Κατσικάρης στο Gazzetta: «Έγινα παίκτης χάρη σε ένα καθρεφτάκι και προπονητής επειδή είπα “όχι” στον Ίβκοβιτς!»

Ο μοναδικός Έλληνας προπονητής που δούλεψε στο ΝΒΑ και ο μακροβιότερος που εργάστηκε εκτός των ελληνικών συνόρων, στην συνέντευξη της ζωής του στο Gazzetta.

Γεννημένος στον Κορυδαλλό από μεσοαστική οικογένεια, αν υπήρχε κάτι που κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει όταν ήταν μικρός, αυτό θα είχε να κάνει σίγουρα με την κατεύθυνση που πήρε η επαγγελματική του σταδιοδρομία.

To μπάσκετ έμελλε να τον συναρπάσει, αλλά όπως θα διαπιστώσετε και μόνοι σας, στις γραμμές που ακολουθούν, όλοι οι σταθμοί που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην μακρά διαδρομή του από τα γήπεδα της Νίκαιας μέχρι τα σαλόνια της λίγκας ACB, σημαδεύονταν κάθε φορά από μία απρόσμενη συγκυρία.

Το συναπάντημα με τον “δράκο” του ελληνικού μπάσκετ. Το κομβικό παιχνίδι στα Πατήσια που τον “σφήνωσε” στο μυαλό του αείμνηστου Κρέζιμιρ Τσόσιτς. Η στροφή στις χρηματοοικονομικές σπουδές στην Καλιφόρνια και η ματιά στο καθρεφτάκι του πρώτου αυτοκινήτου του, που άλλαξε όλη του την καριέρα σαν παίκτη.

Τα έξι αξέχαστα χρόνια στην ΑΕΚ, με πλάκες, εικόνες, στιγμές και παραστάσεις που (όλες) δεν γράφονται. Μία εξαετία (1990-1996) από την οποία κερδίσε ελάχιστα χρήματα, αλλά έκανε σχέσεις ζωής, «φοίτησε» στο... πανεπιστήμιο του μπάσκετ και έβαλε τις βάσεις για την μετεξέλιξή του στο χώρο. Σε ένα πόστο που αποδείχτηκε ότι του ταίριαζε περισσότερο.

Για να ακολουθήσει η ευλογία της συνεργασίας με έναν ακόμη αξέχαστο «σοφό» του αθλήματος. Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, βλέπετε τον συμπάθησε από την πρώτη στιγμή κι αυτό συνετέλεσε στην αλλαγή της αρχικής του σκέψης (ήθελε να τον κάνει team manager), κάτι που δεν συνέβαινε συχνά με τον “Ντούντα”.

Η «κιτρινόμαυρη» οικογένεια τον αγκάλιασε, στήριξε το ξεκίνημά του σαν head coach και το αποτέλεσμα δικαίωσε και τις δύο πλευρές. Η διετία αυτή (2003-2005) τον βοήθησε να πατήσει καλά στα πόδια του και τον έμαθε να διαχωρίζει την θέση του, όταν νιώθει ότι δεν τον εκφράζουν οι συνθήκες.

Το παραπάνω του συνέβη πολλές φορές στην μακρά θητεία του στους πάγκους και στην πορεία, έμαθε να το διαχειρίζεται. Το «όχι» στην «Ένωση» έμελλε να του ανοίξει τους ορίζοντες για μία ευρωπαϊκή καριέρα και το “ναι” της συζύγου του Κατερίνας Βασιλειάδη, στο να βρίσκεται μονίμως δίπλα του στο εξωτερικό (μαζί με τα δύο τους παιδιά), εκτόξευσε την αποτελεσματικότητά του και ταυτόχρονα τις μετοχές του.

Κυρίες και κύριοι, ο “professor” Φώτης Κατσικάρης «ξεφυλλίζει» ένα άλμπουμ στιγμών, εικόνων και συναισθημάτων που έχουν σημαδέψει τα σχεδόν 45 μπασκετικά χρόνια της ζωής του. Στην συνέντευξη που παραχώρησε στο Gazzetta, διηγείται ανέκδοτες ιστορίες που θα εκτιμήσουν δεόντως οι παλαιότεροι μπασκετικοί, καταπιάνεται με όλους τους σταθμούς που στιγμάτισαν την καριέρα του, αποκαλύπτει απίθανα περιστατικά και δεν αποφεύγει καθόλου την αυτοκριτική.

