«ΣΤΗΝ ΤΑΠΑ ΤΟΥ ΒΡΑΝΚΟΒΙΤΣ ΠΕΤΑΞΑ ΕΝΑ ΜΠΟΥΚΑΛΙ ΜΕ ΝΕΡΟ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ!»
Ο Γιώργος Σιγάλας σε μία συνέντευξη - ποταμό στο Gazzetta κάνει τον απολογισμό της καριέρας του.
O “Rambo” του ελληνικού μπάσκετ αποκαλύπτει σπαρταριστές ιστορίες από μία σπουδαία καριέρα σχεδόν δύο δεκαετιών, ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων και μοιράζεται λεπτομέρειες της θυελλώδους σχέσης του με τον Γιάννη Ιωαννίδη, που δεν έχουν δει ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Όσοι τον θυμούνται με την φανέλα του Παπάγου, με την οποία ουσιαστικά πρωτοέδειξε ότι θα μας απασχολήσει για αρκετά χρόνια, ενδεχομένως να μπορούν να ανασύρουν από τη μνήμη τους ένα παιδί δύο μέτρα με κορμί σαν άγαλμα, το οποίο είχε μεγάλη δίψα για δουλειά και βελτίωση. Δεν επρόκειτο για το ατόφιο ταλέντο το οποίο το βλέπεις και λες αυτός θα αφήσει εποχή, ωστόσο, ο χαρακτήρας του και η μπασκετική καρδιά του, σε συνδυασμό με τα σωματικά του προσόντα, σε έκανε να αχνοβλέπεις ότι κάτι σπουδαίο θα αναδυθεί μόλις ωριμάσει η προσωπικότητά του και πάρει τις ευκαιρίες του.
Αυτή ήταν, μέσες-άκρες, η ιστορία της αρχικής διαδρομή του Γιώργου Σιγάλα στο αγαπημένο του άθλημα. Ένα άθλημα το οποίο το έβαζε πάνω απ’ όλα! Από παιδί ακόμη. Και αυτός είναι ο λόγος που αποτελεί ένα από τα πιο χτυπητά παραδείγματα των αποτελεσμάτων που μπορεί να φέρει η ένωση της σκληρής δουλειάς και της επιθυμίας για βελτίωση. Πασαλιμανιώτης γέννημα-θρέμμα έκανε τα πρώτα του βήματα στο ιστορικό ανοιχτό της λέσχης του Ολυμπιακού και μέσα από αντιξοότητες και δυσκολίες κατόρθωσε να κάνει όλα τα όνειρά του πραγματικότητα με την «ερυθρόλευκη» φανέλα.
Φορώντας το νο5 των Πειραιωτών, έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του συλλόγου που σήκωσε ευρωπαϊκό τρόπαιο (το 1997 στην Ρώμη) και ευτύχησε να κατακτήσει και τους 8 τίτλους στην καριέρα του με την ομάδα της καρδιάς του. Πολύ έντονη προσωπικότητα, με χιούμορ και εξωστρέφεια από τις λίγες για τους μπασκετμπολίστες πρώτης γραμμής, εκείνη την εποχή, ο “Rambo” ήταν η επιτομή του μαχητή και του εξολοθρευτή μέσα στο παρκέ. Έξω από τις τέσσερις γραμμές, εκτός από «αντικείμενο του πόθου» για την συντριπτική πλειοψηφία του γυναικείου πληθυσμού στα νιάτα του (έφτασε να κάνει διαφήμιση για πατατάκια), ήταν ο απόλυτος bon viveur.
Στην διάρκεια της 19χρονης πορείας του στο επαγγελματικό μπάσκετ, στην ιστορία έμειναν η θυελλώδης σχέση του με τον Γιάννη Ιωαννίδη, με τα συνεχή σκαμπανεβάσματα που δημιουργούσαν μία συνεχή εναλλαγή αγάπης και... μίσους, μέσα από την οποία γινόταν συνεχώς καλύτερος παίκτης.
Αξέχαστη θα μείνει η αντιπάθεια που - κατά πολλούς - του έτρεφε ο αείμνηστος Ντούσαν Ίβκοβιτς και η οποία συνετέλεσε - κατά τον ίδιο - στον απρόσμενο (όχι για εκείνον) «χωρισμό» με τον Ολυμπιακό. Kαθώς επίσης και η πανευρωπαϊκή πρωτιά που του ανήκε, στην αποτελεσματική άμυνα κόντρα στον «φόβο και τρόμο» των καλαθιών, Νίκο Γκάλη.
Οι πιο παλιοί δεν θα έχουν ξεχάσει τις ομηρικές μάχες του με τον Αλβέρτη και τον Οικονόμου, στην πενταετία 1993-1997, στο πλαίσιο των αναμετρήσεων Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού σε Ελλάδα και Ευρώπη. Ούτε φυσικά τον ηγετικό ρόλο που έπαιξε για σχεδόν μία δεκαετία σαν βασικός στέλεχος της Εθνικής ομάδας, σε μία εποχή που η «επίσημη αγαπημένη» έβγαινε μονίμως 4η σε Πανευρωπαϊκά και Παγκόσμια!
Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, ο Γιώργος Σιγάλας σε μία διαφορετική συνέντευξη-απολογισμό της καριέρας του στο Gazzetta. Από το Πασαλιμάνι, όπου έσκασε για πρώτη φορά την μπάλα, μέχρι το μπασκετικό ναό του «Αλεξανδρείου», όπου πέτυχε το τελευταίο του καλάθι, ο πιο κακοπληρωμένος superstar του ελληνικού μπάσκετ, διηγείται ανέκδοτες ιστορίες που θα σας κάνουν να γελάσετε, να συγκινηθείτε αλλά και να ταξιδέψετε και πάλι πίσω στην εποχή που το ελληνικό μπάσκετ βρισκόταν στο επίκεντρο της Ευρώπης.
Απολαύστε τον στις 12.052 λέξεις που ακολουθούν!
Το αυτοσχέδιο καλάθι ανάμεσα στο παντζούρι και το περβάζι!
Εσύ είσαι ένα παιδί που είχε επιλέξει το μπάσκετ ως προορισμό πριν την έκρηξη του '87. Θέλεις να μας μεταφέρεις λίγο στο κλίμα εκείνης της εποχής με ιστορίες που θυμάσαι και ενδεχομένως να διηγείσαι στους γιους σου;
«Η εικόνα που βρίσκεται ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη μου, είναι ότι η πρώτη μου επαφή με την μπάλα του μπάσκετ έγινε με καλό παντελόνι και σκαρπίνι μετά από βάπτιση, στο ανοιχτό γήπεδο του Ολυμπιακού στο Πασαλιμάνι. Μετά από λίγες μέρες, μάλιστα, γράφτηκα στις ακαδημίες μαζί με πολλούς φίλους μου από το σχολείο. Θυμάμαι ότι είχε γίνει μαζικό μπάσιμο, μετά από ένα μήνυμα που είχε στείλει στα σχολεία του Πειραιά, ο αείμνηστος Αλέκος Σπανουδάκης. Εγώ τότε πήγαινα στην 5η δημοτικού και αντι να πάμε στα τσικό του Εθνικού στο ποδόσφαιρο – γιατί κυρίως μπάλα παίζαμε στους δρόμους – με τα αλάνια της γειτονιάς, αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε στο μπάσκετ.»
Άλλοι Πειραιώτες εκείνης της εποχής κατάφεραν να προχωρήσουν;
«Από την ηλικία μου, όχι! Αλλά υπήρξαν κάποια παιδιά μικρότερα από μένα, που έφτασαν μέχρι ενός σημείου... Όπως για παράδειγμα ο Γιώργος ο Μόμτζος! Και από τους πιο παλιούς, σίγουρα ο Βασίλης Ντάκουλας, ο Αλέξης Χριστοδούλου, ο Χρήστος Μαργέλης, ο Δήμος ο Οικονομάκος, αλλά και τα παιδιά του Πειραϊκού, όπως ο Ελληνιάδης, ο Λαγάνης, ο Μαραλέτος, που έμειναν στην Α1 Κατηγορία.»
Αυτό ήταν το ξεκίνημα;
«Τότε άρχισαν όλα! Από 'κει και πέρα, ένας άλλος σταθμός που θυμάμαι είναι όταν πρωτοβγήκα από τα όρια του Πειραιά κι ανέβηκα για δύο συνεχόμενα καλοκαίρια στην Θεσσαλονίκη για το camp του Θόδωρου Ροδόπουλου. Την δεύτερη χρονιά, θυμάμαι ότι αναδείχτηκα καλύτερος παίκτης της θερινής περιόδου και κέρδισα μία υποτροφία για την Αμερική.»
Τότε ήσουν πόσο χρονών;
«Πήγαινα στην 2α Λυκείου. Είχα συμπαίκτη τον Κώστα Μωραϊτη, που είχε έρθει ως μεγάλο ταλέντο, μετεγγραφή από τον Ολυμπιακό Βόλου για το ανδρικό. Παίξαμε μία σεζόν μαζί στο εφηβικό και είχαμε κατακτήσει το φημισμένο τουρνουά “Milco Cup”, που διοργανωνόταν τότε για πρώτη φορά.»
Πότε έπεισες τον εαυτό σου ότι θα ασχοληθείς αποκλειστικά με το άθλημα;
«Σχεδόν αμέσως! Θέλω να πω ότι ξόδευα τόσες πολλές ώρες στο γήπεδο, που πολύ γρήγορα το μπάσκετ έγινε η αγαπημένη και μοναδική μου ενασχόληση, αν εξαιρέσουμε λίγη ώρα που αναγκαστικά αφιέρωνα στο διάβασμα. Το πατρικό μου στο Πασαλιμάνι ήταν πάνω από την λέσχη του Ολυμπιακού, στα 200 μέτρα. Με το που γυρνούσα από το σχολείο, έτρωγα και που με έβρισκες που με έχανες, έκανα σουτάκια στο ανοιχτό. Ακόμη και τώρα έχω ως εικόνα τον συγχωρεμένο τον κυρ-Στέλιο τον φύλακα του γηπέδου.
Φτάναμε στο σημείο να παίζουμε και μετά τα μεσάνυχτα με αναμμένη την μία από τις δύο λάμπες, για να ελαχιστοποιήσουμε τις πιθανότητες να το πάρουν χαμπάρι και να μας διώξουν...»
Όταν σας διώχνανε τι κάνατε;
«Είχαμε εναλλακτικές! Μία από τις πιο εντυπωσιακές, ήταν το αυτοσχέδιο καλάθι που είχαμε φτιάξει σε ένα νεοκλασικό εγκαταλελειμμένο κτίριο, που τώρα έχει γίνει αλυσίδα αρτοποιείου και βρισκόταν διπλα στο φαρμακείο Δρίτσα της γειτονιάς! Αυτό το οίκημα είχε κάτι μεγάλα παράθυρα δύο μέτρα ύψους και το πεζοδρόμιο ήταν πολύ πλατύ, σχεδόν πέντε μέτρα. Όταν, λοιπόν, ήταν κλειδωμένο το ανοιχτό, οπότε δεν είχαμε πρόσβαση στις μπασκέτες και δεν μπορούσαμε να πάμε στο ΣΕΦ ή στην Γαλλική που είχε ωραίο γήπεδο, είχαμε ως στόχο το κενό ανάμεσα στο παντζούρι και το περβάζι! Όταν η μπάλα έκανε το διπλό γκελ κι έπεφτε μέσα, μετρούσε πόντος!»
Απίστευτο...
«Μιλάμε για πράγματα που αν τα πεις στα σημερινά νέα παιδιά, θα γελάνε! Είχε τρέλα η εποχή μας! Δεν μας έλλειπε κάτι... Απλά όταν θέλαμε κάτι πολύ, προσπαθούσαμε να επινοήσουμε τον πιο ευφάνταστο τρόπο για να το πετύχουμε. Μπορεί να ήμασταν η γενιά της αμπάριζας και να έπεφτε και αρκετό ξυλίκι, ό,τι αγαπούσαμε, όμως, το κυνηγούσαμε...»
Στις μικρές Εθνικές ομάδες ήμουν πάντα ο τελευταίος που κοβόταν από την 12άδα!»
Ναι αλλά από 14-15 ετών πίστεψες ότι το μπάσκετ θα αλλάξει τη ζωή σου;
«Σε καμία περίπτωση, τότε, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα γίνω επαγγελματίας. Σου το ορκίζομαι! Έπαιζα μπάσκετ και απλά συνέβαιναν πράγματα. Να φανταστείς ότι κόπηκα απ' όλες τις μικρές Εθνικές ομάδες και χρειάστηκε να φτάσω 20 χρονών, για να παίξω σε ένα Πανευρωπαϊκό με την Εθνική Νέων, στο οποίο πήραμε αργυρό μετάλλιο και διακρίθηκα κιόλας! Σε όλες τις υπόλοιπες Εθνικές ήμουν ο τελευταίος που κοβότανε!»
Ούτε στην παμπαίδων, ούτε στην παίδων και στην εφήβων, έπαιξες;
«Στην παμπαίδων και την παίδων σίγουρα όχι! Σε ένα βαλκανικό τουρνουά εφήβων με είχε πάρει, θυμάμαι, ο Ιορδανίδης και σε κάτι φιλικά στην Βενετία. Κι αυτό επειδή είχε τραυματιστεί κάποιος. Ήμουν δωμάτιο με τον Κοσμά τον Γκόγκο, τότε και κάναμε τουρισμό γυρνώντας στα δρομάκια της πόλης με ποδήλατα! Πρέπει να μας είχε βάλει και σε κάποιο ματς!»
Η απόρριψη εκείνης της εποχής σου έδινε κίνητρο;
«Είχα συνειδητοποιήσει απόλυτα την αξία της συμμετοχής στις Εθνικές ομάδες, γιατί πήγαινα και παρακολουθούσα τις προπονήσεις των μεγαλύτερων. Έβλεπα δηλαδή τον Γαλακτερό και τον Κορωνιό στην προηγούμενη φουρνιά από την δική μας και τους ζήλευα με την καλή έννοια. Τότε για μας, εκείνοι οι παίκτες ήταν κάτι άπιαστο και ήθελα να εμπνευστώ απ' αυτούς. Γενικά, όταν είχα χρόνο, πήγαινα και μελετούσα πολλούς παίκτες που ξεχώριζαν εκείνη την εποχή, όπως ο Λαζάρου για παράδειγμα του Ιωνικού Νικαίας, που είχε τρομερό στυλ και κινούνταν φοβερά μέσα στο γήπεδο. Απλά σε εκείνα τα χρόνια, οι μικρές Εθνικές ομάδες δεν είχαν αυτό το φανταχτερό κομμάτι που έχουν σήμερα. Το κομμάτι Εθνική ήταν μόνο ουσία! Όταν κάποιος περνούσε το κατώφλι της, αυτομάτως αποκτούσε ένα status, γινόταν ένα μέγεθος. Τώρα, υπάρχουν παιδιά που περνούν από τις μικρές Εθνικές ομάδες και μετά από 1-2 χρόνια εξαφανίζονται τελείως από τον χώρο. Ενώ τότε, όσοι χρίζονταν διεθνείς ακολουθούσαν μία αξιοπρόσεκτη πορεία και οι περισσότεροι εξ' αυτών ήταν πρωταγωνιστές. Αυτή ήταν η διαφορά! Δεν θα κρύψω ότι στενοχωριόμουν, αλλά όταν τα πράγματα δεν τα παρατάς και τα ακολουθείς χωρίς ζόρι, κάποια στιγμή θα ανταμειφθείς. Το βασικό είναι να το κάνεις επειδή το γουστάρεις και όχι επειδή στο επιβάλλει κάποιος ή κάποια κατάσταση...»
