Γκούροβιτς στο Gazzetta: «Ήρθα για τον Ολυμπιακό και βρέθηκα στο Περιστέρι»

O Μίλαν Γκούροβιτς μιλάει στο Gazzetta για το αγαπημένο του Περιστέρι, το λάθος του να μην πάει στον Παναθηναϊκό, τον προπονητή που θα έπινε μαζί του μια σερβική ρακή και τη Ρεάλ Βελιγραδίου.

Ο Μίλαν Γκούροβιτς δεν χρειάζεται να βάλει όλη τη δύναμη για να κρατήσει σταθερή την εικόνα του κλειστού της Τζον Κένεντι στον νου του. Οι αναμνήσεις ορμούν και πάλι κατά πάνω του κάθε φορά που μιλά για το αιώνιο καταφύγιο των παιδικών του χρόνων, όταν ήρθε στο Περιστέρι ως παιδί του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, δίχως να του λείπει το θάρρος. Το θάρρος είτε να αλλάξει τη ζωή του, είτε να συνεχίσει να τη ζει. Ήταν η εποχή που o 17χρονος Μίλαν έφευγε γρήγορα για το γήπεδο, μοιάζοντας σαν να πετούσε μάλλον παρά να περπατούσε και οι εικόνες αυτού που συνέβη στην πρώτη προπόνηση αρχίζουν να σχηματίζονται στη σκέψη του.

Το χαμόγελό  του αφοπλίζει, ηρεμεί και δίνει κουράγιο μιλώντας για εκείνα τα παλιά παπούτσια που έκαναν τους συμπαίκτες του να σκάσουν στα γέλια, απομεινάρια μιας άλλης ζωής, που στην πραγματικότητα δεν είχε καμία πρόθεση να ξαναφορέσει. Εξάλλου, από πολύ νωρίς υποχρεώθηκε να πηγαίνει με τη βελόνα στο κόκκινο, όχι μόνο για να κάνει την υπέρβαση και να ξεφύγει από τη μετριότητα αλλά για να επιβιώσει σε μια χώρα όπου δεν μπορούσε καλά-καλά να επικοινωνήσει. Ο Γκούροβιτς μεγάλωσε. Έφτασε στο σημείο να γίνει πρωταθλητής Ευρώπης και κόσμου μέσα σε μία διετία και πολλές φορές ένιωθες πως έπαιζε απλώς και μόνο με το βάρος και την αύρα της απειλής που κουβαλούσε η γλώσσα του σώματος. Ακόμα και τώρα, στα 49 του χρόνια, τον κοιτάς και αντιλαμβάνεσαι πως είναι ο τύπος με τον οποίο δεν αστειεύεσαι. Το ραντεβού μας δόθηκε στην Ακαδημία που διατηρεί στο Βελιγράδι, τη Ρεάλ Βελιγραδίου, εκεί όπου δεσπόζουν οι φανέλες από το αγαπημένο του Περιστέρι, την Μπαρτσελόνα, τη Μάλαγα μα πάνω από όλα, την Εθνική Γιουγκοσλαβίας από τους θριάμβους στην Κωνσταντινούπολη και στην Ιντιανάπολις. Ο Μίλαν Γκούροβιτς θυμήθηκε μιλώντας στο Gazzetta τη μέρα που διασταυρώθηκαν οι μοίρες του και βρέθηκε στην Ελλάδα. Έστω και αν στην αρχή πίστεψε πως ήρθε για τον Ολυμπιακό.

Πώς προέκυψε η Ακαδημία; Γιατί αποφάσισες να ασχοληθείς με τις μικρές ηλικίες;

«Η Ακαδημία ξεκίνησε πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, όταν, μαζί με έναν φίλο μου, αποφασίσαμε να κάνουμε μια νέα προσπάθεια και να προσφέρουμε κάτι στο σερβικό μπάσκετ. Στην αρχή ήταν δύσκολα. Δεν μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε παιδιά, κανείς δεν ήθελε να έρθει στην ομάδα μας. Ούτε ένα παιδί! Ήταν κάτι καινούργιο, και, όπως καταλαβαίνεις, οι γονείς ήταν διστακτικοί. Επιπλέον, οι εγκαταστάσεις μας είναι λίγο έξω από το Βελιγράδι, και οι μετακινήσεις είναι πιο δύσκολες.

