Ταξίδι στον κόσμο της ροκ με τα 4.760 βινύλια του Βασίλη Φραγκιά

Οι μέρες του Βασίλη Φραγκιά μοιράζονται ανάμεσα στο μπάσκετ και τη ροκ, βάζοντας στην κουβέντα το μυθικό live των Pink Floyd στην Πομπηία και εκείνο του Ρόρι Γκάλαχερ στη Νέα Φιλαδέλφεια.

Τα δευτερόλεπτα σιωπής που επικρατούν από την ώρα  που η βελόνα ακουμπάει τον δίσκο είναι  η στιγμή που ένα συνωμοτικό χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό σου. Η σιωπή σπάει όταν ακούγεται η εμβληματική εισαγωγή του Wish You Were Here των Pink Floyd ενώ το εισαγωγικό riff του Ντέιβιντ Γκίλμουρ είναι ένας γεμάτος στιγμές κόσμος, περιφρουρώντας τη φήμη ενός από τα πιο εμβληματικά κομμάτια της ροκ. 

Σε κάθε περίπτωση, η εποχή του βινυλίου έχει περάσει μόνο τεχνολογικά αλλά όσοι την έχουν ζήσει, παραμένουν ερωτευμένοι με αυτήν. Όσοι τη μαθαίνουν, θέλουν να τη ζήσουν, θέλουν να βιώσουν μια κατάσταση στην οποία το να ακούς μουσική δεν ήταν τόσο εύκολο, αλλά είχε τη χάρη του. Ο δίσκος υπήρξε εχέγγυο αναμνήσεων μέσα από τον ρομαντισμό που γεννιέται όταν το χέρι οδηγεί τη βελόνα πάνω στο βινύλιο, το οποίο ήδη γυρίζει με τρόπο που θα έκανε τον Γαλιλαίο να σαστίσει και είναι καθοριστική για τη μνήμη. Μπορεί, για παράδειγμα να θυμάσαι μία μέρα από ένα τραγούδι που έβαλες για να ακούσεις, το «Paint it Black» ή το «Show Must Go On». 

Οι σχεδόν 5.000 δίσκοι στα ράφια του Βασίλη Φραγκιά –ξέχωρα από τα CD, τα βιβλία και τα υπόλοιπα μουσικά κειμήλια είναι συνεργοί στο έγκλημα και παράλληλα, η αφορμή για την παρακάτω κουβέντα.

Ο Έλληνας προπονητής, ο οποίος βιώνει μια ξεχωριστή εμπειρία στη Μογγολία όπου κατέκτησε το πρωτάθλημα με τους Μάινερς, έχει σχετιστεί με τη ροκ και όλες τις σημασίες που της έχει προσάψει από το 1973, όταν ταξίδεψε στο Λονδίνο σε ηλικία 12 ετών για να δει τους Rolling Stones στο Γουέμπλεϊ. Πλέον θυμάται ακόμα την ιστορική ραδιοφωνική εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη, «Ποπ Club», όταν έβαζε την κασέτα να γράψει ένα κομμάτι και προσευχόταν  να μην μιλήσει ο παραγωγός την ώρα της εγγραφής.

«Οι Pink Floyd είναι αξεπέραστοι, δεν θα βγει ξανά κάτι τέτοιο στη μουσική»

Αν μετρήσω τα βινύλια σου, πόσα θα βρω;

«Αυτή τη στιγμή θα βρεις 4.760. Μετρημένα, στη σειρά, με ημερομηνίες έκδοσης, τα πάντα».

Ποια ήταν η πρώτη μουσική που άκουσες και σε μάγεψε; Που δεν έχει σταματήσει να σε μαγεύει ακόμα και σήμερα, αποτελώντας αίνιγμα και μυστήριο;

«Κοίτα, το πρώτο συγκρότημα που με άγγιξε και με έκανε να φύγω από το σπίτι για να πάω να τους δω ήταν οι Rolling Stones. Από πολύ νωρίς στα βαθιά! Ήμουν τυχερός γιατί η συγχωρεμένη η μάνα μου ταξίδευε συχνά, σε μια εποχή όπως η δεκαετία του ’50 και του ’60 που τα ταξίδια ήταν πολύ δύσκολα. Επέστρεφε, λοιπόν από το Λονδίνο και έφερνε μαζί της κασέτες. Από τα πρώτα ακούσματά μου ήταν οι Beatles. Επειδή, όμως, υπήρχε αυτή η φημολογία ότι οι Beatles ήταν τα καλά παιδιά και οι Stones τα κακά, εγώ προτίμησα να πάω με τα κακά παιδιά! Άφησα τον Πολ και τον Τζον και πήγα με τον Μικ Τζάγκερ και τον Κιθ Ρίτσαρντς. Όλο αυτό είναι αλυσίδα. Μετά τους Stones πήγα στους Led Zeppelin, έπειτα στους Pink Floyd... Αν αρχίσουμε και απαριθμούμε τα γκρουπ εκείνης της εποχής, καταλαβαίνουμε ότι η δεκαετία του ’70 ήταν ορόσημο για τη ροκ».