Το μικρόβιο του επαγγελματία το κόλλησες την χρονιά που πήγες δανεικός στον Παπάγου;
«Και πιο πριν! Από την ηλικία των 17 ετών, όταν έβαλα την εντατική γυμναστική στο καθημερινό μου πρόγραμμα! Πήγαινα στο γνωστό γυμναστήριο “Arena” στο Πασαλιμάνι, που ανήκε στον Τριανταφύλλου, ο οποίος προσελήφθη ως φυσιοθεραπευτής στον Ολυμπιακό από τον Ιωαννίδη. Ήταν όταν είχα αρχίσει να μπαίνω στην διαδικασία να φτιάξω λίγο το κορμί μου και να αρχίσω να δυναμώνω.»
Από τόσο νωρίς πληρωνόσουν;
«(γελάει!!)... Ας το βγάλουμε αυτό απ' έξω! Αν και συμφωνώ ότι ο επαγγελματισμός έχει να κάνει με την αμοιβή, αλλά ταυτόχρονα έχει να κάνει και με την συνέπεια με την οποία χρειάζεται να δουλέψεις για να φτάσεις στον στόχο σου. Ο στόχος κάθε φορά μπορεί να άλλαζε! Να ήταν λίγο πιο μικρός ή λίγο πιο μεγάλος. Ο δικός μου είχε να κάνει με το ότι δεν έβαζα τίποτε παραπάνω από το μπάσκετ! Τι θέλω να πω; Ότι δεν πήγα πενταήμερη εκδρομή και προτίμησα να συμμετάσχω σε ένα τουρνουά Χριστουγέννων, παρ' ότι ήξερα ότι δεν θα ήταν κάτι σπουδαίο. Ήταν, όμως.... μπάσκετ! Ότι προτιμούσα να πάω για μονά, παρ' ότι οι φίλοι μου θα πήγαιναν βόλτα στο Παλαιό Φάληρο. Τέτοια πράγματα! Η μοναδική μου διασκέδαση μετά το σχολείο, ήταν το γήπεδο. Η μάνα μου έβγαινε στο μπαλκόνι και μου έβαζε τις φωνές να επιστρέψω για να διαβάσω λίγο και μετά θα θα ξαναπήγαινα για προπόνηση.»
Είναι αυτό που έλεγες νωρίτερα... Ότι τίποτε δεν σου έβγαινε με το ζόρι... Το έκανες επειδή το γούσταρες...
«Ακριβώς! Θυμάμαι ότι μερικά χρόνια αργότερα, όταν πλέον είχα καταξιωθεί σαν επαγγελματίας και κυκλοφορούσε στην πιάτσα ότι δούλευα πολύ σκληρά στην προπόνηση, η κλασική ερώτηση που μου γινόταν ήταν “τι θυσίες κάνεις;”... Καμία θυσία δεν έκανα! Δεν υπήρχε αυτή η ερώτηση! Για ποια θυσία να μιλήσουμε όταν εγώ είχα κάνει το όνειρό μου πραγματικότητα και ήμουν τρισευτυχισμένος; Άλλος θέλει να βγαίνει κάθε βράδυ. Άλλος θέλει να διαβάζει βιβλία ή να γράφει κι άλλος να παίζει μουσική. Εγώ ήθελα να παίζω μπάσκετ. Αυτή ήταν η χαρά μου!»
«Όταν έμαθα ότι θα πάω δανεικός στον Παπάγου, έβαλα τα κλάματα!»
Κεφάλαιο Παπάγος: Μία φοβερή μπασκετική παρέα με Κουφό, Γκάρο, Παγίδα, Κονδύλη και τα υπόλοιπα παιδιά, που είχαν προσφέρει εξαιρετικές εικόνες. Τι ιστορίες θυμάσαι από εκείνη την εποχή;
«Θεωρώ ότι η επιτυχία εκείνης της ομάδας οφείλεται στον προπονητή. Ο Περικλής Ταυρόπουλος είχε φτιάξει μία ομάδα με τρομερή χημεία. Ήμουν τυχερός που συνεργάστηκα με αυτά τα παιδιά, που ήταν εξαιρετικοί χαρακτήρες, ωστόσο, αν ο coach ήταν άλλος δεν ξέρω αν θα έδενε τόσο πολύ το γλυκό. Αυτή η ευτυχής συγκυρία σε συνδυασμό με το ταλέντο, την σκληρή δουλειά στην προπόνηση – γιατί τώρα τους παίκτες τους “χαιδεύουμε”, ενώ τότε μας ξεζουμίζανε – και την διοικητική σοβαρότητα στο πρόσωπο του Θόδωρου Καρατζά, ήταν τα μυστικά της επιτυχίας...»
Πέρασες καλά στα βόρεια προάστια;
«Στην αρχή, όταν έμαθα ότι θα πάω δανεικός, έκλαιγα! Γιατί θεωρούσα ότι το μπάσκετ μου ψιλοτελειώνει από την στιγμή που έφευγα από τον Ολυμπιακό, που ήταν το σπίτι μου. Δεν ήξερα τι θα γίνει με δεδομένο ότι ακόμη δεν ήμουν και δεν αισθανόμουν επαγγελματίας. Ήμουν στον Πειραιά από παιδάκι και ξαφνικά... γιοκ! Γενικά, πάντως, εκείνο το καλοκαίρι είχαν γίνει και διάφορα...»
Τι εννοείς;
«Ενώ είχα κερδίσει το δικαίωμα στην υποτροφία στην Αμερική από το camp του Ροδόπουλου, δεν είχα κανέναν να με συμβουλέψει και να με σπρώξει προς την λύση του κολεγίου. Ο συγχωρεμένος ο Μάκης Δενδρινός που ήταν τότε προπονητής του Ολυμπιακού στο ανδρικό, με είχε “ψήσει” ότι θα πάρω χρόνο και ενθουσιάστηκα με την προοπτική της συμμετοχής στην προετοιμασία. Όταν γυρίσαμε, όμως κι ενώ είχα πάει αρκετά καλά, ήρθε ο Δενδρινός και μου είπε ότι “είναι καλύτερο να πας δανεικός στην Α2 Κατηγορία, σε μία δική μας ομάδα που θα παίξεις και θα σε προσέξουν”... Εκεί μου κόπηκαν τα πόδια! Όχι γιατί δεν πήγα στην Αμερική, αλλά γιατί μπροστά μου ορθωνόταν το άγνωστο.»
Ωστόσο, εκείνη σεζόν σε βοήθησε;
«Ναι γιατί και βελτιώθηκα αλλά και η ομάδα έκανε εξαιρετική σεζόν, ενώ η επιβράβευση ήρθε όταν ο Μιχάλης Κυρίτσης έθεσε βέτο το επόμενο καλοκαίρι κι επέστρεψα στον Ολυμπιακό.»
Ο κόσμος θέλει ιστορίες, όμως... Αυτές είναι που μένουν...
«Λοιπόν, είναι χειμώνας, έχει μισό μέτρο χιόνι στα βόρεια προάστια κι έχω ξεκινήσει από το Πασαλιμάνι με ένα δίχρονο Simpson που είχα τότε. Φτάνω στο γήπεδο και οι μπασκέτες δεν κατέβαιναν, με αποτέλεσμα να κάνουμε προπόνηση χωρίς καλάθια. Ή ξέρω 'γω το ράγκμπι που παίζαμε στην παραλία, στο Καβούρι και μετά όλοι οι τρελοί της ομάδας, κάναμε βουτιά στα κρύα νερά! Να φανταστείς ότι στου Παπάγου πήγαινα το πρωί με το μηχανάκι για πρωινή, το μεσημέρι κοιμόμουν είτε στα αποδυτήρια, είτε στο σπίτι του Υφαντή και του Αρώνη και το απόγευμα έκανα δύο προπονήσεις... Μία με το εφηβικό και μία με το ανδρικό. Περάσαμε πολύ ωραία! Ήμουν κι εγώ μανιακός με την υπερβολική γυμναστική και τα extreme sports, οπότε βρήκα την υγειά μου...
Εξού και το πολύ πετυχημένο παρατσούκλι “RAMBO” που σε ακολούθησε μέχρι το τέλος της καριέρας σου. Αλήθεια ποιος είναι ο «νονός»;
«Πραγματικά δεν ξέρω, αλλά υποθέτω ότι κάποιος συνάδελφός σου θα το έγραψε πρώτος και πέρασε προς τα έξω κι εγώ το αποδέχτηκα και μου έμεινε! Κακό δεν ήταν πάντως (γέλια...)!»
«Ο “Ξανθός” μας ξεθέωνε στην προετοιμασία, αλλά στο τέλος εμείς τρέχαμε και οι άλλοι περπατούσαν!»
Η συνέχεια σε βρίσκει πίσω στο «λιμάνι» στην τελευταία χρονιά πριν την έλευση του Ιωαννίδη...
«“Πέτρινα χρόνια” για τον Ολυμπιακό στους τσίγκους του Παπαστράτειου, αλλά για μένα ήταν κομβική χρονιά γιατί στα 19 μου, ήμουν πλέον κανονικό μέλος της ανδρικής ομάδας με σταθερό χρόνο συμμετοχής στην Α1 Κατηγορία. Θυμάμαι ότι είχε γίνει ένας χαμούλης κάποια στιγμή, που ο Κυρίτσης με δοκίμασε ως playmaker κι έφαγε κράξιμο από το συνάφι σας! Αυτό θυμάμαι από το αγωνιστικό μέρος.
Εξωαγωνιστικά, θυμάμαι την πολύ καλή παρέα που κάναμε με τον Παπαδάκο και τον Ελληνιάδη, που με είχαν από κοντά μαζί με τον Αλέξη τον Χριστοδούλου και περισσότερο μου έχει μείνει το απ' έξω, παρά το από μέσα... Έτσι, άλλωστε, γνώρισα και το staff του Ιωαννίδη που ήρθε το επόμενο καλοκαίρι...»
Δηλαδή;
«Αν και επαγγελματίας παίκτης, έπαιζα μονό στο ανοιχτό της Λέσχης του Ολυμπιακού κι έρχεται ξαφνικά ο τότε πρόεδρος του Ερασιτέχνη, ο αείμνηστος Λεωνίδας Θεοδωρακάκης και μου λέει: “Γιώργο, έλα λίγο να σου γνωρίσω κάποιους ανθρώπους”... Μιλάμε για surreal εικόνα (γέλια!!)... Έτσι ιδρωμένος συστήθηκα στον Γιάννη Γιαννάκη και τον Γιάννη Ιωαννίδη τον Ολλανδό.
Και με το που βγαίνω έξω από την αίθουσα, θυμάμαι να λέω από μέσα μου: “αυτή είναι η μαφία του αθλήματος”! Γιατί εγώ δεν ασχολήθηκα με το μπάσκετ από το Ευρωμπάσκετ του '87, αλλά παρακολουθούσα τα τεκταινόμενα σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας του '80 και ήξερα ποιοι ήταν!»
Επειδή ήσουν σκληραγωγημένο παιδί και λάτρης της προπόνησης, να υποθέσω ότι εξ' αρχής δεν αντιμετώπισες πρόβλημα με τα αγωνιστικά γυμνάσια του Γιάννη Ιωαννίδη;
«Ισχύει αυτό γιατί όλο το καλοκαίρι έκανα τρομερή προπόνηση που δεν είχε να κάνει με το μπάσκετ, αλλά με το σώμα. Δηλαδή μπορείς να με πετύχαινες να ανεβαίνω με την όπισθεν στην ανηφόρα του Προφήτη Ηλία και μετά να κατεβαίνω κανονικά, έτσι για ενδυνάμωση των ποδιών. Τότε δεν υπήρχε internet, αλλά την έψαχνα πολύ με γυμναστές, με βιβλία κλπ... Είχα τελειώσει το σχολείο, είχα χρόνο και μου είχε μπει η μούρλα να γίνω ταυρί! Είχα μάθει ότι η ομάδα είχε συμφωνήσει με τον Νίκο Φώσκολο, που ήταν θιασώτης των νέων αθλητικών παιδιών, οπότε είχα βάλει στόχο να εμφανιστώ όσο το δυνατόν πιο έτοιμος στην προετοιμασία.»
Και τελικά ήρθε ο «ξανθός»...
«Η αλλαγή έγινε αφότου ήρθε ο Κόκκαλης, ο οποίος έφερε τον Ιωαννίδη και ζήτησε από τον Φώσκολο να μείνει ως συνεργάτης, πρόταση την οποία αρνήθηκε... Τότε στην Ελλάδα ήταν ο Κώστας Πολίτης λόγω Εθνικής και ο Γιάννης Ιωαννίδης λόγω Άρη και μετά όλοι οι υπόλοιποι προπονητές! Υπήρχαν και άλλοι αξιόλογοι, αλλά αυτοί οι δύο βρίσκονταν στην κορυφή της ιεραρχίας.»
Η πρώτη συγκέντρωση με Ιωαννίδη έγινε στο Στάδιο «Ειρήνης και Φιλίας»;
«Και όμως έγινε στο Παπαστράτειο, αλλά πολύ γρήγορα έπεσε η τρελή ιδέα – για εκείνη την εποχή – της μετακόμισης στο ΣΕΦ, που όμως στηρίχθηκε σε διάφορα επιχειρήματα, όπως η δίψα του κόσμου λόγω της κακής πορείας του ποδοσφαίρου αλλά και η συνεργασία με τον πλέον πολυνίκη προπονητή που ερχόταν μετά από μία πορεία πρωταθλητισμού με τον Άρη. Και πράγματι θυμάμαι ότι στο πρώτο ματς που παίξαμε στο Κύπελλο, το γήπεδο γέμισε και στις κερκίδες είχε 12.000 κόσμο!»
