμε μπει γυμναστική ακαδημία από εκείνο το βαλκανικό πρωτάθλημα... Μετά έπαιξα στην αντίστοιχη Νέων, που τότε λεγόταν εφήβων και πήραμε το αργυρό μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκό με τρομερή ομάδα. Με Αλβέρτη, Σιγάλα, Οικονόμου, Μηριούνη, Ταμπάκη, Μωραϊτη, Μπουντούρη, Μπαλογιάννη, Γραικό και στον τελικό που χάσαμε από τους Ιταλούς, ενώ ήμασταν φαβορί. Θυμάμαι ότι είχαμε παίξει ένα φιλικό προετοιμασιίας με την ανδρών και είχα πάει πολύ καλά με προσωπικό αντίπαλο τον Γιαννάκη, τους είχαμε κοντράρει και μετά από εκείνο το ματς, από τρίτος έγινα πρωτοδεύτερος...»
Περιστατικό που δεν θα ξεχασεις από τις Εθνικές ομάδες...
«Την αμέσως επόμενη χρονιά, που προετοιμαζόμασταν για το Παγκόσμιο των Ελπίδων, μας είχαν στείλει στους Μεσογειακούς, ενώ όλες οι υπόλοιπες ομάδες είχαν κατέβει με την σύνθεση της ανδρών για να έχουν παιχνίδια στα πόδια τους, ενόψει του Eurobasket της Γερμανίας. Τότε είχαμε νικήσει καθαρά την Βοσνία, με την οποία θα έπαιζε η ανδρών στον ίδιο όμιλο και παρ' ολίγο να πάρουμε το χάλκινο στον μικρό τελικό. Χάσαμε ένα καλάθι από την διοργανώτρια Γαλλία, με Φορτέ, Ριγκοντό και άλλους μεγάλους παίκτες. Στον ημιτελικό χάσαμε από την Κροατία και θυμάμαι ότι αμέσως μετά το τέλος, πήγα στον Βράνκοβιτς για να τον συλλυπηθώ για τον Ντράζεν, που είχε φύγει τρεις εβδομάδες νωρίτερα και χωρίς να γνωριζόμαστε καλά – είχαμε παίξει αντίπαλοι στο ελληνικό πρωτάθλημα – αγκαλιαστήκαμε και βάλαμε τα κλάματα. Το θυμάμαι κι ανατριχιάζω! Γενικά τότε θρηνούσε όλος ο κόσμος του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Την ημέρα που πέθανε, με ξύπνησε η μητέρα μου για να μου πει τα νέα, γιατί ήταν ο αγαπημένος μου παίκτης και όλο το δωμάτιό μου ήταν γεμάτο αφίσες του.»
Η Κηφισιά, το ηθικό «όχι» στην ΑΕΚ, η Γεωργία και το «ταμείο» των μικρών Εθνικών ομάδων

Το επόμενο βήμα ήταν ένας ακόμη χρόνος με την Εθνική παμπαίδων και μετά άρχισε η συνεργασία σου με τον Ηλία Παπαθεδώρου στην Κηφισιά αλλά και στην εφήβων αρχικά…
«Πράγματι και αυτά ήταν πολύ συναρπαστικά χρόνια, γιατί ειδικά με τους εφήβους και εν συνεχεία με τους νέους, κάναμε σπουδαίες επιτυχίες. Πρώτα ήρθε το χρυσό μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκό εφήβων, μετά η 4η θέση στο Παγκόσμιο κάτω των 18 ετών στην Κρήτη, όπου στον ημιτελικό χάσαμε στο τέλος από τους Αμερικανούς που είχαν Τέιτουμ και Μπράνσον, έχοντας 5/11 βολές στο 2ο μέρος και η πορεία έκλεισε ένα ακόμη χρυσό μετάλλιο στο Eurobasket Νέων. Γενικά ήταν πολύ παραγωγικά χρόνια με καταπληκτικές αναμνήσεις και εξαιρετική συνεργασία με τον Ηλία (σ.σ.: Παπαθεοδώρου).»
Πες μου λίγο για αυτή την εμπειρία… Είχατε κάνει σπουδαία πράγματα τότε, με αποκορύφωμα μία πολύ μεγάλη νίκη επί του Ολυμπιακού…
«Έχω φανταστικές αναμνήσεις! Είχαμε φτιάξει μία πολύ καλή ομάδα με εξαιρετική οργάνωση για τα δεδομένα του συλλόγου, γιατί υπήρχε ένας άνθρωπος, ο Βαγενάς, που αγαπούσε πάρα πολύ την ομάδα και είχε βάλει όλα του χρήματα. Είχαμε τρομερό κλίμα με τον Ηλία, τον Μενουδάκο, τον Νικητάκη και τον Καρβέλα, μία παρέα που αν εξαιρέσεις τον Δημήτρη που έφυγε νωρίς από κοντά μας και ήταν η ψυχή του χαβαλέ αλλά και της ενότητας, έχει μείνει ακόμη! Πιστεύω ακράδαντα ότι αν δεν ήταν ο Καρβέλας στις Εθνικές ομάδας, σαν team manager, δεν θα είχαμε πάρει τα δύο χρυσά μετάλλια!»