Παρεμπιπτόντως, πού έγινε εκείνο το live των Stones;

«Στο παλιό Γουέμπλεϊ. Ήταν κάτι απερίγραπτο. Νωρίτερα, πάντως είχαν έλθει στην Ελλάδα, λίγο πριν από τη Χούντα, το 1967. Εγώ πήγα να τους δω στο Λονδίνο το 1973, όταν ήμουν 12 χρονών μαζί με τους φίλους μου που ήταν πιο μεγάλοι από εμένα. Κάτσαμε δυο μέρες, ήμασταν με ένα Ντεσεβό που χάλαγε ανά 300 χιλιόμετρα!

Τους είδαμε, φύγαμε το ίδιο βράδυ και γυρίσαμε στην Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, είχα ξαναπάει στο Γουέμπλεϊ το 1971, μαζί με τον πατέρα μου για να δούμε τον τελικό του Παναθηναϊκού με τον Άγιαξ. Επομένως, είχα μια θολή ανάμνηση. Το live ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, κάτι εξωπραγματικό. Με δεδομένο, μάλιστα ότι δεν είχαμε τέτοιες εικόνες. Μιλάμε για 60-70.000 κόσμο! Μην ξεχνάμε ότι οι Stones είναι ένα από τα αγαπημένα γκρουπ των Βρετανών, νομίζω πως είχαν κάνει τρεις συνεχόμενες συναυλίες εκείνη την εποχή. Ήμουν σε μια από αυτές. Και όταν γύρισα πίσω, ήμουν ο σταρ του σχολείου! Όλοι με ρωτούσαν πώς ήταν! Από τότε τους έχω δει ξανά άλλες τέσσερις φορές live. Τελευταία φορά ήταν στο Βελιγράδι, όταν έκαναν το The Bigger Bang Tour». 

Οι γονείς σου τι άκουγαν στο σπίτι;

«Η μητέρα μου άκουγε ποπ. Βρετανική ποπ δεκαετίας ’50-’60. Ο πατέρας μου, όμως ήταν πολύ της παλιάς καντάδας, των τραγουδιών της παλιάς Αθήνας. Στο σπίτι έβαζε μουσική συνήθως η μητέρα μου. Όταν έβαζε ο πατέρας μου, καντάδες και τέτοια, κράζαμε όλοι (γέλια). "Τι είναι αυτά που ακούμε"; Είχαμε, λοιπόν τα ακούσματα που μας άρεσαν πολύ στο αυτί, χωρίς να γνωρίζουμε καλά τη γλώσσα. Αυτό μας έδωσε κίνητρο να μάθουμε αγγλικά για να καταλαβαίνουμε τι λένε οι στίχοι».

Ποια μπάντα σε διαπαιδαγώγησε;

«Το γκρουπ που με επηρέασε πολύ μεταγενέστερα ήταν οι Pink Floyd. Θεωρώ ότι είναι αξεπέραστοι, πως δεν θα βγει ξανά κάτι τέτοιο στη μουσική. Μην ξεχνάς πως εκείνη την εποχή υπήρχε ολόκληρο μουσικό κύμα. Ήταν οι Who με Ντάλτρι, Τάουνσεντ… Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού είχαμε τους Lynyrd Skynyrd που είναι, επίσης, ένα από τα αγαπημένα μου γκρουπ… Πάντως έψαχνα πολύ να ανακαλύψω μπάντες που είχαν κάτι να πουν. Εκείνα τα περιθωριακά γκρουπ που δεν ήταν τόσο γνωστά. Μετά μπήκα στη διαδικασία να ασχοληθώ με το μπλουζ. Από το Δέλτα του Μισισιπή φτάνοντας μέχρι όλους τους μεγάλους. Τα τελευταία χρόνια, μεγαλώνοντας, άρχισα να καταλαβαίνω καλύτερα τι σημαίνει τζαζ μουσική».

Ποιο ήταν το πρώτο άλμπουμ που κόλλησες;

«Το Sticky Fingers των Rolling Stones. Η πρώτη έκδοση είχε βγει με μπλου τζιν φερμουάρ. Κανονικό μπλου τζιν! Άνοιγες το φερμουάρ μπροστά!

Τα επόμενα βγήκαν φωτογραφία όμως η πρώτη έκδοση του άλμπουμ ήταν μπλου τζιν που άνοιγε το φερμουάρ. Το οποίο έχασα βλακωδώς! Είχα πάει καλεσμένος σε ένα πάρτι και το άφησα εκεί. Ακόμα το κλαίω…».

Και εκείνο που θεωρείς μουσικό μανιφέστο;

«Το Wish You Were Here των Floyd. Σε πάει αλλού. Σε άλλα μονοπάτια. Το ακούς νηφάλιος και νιώθεις… νιρβάνα. Χωρίς να χρειαστεί να πάρεις τίποτα. Σε πάει από μόνο του».

Μπορείς να μου περιγράψεις τη μαγεία που έχει το βινύλιο; Από το ψάξιμο στο δισκάδικο μέχρι να το βάλεις στο πικ απ.