Πότε συνειδητοποίησες ότι «χτίζεται» κάτι μεγάλο; Από την έλευση του Πάσπαλι, από την μαρτυρική προετοιμασία στην Ιταλία, από τα μπινελίκια του «ξανθού», από τι;
«Το ότι συμβαίνει κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, το καταλάβαμε από τα 18 άτομα ρόστερ! Επειδή ξέρω την ιστορία, ο Ιωαννίδης είχε δεχθεί εισηγήσεις και προτάσεις να παραχωρήσει κάποιους παίκτες, αλλά τελικά δεν άφησε να φύγει κανένας. Και αυτό του το αναγνωρίζω, γιατί ήθελε να δώσει σε όλους την ευκαιρία. Στις προπονήσεις γινόταν σκοτωμός! Το πρώτο σοκ είχε να κάνει με την προετοιμασία, όπου εμείς λείπαμε ένα μήνα και κάτι και ήμασταν κλεισμένοι σε ένα βουνό της Ιταλίας (σ.σ.: Τσιόκο). Ήμουν δωμάτιο με τον Καμπούρη και ο Αργύρης είχε χαράξει στον τοίχο γραμμούλες και κάθε μέρα έσβηνε και μία! Πως κάνουν οι φυλακισμένοι που μετρούν ανάποδα για να αποφυλακιστούν; Κάπως έτσι...»
Μεγάλο μαρτύριο;
«Ήταν τρομερή αλλαγή σε σχέση με το τι είχαμε συνηθίσει. Αλλά το χειρότερο ξέρεις ποιο είναι; Πέραν του ότι λείπαμε που λείπαμε τόσο καιρό, δεν ξέραμε τι μας περίμενε μετά... Ποιο ήταν το πρόγραμμα... Με το που γυρίσαμε, πήγαμε κατευθείαν στο Ισραήλ. Πάμε προσκυνάμε στους Αγίους Τόπους, παίζουμε κάτι φιλικά, επιστρέφουμε και σχεδόν αμέσως ξαναπετάμε στην Ιταλία για ένα τουρνουά. Από ένα σημείο και μετά, δεν νιώθαμε τα πόδια μας από την ταλαιπωρία και την κούραση και μας δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι κάτι δεν πάει καλά ή δεν έχει γίνει καλά... Πολύ απλά γιατί τόσο καιρό, δεν είχαμε μάθει σε αυτόν τον τρόπο δουλειάς...»
Και απολύτως φυσιολογικά, δεν μπορέσατε και να αποδώσετε καλά στα φιλικά παιχνίδια γιατί είναι σφιγμένα τα πόδια σας;
«Αυτό ακριβώς! Όταν, όμως, όλο αυτό άρχισε να ρολάρει και τα σώματά μας αρχίζουν να ανταποκρίνονται σε αυτή την σκληρή προπόνηση, αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι όλη αυτή η πίεση στην αρχή της χρονιάς, είχε να κάνει με την αντίδραση της ομάδας στο τέλος της σεζόν, όταν θα κρίνονταν οι τίτλοι.
Θέλω να πω ότι στο τέλος εμείς τρέχαμε και οι αντίπαλοί μας δεν είχαν τις ίδιες δυνάμεις. Αυτό τα λέει όλα. Κοινώς με τον Ιωαννίδη μάθαμε ότι η σκληρή προπόνηση είναι το μεγαλύτερο εφόδιο. Γι' αυτό και τότε δεν είχαμε τόσο συχνούς και ελαφριούς τραυματισμούς. Είχαμε ή σοβαρούς και αυτό σπάνιο και συνήθως λόγω κακιάς στιγμής ή καθόλου. Τώρα βλέπω τους αθλητές να παθαίνουν συνέχεια θλάσεις και διαστρέμματα και τρελαίνομαι. Ακούω ότι μαζεύονται οστεόφυτα από 'δω κι από 'κει και απορώ. Εμείς δεν τα είχαμε αυτά! Ή τα είχαμε και δεν τους δίναμε σημασία...»
«Δεν ήμουν ο χαρακτήρας που θα έδερνε τον Ιωαννίδη, αλλά μία φορά τα χρειάστηκα!»
Όσοι γνωρίζουμε την πορεία σου και ζήσαμε εκείνη την εποχή, ξέρουμε καλά πόσο μεγάλη επίδραση είχε ο Γιάννης Ιωαννίδης στην καριέρα σου και πόσο σε βοήθησε. Εγώ θέλω να σε ρωτήσω πόσες φορές σε είχε φέρει στα όριά σου;
«Τα πρώτα δύο χρόνια ήταν τραγικά! Υπήρξαν πολλές στιγμές που είπα “δεν πάει άλλο”! Όταν δεν έχεις την εμπειρία και είσαι απλά ένα νέο παιδί, δεν ξέρεις πως να αντιμετωπίσεις κάποια πράγματα. Εγώ δεν ήμουν ο χαρακτήρας που θα "έδερνε" τον Ιωαννίδη και γενικώς δεν ήμουν τέτοιος. Παρ' ότι ανδρώθηκα σε γειτονιές που έπεφτε ξύλο στους δρόμους και είχα τον τσαμπουκά να διαχειριστώ τέτοιες καταστάσεις, με διακατείχε τέτοιος σεβασμός για το μπάσκετ, που μου πήρε αρκετό καιρό μέχρι να αντιληφθώ για ποιο λόγο ο coach σε προκαλούσε και έπαιζε με το μυαλό σου.»
Ήταν μία διαδικασία αυτό έτσι;
«Ασφαλώς και κάποιοι, αρκετοί θα έλεγα, δεν άντεξαν! Και δικαιολογημένα, δεν μπορώ να πω ότι είχαν άδικο, γιατί το θέμα ήταν ξεκάθαρα πνευματικό. Επομένως, εμένα ουσιαστικά με έσωσε η αγάπη και η προσήλωσή μου στο άθλημα και η επιθυμία μου να κάνω καριέρα. Υπό την έννοια ότι δεν θα άφηνα τίποτε και κανέναν να μου διακόψει το όνειρο. Θα μπορούσε κάλλιστα ο Ιωαννίδης, να μου πει ότι “ξέρεις κάτι; Δεν κάνεις, θα πας κάπου αλλού!”... Αυτό, όμως, δεν έγινε ποτέ. Υπήρχε μία συνεχής απαίτηση με λάθος τρόπο. Με έναν τρόπο που εγώ δεν θα υιοθετούσα ποτέ απέναντι σε παίκτη μου. Και βέβαια ο Ιωαννίδης δεν ήταν ο πρώτος διδάξας... Υπήρχε πριν απ' αυτόν ο Μπόμπι Νάιτ στο πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και κάποιοι Σέρβοι προπονητές, που είχαν λανσάρει αυτές τις συμπεριφορές.»
Αρκετές φορές, όμως, έφερναν και αποτέλεσμα...
«Πρόσεξέ με σε κάτι... Αυτή η συμπεριφορά δεν υπήρχε απέναντι σε όλους ανεξαιρέτως! Η απαίτηση, η σκληράδα και η προπόνηση στα κόκκινα ήταν κοινή για όλους... Τα μπινελίκια, όμως, δεν τα άκουγαν όλοι! Ο τρόπος διέφερε ανάλογα τους χαρακτήρες...»
Η προπονητική σου άποψη για τον «ξανθό» ποια είναι;
«Μπασκετική διάνοια! Ήξερε να στήνει, να προετοιμάζει, πως να διαχειρίζεται, πως να φτάσει τις ομάδες του ψηλά, τι να λέμε τώρα; Μπορούσες να τον κατηγορήσεις για πολλά πράγματα, όχι όμως ότι δεν ήταν δίκαιος. Έδινε σε όλους ευκαιρίες από την στιγμή που τους κρατούσε στην ομάδα. Με τον Ιωαννίδη δεν υπήρχε αυτό που ακούω κατά καιρούς “δεν παίζει γιατί δεν τον γουστάρει ο προπονητής!”... Δεν υπήρχε αυτό για εκείνον! Δεν υπήρχε περίπτωση να παραγκωνίσει κάποιον επειδή είχε προσωπικά μαζί του... Όποιος άρπαζε την ευκαιρία, έπαιζε...»
Να υποθέσω ότι ουκ ολίγες φορές έχεις κρατήσει το χέρι σου για να μην σου φύγει καμία ξώφαλτση;
«Η τελευταία φορά και η μόνη ήταν όταν επιστρέψαμε με τον Φασούλα στην προπόνηση, μετά από ένα ταξίδι στο Τελ Αβίβ για ένας ματς της μεικτής Ευρώπης. Ο Ιωαννίδης δεν ήθελε να μας αφήσει να πάμε. Είχε προσπαθήσει ο Γιάννης Γιαννάκης να τον πείσει, λέγοντάς του ότι ήταν μεγάλη τιμή να έχει ο Ολυμπιακός δύο παίκτες στο παιχνίδι προς τιμήν του Μίκι Μπέρκοβιτς, αλλά εκείνος δεν ήθελε γιατί φοβόταν το ματς με το Ηράκλειο που ακολουθούσε εκτός έδρας. Τελικά πήγαμε, παίξαμε, γυρίσαμε, κάναμε μία προπόνηση και μετά πετάξαμε στην Κρήτη με την αποστολή. Έλα, όμως, που τα 'φερε έτσι η κατάσταση και κερδίσαμε με το ζόρι, με μένα και τον ψηλό να ήμασταν ψιλοχάλια.»
Κατάλαβα... Ποιος τον είδε και δεν τον φοβήθηκε...
«Το θέμα δεν είχε να κάνει με την απόδοση, γιατί πάντα προσπαθείς αλλά κάποιες φορές δεν σου βγαίνει! Στις βρισιές, επίσης, ήμασταν συνηθισμένοι. Αυτό που δεν αντεχόταν μαζί του, όταν έβγαινε από τα ρούχα του, ήταν ότι αρκετές φορές έλεγε πράγματα που ήταν πιο τραβηγμένα που χτυπούσαν ευαίσθητες χορδές της ηθικής του καθενός. Κάποια στιγμή, λοιπόν, τον άκουσα να λέει “εσύ φταις για την κακή απόδοση, εσύ πούλησες την ομάδα” και μάλιστα μπροστά σε όλους! Ευτυχώς που δεν ήμουν μόνος και ήμουν μαζί με τον Παναγιώτη γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι θα γινόταν. Αλλά ήταν πρώτη και η τελευταία φορά που ξέφυγα, αλλά ταυτόχρονα είχα και την ωριμότητα να διαχειριστώ το πρόβλημα. Απλά σηκώθηκα όρθιος και πήγα και στάθηκα μπροστά του με απειλητικό ύφος. Μπήκε αμέσως στην μέση ο Φασούλας και ο Μπακατσιάς και μας απομάκρυναν και μετά από λίγο, που πιθανόν κατάλαβε τι είχε πει και σε ποιον, άλλαξε τροπάριο και το γύρισε.
Να υποθέσω, λοιπόν, ότι η σχέση σας πέρασε πολλές δύσκολες στιγμές...
«Σίγουρα, αλλά να σου πω κάτι... Μπορεί να στενοχωριόμουν και να πήγαινα κάτω στο Πασαλιμάνι και να καθόμουν μόνος μου και να έκλαιγα από τα νεύρα μου και γιατί πολλές φορές ένιωθα αδιέξοδο – ο Γιάννης ο Γιαννάκης μου στάθηκε πολύ και με βοήθησε να καταλάβω τι έχω να αντιμετωπίσω – αλλά δεν μου προκάλεσε ποτέ αντιπάθεια ή επιθυμία να τον χτυπήσω, γιατί ήταν μία τεράστια μορφή του αθλητισμού και του μπάσκετ και πάνω απ' όλα ήταν δίκαιος.»
Αυτό που έχει μείνει στον περισσότερο κόσμο ήταν το περιστατικό με το μπουκάλι στο Τρεβίζο σε εκείνο το ματς με την Μπενετόν του Κούκοτς...
«Αυτό ήταν το λιγότερο και το πιο ασήμαντο απ' όσα είχαν γίνει! Απλά το έπιασε η τηλεόραση και λόγω του μπουκαλιού, έγινε ντόρος! Εδώ μιλάμε ότι έχουν γίνει τραγικά πράγματα συν του ότι στην φάση εκείνη, ουσιαστικά εγώ δεν έχω κάνει τίποτε. Απλά είχα κάνει τρίτο φάουλ στον Κούκοτς και με έχει βγάλει για να με προστατεύσει. Τον είχα παίξει εξαιρετικά και δεν πρέπει να μου είχε βάλει ούτε πόντο και επειδή φορτώθηκα με φάουλ και βγήκα, μπήκε ο Σταμάτης και του έβαλε 11 σερί! Και όπως καταλαβαίνεις την πλήρωσα εγώ επειδή δεν ήμουν μέσα στο παρκέ...»
Σε κατηγόρησε ότι φταις για το κρεσέντο του Κούκοτς, ενώ δεν έπαιζες;
«Μιλάμε για τρέλα! Αλλά από ένα σημείο και μετά, όμως, τα είχαμε συνηθίσει αυτά τα ξεσπάσματα, γι' αυτό σου λέω ότι εκείνο το περιστατικό ήταν πταίσμα...»
«Ο Γκάλης δεν θα σε έκανε ποτέ να αισθανθείς ότι αξίζεις σαν αμυντικός!»
Ζάρκο Πάσπαλι;
«Ένα τεράστιο μάθημα, όχι μόνο για μας στον Ολυμπιακό αλλά για όλο το πρωτάθλημα! Ξαφνικά να είμαστε κάθε μέρα στο γήπεδο με έναν παίκτη που δεν υπήρχε! Έβλεπες αυτά που έκανε στην προπόνηση και στους αγώνες κι έλεγες “δεν μπορεί”... Ένα παιδί 2,06 να ντριμπλάρει, να τρέχει, να σουτάρει – ειδικά πριν το θέμα που έπαθε μετά την 2η χρονιά με το χέρι του – είχε απίστευτη ευστοχία από μακριά από κοντά κι όλα αυτά με έναν εξαιρετικό χαρακτήρα. Φοβερός συμπαίκτης και φίλος, είχε άψογη συμπεριφορά και ήταν ο ιδανικός για να εκτοξεύσει εκείνη την ομάδα, που είχε ένα κράμα νέων και παλαιών παικτών και η άφιξή του μας έδωσε προοπτική. Μιλάμε για έναν παίκτη που ήταν βασικός στην Εθνική της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας.»