Νομίζω μετά έκανες ένα μικρό πέρασμα από την Κύμη, μαζί με τον Ισίδωρο Κουτσό, με τον οποίο ήσασταν μαζί στο Περιστέρι φέτος στο ξεκίνημα της σεζόν…
«Ναι, για περίπου 2 μήνες, με head coach τον Βασίλη Μπρατσιάκο! Ήταν τότε που όλο το staff της Κηφισιάς ακολούθησε τον Ηλία στην Αστάνα, αλλά εγώ – επειδή δεν μπορούσα να φύγω από την Ελλάδα – δεν πήγα… Όπως δεν πήγα και στον ΠΑΟΚ, αλλά επέλεξα να πάω συνεργάτης του Ηλία Ζούρου στην Εθνική Γεωργίας. Και ταυτόχρονα δούλεψα δύο χρόνια με την Νέων, αρχικά ως βοηθός του Γιάννη Καστρίτη στην Γερμανία με τους 98άρηδες και τους 99άρηδες και το επόμενο καλοκαίρι, το 2019 κοούτσαρα τους 99άρηδες στο Πανευρωπαϊκό του Ισραήλ.»
Ήταν καλή φουρνιά εκείνη ομάδα…
«Ναι αλλά χωρίς ψηλούς! Δεν είχε έρθει και ο Χατζηδάκης που είχε παγκόσμιο με την ηλικία του, αλλά παρά τις ελλείψεις μας και το ότι τελικά τερματίσαμε 9οι, είχαμε πολύ καλή εικόνα, ως η 3η καλύτερη επίθεση και η 2η ομάδα στις ασίστ! Μας είχε στοιχίσει ότι χάσαμε την πρωτιά στον όμιλο από τους Λιθουανούς, τους οποίους κερδίζαμε με 9 πόντους, 1’50” πριν το τέλος και χάσαμε στην παράταση, με αποτέλεσμα να πέσουμε στο χιαστί με την Γερμανία που είχε ομαδάρα και να μείνουμε εκτός 8άδας. Ενώ αν κερδίζαμε, θα παίζαμε με την Εσθονία, που ήταν πολύ ευκολότερος αντίπαλος. Μετά κάναμε 3/3 και σκέψου ότι τελειώσαμε το τουρνουά με ρεκόρ 5-2!»
Με τον Ηλία Παπαθεοδώρου συνεργαστήκατε και στην ΑΕΚ. Ήταν η πρώτη δουλειά σε club με πολλή μεγάλη πίεση; Είχατε διοργανώσει και το Final 4 στο BCL, όπου χάσατε στον τελικό από την Μπούργκος…
«Σίγουρα η ΑΕΚ ήταν άλλη πίστα σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές. Τεράστιες απαιτήσεις, πολύ υψηλές προσδοκίες, μεγαλύτερη ευθύνη και πρωτόγνωρη πίεση… Όσον αφορά στο Final 4, αν θυμάσαι, λόγω του κορονοϊού, είχε γίνει στο ξεκίνημα της επόμενης χρονιάς. Θεωρώ ότι αν είχε γίνει στην ώρα του και παίζαμε με το ρόστερ που είχαμε τότε – γιατί τον Σεπτέμβριο του 2020 παίξαμε με άλλους ξένους – θα το είχαμε κατακτήσει το Champions League. Σε γενικές γραμμές, τεράστια εμπειρία η ΑΕΚ και πολύ μεγάλη ομάδα! Παρ’ όλο που εκείνη την περίοδο ο κόσμος δεν είχε στηρίξει σε μεγάλο βαθμό εκείνη την προσπάθεια και το ΟΑΚΑ ήταν περισσότερο μισοάδειο παρά μισογεμάτο, η καθημερινότητα μας έκανε να νιώθουμε την αγάπη των φιλάθλων, την πίεση για το αποτέλεσμα. Πηγαίναμε να παίξουμε στην Ευρώπη και παντού ξεφύτρωναν Αεκτζήδες! Από το Πο στα Πυρηναία μέχρι την Ράχτα Βέχτα, ένα χωριό στην Γερμανία! Από κάτι τέτοια αντιλαμβάνεσαι στο μέγεθος του συλλόγου! Στην ΑΕΚ αποκόμισα εμπειρίες και παραστάσεις που βοήθησαν πολύ μετεγενέστερα…»
Εθνική Γεωργίας;
«Μαγική διαδρομή και να σου πω την αλήθεια όταν πήρα την απόφαση να πάω, δεν περίμενα ποτέ ότι θα το ευχαριστιόμουν τόσο πολύ. Όπως ο Παπαθεοδώρου είναι ένας σημαντικός άνθρωπος για μένα, άλλο τόσο είναι και ο Ζούρος! Γιατί όταν έφυγε ο Γκόλεματς που ήταν ο αρχικός του συνεργάτης, μου ζήτησε να πάρω την θέση του, παρ’ όλο που δεν τον ήξερα πολύ καλά. Δεν είχαμε προσωπική σχέση, αλλά υπήρχε αμοιβαία εκτίμηση και είχαμε πολλούς κοινούς φίλους. Έχω πολύ έντονα συναισθήματα από το πέρασμά μου στην Εθνική Γεωργίας. Βασικά για τους ανθρώπους που γνώρισα με τους οποίους δέθηκα πάρα πολύ! Είναι κι αυτοί Χριστιανοί Ορδόδοξοι αλλά πρωτίστως έχουν την ίδια ιδιοσυγκρασία με μας, ενθουσιώδεις στην επιτυχία και γκρεμίζονται στα πατώματα στην αποτυχία. Πολλή μεγάλη αυτοπεποίθηση σαν έθνος και σκληρός λαός . Αλλά σίγουρα και για τα άλματα που κάναμε με την Εθνική ομάδα μπάσκετ… Μας έχουν καλέσει για να βραβευτούμε με το μετάλλιο της τιμής από την Κυβέρνηση…»
Νομίζω ότι στις μέρες σας, η Εθνική Γεωργίας προκρίθηκε για πρώτη φορά σε Eurobasket και σε Mundobasket...