Ο Γιαννάκης του Ιωνικού, το σορτσάκι του Φασούλα, το σπριντ του Νεσιάδη, οι διακοπές στην Μύκονο πριν το νικηφόρο ημιτελικό Κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ, οι επικές ατάκες του Ψωμιάδη και του Γιατζόγλου, το unfair του Παπακαλιάτη, το πρωτάθλημα της ΑΕΚ με μειονέκτημα έδρας, η εμπιστοσύνη στον Ζήση, τα 15 χρόνια και οι 6 ομάδες στην Ισπανία.

Όλα αυτά και άλλα πολλά, όπως τα «όχι» στην Ρεάλ Μαδρίτης, η Εθνική Ελλάδας και το «βάπτισμα» του Αντετοκούνμπο στην ανδρών καθώς και η ανεπανάληπτη εμπειρία του ΝΒΑ στους Γιούτα Τζαζ, στις 16.091 λέξεις που ακολουθούν. Καλές βουτιές και καλή απόλαυση.

«Αν δεν έβλεπα τον Γιαννάκη να παίζει,
δύσκολα θα ερωτευόμουν το μπάσκετ!»

Θα σε γυρίσω πολύ πίσω και θα σου ζητήσω να ανασύρεις τις πρώτες θύμησες από το ξεκίνημά σου στο μπάσκετ... Από την εποχή που ήσουν παιδάκι...

«Αυτό που θυμάμαι πολύ έντονα ήταν η μέρα που καθόρισε την πρώτη μου επαφή με το μπάσκετ. Είχαμε μία οικογενειακή μάζωξη στο σπίτι στον Κορυδαλλό, οπότε όντας σε μικρή ηλικία – ήμουν οκτώ χρονών τότε – με δεδομένο ότι είχαμε καλεσμένους, ήμουν εγκλωβισμένος στο σπίτι. Κάποια στιγμή, όμως, μέσα στην βαρεμάρα μου, αντιλαμβάνομαι ότι ένας από τους φίλους μας, σηκώνεται να χαιρετήσει γιατί έπρεπε να προλάβει το παιχνίδι του Ιωνικού! Με το που  ακούω τη λέξη “παιχνίδι” αρχίζω να παρακαλάω τους γονείς μου, να του επιτρέψουν να με πάρει μαζί του! Στην αρχή νόμιζα ότι επρόκειτο για αγώνα ποδοσφαίρου, αλλά μπροστά στην προοπτική να φύγω από το σπίτι και να αλλάξω παραστάσεις, δεν με ένοιαξε το γεγονός ότι θα πήγαινα να δω ένα άθλημα για το οποίο δεν είχα την παραμικρή ιδέα έως τότε...»

Και έτσι απλά βρέθηκες στο κλειστό του Πλάτωνα;

«Ακριβώς! Το εντυπωσιακό ήταν ότι τότε, πριν από τους αγώνες της Α' Εθνικής, η ομοσπονδία είχε θεσπίσει την αναμέτρηση των αντίστοιχων ομάδων στην κατηγορία των μίνι, με τις χαμηλές μπασκέτες που εφάρμοζαν κάτω από τις μεγάλες. Πέραν του ότι εκστασιάστηκα μπαίνοντας στο γήπεδο και αντικρίζοντας μία διαφορετική ατμόσφαιρα, πιο ζεστή, με το ξύλινο δάπεδο και τον ήχο της μπάλας αλλά και των παπουτσιών στο παρκέ, διέκρινα πολλά παιδιά της ηλικίας μου να παίζουν και ζήλεψα! Ακολούθησε μία ιστορική νίκη του Ιωνικού επί του Ολυμπιακού στο ανδρικό με τον Παναγιώτη Γιαννάκη να έχει σημαντικό ρόλο στα 17 του τότε, δύο μέρες αφότου είχε πεθάνει ο πατέρας του... E, δεν ήθελε και πολύ! Όλο αυτό το πακέτο των παραστάσεων που βίωσα εκείνο το απόγευμα,  ίσως και να καθόρισε την κατεύθυνση που ακολούθησα...»

Ποια ήταν η συνέχεια;

«Γύρισα κατενθουσιασμένος στο σπίτι και είπα στους γονείς μου ότι θέλω να γραφτώ στα τμήματα υποδομής του Ιωνικού. Θυμάμαι ότι την επομένη έπρηξα την μάνα μου και πήγαμε σε ένα μαγαζί αθλητικών ειδών της γειτονιάς και μου αγόρασε ένα ζευγάρι πάνινα παπούτσια carina, το οποίο ήταν μία φθηνότερη έκδοση των All Star που φορούσαν τότε όσοι έπαιζαν μπάσκετ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την χαρά που ένιωσα εκείνη την μέρα και μάλιστα είχα αφηνιάσει τόσο πολύ, που επειδή έκανα φασαρία περιφέροντας τα στο σαλόνι, ενώ ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου έβλεπε ειδήσεις, κάποια στιγμή μου τα πήρε και τα πέταξε στον τοίχο!»