Πάμε σε κάτι άλλο τώρα, που έχει να κάνει με τα σωματοδομικά σου χαρακτηριστικά. Εσύ ήσουν ένα δίμετρος guard, που είχε την ευχέρεια να χαμηλώσει και να παίξει αποτελεσματική άμυνα ακόμη και απέναντι σε πολύ κοντύτερους αντιπάλους, με αποτέλεσμα να ήσουν ο πρώτος που άρχισε να περιορίζει αισθητά τον Γκάλη. Τι θυμάσαι απ' αυτές τις προσωπικές μονομαχίες;
«Θυμάμαι πολύ καλά δύο ματς. Ένα στο Περιστέρι, στους τελικούς του 1993 και φυσικά εκείνο στον ημιτελικό του Final 4 στο Τελ Αβίβ (σ.σ.: 8π. με 4/9 διπ. σε 40'). Υπήρχαν βέβαια και πάρα πολλά παιχνίδια στα οποία με είχε διαλύσει!
Ο Νίκος ήταν νο1 κίνδυνος για κάθε άμυνα στο ευρωπαϊκό μπάσκετ! Επομένως, εγώ έπρεπε να αναλάβω αυτό το δύσκολο έργο. Ατομικά δεν ασχολήθηκα ποτέ, ακόμη κι αν μου έβαζε 5, 6 ή 8 πόντους, που ήταν τεράστιο κατόρθωμα. Ποτέ δεν καυχήθηκα ότι σταμάτησα τον Γκάλη, γιατί τον είχα πάρα πολύ ψηλά! Πάντα, όμως, καθόμουν κι έβλεπα το επόμενο παιχνίδι και πως ξεσπούσε στον επόμενο προσωπικό αντίπαλο, μετά από ένα κακό παιχνίδι. Στο Τελ Αβίβ, θυμάμαι ότι μετά τους 8 πόντους που σκόραρε στον ημιτελικό με τον Ολυμπιακό, έβαλε 30 στην Μπαρτσελόνα.»
Πως γινόταν αυτό, όμως, έχει ενδιαφέρον... Θέλω να πω μελετούσες στο video και μιλούσες με τον Ιωαννίδη;
«Εννοείται! Πολλές ώρες κουβέντα με τον coach που τον ήξερε σαν την τσέπη του από την κοινή τους συνεργασία, αλλά σκέψου ότι την πρώτη φορά που έπαιξα man-to-man τον Γκάλη, ήταν σε ματς Παπάγου-Άρης, μετά την χρονιά της Γάνδης. Αν δεις video από εκείνο το παιχνίδ και εξαιρέσεις το ένας εναντίον ενός, που τότε ήταν και πιο νέος και άπιαστος, σε όλα τα υπόλοιπα κομμάτια ήμουν διαβασμένος. Δηλαδή είχα κάνει 5 κλεψίματα από πάσες του Γιαννάκη σε back-door! Απλά ακόμη δεν ήμουν έτοιμος για να έχω μία πληθωρική αμυντική παρουσία πάνω του.»
Πως αντιδρούσε ο Γκάλης μετά από μία κακή εμφάνισή του, που ήταν προϊόν της δικής σου καλής άμυνας;
«Τίποτα, μηδέν! Μπορεί να γκρίνιαζε λίγο στους διαιτητές, αλλά σε μένα δεν είχε πει ποτέ τίποτε. Ποτέ όμως! Αυτό ήταν εντυπωσιακό κι έλεγε πολλά για τον χαρακτήρα και την περηφάνια του. Γιατί υπήρχαν παίκτες που “πουλούσαν” τσαμπουκά. Θυμάμαι ότι με τον Πρέλεβιτς σπάνια υπήρχε ματς που δεν τσακωνόμαστε σαν τα κοκόρια! Αλλά ο Μπάνε ήταν άλλος χαρακτήρας και ήθελε να προκαλέσει εκείνη την ώρα για να το κάνει προσωπικό! Ο Γκάλης δεν σε έβλεπε! Δεν έδινε σημασία σε κανέναν! Ήθελε απλά να κάνει την δουλειά του. Αν δεν του έβγαινε, δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να σε κάνει να αισθανθείς ότι αξίζεις! Ούτε δευτερόλεπτο, όμως...»
Ντομινίκ Γουίλκινς;
«Αυτό το έζησα και με τον Ντομινίκ! Τότε ήμουν στο prime μου και είχα αρκετές καλές στιγμές στο μαρκάρισμά του, αλλά ήταν τόσο μεγάλος παίκτης που ακόμη και στα 36 του, υπήρχαν φορές που απλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτε! Εκεί αντιλαμβάνεσαι ότι ο τύπος έχει εξελίξει τόσο πολύ το ταλέντο του, που σηκώνεις τα χέρια ψηλά...»
Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος αντίπαλος που αντιμετώπισες;
«Πάρα πολλοί! Αλλά πρώτα απ' όλα ο Ζάρκο (σ.σ.: Πάσπαλι) στην προπόνηση! Τον Γκάλη δεν θα στον βάλω μέσα, γιατί η επιτυχία στο μαρκάρισμά του ήταν ομαδική δουλειά. Δεν μπορούσε να περιοριστεί αισθητά από έναν παίκτη. Μπορεί εγώ να είχα τα πνευμόνια και τα πόδια για να ήμουν κολλημένος πάνω του, αλλά αν δεν είχα βοήθεια από τους συμπαίκτες μου, δεν θα πετύχαινα κάτι σπουδαίο. Υπήρχαν, όμως, παίκτες εκείνη την εποχή, όπως ο Ντομινίκ, ο Πρέλεβιτς που ήταν killer, ο Γιανγκ της Λιμόζ ή ο Όλιβερ του Αμαρουσίου, οι οποίοι είχαν τρομερό σουτ και οι μακρινοί σουτέρ είχαν μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας. Μην ξεχάσω και τον Ρέτζι Μίλερ, που τον έπαιξα ένα παιχνίδι στο Παγκόσμιο του Κανάδα, το 1994!»
Πολύ γρήγορη κίνηση και ταχύτατη εκτέλεση;
«Και πολύ ξύλο! Εγώ, που ήμουν γνωστός για το μπασκετικό “ξύλο” που έπαιζα, τα χρειάστηκα μαζί του. Από δύο παίκτες έχω φάει “ξύλο”, ο ένας ήταν ο Ντομινίκ, άλλωστε, ήταν μεγάλο κορμί και είχε δυναμικό στυλ και ο άλλος ήταν ο Ρέτζι Μίλερ. Όταν τον κυνηγούσες, για να πάρει την μπάλα και να σου ξεφύγει, μπορούσε μέχρι και να σε πατήσει κάτω! Ήταν τρομερή εμπειρία αυτοί οι παίκτες της Dream Team! Ξέχασα και τον Μάρκ Πράις, ο οποίος ήταν κοντός (σ.σ.: 1,83) και δεν σου γέμιζε το μάτι, αλλά μιλάμε για πολύ ξύλο, χωρίς να μπορείς να τον κουνήσεις. Ο τύπος ήταν υπερδύναμος!»
«Μόνο και μόνο για το σπριντ και την τάπα του Βράνκοβιτς, ο Παναθηναϊκός άξιζε το τρόπαιο στο Παρίσι!»
Τώρα έτσι όπως μας ταξιδεύεις σε εκείνη την εποχή, θυμάμαι ότι είχε αναπτυχθεί μία μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού, σε σημείο που οι Έλληνες διεθνείς να πλακωνόσαστε στα ντέρμπι των playoffs και μετά από λίγο καιρό στην Εθνική ομάδα, ήσασταν φιλαράκια...
«Η κόντρα δεν τελείωνε όταν συναντιόμαστε στην Εθνική, αλλά πολύ πιο πριν. Με το που τελείωναν οι αγώνες. Αλλά εκείνη την εποχή, υπήρχαν πολλοί Έλληνες πρωταγωνιστές στις δύο καλύτερες ομάδες, με τους οποίους ήταν λογικό να συνδέονται περισσότερο οι φίλαθλοι. Δηλαδή, ο Αλβέρτης, ο Οικονόμου και ο Παταβούκας με τον Γκάλη και τον Γιαννάκη, ήταν πρώτα ονόματα και το ίδιο συνέβαινε με τους Έλληνες του Ολυμπιακού. Υπήρχε πράγματι μεγάλη αντιπαλότητα, αλλά ήταν μπασκετική. Θυμάμαι πολλά ματς με οπαδούς και των δύο ομάδων, που έπεφταν μεν βρισίδια, αλλά επεισόδια δεν γίνονταν ούτε με τέτοια συχνότητα, ούτε με τέτοια αγριότητα όπως βλέπουμε στην σημερινή εποχή. Ενώ μέσα στο παρκέ η αντιπαλότητα έχει περιοριστεί – κι αυτό είναι κάτι που δεν μου πολυαρέσει από την άποψη ότι στερεί το αλατοπίπερο που λέμε – η κόντρα έχει μεταφερθεί στην κερκίδα.»
Δηλαδή τσακωνόσαστε μέσα στο ματς και μετά το τέλος, ήταν όλα καλά;
«Αυτό ήταν το πιο σύνηθες! Αν υπήρχε κάποια παρεξήγηση, τηλεφωνιόμαστε, πηγαίναμε για καφέ ή για φαγητό και τη λύναμε. Όταν συναντιόμαστε στην Εθνική ομάδα, είχαμε ήδη αποκαταστήσει το όποιο πρόβλημα. Απλά επειδή συνδεόταν πολύ κόσμος μαζί μας, το όποιο περιστατικό έπαιρνε έκταση.
Αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε έχθρα και μίσος και ούτε γίνονταν τέτοια έκτροπα, όπως έχουμε δει κατά καιρούς τα τελευταία χρόνια. Θυμάμαι ότι είχα πάει στην Στεφανέλ Μιλάνου και είχα μάθει για όσα είχαν γίνει στο ΣΕΦ με τα σιφώνια και δεν το πίστευα. Αυτό ήταν το πρώτο ακραίο συμβάν... Από ένα σημείο και μετά έγινε ξεκάθαρο ότι όλα όσα ακολούθησαν, δεν ήταν προϊόν αντιπαράθεσης φιλάθλων, αλλά άλλων εξτρεμιστικών κοινωνικών ομάδων...»
«Φόρτωσες» όταν ο Αλβέρτης και ο Οικονόμου «συνελήφθησαν» από τον τηλεοπτικό φακό να πανηγυρίζουν στις κερκίδες του “Γιαντ Ελιάου” για την ήττα σας στον τελικό με την Μπανταλόνα;
«Μου είχε κάνει αρνητική εντύπωση, αλλά το προσπέρασα, γιατί κάθε χαρακτήρας είναι διαφορετικός. Και μετά από 2-3 μέρες, που καταλάγιασε και ο θόρυβος, νομίζω ότι άρχισε σιγά-σιγά να σβήνει...
Δηλαδή εσύ με τον Φασούλα, δεν τους είπατε ποτέ “ρε μ@λ@κες, τι κάνατε;”;
«Όχι ποτέ! Αλλά το θέμα δεν ήταν να τους το πούμε εμείς, αλλά να το αντιληφθούν μόνοι τους... Θυμάμαι ότι μετά από δύο χρόνια, στον τελικό του Μπερσί με την Μπαρτσελόνα, όπου ο Παναθηναϊκός είχε την ευκαιρία να γίνει η πρώτη ελληνική ομάδα που κατακτά το τρόπαιο και όχι εμείς που είχαμε παίξει και δύο τελικούς, έδιωξα τους γονείς μου από το σπίτι και κάθισα να δω μόνος μου το ματς, όντας σίγουρος για το τελικό αποτέλεσμα. Όταν, όμως, η Μπάρτσα άρχισε να μαζεύει την διαφορά, αναθάρρησα. Μόλις είδα τον Μοντέρο να πηγαίνει στο lay-up και να τρώει την τάπα από τον Βράνκοβιτς, όπως είχα δίπλα μου ένα μπουκάλι νερό, το άρπαξα και το έριξα πάνω στην τηλεόραση, από αντίδραση μόνο και μόνο σε αυτό που συνέβη και το οποίο δεν το ήθελα... Παρ' όλο που ήμουν προετοιμασμένος ότι θα νικούσε ο Παναθηναϊκός...»
Πρώτη φορά το ακούω αυτό...
«Φυσικά γιατί αυτό ήταν δική μου επιλογή και δεν έγινε σε δημόσια θέα! Έγινε στο σπίτι μου με κλειστές πόρτες και απλά σήμερα το μοιράζομαι... Είναι τελείως διαφορετικό να έχεις μία ανάλογη αντίδραση μέσα στο γήπεδο, μπροστά σε φιλάθλους, συμπαίκτες και αντιπάλους... Θα σου πω κάτι, όμως... Βλέποντας αυτή την ηρωική προσπάθεια που έκανε ο Στόϊκο, τον οποίο συμπαθούσα και θαύμαζα πολύ σαν παίκτη και σαν άνθρωπο, όταν παίζαμε αντίπαλοι, δεν μπορείς παρά να του βγάλεις το καπέλο! Ο Παναθηναϊκός άξιζε και μπράβο που το πήρε, μόνο και μόνο για αυτόν τον τύπο!»
«Όταν σε θέλει ο πρόεδρος και δεν ανανεώνεις, μάλλον φεύγεις επειδή δεν σε θέλει ο προπονητής!»
Ντούσαν Ίβκοβιτς; Ήταν η τελευταία σου χρονιά στον Ολυμπιακό και είχες περάσει δύσκολα...
«Τους πρώτους δύο μήνες, αν και ήμουν προετοιμασμένος γιατί ήξερα ότι ο “Ντούντα” είχε παράδοση στις κόντρες με τα ονόματα των ομάδων που αναλάμβανε, ξαφνικά βρέθηκα αντιμέτωπος με έναν άνθρωπο που ήταν δύσκολος. Απλά υπήρχε μία διαφορά: εγώ θεωρούμουν όνομα, αλλά στην ουσία δεν ήμουν.
Αυτό φαινόταν από τις απολαβές μου αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο μου συμπεριφερόταν η διοίκηση και από πολλά άλλα. Ήμουν ένας παίκτης της σειράς, που ήταν δημοφιλής γι' αυτό και αρχηγός, ο οποίος διακρινόταν. Όμως δεν ήμουν η βεντέτα του Ολυμπιακού. Ξαφνικά, λοιπόν, άρχισα να δέχομαι μία επίθεση με προφανή σκοπό να μου κόψει τον τσαμπουκά. Ενώ δεν υπήρχε κανένας λόγος...»
Αυτά, βέβαια, θυμάμαι ότι τα έκανε σε όλους... Και στον Φασούλα και στον...
«... στον Φασούλα δεν το έκανε, γιατί του τα είχε κάνει στον ΠΑΟΚ. Όπως και στον Φάνη (σ.σ.: Χριστοδούλου) στον Πανιώνιο και στον Γκάλη πιο παλιά στον Άρη. Με μένα, πάντως, ήταν κουφό. Γιατί πριν καν με γνωρίσει με πήγε στην κόντρα. Κάποια στιγμή, λοιπόν, προκάλεσα μία κατ' ιδίαν συζήτηση, στην οποία δώσαμε τα χέρια για να πορευτούμε όπως έπρεπε στην χρονιά. Όπως και έγινε με αποτέλεσμα η σεζόν να κλείσει με απόλυτη επιτυχία και ομαδικά και ατομικά, με την κατάκτηση του triple-crown.