«Ακριβώς! Και με τους ανθρώπους της ομοσπονδίας κρατάμε ακόμη επαφή. Είμαστε σχεδόν 7 χρόνια μαζί και επίσης τρομερή σχέση με τους παίκτες! Το να κοουτσάρεις τον Σενγκέλια, τον Σερμαντίνι και τον Μπιτάτζε, ήταν μεγάλη δουλειά. Γενικά μας είχαν σαν… Θεούς! Δυστυχώς ήμασταν άτυχοι στο Eurobasket του 2022, που φιλοξενήσαμε έναν όμιλο στην Τιφλίδα, γιατί λίγες μέρες μέρες πριν το τουρνουά, στον αγώνα των παραθύρων με την Ολλανδία, χτύπησε ο Σενγκέλια και τέθηκε νοκ-άουτ. Πολύ δύσκολη στιγμή κι εκείνη, γιατί ήταν ο καλύτερός μας παίκτης και όλη η χώρα ζούσε κι ανέπνεε για τους αγώνες. Γιατί αν έπαιζε ο “Τόκο”, δεν υπήρχε περίπτωση να μην περνούσαμε στην επόμενη φάση. Αλλά τώρα έχουν αλλάξει αρκετά τα πράγματα και η Κυβέρνηση πλέον έχει επιβάλλει ανθρώπους στην ομοσπονδία, όπως τον Σανικίτζε. Δεν το λέω αρνητικά προς τον Βίκτορ, με τον οποία συνυπήρξαμε για έναν χρόνο, αλλά ως νέο φιλοσοφία.»
Απ’ αυτή την 9ετία στις μικρές Εθνικές ομάδες τι κρατάς;
«Κατ’ αρχάς το συναίσθημα να ακούς τον Εθνικό ύμνο και ειδικότερα έχοντας κατακτήσει χρυσό μετάλλιο, είναι κάτι το απερίγραπτο. Δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ την στιγμή που ζήσαμε πάνω στο βάθρο στον Βόλο. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει πιο έντονο συναίσθημα για αθλητή ή προπονητή… Μου έχει μείνει ότι θεωρώ όλους αυτούς τους παίκτες, με τους οποίους πορευτήκαμε μαζί από την ηλικία των 14 ετών μέχρι να γίνουν 20, σαν δικά μου παιδιά. Και τους το είπα όταν ολοκληρώθηκε η συνεργασία μας… “Ότι εγώ έναν βιολογικό γιο, αλλά αισθάνομαι ότι έχω άλλους 40!”…»
«Άργησα να κοουτσάρω, αλλά δεν μετανιώνω γι’ αυτό…»
Να υποθέσω ότι η χρόνια ενασχόληση με τους νέους παίκτες, σε βοήθησε σε αρκετά κομμάτια της μετέπειτα πορείας σου με αποκορύφωμα την εφετινή σεζόν, που όλοι θαυμάσαμε μία πολύ αποτελεσματική και ταυτόχρονα ουσιαστικη ενσωμάτωση του Αβδάλα και του Ζούγρη σε σημαντικούς ρόλους στο Περιστέρι…
«Μου έκανε καλό που ξεκίνησα το μπάσκετ από έναν σύλλογο, που παραδοσιακά είχε ευαισθησία στα ταλέντο, έδινε μεγάλη βάση στα νέα παιδιά και τα έβγαζε μπροστά, οπότε αυτό μου είχε γίνει βίωμα από τα πρώτα μου χρόνια στο μπάσκετ. Πως να στο πω, πάντα θεωρούσα ότι αυτή είναι η σωστή πρακτική και μου τα έφερε η ζωή έτσι τα πράγματα, που έκανα τα πρώτα μου βήματα στην προπονητική από αυτές τις βαθμίδες. Να φανταστείς ότι μου άρεσε τόσο πολύ η συνεργασία με τα νέα παιδιά, που τα πρώτα χρόνια έλεγα συχνά-πυκνά στον εαυτό μου, ότι “δεν θέλω να γίνω προπονητής στην Α1 Κατηγορία!”…»
Μου δίνεις καλή πάσα να σου κάνω μία ερώτηση για την εντύπωση που είχε δοθεί τα προηγούμενα χρόνια για σένα και θέλω την άποψή σου πάνω σ' αυτό. Είχα την αίσθηση, λοιπόν, ότι ενώ είχες προτάσεις, ήσουν κάπως διστακτικός στο να κάνεις αυτό το βήμα του head coach στην Stoiximan GBL...