Θυμάσαι το πρώτο σου παιχνίδι;

«Βέβαια! Ήμουν έναν χρόνο μικρότερος από τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά αρκετά πιο αναπτυγμένος και πιο ψηλός. Παίζαμε στο Μαρούσι κλειστό γήπεδο “Σπύρος Λούης” δίπλα στον σταθμό του τρένου, φορούσαμε κόκκινες εμφανίσεις και επειδή ακόμη δεν είχε οριστεί κάποιος σταθερός προπονητής, είχε έρθει να μας κουτσάρει ο Παναγιώτης Γιαννάκης που ήταν τότε το μεγαλύτερο ταλέντο και ο πιο πολλά υποσχόμενος παίκτης της ανδρικής ομάδας. Επειδή δεν υπήρχε εμφάνιση για μένα, βρέθηκε ένα κόκκινο κοντομάνικο, μου έγραψαν στην πλάτη και το νο5 με μαρκαδόρο και πάτησα στον αγωνιστικό χώρο. Να φανταστείς ότι θυμάμαι μέχρι και το πρώτο καλάθι που πέτυχα μετά από κλέψιμο και lay-up στον αιφνιδιασμό, διατρέχοντας με ντρίμπλα μία απόσταση σχεδόν από το ένα καλάθι στο άλλο, που τότε έμοιαζε ατελείωτη! Μου φάνηκε σαν να έκανα πέντε λεπτά για να φτάσω...»

Αυτή ήταν αρχή. Τα επόμενα χρόνια πως κύλησαν;

«Πήγαν πολύ καλά! Φτάσαμε σε τελικές φάσεις και με ύψος κοντά στο 1,85,  στα παιδικοεφηβικά έπαιζα τεσσάρι. Το καλό ήταν ότι όλα τα παιδιά της ομάδας προέρχονταν από την ευρύτερη περιοχή και φυσικά για όλους μας πρότυπο ήταν ο Παναγιώτης ο Γιαννάκης. Το έχω πει πολλές φορές, ότι αν δεν έπαιζε και δεν ξεχώριζε σε εκείνο το παιχνίδι του Ιωνικού με τον Ολυμπιακό, ίσως να μην ερωτευόμουν τόσο σφόδρα το μπάσκετ! Γιατί ο πολύς ο κόσμος θυμάται το παιχνίδι του από την εποχή που έπαιζε στο πλευρό του Γκάλη, από τότε που το άθλημα μπήκε στην τηλεόραση και σε έναν ρόλο που ήταν πιο playmaker και λιγότερο σκόρερ. Όσοι είχαν την τύχη να τον δουν να παίζει στην πρώτη του ομάδα, θα θυμούνται ότι ο Γιαννάκης του Ιωνικού με προπονητή τον Λάκη τον Αναστασιάδη ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από εκείνον του Άρη! Ο άνθρωπος έκανε απίστευτα πράγματα στο παρκέ, είχε εντυπωσιακές εμπνεύσεις στην επίθεση και θυμάμαι ήταν ο πρώτος μπασκετμπολίστας που είχα δει να σκοράρει πίσω από την μπασκέτα! Από την baseline, ψηλοκρεμαστά, πάνω από το καλάθι!»

Η διαφήμιση στο σορτσάκι του Φασούλα και το ματς που τον κράτησε στο μπάσκετ!

Να υποθέσω ότι προωθήθηκες σχετικά νωρίς στην ανδρική ομάδα;

«Σε ηλικία 15 ετών και μάλιστα εκείνη την εποχή έγινα ο νεότερος παίκτης του πρωταθλήματος που αγωνίστηκε στο πρωτάθλημα της Α' Εθνικής! Ήταν ένα ματς με τον ΠΑΟΚ στην Θεσσαλονίκη! Είχε χτυπήσει ο Μπολάτογλου και με είχαν πάρει στην αποστολή ως δέκατο μέλος της ομάδας. Ήταν μία πρωτόγνωρη εμπειρία να ταξιδέψω τόσο μικρός με το αεροπλάνο, να είμαι στα αποδυτήρια με τους μεγάλους και να παίξω σε ένα γήπεδο με κόσμο σαν το Αλεξάνδρειο!»