Τι έγινε και δεν συνεχίσατε μαζί και την επόμενη χρονιά στον Πειραιά;
«Για κάποιο λόγο, τον οποίο δεν έμαθα ποτέ! Ίσως, οι άνθρωποι του Ολυμπιακού είχαν άλλα πράγματα στο μυαλό τους...»
Καλά δεν το έψαξες καθόλου, δεν ρώτησες;
«Ποτέ! Εγώ είχα συμφωνήσει προ καιρού με τον Σωκράτη Κόκκαλη. Από τον Φεβρουάριο, όταν η ομάδα τότε δεν έπαιζε καλά. Είχαμε μιλήσει, μου είχε πει ότι θα συνεχίσεις με αυτά τα χρήματα, είπα “ok” και περίμενα ένα τηλέφωνο να πάω απλά να υπογράψω. Και μάλιστα είχα κάνει και χιούμορ, λέγοντάς του ότι “αν τελειώσει η χρονιά και έχουμε πάρει και τα τρία τρόπαια, μήπως βάλουμε και κάτι παραπάνω!”...
Τώρα τι μεσολάβησε, δεν ξέρω! Παρ' ότι και στο αεροπλάνο που γυρίζαμε από την Ρώμη αλλά και στο γραφείο του αργότερα, μου είχε παραδεχτεί ότι ήμουν ο πιο χαμηλόμισθος και ότι ο μισθός μου έπρεπε να αλλάξει στην επόμενη τριετία κλπ... Αλλά αυτή η κουβέντα έγινε μεταξύ εμού και του προέδρου. Μετά άρχισαν να μπλέκονται διάφοροι και να γράφονται διάφορα, όπως για παράδειγμα ότι είχα υπογράψει στον Παναθηναϊκό ή στην ΑΕΚ με κάτι υπέρογκα ποσά, αλλά η ουσία είναι ότι ο Κόκκαλης δεν με κάλεσε ποτέ.»
Άρα μάλλον δεν σε ήθελε ο “Ντούντα”;
«Δεν το ξέρω. Αν έκανε κουμάντο εκείνος, ναι! Αν αποφάσιζε κάποιος άλλος, όχι. Υποθέτω, όμως, ότι την ομάδα την έφτιαχνε ο προπονητής. Το άσχημο είναι ότι δεν με πήρε ποτέ και κανείς τηλέφωνο. Θα μπορούσαν να το είχαν κάνει για να μου πουν το απλό ότι δεν συμπεριλαμβανόμουν στα πλάνα του coach ή τέλος πάντων ότι ήταν πολλά αυτά που σου έταξε ο πρόεδρος. Δεν το έκαναν και προχώρησα παρακάτω...»
Κατέρρευσε ο κόσμος σου εκείνο το καλοκαίρι;
«Όχι γιατί το περίμενα! Το ένιωθα! Μετά το τελευταίο παιχνίδι των τελικών μάζεψα όλα μου τα πράγματα από το ντουλάπι μου στα αποδυτήρια. Με κοίταζαν οι συμπαίκτες μου απορημένοι και με ρωτούσαν γιατί... Τους έλεγα ότι θα καθαρίσω το ντουλάπι και θα τα ξαναφέρω... Επίσης, είχα δώσει μία συνέντευξη πριν το τέλος της σεζόν και είχα πει ότι καλό θα ήταν η ομάδα αυτή να μην διαλυθεί... Και αμέσως μετά την διαλύσανε, ενώ ήταν η μοναδική ομάδα που εκείνη την εποχή απέφερε στην διοίκηση περισσότερα έσοδα απ' όσα κόστισε. Θα μου πεις, βέβαια... Όταν εσύ έπαιρνες τρεις και εξήντα... Και το χειρότερο ήταν ότι μετά άρχισε η κατάρρευση και πληρώθηκαν αδρά κάποιοι άλλοι παίκτες που ήρθαν στην θέση μας... Αυτό, το είχε πει και ο Ρίβερς αλλά και μερικά από τα υπόλοιπα παιδιά εκείνης της ομάδας, που είχαν την ίδια άποψη...»
Το σχόλιο του Χατζηνικολάου στο δελτίο ειδήσεων του MEGA και το break-dance του Μαρτσελέτι!
Ντέιβιντ Ρίβερς;
«Η εμπειρία μαζί του, για δύο χρόνια, ήταν εκπληκτική γιατί δίπλα του ήρθα κοντά στην αμερικανική κουλτούρα που ανέκαθεν μου άρεσε. Έμαθα πολλά απ' αυτόν! Ήταν τρομερό παιδί και απίστευτος επαγγελματίας. Είχαμε την τύχη εκείνη την εποχή, να έχει το πρωτάθλημα πολλούς σπουδαίους ξένους παίκτες, από τους οποίους οι Έλληνες παίρναμε πολλά πράγματα. Και αυτό βοηθούσε και τους νεότερους. Τώρα δεν είναι έτσι...»
Ουόλτερ Μπέρι ή Ρόι Τάρπλεϊ;
«Άσχετο (γέλια...)! Ο Ουόλτερ ήταν ένας πολύ καλός επαγγελματίας με ένα συγκεκριμένο ταλέντο.
Ο άλλος ήταν το... άπειρο και σαν προσωπικότητα και σαν παίκτης. Δεν υπήρχε ταβάνι! Άλλη φάση τελείως... Και νομίζω ότι αυτό ήταν που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί ο Ρόι και γι' αυτό καταστράφηκε. Κάποιες φορές πρέπει να γίνεις πιο δυνατός απ' αυτό με το οποίο σε έχει προικίσει η φύση, για να αντέξεις το βάρος. Γιατί αν δεν είσαι, τότε σε “τρώει”. Νομίζω ότι αυτό συνέβη με τον Τάρπλεϊ.
Γιατί έβλεπες ένα θηρίο, αλλά όταν τον κοιτούσες στο πρόσωπο, συνειδητοποιούσες ότι ήταν ψυχούλα! Κανείς δεν μπορεί να σου πει κάτι κακό γι' αυτόν, γιατί δεν πείραξε ποτέ κανέναν. Μόνο τον εαυτό του... Τι να πω; Αυτές ήταν οι αδικίες της ζωής. Ανήκει σίγουρα στο top-5 των παικτών που ήρθαν στην Ευρώπη – όχι στην Ελλάδα – από το ΝΒΑ!
O Ομπράντοβιτς σου έβγαζε μία αθλητική “έχθρα”, από την άποψη ότι σας είχε στερήσει δύο ευρωπαϊκά τρόπαια, το 1994 με την Μπανταλόνα και το 1995 με την Ρεάλ;
«Μόνο θαυμασμό μου έβγαζε, ίσως γιατί δεν τον γνώρισα ως αντίπαλο στα ντέρμπι Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού και ζήλια με την καλή έννοια, που δεν είχα κι εγώ έναν προπονητή σαν κι αυτόν. Γνωρίζοντας τον εαυτό μου, πιστεύω ότι θα βοηθούσε πολύ να φτάσω ψηλότερα. Τα παιδιά που τον είχαν, κέρδισαν πολλούς τίτλους και τίποτε δεν ήταν τυχαίο ποτέ.»
Στεφανέλ Μιλάνου;
«Ήταν η πρώτη μου φορά που έφυγα από το σπίτι μου! Μέχρι τότε έμενα με την μάνα μου και τον πατριό μου. Πολύ όμορφη εμπειρία σε μία ιστορική ομάδα, η οποία συνδυάστηκε με μία επιτυχημένη σεζόν αν σκεφτείς ότι ουσιαστικά ήμασταν έξι παίκτες. Παίξαμε τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων στο Βελιγράδι και χάσαμε από την μεγάλη Ζάλγκιρις, που τότε δεν μπορούσε να την κερδίσει κανείς.»
Είχατε αποκλείσει τον Παναθηναϊκό στον ημιτελικό...
«Ήμουν καλός στον επαναληπτικό του Μιλάνου, γιατί στο ΟΑΚΑ, που χάσαμε με 19 πόντους, ήμουν ανύπαρκτος! Θυμάμαι ότι είχε 20.000 κόσμο που από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό με έβριζε! Και μετά το ματς, είχαμε βγει μαζί ζωντανά στο δελτίο ειδήσεων του ΜΕGA και είχε κάνει σχόλιο ο Χατζηνικολάου “κ. Σιγάλα, ντρέπομαι που είμαι Έλληνας!”... Εκείνο το απόγευμα, έβρεχε καρεκλοπόδαρα και με ρωτούσαν οι Ιταλοί αν θα είχε κόσμο. Εγώ δεν πίστευα ότι το γήπεδο θα γέμιζε. Τελικά δεν έπεφτε καρφίτσα και κάθε λίγο και λιγάκι με κοίταζε ο Καζαλίνι γιατί άκουγε στα συνθήματα το όνομά μου.»
Ποια άλλη στιγμή σου έχει μείνει από την χρονιά στην Στεφανέλ;
«Παίζαμε με την Βερόνα στο PalaLido και τα έχω σπάσει. Πρέπει να είχα 0/6 τρίποντα! Απέμεναν δύο δευτερόλεπτα και επαναφέρουμε την μπάλα από την baseline. Βγαίνω από ένα screen που έχει στήσει ο coach, σουτάρω τρίποντο από την γωνία και με το που μπαίνει, ο Μαρτσελέτι αρχίζει να χορεύει break-dance με την πλάτη στο παρκέ! Είχαμε μεγάλη πίεση τότε και προερχόμαστε από μερικά μαζεμένα άσχημα αποτελέσματα και αυτό ήταν ένα αναμενόμενο ξέσπασμα. Γενικώς σαν χρονιά ήταν μία μεγάλη εμπειρία, γιατί ήταν η πρώτη μου που έπαιξα σαν ξένος.»
Μετά ακολούθησε μία τετραετία στην Θεσσαλονίκη. Δύο χρόνια στον Άρη και από 'κει στον ΠΑΟΚ...
Πολύ όμορφα και άσχημα χρόνια, ειδικότερα τα δύο τελευταία γιατί στον ΠΑΟΚ δεν πληρώθηκα...»
Αυτή την διαδρομή Άρης-ΠΑΟΚ πως την τόλμησες;
«Ευνόησαν οι συνθήκες αλλά και το status των δύο ομάδων στην δεδομένη χρονική στιγμή. Δηλαδή πήγα στον Άρη όταν είχε αναλάβει ο Κοντομηνάς. Οπότε κάτι καλό χτιζόταν και δεν πήγαμε άσχημα. Όταν πήγα στον ΠΑΟΚ κι ενώ περίμενα μέχρι την τελευταία στιγμή τον Άρη, γιατί ήθελα να μείνω, αυτό ο κόσμος το σεβάστηκε και το σέβεται ακόμη. Ίσως γι' αυτό πρέπει να ήμουν ο μοναδικός, ο οποίος έκανε αυτή την τράμπα και δεν τα άκουσε! Επέλεξα να πάω στον “δικέφαλο του Βορρά” γιατί έφτιαχνε τότε μία εκπληκτική ομάδα που συμμετείχε στην πρώτη σεζόν της Euroleague.»
Ήταν η πρώτη σεζόν που ο ΠΑΟΚ μπήκε στο κλειστό της Πυλαίας...
«Σωστά! Είχαμε τρομερή ομάδα τότε με Κορωνιό, Λιαδέλη, Γιαννούλη, Λιμνιάτη, Κολντεμπέλα, Μπλερ και τα υπόλοιπα παιδιά, κάναμε μεγάλες νίκες εκτός έδρας με Μπαρτσελόνα και Βερόνα θυμάμαι, φτάσαμε έως τους “16” της διοργάνωσης, αλλά τα λάθη της διοίκησης αποδείχτηκαν καθοριστικά και ουσιαστικά μέσα σε τρεις μήνες οδήγησαν στην διάλυσή της.»
Πέρασες καλά στην «μπασκετομάνα» Θεσσαλονίκη;
«Εκτός από το οικονομικό κομμάτι, το οποίο μου στοίχισε πάρα πολύ γιατί ουσιαστικά έπαιξα τέσσερα χρόνια τζάμπα, θα έλεγα ότι εκείνη η τε00τραετία ήταν πολύ όμορφη και σημαντική για την καριέρα μου και για την ζωή μου. Πρέπει να την ζήσει κάποιος μπασκετικά την πόλη για να το καταλάβει...»
Από τον τσαμπουκά με τους φιλάθλους του Άρη στις αγκαλιές και τα συνθήματα έξω από το Αλεξάνδρειο!
Αξέχαστη στιγμή;
«Σίγουρα το περιστατικό που συνέβη μετά από ένα ευρωπαϊκό ματς του Άρη, στην 2η σεζόν μου. Παίζαμε για την πρόκριση στους “4” του Eurocup με την Βαλένθια και είχαμε χάσει με 6 πόντους στην Ισπανία με προπονητή τον Σερφ.
Δυστυχώς, στο Αλεξάνδρειο ήμασταν τρομερά άστοχοι και παρ' ότι παίξαμε καταπληκτικά στην άμυνα, χάσαμε με 8 (σ.σ.: 50-58). Από μπασκετικής άποψης, ήταν ξεκάθαρο το γιατί χάσαμε. Όταν έχεις 3/19 τρίποντα δεν πας πουθενά! Μου θύμισε το πρώτο ματς του Κολοσσού με την Λάρισα, που τα σπάσαμε...»
Να υποθέσω ότι ακολούθησε λαϊκό δικαστήριο;
«Η αγανάκτηση του κόσμου ήταν πρωτοφανής! Θυμάμαι ότι είχαν πέσει τρομερά βρισίδια προς το πρόσωπό μας, από την κερκίδα που βρίσκεται πάνω από την είσοδο στα αποδυτήρια και πραγματικά μου γύρισε η... λάμπα και επιχειρώ να ανέβω πάνω και να ζητήσω τον λόγο. Έγινε ένας κακός χαμός, με τον Λιαδέλη και τους αστυνομικούς να με τραβάνε και τελικά πήγα μέσα να κάνω μπάνιο. Ξαφνικά, έρχεται ο Μάκης ο Ιωαννίδης (σ.σ.: γεν. διευθυντής του Άρη) και μας λέει να περιμένουμε τουλάχιστον μία ώρα για να διαλυθεί το πλήθος έξω από το γήπεδο και μετά να φύγουμε. Όπως καταλαβαίνεις, ξανατρελάθηκα! Πιάνω τους συμπαίκτες μου και τους λέω: “Ακούστε μάγκες, εγώ θα βγω κανονικά από την έξοδο και όποιος θέλει ακολουθεί. Δεν έχουμε να απολογηθούμε σε κανέναν και αν θέλει κάποιος να μας πει οτιδήποτε, τον ακούμε!”... Αν δεν κάνω λάθος ο πρώτος που ακολούθησε ήταν ο Γιώργος Χρυσανθόπουλος, αλλά στη συνέχεια ήρθαν και οι υπόλοιποι. Όπως βγαίνουμε, λοιπόν, βλέπω ότι το σημείο έξω από τα κάγκελα του περιβάλλοντος χώρου, ήταν τίγκα στους Αρειανούς.»