Όμως, με τον καιρό, αποδείξαμε ότι κάνουμε καλή δουλειά. Οι γονείς μας εμπιστεύτηκαν, τα παιδιά άρχισαν να έρχονται, και τώρα, τέσσερα χρόνια μετά, ανταγωνιζόμαστε κορυφαίες ομάδες όπως η Μέγκα και η Παρτίζαν. Στην κατηγορία των Εφήβων, συμμετέχουμε στην καλύτερη λίγκα της Σερβίας και βρισκόμαστε στην πέμπτη θέση. Μέχρι στιγμής, τα πράγματα πηγαίνουν πολύ καλά». 

Γιατί όμως Ρεάλ Βελιγραδίου; Με ποια λογική επιλέξατε αυτό το όνομα;

«Το όνομα προέκυψε λίγο σαν αστείο. Πάνω στην πλάκα! Όπως ξέρεις, εγώ έπαιζα στην Μπαρτσελόνα και ο φίλος μου πρότεινε να δώσουμε το όνομα "Μπαρτσελόνα Βελιγραδίου". Του λέω: "Μπαρτσελόνα Βελιγραδίου; Δεν ακούγεται καλά". 

Οπότε, σκέφτηκα "Ρεάλ" και το πήραμε από εκεί. Έτσι ξεκινήσαμε με το όνομα "Ρεάλ Βελιγραδίου". Και συνεχίζουμε μέχρι σήμερα». 

Ο παίκτης Γκούροβιτς φημιζόταν για τη δύναμη και την τρέλα του. Ο προπονητής;

«Κατ' αρχάς, δεν είμαι προπονητής, είμαι μόνο ο ιδιοκτήτης της Ακαδημίας. Ωστόσο, κάνω ατομικές προπονήσεις με τους ταλαντούχους παίκτες. Στην ομάδα μας έχουμε τέσσερις καλούς προπονητές. Σε κάθε επίπεδο, από τα παιδικά μέχρι τα εφηβικά, έχουμε πολύ ικανούς προπονητές, και είμαι ευχαριστημένος με τη δουλειά τους. Μέχρι τώρα, τα αποτελέσματα είναι καλά. Κερδίζουμε και χάνουμε, αλλά αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της φιλοσοφίας μας. Ο στόχος μας είναι να αναδείξουμε καλούς παίκτες, είτε για την Εθνική Σερβίας, το NBA, είτε για τη EuroLeague. Αυτό είναι το βασικό μας κίνητρο. Και μέχρι τώρα, έχουμε αρκετά παιδιά που είναι 18 ετών και θα πάνε στο NCAA.

Συνεργαζόμαστε με Πανεπιστήμια όπως το Φλόριντα Στέιτ, το Σίρακιουζ, το Νορθ Καρολάινα και το Μίσιγκαν. Αυτές οι ομάδες έχουν έρθει εδώ, έχουν παρακολουθήσει τα παιδιά μας, και αυτό αποτελεί καλή διαφήμιση για την Ακαδημία μας». 

Θα έπαιρνες στην ομάδα σου τον Γκούροβιτς;

«Όχι! Όχι! Μακριά! Μακριά (γέλια)! Ξέρω ότι είναι καλός παίκτης, αλλά όχι! Δεν χρειαζόμαστε έναν τέτοιο. Στα σοβαρά τώρα, το μπάσκετ έχει αλλάξει. Πλέον δεν χρειάζεσαι έναν παίκτη που να βάζει 30 πόντους. Τώρα χρειάζεσαι παίκτες που να σκοράρουν 10-15 πόντους, να παίζουν άμυνα και να κάνουν και άλλα πράγματα στο γήπεδο. Αυτό είναι το καλύτερο για το μπάσκετ».