«Αυτή, ακριβώς είναι η μαγεία. Να πας σε ένα δισκάδικο στο Κάμπντεν Τάουν στο Λονδίνο, να ψάξεις στα παλιά και να ανακαλύψεις συγκροτήματα σαν τους Bliss που είναι… παγκοσμίως άγνωστοι όμως πρόκειται για μια εκπληκτική μπάντα! Ή τους Pixies. Εναλλακτικά γκρουπ, δηλαδή, που δεν είχαν τόσο μεγάλη προβολή από τα μέσα της εποχής. Θυμάμαι πηγαίναμε σχολείο, στου Ζωγράφου τότε, με τα πόδια, για να εξοικονομήσουμε τα χρήματα του εισιτηρίου για το λεωφορείο ώστε στο τέλος της εβδομάδας, να δούμε τι λεφτά είχαμε για να αγοράσουμε τον δίσκο που θέλαμε. Τότε οι δίσκοι είχαν, ξέρω ‘γω, 250 δραχμές, κάτι τέτοιο. Η ιεροτελεστία ήταν αυτή: έπαιρνες τον δίσκο, τον ξεσκόνιζες γύρω-γύρω, τον έβαζες στο πικ απ, άκουγες το χρατς-χρουτς… Όσο και να έχει προχωρήσει η τεχνολογία, όσο εύκολο είναι πια να πατάς ένα κουμπί και να ψάχνεις το library όλων των κομματιών, αυτό το συναίσθημα δεν αλλάζει με τίποτα. Το θυμάμαι σαν τώρα… Αράζαμε, βάζαμε έναν δίσκο του Κολτρέιν, τζαζ μουσική, με χαμηλό φωτισμό, παίρναμε ένα αναψυκτικό ή ένα ποτήρι κρασί οι πιο μεγάλοι, κλείναμε τα μάτια και ταξιδεύαμε. Πήγαινες στα αστέρα μόνο από αυτό».

«Παρακαλάγαμε μη μιλήσει ο Γιάννης Πετρίδης πάνω από το κομμάτι»!

Ήσουν από εκείνους που έγραφαν τραγούδια στην κασέτα από το ραδιόφωνο;

«Όταν έπεσε η Χούντα και άνοιξαν τα σύνορα της μουσικής, έγιναν οι πρώτοι ραδιοφωνικοί σταθμοί. Διάφοροι φίλοι μου είχαν πειρατικούς σταθμούς και έπαιζαν, για παράδειγμα, Pavlov’s Dog. Ήταν μια περίοδος που όλοι έπαιζαν το Julia. Εκείνος όμως που επηρέασε όλη αυτή τη γενιά ήταν ο Γιάννης Πετρίδης με τη μουσική εκπομπή Ποπ Club. Περιμέναμε, λοιπόν να πάει 4 να ξεκινήσει, βάζαμε την κασέτα να γράψουμε και παρακαλάγαμε μη μιλήσει πάνω στο κομμάτι! Το πολύ μεγάλο γέλιο ήταν όταν ένας φίλος μου είχε φέρει μια κασέτα από το Λονδίνο με κάποια εναλλακτικά γκρουπάκια. Είχε μόλις ξεκινήσει το πανκ ροκ. Του ζήτησα να φέρει την κασέτα να την αντιγράψω. Εκείνη την εποχή τα μέσα ήταν πενιχρά. Είχαμε κάτι κασετόφωνα της πλάκας, δεν υπήρχαν χρήματα να αγοράσεις στερεοφωνικά. Ήταν εξωτερική ηχογράφηση. Μια φορά, λοιπόν, άνοιξε την πόρτα η μάνα μου και άρχισε να φωνάζει: "Θες να φας για μεσημέρι"; "Όχι ρε μάνα! Μην φωνάζεις τώρα"! Και ξανά από την αρχή όλο»!

Σου αρέσει ακόμα να ανακαλύπτεις τη μουσική; Έχεις την ίδια περιέργεια να ακούς έναν δίσκο που βγήκε κάπου στον κόσμο;

«Θα σου πω μια ιστορία. Μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου ήταν πίσω στο 1977-78. Ήμουν στο Λονδίνο, είχα κάποιους φίλους εκεί που μου είπαν να πάμε να ακούσουμε ένα καινούργιο γκρουπ. Ήταν οι Dire Straits! Πριν βγάλουν τον πρώτο δίσκο… Μπήκαμε μέσα σε ένα μικρό κλαμπάκι, δίπλα στον Τάμεση. Μόλις είχαν ξεκινήσει. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ… Εκείνη την ώρα έπαιζαν το Lions. Το ακούω και έχω τρελαθεί. Ήταν ένας πρωτόγνωρος ήχος, ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα από την κλασική ροκ που ακούγαμε, ένα ιδιαίτερο πάντρεμα με ρέγκε και slow down τέμπο. Βάλαμε όλα τα μέσα να μας δώσουν μια κασέτα από το μαγαζί! Μας έδωσαν, λοιπόν μια κακογραμμένη κασέτα και την φέραμε πίσω στην Ελλάδα. Τότε ήμουν 18-19 χρονών. Ο πρώτος δίσκος των Dire Straits είχε βγει τον Οκτώβριο του ’78 κι εμείς τους είχαμε ακούσει το προηγούμενο καλοκαίρι. Είχε γίνει χαμός! Ήταν δισκάρα! Ακούγονταν τα πάντα, όλα τα κομμάτια. Τους έχω μεγάλη αγάπη. Αγάπη και τρέλα».