Και τι έγινε;
«Μάλλον το συγκεντρωμένο πλήθος, με το που μας είδε, έπαθε ακόμη μεγαλύτερο σοκ απ' όσο εμείς που δεν ξέραμε τι θα αντιμετωπίσουμε. Όπως ανεβαίνω, λοιπόν, στο πεζούλι για να πω δύο κουβέντες, καταλήγω στο να βγάζω λόγο (γέλια!!!)... Εκείνο το περιστατικό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να συνδεθώ πολύ με τον κόσμο του Άρη, του οποίου η συμπεριφορά προς το πρόσωπό μου, ακόμη και τώρα είναι μοναδική και δεν μπορώ να μην το αναγνωρίσω αυτό. Θεωρώ ότι μετά από εκείνο το περιστατικό έπεσαν οι μάσκες, γνωριστήκαμε πραγματικά και από 'κει που ήθελαν να μας την πέσουν, καταλήξαμε αγκαλιασμένοι να φωνάζουμε μέσα στη νύχτα “Άρης, Άρης”...»
Μετά την Θεσσαλονίκη, πήγες στην Γρανάδα και τελείωσες την σεζόν στην Ρέτζιο Καλάμπρια, στην Σικελία...
«Ήταν μία χρονιά δύσκολη, αλλά εγώ έπαιξα πολύ καλά στον 1ο γύρο της ACB και μου έκανε πρόταση η Μπαρτσελόνα για να μετακινηθώ στην Βαρκελώνη την σεζόν που πήρε την Ευρωλίγκα (σ.σ.: 2003). Απλά εγώ είμαι συναισθηματικός τύπος και συνδέομαι πολύ με ανθρώπους και καταστάσεις και εισέπραξα τόση πολλή αγάπη και σεβασμό από τον οργανισμό και την πόλη της Ανδαλουσίας, που δεν ήθελα να τους αφήσω.»
Ωραίο πρωτάθλημα η ACB, έτσι;
«Αυτό δεν το συζητάμε, άστο! Άλλη φάση εντελώς! Λέγαμε το ελληνικό πρωτάθλημα καλύτερο της Ευρώπης, λόγω της δυναμικότητας των ομάδων μας και των παικτών που έρχονταν. Σαν οργάνωση ήμασταν πάρα πολλά χρόνια πίσω και το συνειδητοποίησα όταν έζησα κι εγώ την εμπειρία του εξωτερικού. Θα συμβούλευα όλα τα παιδιά που έχουν αυτή την δυνατότητα να την ζήσουν... Θα συναντήσουν έναν άλλο κόσμο! Ήταν τεράστια εμπειρία για μένα και επειδή προς το τέλος κατάλαβα ότι η δυναμικότητα της ομάδας ήταν τόσο χαμηλή, που δεν γινόταν να σωθεί η παρτίδα, τους τελευταίους δύο μήνες πήγα στην Ρέτζιο Καλάμπρια, η οποία ήταν ομάδα που διεκδικούσε πρωτάθλημα στην Ιταλία και αυτό ήταν κάτι που ήθελα να το ξαναζήσω…»
Τι δεν πήγε καλά εκεί;
«Από την άποψη της διαβίωσης τα πράγματα εκεί ήταν τραγικά, σε αντίθεση με το μπασκετικό κομμάτι που ήταν υψηλού επιπέδου! Τι να σου λέω τώρα… Η μόνη μου άμυνα και δύναμη έβγαινε μόνο όσο ήμουν μέσα στο γήπεδο. Προσπαθούσα, αν είναι δυνατόν, να περνάω όσες περισσότερες ώρες γινόταν στην προπόνηση και τα βάρη…»
Τόσο χάλια;
«Και βάλε! Τι να σου πω; Ότι έμενα σε ένα κτίριο που ήταν ιδιοκτησία της ομάδας, υπό άθλιες συνθήκες και με κοινό μπάνιο με κάποιους άλλους παίκτες; Το δωμάτιο ήταν για κλάματα και να φανταστείς ότι πήγαμε μαζί με την Εύη (σ.σ.: η γυναίκα του), που ήταν έγκυος στον Αντώνη και με το που είδα την κατάσταση, την έδιωξα απευθείας! “Έχεις φύγει για Ελλάδα, δεν υπάρχει λόγος να το ζήσεις αυτό…”, της είπα τότε…
Το καλό της υπόθεσης ήταν ότι δίπλα στο οίκημα υπήρχε ένα αθλητικό κέντρο με κλειστό γυμναστήριο στο οποίο είχα πρόσβαση ανά πάσα στιγμή για σουτάκια, καθώς επίσης και ότι στο ισόγειο υπήρχε εστιατόριο στο οποίο όλοι οι ξένοι κάναμε τα δύο γεύματα της ημέρας… Τουλάχιστον αυτά δεν τα χάναμε… Γιατί τα χρήματα που είχαμε συμφωνήσει, τα έχασα όλα! Αλλά ήταν τόσο χάλια η φάση, που με το που τελείωσα, εξαφανίστηκα και ούτε που ασχολήθηκα ξανά καθόλου με αυτούς. Ήθελα απλά να τελειώσει η σεζόν όσο καλύτερα γινόταν, κάτι που συνέβη και να γυρίσω στην Ελλάδα για διακοπές.»
Εκείνο το καλοκαίρι «έσκασε» η πρόταση του Μακεδονικού και μετακόμισες στην Κοζάνη…
«Άλλη ατυχία εκεί! Από την άποψη της οικονομικής ζημιάς που υπέστη το αφεντικό της ομάδας, ο Κώστας Μεσάικος. Είχε αναλάβει μεγάλες δουλειές γύρω από τα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας κι ενώ όλα κυλούσαν καλώς – πραγματικά μερικές φορές σκέφτομαι ότι μάλλον κουβαλούσα το κοκαλάκι της νυχτερίδας σε όλη την διάρκεια της καριέρας μου – ξαφνικά, στα μέσα της σεζόν προκύπτει κάποιος επανέλεγχος ή κάποιος νέος σχεδιασμός από την Κυβέρνηση και σταματούν οι ροές των πληρωμών προς το πρόσωπό του και στην ουσία, ο άνθρωπος “βάρεσε κανόνι” και στην ομάδα και στις υπόλοιπες επιχειρήσεις του. Κρίμα γιατί η ομάδα ήταν πολύ καλή!»
Επόμενος σταθμός ο Πανιώνιος…
«Εκεί ξεκίνησε η τελευταία τριετία μου στο μπάσκετ, που ήταν υψηλοτάτου επιπέδου. Στη Νέα Σμύρνη φτιάξαμε μία καλή παρέα με τον Οικονόμου, τον Διαμαντόπουλο, τον Πετρόπουλο, τον Περπέρογλου και άλλα παιδιά με καλούς ξένους και σαν παίκτες και σαν χαρακτήρες.
Παίξαμε καλό μπάσκετ, καταλάβαμε την 3η θέση και η σεζόν ήταν πετυχημένη σε όλα τα επίπεδα. Είχα καιρό να πληρωθώ μέχρι τελευταίου Ευρώ και το μόνο κακό ήταν ότι την θέση της Euroleague που “κερδίσαμε” στην τελική κατάταξη, την είχε καπαρώσει η ΑΕΚ λόγω συμβολαίου.»
Και κλείνεις την καριέρα σου στον Άρη την διετία 2005-2007…
«Εκεί που μπασκετικά αγγίξαμε το τέλειο. Ομαδικά και ατομικά ήμασταν super! Την πρώτη χρονιά Παίξαμε τελικό στο ULEB Cup και χάσαμε από την Ντιναμό Μόσχας!
Την επομένη σεζόν επιστρέψαμε στην Euroleague μετά από πολλά χρόνια και παρουσιάζοντας πολύ καλή εικόνα, έζησα πολύ όμορφες στιγμές με τον κόσμο! Πληρωθήκαμε κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό και παρ’ ότι είχα βάλει στο μυαλό να παίξω άλλον έναν χρόνο, δεν ήρθε κάποια καλή πρόταση, ο Άρης δεν ήθελε να συνεχίσουμε, οπότε είπα μέσα μου “ok, ένας χρόνος λιγότερο, κανένα πρόβλημα!»
«Δεν υπήρχε περίπτωση να πληρώνω (και να μην πληρώνομαι) για να γίνω προπονητής και η οικογένειά μου να υποφέρει!»
Και μετά έβαλες στο μυαλό σου την προπονητική;
«Ναι και πήγα κατευθείαν και πήρα το δίπλωμα, ενώ ταυτόχρονα δοκίμασα τις δυνάμεις μου και από άλλα πόστα, μέσα στον χώρο του μπάσκετ, όπως την εκπομπή της Euroleague στον ΣΚΑΙ με τον Δημοσθένη τον Καρμοίρη, που ήταν εγχείρημα που μου άρεσε και τελικά στέφθηκε από επιτυχία. Στην συνέχεια ανέλαβα να κοουτσάρω την Εθνική Νέων, που ήταν η πρώτη μου επαφή με τον πάγκο και αποτέλεσε μεγάλο σχολείο, ανέλαβα τον Λαγκαδά στην Α2 Κατηγορία...»
Κάτσε, να τα πάρουμε με την σειρά... Στην Εθνική Νέων τι είχε γίνει σχετικά με την περίπτωση του Κουφού;
«Μου χρέωσε η ομοσπονδία την ευθύνη που δεν ήρθε να παίξει ο Κουφός στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα της Λετονίας, ενώ το παιδί δεν θα ερχόταν ούτως ή άλλως γιατί δεν τον ήθελε ο Γιαννάκης στην Εθνική ανδρών. Εγώ απλά τους είπα ότι από την στιγμή που με ενημερώνουν ότι θα ενσωματωθεί στην ομάδα επί λετονικού εδάφους, δεν γινόταν να τον δεχθώ και να κόψω κάποιον άλλον παίκτη που είχα συμμετάσχει σε όλη την προετοιμασία. Ας ερχόταν στην Ελλάδα μία εβδομάδα πιο πριν, ώστε να έμπαινε στις προπονήσεις και να έχω κι εγώ κάτι να πω σαν προπονητής. Δεν πήρα την παραμικρή απάντηση, με αποτέλεσμα να μείνω μόνος μου με τα παιδιά και προχώρησα με την απόφασή μου. Η σχέση που οικοδόμησα με τους παίκτες ήταν εξαιρετική και τα όποια εύσημα πήρα, δεν τα περίμενα από την ομοσπονδία. Τα δέχτηκα απλόχερα από τους αντιπάλους προπονητές. Δηλαδή όταν έρχεται ο Ντίνο Μενεγκίν και μετά από ένα φιλικό με την Ιταλία, που ήταν από τα φαβορί για μετάλλιο, μου λέει πρώτα απ' όλα “συγχαρητήρια που έχεις μείνει στο μπάσκετ” και εν συνεχεία “μπράβο για την πολύ καλή δουλεια με παιδιά που δεν είναι καθόλου γνωστά”, νομίζω ότι δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο.»
Σ' εκείνη την ομάδα έκανε το ντεμπούτο του με τα ελληνικά χρώματα ο Καλάθης;
«Μπράβο! Τον οποίο Καλάθη, εγώ τον έφερα. Γιατί αν ρωτήσεις τους τότε παράγοντες της ομοσπονδίας, θα σου πουν άλλα! Εγώ έπεισα τον πατέρα του να δοκιμάσει πρώτα στην Νέων και να πάει την επόμενη χρονιά στην ανδρών. Του εξήγησα ότι πρώτα πρέπει να αποκτήσει εμπειρίες από το ευρωπαϊκό μπάσκετ, γιατί μέχρι τότε δεν είχε την παραμικρή επαφή και θεωρώ ότι εκείνο το τουρνουά τον βοήθησε πολύ στο να κάνει το πρώτο βήμα, πριν αποφασίσει να πάει στον Παναθηναϊκό. Κατά καιρούς, αν θέλουμε, θυμόμαστε τι μπορεί να μας έχει μεταδώσει ο εκάστοτε προπονητής μας. Εγώ ασχολήθηκα αρκετά με αυτά τα παιδιά. Δηλαδή χαίρομαι που μερικά από εκείνα τα παιδιά, έκαναν μία επαγγελματική καριέρα ή βρίσκονται ακόμη στον χώρο όπως ο Ο Γιαννόπουλος, ο Τσαϊρέλης και ο Μπόγρης, τον οποίο επέλεξα να κρατήσω τότε, αντί να συναινέσω στην έλευση του Κουφού. Εγώ ήσυχη την συνείδησή μου για την δουλειά εκείνου του καλοκαιριού και αν σκεφτείς το υλικό αλλά και ότι είχαμε μόλις 1,5 μήνα στην διάθεσή μας, θεωρώ ότι πήγαμε και αρκετά καλά.»
Στον Λαγκαδά;
«Τίποτε, ξεκίνησα την χρονιά κανονικά, είχαμε μία αρκετά αξιοπρεπή πορεία, αλλά επέλεξα να παραιτηθώ επτά αγωνιστικές πριν τελειώσει το πρωτάθλημα, γιατί έβλεπα κάποιες καταστάσεις που δεν μου άρεσαν και επειδή δεν ήθελα να χαλάσουμε τις καρδιές μας, ούτε με τον πρόεδρο, ούτε με τα παιδιά της ομάδας, προτίμησα τον δρόμο της φυγής. Γιατί για μένα οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πάνω απ' όλα. Κι επειδή είχα πει κάποια πράγματα, για τα οποία δεν εισακούστηκα και στην πορεία τα βρήκα μπροστά μου, είπα στον εαυτό μου ότι ίσως θα πρέπει να έρθει κάποιος άλλος...»