Πόσο χρόνο έπαιξες;

«Στα 6-7 τελευταία λεπτά με συνολικό απολογισμό 9 πόντους! Είχαμε χάσει τα αυγά και τα πασχάλια, θυμάμαι μέχρι και το τελικό σκορ που ήταν 103-60! Στον ΠΑΟΚ ήταν προπονητής ο Θόδωρος Ροδόπουλος με Φασούλα, Σταυρόπουλο, Κατσούλη και σία και κάποια στιγμή που παίζαμε ζώνη και ήμουν στην κορυφή της ρακέτας, ακούω κάποιον συμπαίκτη μου να φωνάζει “κόβει, κόβει”... Και όπως γυρνάω, βλέπω μπροστά μου την διαφήμιση “Old Spice” στο σορτσακι με το νο9 του Φασούλα! Ο τύπος ήταν τρομακτικός για τα δεδομένα του ελληνικού μπάσκετ. Ήταν η χρονιά που στην εξέλιξή της, παίξαμε μπαράζ για να σωθούμε. Ο Γιαννάκης είχε πάει στην Αμερική για τους Σέλτικς και επέστρεψε στην 8η αγωνιστική... Άλλο παιχνίδι που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ...»

Τι είχε γίνει;

«Ήμασταν τελευταίοι στην βαθμολογία με επτά ήττες σε ισάριθμους αγώνες και ο επόμενος αντίπαλός μας στη Νίκαια,  ήταν ο πρώτος και αήττητος Παναθηναϊκός με 7-0! Γυρνάει, λοιπόν, ο Παναγιώτης από την Βοστώνη, δύο μέρες πριν το ματς και μιλάμε ήταν άλλος άνθρωπος! Πολύ πιο γυμνασμένος και φουσκωμένος από τα βάρη, έκανε μία προπόνηση και θα ερχόταν να παίξει. Έλα που όμως έρχεται η ώρα για το ζέσταμα και ακόμη δεν έχει εμφανιστεί! Βγαίνουμε στον αγωνιστικό χώρο, στο γήπεδο δεν έπεφτε καρφίτσα και ξαφνικά παρατηρείται ένα συνωστισμος στην είσοδο, ώσπου κάποια στιγμή διακρίνουμε την φιγούρα του Γιαννάκη τυλιγμένου με ένα άσπρο κασκόλ να τον πηγαίνει ο κόσμος σηκωτό στα αποδυτήρια για να ντυθεί! Μιλάμε για σουρεαλιστική εικόνα! Μετά από λίγη ώρα που βγήκε για να κάνει ένα υποτυπώδες ζέσταμα, κόντεψε να πέσει το γήπεδο!»

Να υποθέσω ότι έγινε η έκπληξη και νικήσατε;

«Σωστά υποθέτεις (γέλια)!! Σκέψου ότι ο Παναθηναϊκός είχε τότε μία ομαδάρα άνευ προηγουμένου με Κάππο, Στεργάκο, Κόντο, Κορωναίο, Βίδα και τους υπόλοιπους και πετύχαμε την πρώτη μας νίκη με 91-88. Θυμάμαι ότι το τελικό σκορ διαμορφώθηκε με ένα σουτ του Περτέση, 9-10 δευτερόλεπτα πριν το τέλος! Στην συνέχεια απλά μπούκαρε ο κόσμος μέσα στον αγωνιστικό χώρο για να πανηγυρίσει και ο υπόλοιπος χρόνος δεν παίχτηκε ποτέ! Ο Λάκης ήταν ο πρώτος σκόρερ, αλλά ο Γιαννάκης είχε κάνει την σημαντικότερη διαφορά.»

Τότε ήσουν ο μικρός της ομάδας που καποιες φορές συμπλήρωνες την δεκάδα. Πότε άρχισες να αποκτάς σημαντικότερο ρόλο;

«Όταν έφυγε ο Παναγιώτης και πήγε στον Άρη. Τότε ο Ιωνικός πέρασε σε μία άλλη εποχή και μάλιστα το 1987 η ομάδα υποβιβάστηκε στην Β' Εθνική (σ.σ.: δεν υπήρχε τότε η Α2 Κατηγορία). Τότε με ήθελε ο Σπόρτινγκ, που είχε πέσει και αυτός και ο Απόλλων Πάτρας με τον Μάκη Δενδρινό, που είχε μόλις ανέβει στην Α' Εθνική. Τελικά πήγα στα Πατήσια και ανεβήκαμε την αμέσως επόμενη σεζόν με συμπαίκτες τον Πολέμη, τον Φενέκο, τον Ζευγώλη, τον Παπαδημητρίου και τον Ντίνο Αγγελίδη πιτσιρίκο, με προπονητή τον Κώστα Διαμαντόπουλο!»