Στα παιδιά που έρχονται στην Ακαδημία, βλέπεις τον μικρό Μίλαν; Ένα παιδί 17 χρονών που ήλθε στην Ελλάδα για να κυνηγήσει τα όνειρά του και να πετύχει;

«Καμία σχέση. Εγώ δεν ήξερα άλλη γλώσσα όταν ήρθα στην Ελλάδα. Ήμουν εντελώς χαμένος. Ήμουν 16-17 χρονών, πιτσιρικάς, που ήρθε από τη Σερβία. Δεν ήξερα καν πού ήμουν! Παρ' όλα αυτά, είχα το όνειρο να παίξω σε αυτό που τότε θεωρούσα το καλύτερο πρωτάθλημα της Ευρώπης. Είχα και την τύχη να καταλάβει το Περιστέρι καλά τι μπορώ να προσφέρω. Εντάξει, έπαιζα σαν Έλληνας, και αυτό με βοήθησε πολύ. Το ότι δηλαδή έπαιζα σαν γηγενής και δεν έπιανα θέση ξένου. Αλλά, ξέρεις, το πρόβλημα ήταν τα πρώτα δύο χρόνια. Το κεφάλι μου ήταν πολύ μεγάλο! Κατάλαβες; Μου πονούσε το κεφάλι κάθε μέρα γιατί έλεγα, "πώς θα αρχίσω να μιλάω ελληνικά, γαμώτο, δεν ξέρω τίποτα! Πως θα με καταλάβουν εδώ"; Ούτε μία λέξη δεν ήξερα. Ούτε αγγλικά, ούτε τίποτα»! 

Πώς μπήκε το Περιστέρι στη ζωή σου; 

«Θα σου εξηγήσω πώς έγιναν τα πράγματα. Είχαμε παίξει ένα φιλικό παιχνίδι με μια ομάδα από το Νόβι Σαντ, γιατί εγώ είμαι από εκεί. Είχα παίξει καλά και στην κερκίδα ήταν ένας Έλληνας, ο Δημήτρης Μαράς. Δεν ήταν μάνατζερ, σπούδαζε στο Νόβι Σαντ και μιλούσε σέρβικα. Μετά τον αγώνα, με περίμενε έξω από το γήπεδο και με ρώτησε αν ήθελα να πάω στην Ελλάδα. Μου ζήτησε να έρθει στο σπίτι μου για να μιλήσουμε. Μόλις ήρθε, λέω στη μάνα μου: "Αυτός είναι ο Δημήτρης, θέλει να με πάει στην Ελλάδα". Η μαμά μου απάντησε: "Να κάνεις τι εκεί"; Λέω: "Να παίξω μπάσκετ". Και μου λέει: "Σοβαρά τώρα; Όχι, δεν θα πας! Πήγαινε να διαβάσεις"! Αλλά την επόμενη μέρα, μου είπε: "Εντάξει, πήγαινε, δοκίμασέ το. Αν δεν τα καταφέρεις, μπορείς να γυρίσεις πίσω". Βέβαια, ήμουν λίγο σκεπτικός. Πώς θα πάω εγώ στην Ελλάδα; Ειδικά στον Ολυμπιακό του Ιωαννίδη, που ήταν σαν ομάδα ΝΒΑ. Με παίκτες όπως ο Πάσπαλι, ο Τάρλατς, ο Τόμιτς, ο Σιγάλας και ο Φασούλας -ήταν ομαδάρα. Όμως ο Δημήτρης με είχε ξεγελάσει. Μου είπε ψέματα ότι θα πάω στον Ολυμπιακό»! 

Δηλαδή; Τι ακριβώς έγινε;

«Όταν ήρθα στην Ελλάδα, έμενα σε ένα ξενοδοχείο, δεν θυμάμαι ακριβώς που. Μετά πήγαμε στο Περιστέρι, στο γήπεδο του Περιστερίου και είδα κίτρινες φανέλες. Και λέω: "Μ@λ@κ@, ο Ολυμπιακός είναι κόκκινος, όχι κίτρινος!" Κάτι δεν πήγαινε καλά. "Τι είναι αυτά ρε; Μήπως άλλαξαν χρώματα"; Και μου απαντά: "Μίλαν, αν γίνεις καλός παίκτης, μια μέρα θα πας στον Ολυμπιακό"! Αυτό ήταν... Όμως μου έκανε τη χάρη και μου είπε να δοκιμάσω εκεί. Αν πήγαινα στον Ολυμπιακό, δεν νομίζω να είχα ευκαιρία να παίξω. Στο Περιστέρι όμως είχα. Και τώρα, μπορώ να πω ότι το Περιστέρι με βοήθησε πάρα πολύ. Βλέπεις αυτή τη φανέλα (σ.σ. δείχνει τη φανέλα του Περιστερίου στην κορνίζα);

Το Περιστέρι είναι το δεύτερο σπίτι μου. Το αγαπώ πολύ και νιώθω τόσα συναισθήματα. Όταν με ρωτούν αν είμαι Παναθηναϊκός ή Ολυμπιακός, λέω Περιστέρι. Δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Τα καλύτερα μου χρόνια, όταν ήμουν πιτσιρικάς, τα πέρασα στην Ελλάδα. Έχω πολλούς φίλους εκεί και δεν μπορώ να σου εξηγήσω τι σημαίνει για μένα αυτό». 