Μετά πέρασε ένα μεγάλο διάστημα που έμεινες έξω, γιατί;
«Γιατί έβλεπα ότι για να παραμείνω στον χώρο, έπρεπε εγώ να επενδύσω και να εμπλακώ σε καταστάσεις που δεν μου άρεσαν και να σου πω και την αλήθεια, δεν με βοήθησε ο χώρος, ούτε ασχολήθηκαν μαζί μου οι μανατζαραίοι. Παρ' ότι έκανα αρκετά ραντεβού στην αρχή και εισέπραξα έναν ενθουσιασμό από μέρους τους, συνολικά θα έλεγα ότι έκαναν κακό στην καριέρα μου. Αν εξαιρέσουμε τα 3 τελευταία χρόνια, οπότε και συνεργάστηκα με τον Δελημπαλταδάκη, εγώ δεν είχα μάνατζερ. Κι αυτό ήταν κακό. Γιατί δεν είχα κάποιον να μου χρωστάει κάτι, από την άποψη ότι όλο αυτό το αλισβερίσι είναι δούναι και λαβείν! Αυτό σημαίνει ότι βρίσκεσαι στις τελευταίες θέσεις των προτεραιοτήτων τους, όσο ενθουσιασμένοι και να το παίζουν. Θυμάμαι έναν μεγαλοατζέντη που μου είχε κάνει παράσταση δια ζώσης και έκτοτε δεν με πήρε ξανά ούτε ένα τηλέφωνο. Σε όλα αυτά τα χρόνια, έβλεπα τα ίδια ονόματα να ανακυκλώνονται συνεχώς ανεξαρτήτως επιτυχίας ή αποτυχίας. Εγώ ήμουν έξω από αυτόν τον κύκλο, παρ' ότι πλησίασα αρκετούς προπονητές και προσφέρθηκα να δουλέψω υπό τις οδηγίες τους για να ψηθώ. Φοβηθήκανε το όνομα πιστεύω, γιατί δεν μου έδωσε κανείς την ευκαιρία...»
Μέχρι να συνεργαστείς με τον Ηλία Καντζούρη στον Ηρακλή και τον Κολοσσό;
«Ακριβώς! Μετά από δέκα χρόνια που περάσανε, ο μόνος που είχε στο μυαλό του κάποια πράγματα και στάθηκε στο ύψος της περίστασης, χωρίς να μπερδέψουμε την φιλική μας σχέση που είναι στενή και κρατάει πολλά χρόνια, ήταν ο Ηλίας. Επειδή πρώτα απ' όλα πιστεύει στον εαυτό του και ξέρει να διαλέγει τους συνεργάτες του. Δεν φοβήθηκε να πάρει το ρίσκο, ήξερε πως θα σταθώ δίπλα του και ήταν ο μόνος που μου έδωσε την ευκαιρία να επανέλθω στον χώρο.»
Όλα αυτά τα χρόνια που ήσουν εκτός, πως πέρασαν;
«Δύσκολα αλλά με προσπάθεια με φόντο την οικογένεια και με σκληρή δουλειά για τα προς το ζην. Όπως σου είπα, οι όποιες ευκαιρίες μου είχαν δοθεί μέχρι εκείνο το σημείο στο μπάσκετ, απαιτούσαν και δική μου επένδυση επιπλέον! Από ένα σημείο και μετά αυτό δεν... έπαιζε. Αυτή την αυταρέσκεια του να είμαι στο μπάσκετ και να κάνω τον προπονητή για το τίποτε, την είχα ξεπεράσει προ πολλού. Ήθελα να είμαι επαγγελματίας και να βοηθάω το σπίτι μου σε μία δύσκολη περίοδο. Δεν υπήρχε περίπτωση να βάλω μπροστά το εγώ μου για να είμαι προπονητής και η οικογένειά μου να υποφέρει. Μερικά χρόνια αργότερα, μου δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθώ με τις ακαδημίες στο Μοσχάτο και ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος. Και πολύ καλή δουλειά έγινε και περάσαμε καλά με τα παιδιά, πήραμε κι ένα πρωταθληματάκι στις μικρές ηλικίες. Πολύ ωραία εμπειρία, η οποία συντήρησε την επαφή μου με το μπάσκετ. Όταν τα πράγματα ισορρόπησαν, ήρθε η πρόταση από τον Ηλία και αποφάσισα να το ξαναδοκιμάσω.»
Πως κύλησαν αυτά τα δύο χρόνια;
«Πολύ θετικά! Με συνεχώς ανοδική τροχιά! Και για τον Ηλία και για μένα και φυσικά για την ομάδα.»
Με δεδομένο ότι ο Ηλίας Καντζούρης αποχαιρέτησε την ομάδα και ψάχνει τον επόμενο σταθμό της καριέρας του, τι υπάρχει στο μυαλό σου; Υπάρχει προοπτική παραμονής στην Ρόδο;
«Για την ώρα δεν υπάρχει κανένα σενάριο. Εγώ έχω πει στον άνθρωπο που με εκπροσωπεί ότι θέλω να βγω μπροστά σαν πρώτος γιατί δεν υπάρχουν πολλές θέσεις βοηθού. Θα είναι Α2, θα είναι Α1, θα είναι στο εξωτερικό, δεν το ξέρω. Η ουσία είναι ότι έχει φτάσει η ώρα να κάνω το επόμενο βήμα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα συνέχιζα στο πλευρό του Ηλία αν υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Η σχέση μας, ωστόσο, είναι πολύ ελεύθερη και σε καμία περίπτωση δεν τον δεσμεύει η παρουσία μου δίπλα του. Ούτε εγώ περιμένω που θα κλείσει για να τον ακολουθήσω. Αν προκύψει να ξανασυνεργαστούμε, έχει πολύ καλώς και μάλιστα με κλειστά μάτια. Αν όχι, δεν θα αλλάξει τίποτε, γιατί είναι φίλος και αδελφός μου...»
Και ο Κολοσσός είναι μία καλή περίπτωση...
«Εννοείται! Αρκεί όλο το team, ιδιοκτήτες, διοίκηση, προπονητής να είναι πραγματιστές. Δηλαδή να ξέρουν ποιος είναι ο στόχος και να μην αεροβατούν. Να ξέρουν τι να περιμένουν από την ομάδα και τι η ομάδα από εκείνους. Φέτος, για παράδειγμα, η χρονιά ήταν εξαιρετική. Πιο πάνω δεν νομίζω ότι μπορεί να πάει ο Κολοσσός. Επομένως, δεν μπορεί να έχεις αυτή τη σεζόν ως σταθμό. Και το λέω αυτό γιατί κανείς στην Ρόδο δεν έχει βγει να πει για ποιο λόγο υπάρχει αυτή ομάδα... Εγώ θεωρώ ότι ουσιαστικά πρόκειται για το μεράκι δύο ανθρώπων, του κ. Κουγιού και του κ. Χατζηλαζάρου, οι οποίοι θέλουν το νησί να έχει μία ομάδα μπάσκετ. Δεν υπάρχει κάτι άλλο. Για κάποιους, λοιπόν, όπως και για τον Ηλία, τα δύο αυτά χρόνια ήταν ένα πολύ σημαντικό βήμα όχι μόνο στο να κάνουμε προπόνηση, αλλά συνδυάστηκε και με το αποτέλεσμα. Επομένως, πράγματι ο Κολοσσός είναι μία ενδιαφέρουσα περίπτωση, αρκεί να γνωρίζουμε όλοι τι θέλουμε και που πάμε και ποιο είναι το ταβάνι μας.»
Το ροχαλητό του Φάνη και η εύστοχη βολή που δεν έπρεπε να μπει!
Κεφάλαιο Εθνική ομάδα. Με την «γαλανόλευκη» εξοικειώθηκες το 1992 στο Πανευρωπαϊκό των Νέων στο ΣΕΦ κι έκτοτε ήσουν μέλος της για 12 συναπτά έτη. Θέλεις να μας βάλεις λίγο στο κλίμα της πρώτης διοργάνωσης που είχε θυμίσει και λίγο Ευρωμπάσκετ; Όχι μόνο λόγω της τοποθεσίας αλλά και λόγω του αργυρού μεταλλίου...
«Η πρώτη πραγματική Εθνική ομάδα για μένα ήταν η Νέων, γιατί μπορεί να είχα συμμετάσχει σε όλα τα κλιμάκια και τις προεθνικές, αλλά σε μεγάλη διοργάνωση δεν είχα παίξει.
Κατ΄ αρχάς, η πρόκληση του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος ήταν πάνω απ' όλα τεράστια τιμή αλλά και μεγάλο γούστο. Υπό την έννοια ότι μαζευόμαστε παιδιά απ' όλη την Ελλάδα και είχαμε το προνόμιο να προπονηθούμε όλοι μαζί, να ξεφύγουμε από το πιο στενό επίπεδο των ομάδων μας και παράλληλα να φορέσουμε το εθνόσημο.»
Παρέα δεν ήταν;
«Αυτό ξεκίνησε λίγο αργότερα! Εγώ το πρωτοέζησα από την Νέων και μετά στα 21 μου χρόνια. Το Μετά την επόμενη σεζόν, το καλοκαίρι του 1993, πρωτοκλήθηκα στην ανδρών και μάλιστα σχεδόν αμέσως έγινα και βασικός, καταγράφοντας μία σταθερή πορεία δέκα ετών, μέχρι το 2003, με πολλές χαρές και για το ταβάνι που είχαμε σαν ρόστερ αλλά και με στενοχώριες. Μην ξεχνάς ότι οι αντίπαλοί μας, τότε ήταν οι μεγάλες υπερδυνάμεις της εποχής...»
Η δική σου η γενιά κουβαλούσε ταυτόχρονα και μία βαριά κληρονομιά, υπό την έννοια ότι ήσασταν η επόμενη γενιά μετά το '87...
«Σίγουρα! Φαντάσου ότι στα πρώτα χρόνια, οι τέταρτες θέσεις που παίρναμε σε Παγκόσμια και Πανευρωπαϊκά μας “βρωμούσαν”, ενώ στην ουσία, με τις ομάδες που είχαμε να αντιμετωπίσουμε μετά τον διαμελισμό της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν σαν να είχαμε πάρει μετάλλιο. Σε γενικές γραμμές, όμως, πιο πολλά θετικά συναισθήματα έχω από την συμμετοχή μου στην Εθνική ομάδα...»
Καλύτερες στιγμές;
«Το Παγκόσμιο στον Καναδά, όπου βγήκαμε 4οι και η 5η θέση στην Ολυμπιάδα, στην πρώτη μας συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Για μένα ήταν, πραγματικά, οι δύο πολύ πιο δυνατές στιγμές και ατομικά αλλά και ομαδικά.»
Την βολή που έβαλες, ενώ είχες κληθεί να την χάσεις, την θυμάσαι; Με το Πουέρτο-Ρίκο παίζαμε τότε...
«Γίνεται να την ξεχάσω; Προσπάθησα να κάνω κάτι που δεν έχω συνηθίσει και γι' αυτό δεν βγήκε. Όταν συνηθίζεις να ευστοχείς και πας να χάσεις μία βολή επίτηδες, συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Ευτυχώς, βοήθησε ο Θεός και η βολή που μπήκε αποδείχτηκε σημαντική.»
Η μεγαλύτερη πλάκα που θυμάσαι και είναι απ' αυτές που «λέγονται», ποια είναι;
«Στην Εθνική υπήρχαν συνήθως δύο με τρία στρατόπεδα. Το ένα ήταν οι πιο μεγάλοι σε ηλικία, που είχαν τις δικές του συνήθειες με το τάβλι να έχει την τιμητική του, εμείς που ήμασταν περισσότερο του τουρισμού και οι πιο μικροί που είτε ακολουθούσαν γιατί δεν είχαν τίποτε καλύτερο να κάνουν, είτε έπαιζαν χαρτιά. Εγώ, για παράδειγμα, δεν καθόμουν μέσα στο ξενοδοχείο και όπου πηγαίναμε έπαιρνα σβάρνα τα αξιοθέατα και μαζί με τον Τσέκο και τον Μπακατσιά. Πλάκες κάναμε σε πιο μικρές ηλικίες, στην εφήβων, όταν ήμασταν με τον Μυριούνη και τον Γραικό στις προετοιμασίες και πριν μας κόψουν, δεν αφήναμε κανέναν σε χλωρό κλαρί. Μετά ήμασταν πιο σοβαροί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν περνούσαμε καλά.»
Είμαι σίγουρος γι' αυτό γιατί έβγαινε... Θα επιμείνω όμως στις πλάκες, γιατί πάντα έχουν πέραση στους αναγνώστες...
«Εντάξει, λοιπόν, θα σου πω... Πρέπει να ήμασταν στην Σαβάνα, στο πλαίσιο του τελευταίου σταδίου προετοιμασίας μας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, το 1996. Αν και είχαμε ταλαιπωρηθεί αρκετά από το ταξίδι, πήγαμε να κάνουμε προπόνηση σε ένα σχολικό γήπεδο που δίπλα είχε και μία θεατρική σκηνή. Πίσω από την κουρτίνα, είχαμε στήσει τα δύο κρεβάτια των φυσιοθεραπευτών για το μασάζ και ξαφνικά αρχίζει να σείεται το κτίριο από κάτι ροχαλητά (γέλια)...»
Ποιος κοιμήθηκε;
«Ο Φάνης (σ.σ. Χριστοδούλου)! Ήταν τόσο εξαντλημένος από το ταξίδι που δεν άντεξε και όπως ξάπλωσε, τον πήρε ο ύπνος!
Τότε, όπως και τώρα, η Εθνική ομάδα ανήκε στην ελίτ του παγκοσμίου μπάσκετ και είχε σημαντικές υποχρεώσεις, οπότε υπήρχε μία σχετική σοβαρότητα. Μία χρονιά δεν είχαμε υποχρεώσεις, επειδή χάσαμε την πρόκριση στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ, περάσαμε εξαιρετικά. Πήγαμε 15 μέρες στην Βραζιλία για φιλικά παιχνίδια, παίξαμε το μπασκετάκι μας, κάναμε τουρισμό και γνωρίσαμε μία άλλη κουλτούρα. Οι πλάκες που έγιναν σ' αυτό το ταξίδι, δεν περιγράφονται. Όταν, όμως, είχαμε σοβαρές υποχρεώσεις, τότε στο προσκήνιο περνούσε αποκλειστικά το μπάσκετ. Απλά ήμασταν μία ωραία ατμόσφαιρα...»
Το λάθος του Ιωαννίδη στην Εθνική και η ασέβεια του Γιαννάκη στην ιστορία!
Το 1995 που είχε ξαναγίνει στην Ελλάδα το Πανευρωπαϊκό, θυμάμαι ότι η όλη χώρα ζούσε στους ρυθμούς της Εθνικής...
«Τότε ήμασταν σαν λαός, ακόμη πολύ συνδεδεμένοι με το μπάσκετ. Αλλά και τώρα, αν φτάσουμε κοντά σε μία μεγάλη επιτυχία, θα αφυπνιστεί και πάλι ο κόσμος.»