Ποιο άλμπουμ άκουσες και σου έμοιαζε σαν κάτι καινούργιο;

«Το Wish You Were Here. Για μένα, είναι το άλμπουμ που άλλαξε όλη τη μουσική. Οι Floyd έκαναν κάτι που νομίζω ότι δεν είχε ακούσει κανείς μας ως εκείνη την ώρα. Ξεκίνησαν με τον Σιντ Μπάρετ σε ένα ψυχεδελικό στιλ. Όταν πέθανε, το στιλ τους άλλαξε. Ο ήχος στο Wish You Were Here ήταν μοναδικός. Παρεμπιπτόντως, η ιδέα ήλθε στη Λίνδο. Το έμαθα όταν ήμουν προπονητής στον Κολοσσό Ρόδου. Κάποια στιγμή γνώρισα την Φράνκα Ράιτ (σ.σ. σύζυγο του Ρίτσαρντ Ράιτ, ιδρυτικού μέλος των Pink Floyd). Μου εξήγησε, λοιπόν πως είχε ένα σπίτι στη Λίνδο και οι Floyd άραζαν στην ταράτσα, έπιναν τις μπύρες τους, έβλεπαν το Αιγαίο και εκεί γεννήθηκε η ιδέα του κομματιού! Όταν μου το είπε ανατρίχιασα! "Πες μου και άλλα"! Μου λέει: "Να πούμε για τον Κολοσσό"; Και της είπα: "Άσε τώρα τον Κολοσσό και πες μου για το Wish You Were Here"! Και μετά, ένα άλλο γκρουπ που λατρεύω, μιας και έχουμε μπει σε αυτή την εποχή, είναι οι Zeppelin. Εκεί προσκυνάς». 

Έχεις σκεφτεί πού θα έφταναν αν δεν διαλύονταν όταν πέθανε ο Μπόναμ;

«Δεν μπορώ να το φανταστώ. Για τον Μπόναμ λένε, και συμφωνώ απόλυτα πως ήταν ο μεγαλύτερος ντράμερ που πέρασε ποτέ στην ιστορία της μουσικής. Αυτός, ο Νικ Μέισον, ο Ρίνγκο, ο Κιθ Μουν που… ανατιναζόταν μαζί με τα ντραμς ήταν όλοι τους κορυφή. Δεν μπορείς να ξέρεις. Επειδή, ακριβώς η ροκ μουσική έχει μια απλότητα και ταυτόχρονα, μια πολυπλοκότητα. Αυτό που σε οδηγεί για να γράψεις κάτι είναι το συναίσθημα. Πάρα πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους έχουν ταξιδέψει στην Ασία, στο Νεπάλ και το Κατμαντού για να βρουν εσωτερική ηρεμία ή κάποιες νέες ιδέες ώστε να μπορέσουν να γράψουν μουσική. Κάποιοι το πέτυχαν, άλλοι όχι. Κάποιοι ψάχτηκαν και έβαλαν μέσα στις μουσικές τους ήχους από σιτάρ, ένα ινδικό μουσικό όργανο που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα γινόταν αυτός ο συνδυασμός. Αυτή η εξέλιξη αλληλοεπίδρασε με άλλα συγκροτήματα, το ένα παρέσυρε το άλλο. Όπως, για παράδειγμα το Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band, όταν άλλαξε τελείως η μουσική των Beatles και πήγαν σε άλλο επίπεδο.

Ίσως επηρεάστηκε ο Λένον από τη Γιόκο. Ίσως ήταν η ώρα να ωριμάσουν και να αφήσουν πίσω τους αυτό τη μουσική για… πάρτι με κοριτσάκια. Επί της ουσίας όμως, όλο αυτό, όλη αυτή η πορεία κάποιων συγκροτημάτων κλείνει όταν νομίζεις ότι δεν έχεις κάτι άλλο να δώσεις».

Ποια είναι  η σχέση σου με τα άλλα είδη μουσικής; Τι σου λένε, για παράδειγμα το λαϊκό και το ρεμπέτικο;

«Θα είμαι ειλικρινής. Η ελληνική μουσική δεν μου αρέσει. Δεν μπορώ να την ακούσω και θα σου πω γιατί. Κατ’ αρχήν, μου δημιουργεί μια… ψιλομιζέρια. Δεν μπορεί να με κάνει να διασκεδάσω ή να μου γεννήσει συναισθήματα. Κατά δεύτερον, το περιβάλλον. Έχω πάει στα μπουζούκια ελάχιστες φορές με τις ομάδες μου, δεν μου αρέσουν καθόλου. Παραδέχομαι ότι το ρεμπέτικο είναι μια μορφή ροκ αλλά δεν μπορώ να το ακούσω. Το αναγνωρίζω όμως, η βάση είναι ροκ. Από αυτά που άκουσα από ελληνική μουσική και μου άρεσαν ήταν σίγουρα  ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και οι Τρύπες. Είχαν απίστευτο στίχο με τον Αγγελάκα. Εμείς μεγαλώσαμε λίγο με τους Poll, ένα ποπ γκρουπ που με τα μέσα που διέθετε, νομίζω ότι έβγαλε κάτι καλό στην ελληνική σκηνή. Και σίγουρα, το κορυφαίο συγκρότημα όλων των εποχών στην Ελλάδα, κατά τη γνώμη μου, ήταν οι Socrates».