Πώς θυμάσαι εκείνα τα χρόνια; Υπήρξε κάποιος να σε πάρει από το χέρι και να σε φροντίζει;

«Ναι, είχα συμπαίκτες που ήταν κοντά μου. Ο Άκης Μαρκόπουλος και ο Μιχάλης Οικονομίδης, δύο πολύ στενοί φίλοι μου, ήμασταν συμπαίκτες στο εφηβικό και τους βλέπω ακόμα κάποιες φορές. Έχουν έρθει και στο Βελιγράδι. Μεγαλώσαμε μαζί. Είναι πραγματικά πολύ καλοί φίλοι. Και ο Γιώργος Βλαντός, αν τον θυμάσαι. Δυστυχώς, έχει φύγει από τη ζωή εδώ και μερικά χρόνια. Ήταν ταμίας στο Περιστέρι και μας έδινε τα χρήματα όταν δεν είχαμε…». 

Πώς ένιωσες όταν πήρες τα πρώτα χρήματα;

«Ήμουν πολύ περήφανος, ένιωθα ότι είχα καταφέρει κάτι! Δεν ήταν τρελά λεφτά, αλλά για μένα εκείνη τη στιγμή, ήταν όλο το νόημα».

Πώς ήταν τα πράγματα πίσω στην πατρίδα;

«Κοίτα, στη Σερβία δεν είχαμε πόλεμο, αλλά στη Βοσνία και στην Κροατία υπήρχε. Είχαμε όμως το εμπάργκο και τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για τη χώρα μας. Ο μισθός του πατέρα μου ήταν 30 γερμανικά μάρκα, το ίδιο και της μάνας μου. Δεν μπορείς να φανταστείς πώς ήταν η κατάσταση εδώ. Της πουτ@ν@ς. Ακριβώς έτσι. Και τότε σκέφτηκα, πρέπει να τα καταφέρω, δεν έχω άλλη επιλογή, πρέπει να πετύχω». 

Ο μικρός Μίλαν έκανε όνειρα;

«Ναι, είχα όνειρα. Ήθελα να παίξω σε μεγάλες ομάδες, να παίξω στην Εθνική, να κερδίσω κάτι σημαντικό. Και στο τέλος τα κατάφερα.

Αλλά νομίζω ότι τα όνειρα είναι ωραία, αλλά χωρίς σκληρή δουλειά, δεν μπορείς να τα πετύχεις. Μπορείς να ονειρεύεσαι, αλλά χωρίς δουλειά δεν γίνεται τίποτα. Εγώ είχα και πολλή τύχη, γιατί το γήπεδο στην Τζον Κένεντι ήταν άδειο και έτσι είχα χρόνο να προπονηθώ. Θυμάμαι όταν έμενα στην Κηπούπολη, που ήταν λίγο μακριά από το Περιστέρι, και δεν ήξερα πώς να το πω στον πρόεδρο, τον Πλούταρχο Βυλλιώτη, που ήταν σαν πατέρας μου, ότι ήθελα να μείνω κοντά στο γήπεδο για να πηγαίνω να κάνω προπονήσεις μόνος μου. Δεν είχαμε κινητά, ίντερνετ, τίποτα από αυτά. Και ήμουν τυχερός. Δεν ήξερα ελληνικά και προσπάθησα να ζωγραφίσω ένα σχέδιο στο χαρτί ότι ήθελα να μείνω 100 μέτρα από το γήπεδο για να μην παίρνω λεωφορεία. Τελικά μου βρήκε ένα σπίτι απέναντι, και έτσι ξεκίνησα».