Εγώ σε κάνω εικόνα από την Ντιζόν, όταν αποκλειστήκαμε ως τελευταίοι στον όμιλό μας, στο Ευρωμπάσκετ του 1999. Ήμουν εκεί ως απεσταλμένος του MEGA και σε θυμάμαι ακριβοθώρητος να βγαίνεις από τα αποδυτήρια και να λες το εξής αμίμητο: «Στάξτε τώρα χολή, γιατί αργότερα δεν θα μπορείτε!»...
«Δεν είχα άδικο! Αφού ήσουν εκεί, θα θυμάσαι ότι σε εκείνο το τουρνουά είχαμε πάει με την μισή ομάδα. Είχαμε τέσσερις τραυματίες (σ.σ.: Ρεντζιάς, Λιαδέλης, Οικονόμου και Αλβέρτης) και παρ' ότι κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε, δεν τα καταφέραμε. Η βαριά φανέλα που φορούσαμε, όμως και η κληρονομιά που κουβαλούσαμε, αποτέλεσαν τις αιτίες της πολύ αυστηρής κριτικής που δεχτήκαμε. Την μεγαλύτερή μου στενοχώρια, όμως, την αισθάνθηκα δύο χρόνια αργότερα (σ.σ.: 2001) στην Αττάλεια.»
Είχαμε χάσει την πρόκρισή στους “8” μέσα από τα χέρια μας...
«Τότε ήμουν στα καλύτερά μου, είχα κάνει πολύ καλό τουρνουά και ο αποκλεισμός με πείραξε πάρα πολύ. Ήταν από τις λίγες φορές που σκέφτηκα αρκετά και τον εαυτό μου, γιατί ένιωσα ότι πλησίαζε το τέλος της θητείας μου στην Εθνική. Ήταν πολύ κρίμα για όλους εκείνη η ήττα από από τους Γερμανούς. Είχα προετοιμαστεί πολύ καλά και ατομικά, πριν την έναρξη της προετοιμασίας και ήμουν έτοιμος να αναλάβω ευθύνες, ενώ ταυτόχρονα είχαμε και καλή ομάδα. Μετά το ματς, “έσπασα” γιατί θεώρησα ότι ίσως ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να πετύχω κάτι καλό με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.»
Είχες μία ακόμη, όμως, το 2003 στο Ευρωμπάσκετ της Σουηδίας, με προπονητή τον Ιωαννίδη...
«Πράγματι αλλά κι εκεί πληρώσαμε το σύστημα διεξαγωγής και με μόλις μία ήττα από την Ιταλία στο χιαστί, βγήκαμε 5οι! Επίσης, θεώρησα λάθος του Ιωαννίδη που άφησε εκείνη την ομάδα για να ασχοληθεί με την πολιτική! Από την στιγμή που αποφάσισε να ασχοληθεί με τις Εθνικές ομάδας, είμαι της άποψης ότι εκείνη η φουρνιά με τον ίδιο προπονητή, έπρεπε να ολοκληρώσει τον κύκλο της στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Και μάλιστα με τον τρόπο που ήθελε ο coach και τότε το είχα πει και δημόσια και στον ίδιο.»
Μεγάλη πίκρα ο αποκλεισμός σου από την 12άδα της Εθνικής ομάδας του 2004;
«Δεν το συζητάω καν! Αλλά δεν κρατάω κακία σε κανέναν. Ποτέ δεν κρίνω τους ανθρώπους! Οι πράξεις τους το κάνουν! Το μόνο που ξέρω και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, είναι ότι ποτέ δεν ήμουν βάρος στην Εθνική ομάδα. Και αυτό δεν το έλεγα μόνο εγώ, αλλά εσείς οι δημοσιογράφοι που μετά τις μεγάλες διοργανώσεις, δημοσιεύατε την αγωνιστική κριτική των διεθνών. Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω εισπράξει αρνητικά σχόλια. Ίσα-ίσα που σχεδόν πάντα με βγάζατε μπροστά...»
Πως το αντιμετώπισες;
«Είμαι της άποψης ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε την ιστορία μας και το παρελθόν μας, ειδικά όταν δεν είναι βάρος για μας. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα ποτέ να μου κάνουν χάρη. Να φανταστείς ότι πριν την Αττάλεια, κάτι είχε πάρει το αυτί μου ότι παιζόταν και πήγα στον Κώστα τον Πετρόπουλο και του είπα ευθέως: “Coach, επειδή ακούγονται διάφορα, αν δεν με υπολογίζεις πες του μου και δεν θα έρθω καν. Κανένα πρόβλημα δεν έχω! Αν θα έρθω, όμως, ξέρεις πολύ καλά ότι βάσει χαρακτήρα, θα είμαι εκεί για να διεκδικήσω βασικό ρόλο!”... Γιατί έτσι είχα μάθει! Γιατί όταν εγώ πήγαινα από πάντα και έκανα δύο εβδομάδες ατομικό πρόγραμμα πριν την προετοιμασία της Εθνικής, σήμαινε ότι για μένα δεν αυτό δεν ήταν παιχνιδάκι αλλά ένα πολύ σημαντικό κομμάτι. Κι αυτό το έκανα σε όλη μου την καριέρα! Άρα δεν μπορεί κάποιος να με πουλήσει, επειδή έχει κάτι άλλο στο μυαλό του. Και όντως, ήταν ξεκάθαρος, είχαμε εκπληκτική συνεργασία και όλα πήγαν πολύ καλά...»
Με τον Παναγιώτη Γιαννάκη ήταν το ίδιο ξεκάθαρη η συνεννόηση το 2004;
«Όχι, γιατί αν δεν τον έβαζε ο Ιωαννίδης και ο συγχωρεμένος ο Αντωνόπουλος να με πάρει τηλέφωνο, μπορεί να μην το μάθαινα κιόλας από τον ίδιο. Με κάλεσε τελευταία στιγμή, μία μέρα πριν ανακοινωθεί η επιλογή των παικτών. Εγώ, βέβαια, το είχα πληροφορηθεί νωρίτερα από δικούς μου ανθρώπους και απλά ο Γιαννάκης μου έκανε ένα τυπικό τηλεφώνημα του στυλ “Ξέρεις, Γιώργο, δεν είσαι στα πλάνα μου!”... Τον ευχαρίστησα και του ευχήθηκα καλή επιτυχία και τελείωσε η συνομιλία.»
Τόσο απλά;
«Να σου πω κάτι; Ο κάθε άνθρωπος, όταν έχει μία θέση ευθύνης αντιδρά και σκέφτεται διαφορετικά. Στο δικό μου το μυαλό, είναι αδιανόητο να αγνοήσεις ή να μην τιμήσεις την ιστορία σου! Ειδικά όταν δεν σου είναι βάρος. Και αυτό το βλέπουμε αρκετά πιο συχνά στο εξωτερικό απ' όσο στην Ελλάδα. Από την άποψη του σεβασμού στην ιστορία. Θεωρώ, λοιπόν, ότι η συμμετοχή μου στην 12άδα της Εθνικής στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, αγωνιστικά δεν θα είχε τίποτε να στερήσει στον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας, αντίθετα, έτσι όπως την είδα εγώ να παίζει, θα είχε να της προσφέρει. Επιπροσθέτως, σε εκείνο το τουρνουά δεν πήραμε τίποτε από τις επιλογές παικτών που ήρθαν στο πλαίσιο της ανανέωσης. Επομένως, ήταν μία απόφαση την οποία σεβάστηκα πλήρως, αλλά δεν θεωρώ ότι ήταν σωστή και δίκαιη, σύμφωνα με τα δικά μου κριτήρια.»
«Το όφελος του ελληνικού μπάσκετ από τον Αντετοκούνμπο, θα είναι να δημιουργήσει νέους Έλληνες NBAers!»
Να σε πάω λίγο στην σημερινή εποχή. Λόγω του Αντετοκούνμπο, σαν ελληνικό μπάσκετ, τα τελευταία χρόνια ζούμε πρωτόγνωρες στιγμές σχεδόν καθημερινά με τα κατορθώματά του στο ΝΒΑ. Θεωρείς ότι η εκπληκτική αυτή περίπτωση αθλητή, θα βοηθήσει στο να ξαναδούμε μεγάλες διακρίσεις με την Εθνική ομάδα και θα φτιάξει την επόμενη μεγάλη γενιά Ελλήνων παικτών;
«Και τα τρία παιδιά της οικογένειας, με προεξάρχοντα τον Γιάννη, βέβαια, λόγω αξίας, αποτελούν τεράστια όπλα για την Εθνική ομάδα. Το όφελος, για μένα, δεν θα είναι κάποιο ενδεχόμενο μετάλλιο σε μεγάλη διοργάνωση. Θα είναι να μπορέσουν κάποια ελληνόπουλα να εμπνευστούν από αυτόν τον εκπληκτικό παίκτη και σε λίγα χρόνια να δούμε κι άλλους συμπατριώτες μας στο ΝΒΑ. Κι εγώ βρέθηκα μία ανάσα από τους Νικς κι αν δεν έσκαγε το lock-out δεν ξέρω πως θα εξελισσόταν η δική μου πορεία. Και ο Ρεντζιάς πήγε και ο Φώτσης και ο Σπανούλης, αλλά κανένας από μας δεν στέριωσε... Αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια με τον Γιάννη, πριν δέκα χρόνια δεν μπορούσαμε ούτε να το διανοηθούμε... Αν όλες αυτές οι εικόνες, προετοιμάσουν τον επόμενο και τον μεθεπόμενο, τότε η κληρονομιά του Αντετοκούνμπο θα είναι μεγαλύτερη ακόμη και από ένα μετάλλιο. Η ουσία είναι να καταλάβουν τα νέα παιδιά πως γίνονται οι μεγάλοι παίκτες. Όπως εμείς κοιτάγαμε τους πρωταθλητές του '87, όπως κάποιοι πιθανά να κοιτούσαν την δική μας φουρνιά και κάποιοι μεταγενέστεροι τον Διαμαντίδη, τον Σπανούλη και τον Παπαλουκά... Γιατί αυτά τα παιδιά έφτασαν τόσο ψηλά; Τίποτε δεν ήταν τυχαίο! Κι εκεί είναι που πρέπει να εμβαθύνουμε. Στην δημιουργία μίας παιδείας και μίας κουλτούρας που θα δείχνει τον δρόμο...»
Να κάνουμε τους δύο, τρεις, τους τρεις πέντε και ούτω καθεξής...
«Ακριβώς! Βλέπεις τους Τούρκους; Έχουν πέντε παίκτες στο ΝΒΑ! Οι Λιθουανοί; Έχουν εδώ και χρόνια παίκτες στην Αμερική. Και δεν συζητάω για τους Ισπανούς και τους Γάλλους, γιατί κάποια στιγμή έφτασαν να έχουν σχεδόν ολόκληρη 12άδα στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου. Αυτό είναι το ζητούμενο για την πρόοδό μας.»
Επειδή ανέφερες τους Νικς... Τι είχε γίνει τότε;
«Θα πήγαινα να υπογράψω σαν free-agent, αλλά λόγω απειρίας και υπέρμετρου ενθουσιασμού και σιγουριάς για το συμβόλαιο, δεν μπήκα στο draft γιατί η Νέα Υόρκη τότε δεν είχε επιλογές και ήθελε να υπογράψει ως ελεύθερο.»
Και η δουλειά “στράβωσε” λόγω του lock out των παικτών;
«Με το που προσγειώνομαι και μαθαίνω τα νέα, όλοι με καθησύχαζαν. Επρόκειτο για το πρώτο lock-out που εφαρμόστηκε ποτέ και ήταν το καλοκαίρι του 1995. Με έστειλαν στην Ουάσινγκτον για να κάνω ατομικές προπονήσεις στο Τζορτζτάουν και μετά από λίγο καιρό, άρχισε να γυμνάζεται μαζί μου ένας κοντός playmaker που έπαιζε τότε στους Χόγιας. Θυμάμαι ότι μου έδινε πάσες για να σουτάρω και μετά έκανα το ίδιο κι εγώ. Όταν τελειώσαμε την πρώτη προπόνηση, ήρθε ένας από τους προπονητές και μου είπε ότι “αυτός που βλέπεις είναι ο πιο γρήγορος point-guard στο NCAA και θα αφήσει εποχή στο ΝΒΑ!”... Όταν ρώτησα πως τον λένε, μου απάντησαν Άλεν Άϊβερσον! Το επόμενο καλοκαίρι επελέγη στο νο1 του draft και μετά όλα πήραν τον δρόμο τους...»
Ωραίες εμπειρίες...
«Τι να σου λέω... Είχε έρθει ο Μούρνινγκ και ο Γιούιν και μετά τις ατομικές, παίζαμε μονάκια. Απλά όλο αυτό που γινόταν, ήταν ανεπίσημο γιατί υπήρχε το lock out. Κάθισα εκεί 3-4 μέρες και μετά με έστειλαν στην Σάντα Μπάρμπαρα, γιατί το συμβόλαιό μου πέρα από τον βασικό μισθό των 750.000 δολαρίων, περιελάμβανε και δύο διαφημίσεις. Η μία εξ' αυτών ήταν από την εταιρία Starter και στην Καλιφόρνια με φιλοξένησε ο ιδιοκτήτης της. Μετά ξαναγύρισα στο Τζορτζτάουν...»
Έμεινες αρκετό καιρό δηλαδή;
«Περίπου δύο εβδομάδες γιατί όλοι περίμεναν ότι θα τελείωνε σύντομα το lock out. Κάτι που δεν συνέβη πριν τα μέσα Σεπτεμβρίου και τότε είχαμε Ιούλιο. Επομένως δεν μπορούσα να περιμένω τόσο πολύ, χωρίς να ξέρω τι θα γίνει. Και με δεδομένο ότι είχα συμβόλαιο με τον Ολυμπιακό, με όψιον ανανέωσης επέστρεψα πίσω και τον Αύγουστο ξεκίνησα προετοιμασία
Τι λείπει από τον μέσο αθλητή όταν αποφασίζει να σταματήσει;
«Οι πλάκες στα αποδυτήρια και στις αποστολές με τους συμπαίκτες και το staff, πάνω απ' όλα. Μετά έρχεται η χαμένη ρουτίνα του και δυσκολεύεται πολύ να την αντικαταστήσει! Με ρωτάνε πολλές φορές “είναι δύσκολη αυτή η δουλεια;”... Καθόλου δύσκολη γιατί έχεις ένα τέτοιο πρόγραμμα που το ακολουθείς και δεν ξεφεύγεις. Δεν είναι σαν την πραγματική ζωή που δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί σήμερα, αύριο ή μεθαύριο... »
Art direction / συνθέσεις:
Χρήστος Ζωίδης / Ευαγγελία Λώλου
Φωτογράφιση:
Αλίνα Κέκη