«Η πρώτη πρόταση που είχα ήταν το 2013 από τον Κολοσσό και τότε μπορώ να σου πω ότι δεν ένιωθα έτοιμος! Αλλά ο λόγος για τον οποίο δεν ευοδώθηκε η συνεργασία, δεν είχε κάνει με τον βαθμό ετοιμότητάς μου, αλλά με το ότι δεν έγινε δεκτό το αίτημά μου να πάρω μαζί μου έναν συνεργάτη, που ήταν πιο έμπειρος από μένα και είχε μεγαλύτερη προϋπηρεσία, γιατί εγώ δεν είχα δουλέψει ποτέ ξανά σε αυτό το επίπεδο. Από 'κει και πέρα, αν εξαιρέσουμε την δουλειά της ΑΕΚ, όταν έφυγε ο Ηλίας, που δεν την πήρα για ηθικούς λόγους, δεν είχα κάποια άλλη ουσιαστική πρόταση...»
Θυμάμαι ότι είχες κοουτσάρει στο ματς Προμηθέας-ΑΕΚ και στο τέλος είχες χαιρετήσει με δάκρυα στα μάτια... Ήταν μία στιγμή πολύ έντονης συγκινησιακής φόρτισης...
«Είχα πολύ μεγάλη πίεση τότε κι έσπασα μετά το τέλος του αγώνα, γιατί ήθελε όλος ο οργανισμός της ΑΕΚ να παραμείνω, αλλά θεώρησα ότι δεν έπρεπε να το κάνω. Είχα δεθεί με την ομάδα και επαγγελματικά ήταν μία τεράστια ευκαιρία. Αλλά στον δικό μου αξιακό κώδικα, άλλα πράγματα είχαν πιο περίοπτη θέση! Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αν κάποιος αντίστοιχα έμενε, θα ήταν ανήθικος! Απλά η δική μου η προσέγγιση ήταν άλλη... Όταν πας στον πόλεμο δίπλα σ'έναν στρατηγό που τον παύουν, φεύγεις μαζί του... Έτσι το βλέπω εγώ...»
Αργότερα πάλι αρνήθηκες μία πρόταση του Κολοσσού και τελικά η πρώτη ευκαιρία που πήρες σαν πρώτος, ήταν το 2023 όταν ανέλαβες το Λαύριο σε μία δύσκολη καμπή, όταν έφυγε ο Σερέλης και το βοήθησες να εξασφαλίσει την σωτηρία του...
«Θεωρώ ότι στο τέλος της ημέρας, άργησα! Έπρεπε να έχω τολμήσει αυτό το βήμα νωρίτερα. Ο λόγος που δεν το έκανα, δεν είχε να κάνει με φόβο ή με δισταγμό, αλλά επειδή δεν βρέθηκε κάτι για να μου κάνει το “κλικ”, να μου προξενήσει μεγάλο ενδιαφέρον... Αν εξαιρέσουμε το 2018, που ξαναήρθε ο Κολοσσός και η δουλειά δεν προχώρησε λόγω λάθους επικοινωνίας, μετά είχε έρθει ο Φάρος για παράδειγμα, που δεν θεωρούσα ότι αποτελούσε το κατάλληλο περιβάλλον για μένα. Γενικά πιστεύω πολύ στην ατμόσφαιρα που υπάρχει γύρω από μία ομάδα και την θεωρώ καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχία ενός εγχειρήματος. Συμπερασματικά, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό λόγω των ανθρώπων με τους οποίους συνεργάστηκα και πήρα πολλά εφόδια απ' όλους. Ήταν όλοι τους πολύ υψηλού επιπέδου και σίγουρα χρωστάω πολλά στον Παπαθεοδώρου, τον Ζούρο και τον τον Μίσσα κατά πρώτο λόγο και στον Καστρίτη κατά δεύτερο. Σίγουρα ήμουν έτοιμος πριν το Λαύριο και είχα κουραστεί να είμαι βοηθός και κάποια στιγμή είχα φτάσει να νιώθω σαν... φυλακισμένος!»