Αντιλαμβάνεσαι ότι εσύ, ο Πέτζα, ο Γιάριτς, ο Τάρλατς και ο Τόμιτς βοηθήσατε το ελληνικό μπάσκετ να ανέβει επίπεδο;

«Όχι, όχι! Άκουσε με… Η ελληνική λίγκα ήταν αυτή που μας βοήθησε, όχι εμείς. Στη Γιουγκοσλαβία είχαμε πόλεμο και εμπάργκο, το πρωτάθλημά μας έπεφτε, επομένως η Ελλάδα και η ελληνική λίγκα μάς βοήθησαν να φτάσουμε εκεί που φτάσαμε και δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ. Μας έδωσαν την ευκαιρία να παίξουμε στο πιο δυνατό πρωτάθλημα εκείνη τη στιγμή στην Ευρώπη».

Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν θέλαμε να σου βάζουμε ταμπέλες. Ότι, δηλαδή, ο Γκούροβιτς είναι τρελός, ότι είναι ζόρικος τύπος. Τελικά, τι ισχύει στην περίπτωσή σου;

«Κοίταξε, είναι λίγο απ' όλα. Ήξερα ότι κάποιες φορές ξεπερνούσα τα όρια, ότι έκανα μ@λ@κίες. Και όταν πήγαινα για ύπνο, αναρωτιόμουν: "Γιατί τα κάνεις όλα αυτά; Δεν είναι καλό. Σε βλέπει τόσος κόσμος". Αλλά όταν περνάω τη γραμμή του γηπέδου, δεν μπορείς να καταλάβεις τι γίνεται μέσα μου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Θέλω να κερδίζω και θα κάνω τα πάντα γι' αυτό. Έξω από το γήπεδο είμαι ένας άνθρωπος, μέσα στο γήπεδο είμαι άλλος. Και αυτό δεν μπορεί να το καταλάβει κανείς.

Θέλω να σε κερδίσω οπωσδήποτε! Παίζω στο κόκκινο, δεν γίνεται να σε αφήσω να με κερδίσεις! Ξέρω ότι μερικές φορές αυτό δεν είναι καλό, αλλά φίλε, σόρι! Πρέπει να σε κερδίσω».

Έδειχνες να μην φοβάται τίποτα. Ούτε μπορούσες να τα βάλεις με όλο τον κόσμο. Ποιος ήταν όμως ο μεγαλύτερος φόβος σου;

«Μόνο από τον Θεό. Τίποτα άλλο. Δεν έχω κανέναν φόβο, μόνο από τον Θεό. Θα σου πω μια ιστορία. Πριν μερικά χρόνια ήμουν στη Μάλαγα. Εκεί υπάρχει ένας ζωολογικός κήπος και μέσα είχε ένα λιοντάρι. Πήγα και το ακούμπησα. Εντάξει, έδειχνε να μην πεινάει και πήγα (γέλια)». 

Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, ε;

«Τίποτα σου λέω»! 

Οι σύγχρονοι παίκτες έχουν αρχ…α;

«Όχι, δεν έχουν. Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το βλέπω και στην Ακαδημία μου… Μιλάω μερικές φορές με τους παίκτες μου και τους ρωτάω, "Ξέρετε ποιος είναι ο Ντανίλοβιτς; Ο Μποντιρόγκα"; Και δεν ξέρουν! Εμένα με ξέρουν επειδή είμαι ο ιδιοκτήτης της Ακαδημίας, με γνωρίζουν. Και είναι κρίμα αυτό. Εμείς, ας πούμε, ξέραμε ποιος είναι ο Νταλιπάγκιτς, ο Κιτσάνοβιτς, είχαμε μόνο την εφημερίδα για ενημέρωση. Δεν είχαμε ίντερνετ, αλλά ξέραμε ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Τώρα, να μην ξέρεις ποιος είναι ο Μποντιρόγκα; Ο Ντανίλοβιτς; Ο Γκάλης και ο Γιαννάκης; Είναι ντροπή! Μεγάλη ντροπή»! 