Θεωρείς πως υπάρχουν κομμάτια που δεν αγγίζονται; Που δεν πρέπει, δηλαδή, να γίνονται διασκευές;

«Δεν είμαι τόσο δογματικός. Πλέον έχουν βγει πάρα πολλά ριμέικ, σε πολλά κομμάτια. Προηγουμένως άκουγα μια διασκευή του Dreams των Fleetwood Mac. Δεν με ενόχλησε στο αυτί μου, ούτε όμως δημιούργησε κάτι μέσα μου. Όταν ακούσω τη διασκευή, θα πάω στο… αρχέγονο. Δεν με ενοχλεί το ριμέικ, σίγουρα όμως δεν θα είναι επιλογή μου να κάτσω το βράδυ και να ακούσω αυτή τη μουσική. Θα προτιμήσω το πρωτότυπο γιατί αυτό είναι που μου γέννησε τα πρώτα συναισθήματα».

«Ο Τζον Λένον ήταν πολύ μπροστά για την εποχή του»

Ποιον θεωρείς μουσική ιδιοφυΐα; Ποιος είναι εκείνος ο τύπος που μοίρασε απλόχερα το φως στη μουσική ζωή μας;

«Νομίζω πως ένας από τους πρωτοπόρους ήταν ο Τζον Λένον. Ήταν πραγματικά πολύ μπροστά για την εποχή του. Επίσης ο Γκίλμουρ έχει δώσει πάρα πολλά στη μουσική όπως και ο Μπόνο, σαν ερμηνευτής και μεταγενέστερα, σαν στιχουργός. Και φυσικά ο Τζίμι Πέιτζ. Το πιο σημαντικό στη μουσική είναι η διαχρονικότητα. Τώρα ακούμε εκατομμύρια κομμάτια κάθε μέρα στο ραδιόφωνο και στο ίντερνετ. Κάνεις skip και την επόμενη μέρα θα το ξεχάσεις. Αλλά πάντα όταν ξεκινάει το Kashmir, λες "εδώ είμαστε".

Είναι πολύ όμορφο ότι τα νέα παιδιά έχουν κλασικά ακούσματα  από τις δεκαετίες του ’70, του ’80, ακόμα και του ’90. Σήμερα η φάση νομίζω πως έχει φλατάρει λίγο».

Έχει εποχές η ροκ; Αλλάζει ήχο και θεματολογία;

«Το ζήτημα έχει να κάνει με τις επιρροές που έχει η μουσική. Για παράδειγμα η δεκαετία του ’50 ήταν, ας πούμε, το μπλουζ. Σιγά-σιγά ξεκίνησε το ροκ. Μετά έγινε η επανάσταση, μπήκε η ντίσκο και ταυτόχρονα, η απάντηση στο ροκ ήταν το πανκ ροκ. Με Sex Pistols, Ramones… Και όλα αυτά τα γκρουπ που προέκυψαν γιατί βαρεθήκαμε αυτούς που τελικά δεν κατάφεραν να αλλάξουν τον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση, σε όλες τις εποχές υπάρχει ένα κοινωνικό στάτους από το οποίο ξεκινάει μια αντίδραση. Δηλαδή για μένα, η εποχή που σημάδεψε τον περασμένο αιώνα ήταν η δεκαετία του ’60. Όλο αυτό το μουσικό ξέσπασμα ξεκίνησε επειδή υπήρχαν τρομερά ιστορικά γεγονότα. Η δολοφονία Κένεντι, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, το Woodstock, αργότερα η πτώση του Τείχους, το Βιετνάμ και ο άνθρωπος στο φεγγάρι. Μιλάμε, δηλαδή για γεγονότα που επηρέασαν την εξέλιξη του κόσμου. Τώρα βλέπεις μια απάθεια για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Μου θυμίζει λίγο το φινάλε του Truman Show. Δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτή είναι η ζωή μας σήμερα. Αυτή η απάθεια επηρεάζει πολλούς τομείς. Επηρεάζει σαφέστατα και τη μουσική που έχει γίνει φλατ».

Υπάρχουν πλέον νεότερα γκρουπ που σε συνεπαίρνουν; Όπως, για παράδειγμα, οι Arctic Monkeys και οι Black Keys. Να σε κάνουν να νιώθεις ότι το παιχνίδι συνεχίζεται;

«Τους ακούω, έχω αγοράσει βινύλια τους όμως δεν τρελαίνομαι. Πλέον με συγκινεί περισσότερο να ακούσω τζαζ μουσική, είτε σμουθ τζαζ που είναι πιο ανάλαφρη, είτε να ακούσω κλασικούς. Λούις Άρμστρονγκ, Νίνα Σιμόν, όλους αυτούς. Προτιμώ, δηλαδή να καταφύγω σε… καινούργια παλιά ακούσματα παρά να ακούσω κάτι τόσο καινούργιο που μετά από δυο μέρες θα το ξεχάσω. Που θα το ακούσω και θα πάω παρακάτω».