Οι δύο πρώτες δουλειές σαν πρώτος προπονητής ήρθαν μεσούσης της περιόδου. Πρώτα το Λαύριο προς το τέλος της σεζόν 2022-2023 και τελείωσες με ρεκόρ 4-3 και με παραμονή και μετά το Μαρούσι πέρυσι, που υπό τις οδηγίες σου άρχισε να πατάει πιο καλά στα πόδια του, πριν φύγεις για ανεξήγητους λόγους. Το Περιστέρι ήταν η πρώτη ομάδα που σου εδωσε το δικαίωμα να βάλεις ξεκάθαρα την δική σου σφραγίδα και να το σχεδιάσεις από το μηδέν... Πως αντιλήφθηκες εσύ αυτές τις διαφορές;
«Όταν αναλαμβάνεις μία ομάδα στα μέσα μίας σεζόν και ειδικά όταν υπάρχει πίεση για το άμεσο αποτέλεσμα για να σωθεί η χρονιά, τότε ο βαθμός δυσκολίας είναι πολύ υψηλός. Ειδικότερα στο Λαύριο, γιατί μέσα σε δύο μήνες έπρεπε να πετύχουμε τον στόχο της παραμονής. Ωστόσο, ήμουν τυχερός γιατί και ο Σερέλης και ο Σκαραφίγκας στο Μαρούσι, είχαν φτιάξει καλές ομάδες. Μπορεί το αποτέλεσμα, μέχρι εκείνο το σημείο να μην ήταν το επιθυμητό, αλλά το υλικό ήταν αρκετά καλό σε ατομική ποιότητα και στις δύο περιπτώσεις. Επομένως, ναι μεν έβαλα κι εγώ την δική μου πινελιά και φιλοσοφία, χωρίς να είναι εύκολο να μπεις και να κάνεις ριζικές αλλαγές. Απλά τις έβαλα να λειτουργήσουν με έναν τρόπο που ταίριαξε ώστε να έρθουν και τα αποτελέσμτα και αυτό αποδεικνύεται από το ότι πολλά παιδιά από εκείνη την ομάδα του Λαυρίου, κάνουν καριέρα σε υψηλό επίπεδο. Ο Αρ Τζέι Κόουλ παίζει στην Λιέτουβος, ο Φλαγκ ήταν στην Βόννη και πήγε κι αυτός στην Ρίτας, ο Τζάστιν Γκρέι ήταν στην Μπάμπεργκ και μετά πήγε στην Ιταλία. Το ίδιο και οι Έλληνες παίκτες. Το ίδιο ισχύει και για τους παίκτες που βρήκα στο Μαρούσι. Ωστόσο, είναι δύσκολο να αναλαμβάνεις μία ομάδα που έχει μπει σε ήδη σε μία φιλοσοφία και έχει χτίσει τις συνήθειές της κι εσύ να τις αλλάξεις και να πετύχεις. Πρώτα πρέπει να προσαρμοστείς εσύ και μετά να δεις τι μετατροπές μπορείς να εφαρμόσεις...»
«Το Περιστέρι μου έδωσε την ευκαιρία να δημιουργήσω και να κάνω λάθη!»
Και φτάνουμε στο Περιστέρι, που ήταν μία ομάδα που «χτίστηκε» αργά, με μεγάλα ρίσκα, σχεδόν υποδιπλάσιο budget σε σχέση με την εποχή Σπανούλη που είχε κλείσει με δύο πολύ διαδοχικές επιτυχημένες χρονιές και χωρίς ούτε καν έξι ξένους... Όλα του γάμου δύσκολα δηλαδή... Δεν το φοβήθηκες;
«Το ότι ανέλαβα αυτή την δουλειά με τις συνθήκες που περιέγραψες, αποδεικνύει ότι τελικά δεν φοβόμουν τις προκλήσεις. Αλλά για να το πιάσουμε σωστά, θα σου πω ότι δεν ένιωσα το βάρος της παρακαταθήκης που άφησε η θητεία του Σπανούλη, γιατί ήταν οι διαφορετικές οι συνθήκες και γιατί η συζήτηση που έκανα με τον Φίλιππο Κότση, με έκανε να νιώσω μεγάλη σιγουριά. Θεωρώ ότι άνθρωποι σαν τον μεγαλομέτοχο του Περιστερίου, δεν υπάρχουν τη σήμερον ημέρα! Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί το περιβάλλον του ελληνικού αθλητισμού, είναι πολύ καλός για να είναι αληθινός.»
Δηλαδή συναντήθηκες μαζί του, άκουσες κάποια πράγματα, τα αγόρασες και πήρες την δουλειά;
«Ό,τι και να μου έλεγε θα το έπαιρνα, γιατί για μένα ήταν και τεράστια τιμή και ευκαιρία το να αναλάβω το Περιστέρι. Μιλάμε για έναν ένα σύλλογο με μεγάλη ιστορία! Ό,τι και να μου έλεγε θα το έπαιρνα, όπως επίσης δεν διαπραγματεύτηκα καθόλου τα χρήματά μου. Γενικά σε αυτό το κομμάτι δεν είμαι καλός. Κατά τα άλλα, δεν ένιωσα πίεση αλλά με βοήθησε το γεγονός ότι η ομάδα είχε αποφασίσει να μπει σε μία διαφορετική φιλοσοφία, την οποία ίσως δεν την επικοινώνησε καλά, ειδικότερα σε κάποιους ανθρώπους εντός του στενού κύκλου. Ο πρώτος στόχος μου ήταν να αποκτήσει ταυτότητα η ομάδα, αρχή, μέση και τέλος. Δηλαδή να καταστεί σαφές ότι αυτή η ομάδα παίζει αυτό, χωρίς να με ενδιαφέρει αν κρίνεται αποτελεσματικό ή επιτυχημένο. Μου αρκεί ότι ανταποκρίνεται στο θέλω του εκάστοτε προπονητή. Τι θέλω να πω; Ότι εκτιμώ πολύ τους προπονητές που είναι πιστοί στην φιλοσοφία τους και έχουν ταυτότητα σε αυτό που κάνουν, ανεξάρτητα με το αν είναι αρεστοί ή όχι στον κόσμο. Αυτό είναι το πρώτο ζητούμενο, που κατά την γνώμη μου πρέπει να πετυχει ένας coach σε μία ομάδα.»
Στην πορεία ήρθαν και οι τραυματισμοί και προέκυψαν ατυχίες, ενώ η Ευρώπη θεωρώ ότι περισσότερο κακό, παρά καλό σας έκανε...