Αν ερχόμουν στο σπίτι που μεγάλωσες στο Νόβι Σαντ, τι αφίσες θα έβρισκα; Ποιος ήταν το πρότυπό σου;

«Ο Κούκοτς χωρίς αμφιβολία! Ήταν ο καλύτερος και ο πιο ολοκληρωμένος παίκτης. Έβλεπα τις κινήσεις που έκανε όταν έπαιζε στη Γιουγκοπλάστικα και έμενα με το στόμα ανοιχτό! Ήμουν 14-15 χρονών στα ευρωπαϊκά της Γιουγκοπλάστικα και ο Κούκοτς ήταν είδωλο. Έχω αναμνήσεις, τα θυμάμαι πολύ έντονα. Ήταν το είδωλό μου όμως όταν μεγάλωσα, τα ξεπέρασα όλα αυτά. Ήθελα απλώς να είμαι ο Μίλαν Γκούροβιτς, να είμαι ο εαυτός μου και να έχω τη δική μου ταυτότητα».

Με ποιον προπονητή σου θα ήθελες να κάτσεις ένα βράδυ και να πιείς μια ωραία, σερβική ρακή;

«Με τον Πεδουλάκη! Ο Πεδουλάκης ήταν ο μπασκετικός μου πατέρας. Ο άνθρωπος που με βοήθησε πάρα πολύ, μέσα και έξω από το γήπεδο. Είχαμε δουλέψει πολύ σκληρά, καθημερινά. Ο Αργύρης ήταν αυτός που με έκανε παίκτη, όχι ο Σάκοτα όπως λένε μερικοί, όχι! Ο Αργύρης Πεδουλάκης ήταν ο προπονητής που μου έδωσε την ευκαιρία και με εμπιστεύτηκε. Θυμάμαι μια φορά, είχαμε παίξει στο Κόρατς, δεν θυμάμαι με ποια ομάδα. Ήμουν μόνος στο τρίποντο και δεν σούταρα. Με έβγαλε έξω. Στα επόμενα δύο παιχνίδια δεν με έβαλε να παίξω καθόλου. Τον ρώτησα γιατί δεν με έβαζε και μου είπε: "Σούταρες το τρίποντο που ήσουν μόνος;" Του απάντησα "όχι". Εκείνος επέμεινε: "Γιατί δεν το έκανες;". Του είπα ότι δεν ήξερα. Και μου απάντησε: "Τώρα θα ξέρεις. Μη φοβάσαι". Αυτός ήταν ο Πεδουλάκης». 

Από την ΑΕΚ τι θυμάσαι;

«Έμεινα πολύ λίγο, γιατί εκείνες τις χρονιές η ΑΕΚ είχε οικονομικά προβλήματα. Παρ’ όλα αυτά, ξεκινήσαμε καλά. Κερδίσαμε την Κίντερ στη EuroLeague και κάποια ακόμα παιχνίδια. Όμως, μας ενημέρωσε ο πρόεδρος Γρανίτσας ότι θα μας κάνουν περικοπές στους μισθούς, και εγώ δεν ήθελα. Γι' αυτό και έφυγα».

Θα σου πήγαιναν τα πράσινα του Παναθηναϊκού;

«Θυμάμαι το 2000 ήμασταν στην Εθνική Σερβίας. Είχαμε, λοιπόν, την προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϋ και έκανα ένα τεράστιο λάθος.

Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς με "έκοψε" από τη 12άδα και εγώ ήμουν απογοητευμένος. Αλλά μετά τους Αγώνες, Σεπτέμβρη-Οκτώβρη μήνα, με πήρε τηλέφωνο και με ρώτησε αν ήθελα να πάω στον Παναθηναϊκό. Εγώ τους είπα "Όχι, δεν θέλω". Εκείνη την περίοδο είχε τελειώσει το συμβόλαιό μου με την Μπαρτσελόνα. Ήμουν χαζός. Και έκανα μεγάλο λάθος.

Άμα σε καλέσει ο Ομπράντοβιτς, πρέπει να πας.  Τώρα το μετανιώνω. Θα σου πω κάτι. Ο πατέρας μου ήταν χασάπης, δεν ήξερε τίποτα για μπάσκετ. Δεν είχε την εμπειρία να μου πει: "Πήγαινε, μην κάνεις μ@λ@κί@"! Κατάλαβες; Ήμουν μόνος μου. Σαν τον λύκο. Έκανα κάποια πράγματα καλά, κάποια όχι». 

Από ποιο λάθος σου έχεις πάρει το πιο μεγάλο μάθημα της ζωής σου; Που σε σημάδεψε και έμαθες πράγματα από αυτό;

«Είναι πολλά. Αλλά ξέρεις, αγαπάω και τα λάθη μου. Γιατί αν δεν κάνεις και λάθη, δεν μπορείς να βελτιώσεις τα πράγματα». 