Αυτή ακριβώς η νοσταλγία για το παρελθόν πώς ερμηνεύεται; Πώς, δηλαδή, εξηγείται ότι οι νεότεροι ακούν μουσική μιας άλλης εποχής; 

«Νομίζω ότι η μουσική ήταν πολύ πιο πηγαία, είχε πράγματα να σου δώσει και να πει, να σε κάνει να προβληματιστείς, να χαρείς και να σε γεμίσει συναισθήματα. Δεν αντιμάχομαι. Αλλά νομίζω πως έχει χαθεί αυτό το feeling. Σίγουρα υπάρχουν αξιόλογοι καλλιτέχνες και άνθρωποι που έχουν να δώσουν πράγματα στη μουσική. Δεν απαξιώνω τίποτα, ούτε είμαι από τους τύπους που κολλάω στο παρελθόν και μηδενίζω. Αλλά ποσοστιαία, είναι σαφώς λιγότεροι. Και για αυτό όλοι πάνε πίσω στις ρίζες».

Πάμε και στα διλήμματα. Rolling Stones ή Beatles;

«Stones. Είμαι με τα κακά παιδιά».

Αξλ Ρόουζ ή Στίβεν Τάιλερ;

«Τάιλερ. Μου αρέσει πιο πολύ…».

Deep Purple ή Guns Ν’ Roses;

«Deep Purple. Ίαν Γκίλαν αξεπέραστος. Και φυσικά, Ρίτσι Μπλάκμορ».

AC/DC ή Black Sabbath;

«AC/DC! Εντάξει, τρέλα τώρα! Δεν το συζητάμε. Μιλάμε και μου σηκώνεται η τρίχα».

Όζι Όσμπορν ή Τζέιμς Χέτφιλντ;

«Όζι. Γιατί είναι πολύ πρωτοποριακός και τρελός».

Sabbath με Ντίο ή Sabbath με Όζι;

«Sabbath με Όζι. Ο Ντίο είναι μεγάλος, δεν το συζητάω. Φωνάρα απίστευτη αλλά είμαι με Όζι».

Led Zeppelin II ή Master of Reality;

«Ε, νομίζω απαντάς μόνος σου εδώ (γέλια). Led Zeppelin II».

Τζον Μπόναμ ή Νικ Μέισον;

«Τζον Μπόναμ».

Κιθ Ρίτσαρντς ή Άνγκους Γιανγκ;

«Λόγω συμπάθειας και τρέλας για τους Stones, θα πω Κιθ Ρίτσαρντς».

Τζον ή Πολ;

«Τζον».

«Ρόμπερτ Πλαντ ή Φρέντι Μέρκιουρι».

«Πλαντ. Γιατί είμαι πιο πολύ φαν των Zeppelin από Queen».

Stairway to Heaven ή Bohemian Rhapsody;

«Stairway to Heaven».

Ντέιβιντ Μπόουι ή Μικ Τζάγκερ;

«Δύσκολο. Τους αγαπώ πολύ και τους δυο. Και ο Ντέιβιντ μου αρέσει πάρα πολύ, και ο Μικ. Θα επιλέξω Ντέιβιντ. Μόνο αν βάλεις το Space Oddity να ακούσεις, πάει, τελείωσε».

Έρικ Κλάπτον ή Ρίτσι Μπλάκμορ;

«Θα πω Ρίτσι. Γιατί ο Κλάπτον με ξενέρωσε στο τέλος. Όταν ήταν στους Derek and the Dominos, τρέλα! Μετά το έριξε πολύ στη θλίψη… Ενώ ο Μπλάκμορ με τους Rainbow ήταν εκεί».

Animals ή Wall;

«Animals. Έρικ Μπάρτον εκεί, εντάξει»!

«Ο Τζον Λένον ήταν πολύ μπροστά για την εποχή του»

Αν είχες την ευκαιρία να στήσεις την μπάντα της επιλογής σου, με ποιον μπασίστα θα ξεκινούσες;

«Με τον Αντώνη Τουρκογιώργη! Των Socrates. Σε κούφανα; Πιστεύω πως αν ήταν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, θα έπαιζε σε πολύ μεγάλο γκρουπ. Το εννοώ αυτό που λέω. Τον έχω δει στο Κύτταρο, πριν από δέκα χρόνια. Εντάξει, ο τύπος ήταν θεός»!

Ντράμερ;
«Θα πάω με Μπόναμ».

Στην κιθάρα;

«Θα έβαζα τον Ρόρι Γκάλαχερ. Εντάξει, αρρώστια με Ρόρι, τι να λέμε. Τον είχα δει στη Φιλαδέλφεια, τότε που είχε πέσει το ξύλο. Μιλάμε για ξύλο της αρκούδας!