«Θα συμφωνήσω γιατί λόγω χαμηλότερου budget και φιλοσοφίας, το ρόστερ μας μίκρυνε πάρα πολύ. Τα επιπλέον παιχνίδια φέρνουν μοιραία μεγαλύτερη επιβάρυνση και δεν ήταν τυχαίο ότι αυτοί που κλήθηκαν να καλύψουν εκείνους που χτύπησαν, σήκωσαν μεγαλύτερο βάρος απ' αυτό που μπορούσαν και τελικά λύγισαν κι αυτοί... Συνολικά ήμασταν πολύ άτυχοι με τους τραυματισμούς, γιατί αν καταφέρναμε να μείνουμε υγιείς, θα είχαμε πολύ διαφορετική πορεία και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Θεωρώ ότι θα είχαμε μπει στν 8άδα πιο εύκολα και ίσως να είχαμε αποκλείσει την Ντερτόνα, γιατί στα δύο αυτά ματς παίξαμε χωρίς δύο ξένους και τον Ζούγρη. Χωρίς αυτό να αποτελεί δικαιολογία. Γιατί θεωρώ ότι χάσαμε κάποια παιχνίδια που δεν έπρεπε, έχοντας κακή εικόνα και αναλαμβάνω την ευθύνη γι' αυτό, ακόμη και όταν ήμασταν πλήρεις. Το ότι χάσαμε στην πρεμιέρα εντός έδρας από τον ΠΑΟΚ δεν οφειλόταν σε απουσίες, γιατί πολύ απλά δεν είχαμε καμία.»
Θυμάμαι που συζητούσαμε στο αεροδρόμιο της Ρόδου μετά το Super Cup, όπου παίξατε πολύ καλά, δυσκολεύοντας τον Ολυμπιακό και κερδίζοντας το Περιστέρι και μου είχες πει ότι φοβόσουν την επίδραση που είχαν αυτές οι εμφανίσεις στον αγώνα της πρεμιέρας του πρωταθλήματος...
«Ναι, γιατί έβλεπα τι ερχόταν... Εκείνο το διήμερο μας στοίχισε πολύ στο κομμάτι της επιβάρυνσης, καταναλώσαμε πολύ μεγάλη ενέργεια για τα δύο αυτά παιχνίδια, τραυματίστηκαν και ο Ξανθόπουλος με τον Σι Τζέι Χάρις, μετά από δύο μέρες πήγαμε στο Βελιγράδι για το ματς με την FMP και ακολούθησε το ματς με τον ΠΑΟΚ, τον οποίο όλοι τον είχαν ξεγραμμένο, τον θεωρούσαν πρώτο φαβορί για να πέσει και ότι ο Καντσελιέρι δεν θα κάνει... παρέλαση! Σε αντίθεση με την εικόνα που είχαμε δει εμείς στο scouting που παρέπεμπε σε μία ομάδα με ταυτότητα, που ήξερε τι έπαιζε και φάνηκε από την συνολική δουλειά που έκανε ο Ιταλός τεχνικός. Έβλεπα, λοιπόν, ότι οι απουσίες και η επιβάρυνση ήταν το ένα πρόβλημα αλλά και το στυλ του ΠΑΟΚ, που δεν μας ταίριαζε, ήταν το άλλο. Παρ' αυτά, ανεξάρτητα από τους τραυματισμούς, πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει καλύτερη πορεία.»
Η φιλοσοφία του Γιώργου Λιμνιάτη ποια είναι;
«Εγώ θέλω η ομάδα να τρέχει, θέλω να τρώμε καλάθι και σε δύο δευτερόλεπτα να έχουμε περάσει το κέντρο. Θέλω να πιέζουμε σε όλο το γήπεδο και να παίζουμε σε πολύ υψηλό ρυθμό. Αυτό είναι ο τρόπος παιχνιδιού που μου αρέσει! Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με το στυλ που είχα ως παίκτης ή με το που οδεύει το το συγχρονο μπάσκετ, το οποίο σε μεγάλο βαθμό δεν το κατάφεραμε φέτος. Ούτε τρέξαμε πάρα πολύ, ούτε πολύ σκληροί ήμασταν πίσω, ούτε είχαμε την ευχέρεια να ελέγξουμε την εναέρια κυκλοφορίαγια να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις αιφνιδιασμού. Γιατί ήμασταν η δεύτερη χειρότερη ομάδα στα αμυντικά ριμπάουντ, κάτι που σημαίνει ότι αναγκαστικά παίξαμε με λιγότερες κατοχές.»
Είχατε καλή δημιουργία, όμως...
«Μέχρι ένα σημείο ήμασταν η 3η ή 4η καλύτερη ομάδα που παίρνει το μεγαλύτερο ποσοστό πόντων από τις ασίστ. Για μένα αυτό ήταν πολύ σημαντικό παράσημο, γιατί χτίσαμε μία ομάδα που πάσαρε πολύ την μπάλα και χάρηκα πολύ, γιατί σε αυτή την λογική έγινε και η επιλογή των παικτών. Να μην έχουμε εγωιστές, αλλά παιδιά με καλό χαρακτήρα που θέλουν να κάνουν τον συμπαίκτη τους καλύτερο...»
Ο Αβδάλας, ο Ζούγρης, το «διαζύγιο» με το Περιστέρι και το Άμπου Ντάμπι!