Ήταν η διετία πριν πας στην ΑΕΚ;

«Ναι αλλά πριν φτάσουμε εκεί, θέλω να κάνω μία παρένθεση που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα μπασκετική μου ζωή και ουσιαστικά με έφερε σε επαφή με τον άνθρωπο που με ενέπνευσε στο να γίνω προπονητής.»

Αναφέρεσαι στην συνεργασία σου με τον Κρέζιμιρ Τσόσιτς;

«Πριν φτάσω εκεί, θα σου πω πως μπήκαν οι βάσεις για αυτή την την σχέση, χωρίς να το ξέρω καν! Στην 2η σεζόν μου στον Σπόρτινγκ, όταν πλέον είχαμε ανέβει στην πρώτη Κατηγορία, η οποία εν τω μεταξύ είχε γίνει Α1, έχω πάθει ένα διάστρεμμα γιατί φόρεσα για πρώτη φορά τα Nike Air Force. Μιλάμε για μία αερόσολα με την οποία ένιωθες όπως οι γυναίκες που φοράνε τακούνια! Είχα χάσει ένα ματς με τον Παναθηναϊκό και όλη την εβδομάδα έκανα θεραπεία για να μπορέσω να παίξω λίγο με τον Πανιώνιο στο γήπεδό μας. Δεν με είχε βάλει καθόλου σε όλο το ματς, ο Φάνης (σ.σ.: Χριστοδούλου) μας είχε τσακίσει με 23 πόντους και ξαφνικά με σηκώνει ο coach στο τελευταίο δεκάλεπτο με την διαφορά στο -15! Στα guard έπαιζαν ο Μίσσας, ο Γάσπαρης και ο Κορωναίος και πιο πίσω ο Καραμανώλης και πλην του Λάντσμπεργκερ και των αδελφών Χριστοδουλου, υπήρχαν ακόμη ο Μποσγανάς, ο Σερέτης και άλλοι. Γενικά ο Πανιώνιος είχε ομαδάρα. Όπως παίζουμε, λοιπόν, μία ζώνη 3-2 με τον Παπαδημητρίου στην κορυφή και όπως κόβει ο Φάνης προς το καλάθι, κάνω λάθος, τον ακολουθώ στο κόψιμο και ως δια μαγείας οι υπόλοιποι μπερδεύονται και πετάνε την μπάλα έξω. Μου βάζει τις φωνές ο “Κίτσος”, αλλά βάζουμε καλάθι στην επίθεση και αμέσως με πιάνει ο Ζευγώλης και μου λέει “ακολούθα συνέχεια τον Φάνη και μην σε νοιάζει, θα μιλήσω εγώ στον coach!”... Και ξαφνικά η αμυντική μας διάταξη μετατρέπεται σε τέσσερις ζώνη και ένας man-to-man, με αποτέλεσμα να γυρίσουμε το ματς γιατί ο Μίσσας με τον Κορωναίο τα έσπασαν σουτάροντας συνεχώς από την κορυφή της ρακέτας.

Με συγχωρείς, γυρίσατε το ματς με άμυνα που προέκυψε από μία δική σου λανθασμένη πρωτοβουλία;

«Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται! Ήταν που ήταν και σκληρά τα στεφάνια στο κλειστό των Πατησίων, οι δύο τους μαζί τελείωσαν το παιχνίδι με 0/16! Ο “Μπέμπης” δεν ξανασκόραρε γιατί μπερδεύτηκε και τελικά κερδίζουμε στο τέλος με ένα floater του Αγγελίδη , με τον Τζούροβιτς να έχει χάσει την μπάλα και να έχει γίνει “κατακόκκινος”! Παίξαμε με το μυαλό τους, τους μπερδέψαμε και ουσιαστικά σκόραραν από ελάχιστα έως καθόλου στα τελευταία 10 λεπτά. Τότε, λοιπόν, στην κερκίδα ήταν ο Τσόσιτς, που είχε αναλάβει την ΑΕΚ και όταν έβρισκε ευκαιρία πήγαινε να δει και τις υπόλοιπες ομάδες. Και το αφήνουμε εκεί...»