Όταν, λοιπόν άνοιξαν τα μουσικά σύνορα στην Ελλάδα μετά τη Χούντα, η πρώτη ροκ συναυλία που έγινε εδώ ήταν το 1980, όταν οι Police έπαιξαν στο Σπόρτιγκ. Είχα πάει, γινόταν χαμός. Τότε οι Police ήταν στα πάνω τους. Η επόμενη συναυλία ήταν των Άλμπερτ Κόλινς – Κόκο Τέιλορ. Ο Κόλινς με καλώδια στην κιθάρα 50 μέτρα, είχε βγει έξω από το Σπόρτιγκ, τον κυνηγάγαμε! Και μετά ήλθε ο Ρόρι στη Νέα Φιλαδέλφεια, το 1981. Με 40.000 κόσμο που στριμώχτηκε στο γήπεδο της ΑΕΚ και μια νεολαία που έψαχνε τα διέξοδά της στη ροκ μουσική. Βγήκε ο τρελός, παίζει το Moonchild, γίνεται της κακομοίρας! Οι τζαμπατζήδες να προσπαθούν να πηδήξουν για να μπουν μέσα, ασφυξία από τα καπνογόνα, έξω από το γήπεδο να πέφτει αδιανόητο ξύλο και ο Ρόρι να συνεχίζει! Έχω γυρίσει σπίτι, τα μάτια μου δακρύζουν και τρώω κάτι φάπες από τη μητέρα μου! Μια χαρά! Ωραία περάσαμε (γέλια)»!

Και τραγουδιστή;
«Τον Πλαντ. Χωρίς δεύτερη σκέψη».

Αν είχες την ευκαιρία να στήσεις το δικό σου Όρος Ράσμορ, ποιες μπάντες θα ανέβαζες εκεί;

«Η πρώτη μπάντα που θα ανέβαζα θα ήταν σίγουρα οι Stones. Σαν δεύτερη μπάντα, θα έβαζα τους Floyd, τρίτη τους Zeppelin και τέταρτη, επειδή μου αρέσουν πάρα πολύ, τους Red Hot Chili Peppers. Έχω μια ιδιαίτερη ιστορία εδώ… Μετά τον Κολοσσό, δούλεψα στην ουκρανική Ντνίπρο (σ.σ. το 2012). Είχα κλείσει εισιτήρια να τους δω στην Αθήνα αλλά έπρεπε να φύγω στην Ουκρανία. Μετά από μια εβδομάδα θα έπαιζαν στο Κίεβο! Μιλάμε για απόσταση 1 ώρα και 10 λεπτά με το αεροπλάνο. Είπα, λοιπόν στους παίκτες μου: "Παιδιά, προπόνηση νωρίς σήμερα 15:00 – 17:00". Έφυγα σφαίρα για το αεροδρόμιο! Η πτήση ήταν στις 19:00. Γύρω στις 20:15 προσγειώθηκα και στις 21:00 ήμουν στη συναυλία! Επέστρεψα στο Ντνίπρο με την πρώτη πρωινή πτήση».

Άλμπουμ;

«Πρώτο το Wish You Were Here. Αυτό by far, δεν το συζητάω. Μετά το One More From The Road από Lynyrd Skynyrd. Το Sgt. Pepper's Lonely Hearts club band των Beatles που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Και θα βάλω και το Coda των Zeppelin».

Και από κομμάτια;

«Το νο.1 αυτό που είπα εξ αρχής, το Wish You Were Here. Είμαι άρρωστος με αυτό. Μετά το Gimme Shelter από Stones. Τρίτο το Free Bird από Lynyrd Skynyrd. Και τέλος, το Space Oddity».

Καλύτερη all time μπαλάντα;

«To Angie».

Ποιο τραγούδι καταλαβαίνεις από το πρώτο δευτερόλεπτο;

«Τα πάντα! Όλα»!

Πότε πρέπει μια μπάντα να… βγει στη σύνταξη; Ισχύει, εν προκειμένω αυτό που λέγεται στον αθλητισμό; Ότι, δηλαδή, οι μεγάλοι παίκτες δεν ξέρουν πότε πρέπει να σταματήσουν;

«Νομίζω ότι πρέπει να σταματάς στο πικ σου. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Πριν από 13 χρόνια πήγα με τον Δημήτρη Καρύδα στο Terra Vibe για τον Μπομπ Ντίλαν. Ποιητής. Από τους αγαπημένους μου. Και δεν… έβγαινε η φωνή. Μιλάμε τώρα για έναν μύθο, που έχει τραγουδήσει στο Woodstock, που έχει γράψει κομματάρες και έχει επηρεάσει μια γενιά. Δεν μπορείς τώρα να βγαίνεις και να μην μπορείς να τραγουδήσεις! Υπάρχουν, επίσης παραδείγματα όπως ο Μάικ Όλντφιλντ που έγραψε το αριστούργημα των αριστουργημάτων, το Ommadawn και το Tubular Bells. Είχα διαβάσει, λοιπόν μια συνέντευξή του που έλεγε ότι: "η μεγαλύτερη κατάρα μου είναι ότι στα 22 μου έγραψα αυτό το άλμπουμ… Ό,τι ακολούθησε μετά, ήταν προς τα κάτω"! Αυτό είναι ένα τεράστιο ερώτημα. Γράφεις ένα άλμπουμ που είναι αριστούργημα. Το δικό σου magnum opus. Τι κάνεις σε αυτή την περίπτωση; Τι κάνεις μετά; Είναι δύσκολο. Πάντως, εσύ ο ίδιος πρέπει να οριοθετήσεις τον εαυτό σου. Πού πιστεύεις ας πούμε ότι πρέπει να σταματήσεις; Ή τι πιστεύεις ότι θα κάνεις καλύτερα; Είναι δύσκολο να απαντήσει κάποιος. Έχω φτάσει στο σημείο να μην πηγαίνω πια σε συναυλίες των παλιών γιατί φοβάμαι μην απογοητευτώ. Ο Ντίλαν ήταν σοκ για μένα! Λέω, δεν γίνεται να είναι ο Ντίλαν αυτός. Εμφανίστηκε κουρασμένος και καταβεβλημένος, πάλευε να βγάλει φωνή. ΟΚ, πιο πολύ ποιητής ήταν, δεν είχε καμιά φωνάρα, είχε όμως αυτό το γρέζι που άκουγες και σου άρεσε. Δεν μπορείς να βγάλεις όμως… υποχρεωτικά κάποιον στη σύνταξη. Είναι στη φύση του ανθρώπου. Εγώ, δηλαδή που είμαι προπονητής. Στα 61 μου, αν μου το κόψεις αυτό, θα… πεθάνω. Έχω εκατό χόμπι να κάνω, θα παίξω τένις, θα ακούσω μουσική, θα διαβάσω τα βιβλία μου… Έχω να κάνω πράγματα. Αλλά το μπάσκετ και η προπονητική είναι η ζωή μου».