Νεοκλής Αβδάλας;
«Πολύ ταλαντούχος! Το περασμένο καλοκαίρι, είχα τις αμφιβολίες μου για την θέση που του ταιριάζει, γιατί δεν τον είχα δει πολύ να παίζει πέρυσι στην Καρδίτσα. Όταν τον πρωτοείδα στις προπονήσεις, το πρώτο πράγμα που διέκρινα και μου έκανε εντύπωση, ήταν η ικανότητά που έχει στην εικόνα της πάσας. Δηλαδή δίνει κάποιες πάσες που δεν διδάσκονται, αλλά είναι έμφυτες. Τις έχει και του βγαίνουν σαν ταλέντο. Βλέποντάς τον με την Εφήβων προβληματίστηκα αρκετά, γιατί ήταν πολύ κρατημένος. Φαινόταν να παίζει με πίεση, ίσως γιατί όλοι μιλούσαν γι' αυτόν και έλεγαν ότι είναι project για το ΝΒΑ, αλλά ήταν απόλυτα φυσιολογικό για ένα παιδί τόσο νεαρής ηλικίας... Επίσης, όταν αποφασίσαμε να έρθει ο Νεοκλής στο Περιστέρι, ο στόχος μας ήταν να του δώσουμε χρόνο με αποφάσεις. Γιατί ο χρόνος από μόνος του δεν μου λέει τίποτε. Για μένα έχει σημασία ο ποιοτικός χρόνος. Να μπεις μέσα όταν το παιχνίδι κρίνεται, να πάρεις σημαντικές αποφάσεις και να χειριστείς δύσκολες καταστάσεις. Μόνο έτσι γίνεσαι παίκτης! Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Γενικά είμαι πολύ διαλλακτικός σαν άνθρωπος, αλλά σε αυτό είμαι κάθετος. Άρα η προοπττική ήταν να πάρουμε ένα ταλαντούχο παιδί και να του δώσουμε πράγματα. Όταν μπήκε στην προετοιμασία, όμως, παρουσιάστηκε πνευματικά πολύ διαφορετικός και θεωρώ ότι τον βοήθησε πολύ ο οργανισμός για να απελευθερωθεί και να δείξει τι μπορεί να κάνει. Του δώσαμε πολλή εμπιστοσύνη από την πρώτη μέρα, δούλεψε πολύ σκληρά στο ατομικό πρόγραμμα με τον Σάββα τον Συμεωνίδη και από την πρώτη μέρα, του ζήτησα να χαμογελάει όταν μπαίνει μέσα στο γήπεδο και να χαίρεται που είναι εδώ. Ξέρετε, ο Αβδάλας που ήρθε σε μας ήταν ένα κλειστό παιδί, που δεν εξέφραζε τα συναισθήματά του. Τώρα είναι αρκετά διαφορετικός! Κάνει πλάκα, ανοίγεται και αυτό ήταν πολύ σημαντικό βήμα, που θα τον βοηθήσει πολύ στην συνέχεια.»
Πολύ γρήγορα έγινε πρωταγωνιστής, πάντως...
«Συμφωνώ! Την 2η και την 3η αγωνιστική ήταν πολύ καθοριστικός – και αυτός αλλά και ο Ζούγρης – στις νίκες επί του Πανιωνίου εντός και του Αμαρουσίου εκτός. Με τον Πανιώνιο τελειώσαμε το παιχνίδι με αυτούς τους δύο να έχουν πάρει πολύ σημαντικές αποφάσεις μπροστά και πίσω. Αυτό από μέρους τους, ξέχωρα από την μπασκετική ποιότητα, απαιτεί ψυχικά χαρίσματα. Και παρ' όλο που ο Νεοκλής φαίνεται ήσυχος, μέσα του είναι... ηφαίστειο, είναι πολύ δυνατός. Και σε αυτό είχα αμφιβολία...»
Ποιο είναι το ανώτερο επίπεδο που βλέπεις ότι μπορεί να παίξει ο Νεοκλής;
«Πιστεύω ότι θα παίξει στο ΝΒΑ. Και αυτό γιατί και ταλαντούχος είναι, αλλά και πνευματικά δυνατός. Και το έχει βάλει ως στόχο! Αλλά έχει και τα σωματοδομικά προσόντα. Πολύ μεγάλο size για την θέση του, μακριά χέρια και ταυτόχρονα έχει και το μπάσκετ που απαιτεί το συγκεκριμένο επίπεδο. Είμαι πεπεισμένος ότι θα καταφέρει, αρκεί να είναι λίγο τυχερός και υγιής. Αυτή είναι και η πρόβλεψη των αρκετών δεκάδων απεσταλμένων scouter των ομάδων του ΝΒΑ, που μας επισκέφτηκαν αρκετές φορές φέτος στο Περιστέρι. Ο φίλος μου ο σουβλατζής, απέναντι από το γήπεδο (σ.σ.: Γιάννης Μπακάρας), τους έχει φιλοξενήσει όλους και ξέρει...»