Ποιον συμπαίκτη σου αγάπησες περισσότερο από κάθε άλλον;

«Τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα. Ήταν ο καλύτερος συμπαίκτης μου στην Εθνική και ένας σπουδαίος τύπος που πάντα προσπαθεί να σε βοηθήσει να γίνεις καλύτερος. Όλοι τον σέβονται και για μένα θα είναι πάντα ξεχωριστός. Στις ομάδες μου, αγαπούσα τους πλέι μέικερ! Που μου έδιναν τις πάσες». 

Το χρυσό στην Ιντιανάπολις ήταν ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στη ζωή σου;

«Βέβαια, ναι! Μαζί με το χρυσό στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά νομίζω ότι μπορούσα ακόμα καλύτερα. Είχα την ευκαιρία να πάω στο ΝΒΑ μετά τη Μάλαγα, το 2003.

Έκανα μεγάλο λάθος. Στο μεταξύ, είχα συμφωνήσει με την Μπασκόνια. Τελευταία στιγμή δεν ήθελα να πάω. Ήμουν στο αεροδρόμιο του Παρισιού μαζί με την πρώην γυναίκα μου και πηγαίναμε για διακοπές στις Σεϋχέλλες όταν συνάντησα τον Λοράν Φουαρέ, που έπαιζε τότε στην Μπασκόνια. Με έπιασε και μου είπε: "Μίλαν, welcome to hell"! Προσπαθούσα να καταλάβω τι εννοούσε. Και συνέχισε: "Θα το δεις. Άκουσα ότι έχεις υπογράψει, χαίρομαι, αλλά μ@λ@κ@, θα πεθάνεις εδώ! Όλοι θέλουμε να φύγουμε αλλά έχουμε συμβόλαια και δεν μπορούμε να τα σπάσουμε". Ο λόγος φυσικά είχε να κάνει με τον Ιβάνοβιτς. Είπα από μέσα μου: "Ρε μ@λ@κ@, μην μου το κάνεις αυτό! Πώς έμπλεξα έτσι"; Ήμουν στις Σεϋχέλλες μία εβδομάδα και σκεφτόμουν τι να κάνω». 

Τι έγινε μετά;

«Μετά πήγα με την Εθνική στη Σουηδία για το EuroBasket. Θυμάμαι ότι είχε τελειώσει το τουρνουά και ήμουν στο λόμπι με τον Σπανούλη και τον Παπαλουκά. Ήταν 10 το βράδυ και ξαφνικά, βλέπω ένα νούμερο από την Ισπανία. Το σηκώνω και ακούω: "Είμαι ο Ντούσκο Ιβάνοβιτς! Που είσαι"; Του εξήγησα πως ήμουν στη Στοκχόλμη. Και μου λέει: "Γιατί δεν ήρθες στη Βιτόρια; Πρέπει να πάρεις το αεροπλάνο και να έρθεις αμέσως στη Ισπανία"!

Προσπαθούσα να καταλάβω τι γίνεται. Τον ρώτησα: "Ποιος μου είπε να έρθω κατευθείαν στην Ισπανία"; Με απείλησε ότι θα με τιμωρήσει και του απάντησα κανένα πρόβλημα. Έκλεισα το τηλέφωνο, πήρα τον μάνατζέρ μου και του εξήγησα ότι εγώ δεν πρόκειται να πάω στην Μπασκόνια! Και μετά πήγα στη Βοϊβοντίνα, που δεν ήταν στο επίπεδό μου. Ήταν μ@λ@κί@ που το έκανα αυτό, αλλά ήθελα να είμαι σπίτι για έναν χρόνο. Και στο μεταξύ, τον Δεκέμβριο, ο Γκρεγκ Πόποβιτς, επειδή με είδε στην Ιντιανάπολις, ήθελε να με πάρει στο Σαν Αντόνιο. Tου άρεσα πολύ, ήθελε να με πάρει, αλλά η διοίκηση της Βοϊβοντίνα δεν με άφησε. Και έτσι έχασα την ευκαιρία. Αλλά ήταν όνειρό μου να πάω στο ΝΒΑ. Από όλους τους Σέρβους που έχουν παίξει στο ΝΒΑ, με εξαίρεση τον Γιόκιτς που είναι άλλο πράγμα, μόνο ο Στογιάκοβιτς ήταν παίκτης καλύτερος από εμένα». 