Έχεις τέσσερις επιλογές. Τους Queen στο Live Aid, για πολλούς την καλύτερη ζωντανή εμφάνιση στην ιστορία της ροκ, το live των Pink Floyd στην Πομπηία το 1972, το Woodstock και το Celebration Day, το reunion των Zeppelin στο Λονδίνο. Σε ποιο θα πήγαινες; 

«Είμαι μεταξύ Woodstock και Πομπηίας! Λοιπόν, θα πάρω Πομπηία! Γιατί θα ήταν μοναδική εμπειρία. Να είσαι μόνο εσύ και οι Floyd κάτω από τον Βεζούβιο. Κάτι που δεν έχει ζήσει κανείς. Το έζησαν μόνο οι Floyd και το συνεργείο τους. Ενώ το Woodstock το έζησαν 1.000.000 άνθρωποι. Άρα δεν θα ήταν κάτι μοναδικό».

Ποια ήταν η καλύτερη συναυλιακή εμπειρία που έχεις ζήσει όλα αυτά τα χρόνια;
«Οι U2 στο Δουβλίνο, στο 360 tour, πριν από 9-10 χρόνια. Η εμπειρία ήταν τρομερή γιατί ήταν hometown. Όπου και αν πήγαινες στο Δουβλίνο, σε μαγαζιά, έξω στους δρόμους, το ένιωθες παντού ότι θα γίνει κάτι πραγματικά σπουδαίο και μεγάλο! Υπήρχαν παντού tribute bands που έπαιζαν U2. Ήταν μια γιορτή που κράτησε τρεις μέρες.

Πριν από τους U2 έπαιξαν οι Blur και οι Kaiser Chiefs. Βγαίνει, λοιπόν ο Μπόνο και λέει: "Επιτέλους, σπίτι"! Έριχνε κιόλας ψιλή βροχή, έγινε της… κολάσεως»!

Κάποτε ο Σάββας Κωφίδης στον Ηρακλή είχε κάνει το Καυτανζόγλειο… heavy metal club, βάζοντας στα μεγάφωνα το «In Union We Stand», των Overkill. Αν, λοιπόν είχες την ευκαιρία να κάνεις κάτι ανάλογο στις ομάδες σου, τι μουσική θα έβαζες;

«Θα έβαζα αυτό που έβαζα με το Κατάρ, όταν παίζαμε στο Πανασιατικό και βγήκαμε πέμπτοι. Θα σε κουφάνω τώρα… Θα έβαζα το Titanium της Sia! Και θα σου πω γιατί. Κάθε φορά που παίζαμε στο Πανασιατικό, πριν από κάθε αγώνα, το έβαζα και το άκουγα στα ακουστικά. Και κερδίζαμε, κερδίζαμε, κερδίζαμε… Όταν, λοιπόν αποκλειστήκαμε από την Κίνα στα προημιτελικά, εκείνη τη μέρα έκανα τεράστια βλακεία. Έπιασα κουβέντα στο πούλμαν με τους συνεργάτες μου και το ξέχασα. Δεν το έβαλα και χάσαμε το γούρι! Το άκουγα… επτά παιχνίδια συνεχόμενα και κερδίζαμε. Βέβαια, και να το έβαζα, το πιο πιθανό είναι να χάναμε από την Κίνα (γέλια). Αλλά δεν έχει καμία σημασία».

Ποια θα ήταν η συναυλία των ονείρων σου;

«Θα ήθελα να δω ένα All Star. Με όλους αυτούς που έχουν πεθάνει. Τον Μόρισον, τον Φρέντι, τον Ντίο… Headline θα έβαζα τον Μόρισον. Γιατί δεν έδειξε όλα αυτά που μπορούσε να κάνει. Μαζί με την Τζάνις Τζόπλιν. Που είπε κάποτε πως κάθε βράδυ κάνει έρωτα με 25.000 ανθρώπους στη σκηνή, μετά όμως γυρίζει σπίτι μόνη».

Τελικά, κόουτς… Τι είναι για σένα η μουσική;

«Ελευθερία… Το απόλυτο συναίσθημα».

Φωτογράφιση: Λάμπρος Στοιχειός

Art direction / γραφικά: Χρήστος Ζωίδης