Θα ήθελες να τον έχεις του χρόνου, όπου και να βρίσκεσαι;
«Αν είχα αυτή την πολυτέλεια να καθορίσω τι πρέπει να κάνει την νέα σεζόν ο Αβδάλας, το να έμενε άλλη μία χρονιά στο ελληνικό πρωτάθλημα με σημαντικό ρόλο, θα ήταν μέσα στις πρώτες μου μία-δύο επιλογές. Θα έβαζα πιο πίσω άλλα πράγματα. Εξαρτάται, όμως, από το πως θα τον αξιολογήσουν οι ομάδες του ΝΒΑ. Αν του δώσουν την ευκαιρία να επιλεγεί στο 1ο γύρο, δεν το συζητάω καν... Ξέρω επίσης υπάρχει και επιλογή του κολεγίου, ώστε να παίξει έναν χρόνο στην Αμερική, να τον έχουν φρέσκο όλο τον χρόνο και να μπει του χρόνου στο draft.»
Και μάλιστα, τα κολέγια του έχουν στρώσει χρυσάφι στα πόδια του...
«Για μένα, τα χρήματα σε αυτή την ηλικία, δεν θα έπρεπε να αποτελούν σοβαρή παράμετρο για την απόφαση που θα πάρει. Για κανέναν αθλητή κάτω των 20 ετών. Όποιος το κάνει αυτό, πιστεύω ότι έχει πολλές πιθανότητες να αποτύχει και σίγουρα να μην φτάσει το ταβάνι του!»
Με έναν αστερίσκο, που έχει να κάνει με τις αποφάσεις που λαμβάνονται για βιοποριστικούς λόγους. Όταν για παράδειγμα ο αθλητής παίρνει μία απόφαση γιατί η οικογένειά του δεν έχει να φάει...
«Εκεί είμαι μαζί σου! Όταν, όμως, δεν υπάρχει αυτή η οικονομική συνθήκη που ανέφερες, πιστεύω ότι στην ζωή έχουν όλα μία διαδικασία και στηρίζονται σε κάποια βήματα. Όταν θα πάρεις ένα εκατομμύριο Ευρώ στα 18 και δεν παίξεις, θα πας στα 23 και θα παίρνεις ολοένα και λιγότερα και νομοτελειακά θα έχεις αντίθετη πορεία... Είναι πιο νορμάλ να πάρεις 50 δραχμές στα 18 και 500 στα 22 σου. Όταν το κάνεις αντίθετα, τότε κάτι δεν πάει καλά! Είμαι κάθετος και σε αυτό. Και τα παραδείγματα στο ελληνικό μπάσκετ, της σωστής και της λάθος διαδρομής, είναι άπειρα...»
Ο Ζούγρης;
«Αυτός είναι μία άλλη κατηγορία! Ο Βαγγέλης είναι ο ορισμός του “overachiever”! Τα άλματα που έχει κάνει, η βελτίωση που έχει καταφέρει από πέρυσι σε φέτος είναι απερίγραπτη. Μιλάμε για ένα παιδί, που παίζει μπάσκετ 4-5 χρόνια και αν του ζητήσεις να περάσει μέσα από δέκα τοίχους, θα το κάνει! Δεν καταλαβαίνει! Είναι τρομερός μαχητής και πολύ σκληρό παιδί. Και αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερά του προσόντα που τον έχουν οδηγήσει σε τέτοια εξέλιξη. Αλλά έχει βελτιώσει και πολλά στοιχεία στο τενχικό κομμάτι, όπως το floater του, που μας ήταν τρομερά χρήσιμο με τον τρόπο που παίζαμε στην set επίθεση. Και αυτό το υποστήριζε με συνέπεια, τόσο εκτελεστικά όσο και δημιουργικά. Και όταν μας έλλειψε, περιορίστηκε πολύ η ομαδική λειτουργία μας στην επίθεση, γιατί είναι πολύ καλός στο να υποδεχθεί την μπάλα, όχι στο βαθύ κόψιμο αλλά στην ενδιάμεση θέση και από 'κει είτε να εκτελέσει , είτε να δημιουργήσει...»
Για να το κλείσουμε... Όταν πρωτοσυναντηθήκαμε, όλοι θεωρούσαμε – υποθέτω κι εσύ – ότι η νέα σεζόν θα σε έβρισκε στο Περιστέρι. Τι «στράβωσε» και ακολουθήσατε διαφορετικούς δρόμους;
«Υπήρξε διαφορετική προσέγγιση στην αξιολόγηση της περυσινής σεζόν και εν τέλει βρεθήκαμε σε διαφορετική σελίδα θεώρησης των πραγμάτων, όσον αφορά στην ανανέωση της συνεργασίας μας.»
Και κλείνοντας, ποιο είναι το feeling που σου βγάζει το εφετινό Final 4 και πόσο πιθανή σου φαίνεται η προοπτική του “εμφύλιου” τελικού;
«Είναι τόσο αμφίρροπο το εφετινό Final 4, που ούτε 1% παραπάνω πιθανότητες από το 25%, μπορώ να πω ότι αντιστοιχεί σε κάποια ομάδα. Ωστόσο, το σενάριο του τελικού των “αιωνίων” θα είναι φανταστικό και νομίζω ότι αν συμβεί, θα είναι ένα παράσημο που αξίζει στο ελληνικό μπάσκετ.»
Φωτογράφιση: Μυρτώ Κυρίτση
Art direction / συνθέσεις: Χρήστος Ζωίδης
PHOTO CREDITS: Eurokinissi, Intime