Πώς γίνεται κάποιος φίλος σου;

«Εύκολα. Έχω μεγάλη καρδιά. Αν η άλλη πλευρά είναι σωστή, σου δίνω αίμα. Σου δίνω τα πάντα». 

Τι θα έλεγες αν είχες μπροστά σου τον μικρό Μίλαν, που ετοιμάζεται να αφήσει την πατρίδα του και να έρθει στην Ελλάδα για να δοκιμάσει την τύχη του και να κυνηγήσει τα όνειρά του;

«Πήγαινε! Πήγαινε και δοκίμασε! Έχεις μόνο μία ευκαιρία στη ζωή. Σίγουρα, αυτή είναι η στιγμή. Και δούλεψε σκληρά, σαν σκύλος! Προσπάθησε σε παρακαλώ να είσαι έξυπνος. Να είσαι καλός, και να μην κάνεις τα λάθη που έκανα εγώ. Έκανα πολλά λάθη, το αναγνωρίζω όμως δεν είχα δίπλα μου κανέναν να με συμβουλεύσει και να μου πει ότι αυτό είναι καλό και αυτό όχι». 

Ποια ιστορία κουβαλάς ακόμα;

«Όταν ήρθα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, φορούσα κάτι πολύ παλιά παπούτσια. Ήταν για πέταμα. Ούτε γύφτος δεν τα φόραγε (γέλια)! Ο πρώτος προπονητής ήταν ο Κώστας Πολίτης, και στο Περιστέρι είχαμε τον Άγγελο Κορωνιό, τον Μυλωνά, τον Κασουρίδη και άλλους παίκτες. Πριν ξεκινήσουμε την προπόνηση, άκουσα τον κόουτς Πολίτη να λέει κάτι όμως δεν μπορούσα να καταλάβω, δεν ήξερα ελληνικά. Και βλέπω ότι όλοι κοίταζαν τα παπούτσια μου! Και γελάγανε.

Εγώ ήμουν να πεθάνω! Να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Τότε ήρθε ο φροντιστής, ο Δημήτρης και μου έδωσε κάτι μαύρα Reebok, που τότε ήταν χορηγός της ομάδας. Όταν τα είδα, ένιωσα σαν να μου είχαν δώσει Ferrari ή Lamborghini! Ήταν τα καλύτερα παπούτσια που είχα δει ποτέ. Είπα: "Για μένα;" και μου είπε "Ναι, για εσένα είναι". Μετά από την προπόνηση πήγα στο ξενοδοχείο, η μητέρα μου ήταν μαζί μου, και της έδειξα τα παπούτσια, περήφανος και πολύ χαρούμενος. Ήμουν σαν μικρό παιδί που παίρνει το πιο ωραίο δώρο»! 

Ήταν και η μητέρα σου στην Αθήνα το πρώτο διάστημα;

«Ναι, επειδή ήμουν ανήλικος και έπρεπε να υπογράψει κάτι χαρτιά». 

Πώς θέλεις να κλείσουμε;

«Αγαπάω αυτή τη χώρα. Οι Έλληνες, στις δύσκολες στιγμές, όταν ήμασταν στον πόλεμο, ήταν η μοναδική χώρα που μας βοήθησε πάρα πολύ. Και είμαστε φιλικοί σαν λαός, σαν αδέλφια. Το βλέπεις κι αυτό: Ολυμπιακός–Ερυθρός Αστέρας, ΠΑΟΚ–Παρτιζάν, αλλά σαν λαός είμαστε πολύ δεμένοι. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό. Κάθε καλοκαίρι εμείς πάμε Χαλκιδική, επειδή μου αρέσει να πηγαίνω εκεί. Εντάξει, έχει ΠΑΟΚτσήδες, κάνουμε πλακίτσα καμιά φορά. Τους αγαπώ κι αυτούς».

Αντί επιλόγου, το τατουάζ που έχει σημαδέψει το δεξί χέρι του Γκούροβιτς:

Ζήσε έτσι ώστε τα γηρατειά σου αύριο να σου πουν: Ήσουν πραγματικά μάγκας, μπράβο σου!