Το τέλος του... μπάσκετ, οι σπουδές στην Αμερική και η ολική επαναφορά via Τσόσιτς!

Τι επακολούθησε;

«Το σοκ που έπαθα όταν ήρθε το χαρτί για τον στρατό. Εκεί τα είδα όλα, από την άποψη ότι το μπάσκετ δεν ήταν επαγγελματικό και εμένα προσωπικά, μου απέφερε μόνο κάποια οδοιπορικά χρήματα και έπρεπε να σκεφτώ τι θα κάνω στην ζωή μου. Ο Σπόρτινγκ, εν τω μεταξύ, είχε πάρει τον Ζέρβα στην θέση μου και μόλις τους ενημέρωσα για τους προβληματισμούς και τις σκέψεις που έκανα τότε για να σπουδάσω, με απείλησαν ότι θα μου “κρεμάσουν το δελτίο”! Άλλωστε, θα ζούσαν μια χαρά και χωρίς τον Κατσικάρη...»

Και που κατέληξες;

«Στο να ακολουθήσω τον δρόμο της ακαδημαϊκής φοίτησης! Ήμουν καλός μαθητής και άριστος γνώστης των αγγλικών για την εποχή, επομένως συμπλήρωσα κάποιες αιτήσεις σε αμερικάνικα πανεπιστήμα, με δέχτηκαν στο Ιρβάιν και μετακόμισα στο Όραντζ Κάουντι, μεταξύ του Σαν Ντιέγκο και του Λος Άντζελες.»

Εκεί εντάχθηκες και στην ομάδα μπάσκετ;

«Καμία σχέση! Δεν πήγα για μπάσκετ. Πήγα κανονικά ως φοιτητής εξωτερικού με προοπτική να κάνω κάτι για το μέλλον μου. Δεν μπορούσα να επενδύσω στο μπάσκετ, δεν είχα κάποιο ξεχωριστό ταλέντο, ούτε ιδιαίτερα σωματικά προσόντα για να βασιστώ... Επομένως, πήγα στην λογική του να σπουδάσω οικονομικά για να γίνω χρηματιστής, σε ένα πολύ απαιτητικό πανεπιστήμιο.»

Εκεί έμεινες έναν χρόνο;

«Σωστά! Και με το που τελείωσε η πρώτη σεζόν, επέστρεψα στην Ελλάδα για να δω τους γονείς μου και στην συνέχεια πήγα διακοπές στην Σαντορίνη, παρέα με δύο Αμερικάνους φίλους μου. Να φανταστείς ότι τότε είχα παχύνει αρκετά, δεν υπήρχε μπασκετμπολίστας Κατσικάρης! Κάποια στιγμή, που λες, παίρνω τηλέφωνο την μάνα μου και μου λέει ότι με ψάχνει ένας... Γάσπαρης από την ΑΕΚ! Της λέω “μαμά, κάνεις λάθος! Ο Γάσπαρης είναι στον Πανιώνιο, κάποιος κάνει πλάκα!”... Να μην στα πολυλογώ, όταν γύρισα σπίτι και μου είπε ότι αυτός ο κύριος Γάσπαρης είχε ξανατηλεφωνήσει, πράγματι μιλήσαμε και επρόκειτο για τον νέο team μάνατζερ της ΑΕΚ, ο οποίος μου μετέφερε την επιθυμία του Τσόσιτς να συναντηθούμε! Εγώ έμεινα κάγκελο, γιατί είχα μπει ήδη σε έναν δρόμο με τις σπουδές μου, τις οποίες χρηματοδοτούσαν οι γονείς μου και από την άλλη η προοπτική της συνεργασίας με τον “Κρέζο” στην ΑΕΚ, ενδόμυχα με εξίταρε!»

Και πως εξελίχθηκαν τα πράγματα;

«Με τον Τσόσιτς συναντηθήκαμε σε ένα ξενοδοχείο που έμενε κάτω από την Ακρόπολη και δεν σου κρύβω ότι είχα μεγάλο τρακ γιατί επρόκειτο για έναν θρύλο του παγκοσμίου μπάσκετ, ο οποίος ήθελε να με δει! Εκεί, λοιπόν, μου παρουσιάζει το πλάνο που είχε για την επόμενη σεζόν, όπου με προόριζε σαν τρίτο κοντό πίσω από τον Παταβούκα και τον Γκέκο. “Υπάρχουν πολύ καλοί παίκτες,  όπως ο Κορωνιός και ο Μπακατσιάς, αλλά εγώ θέλω εσένα γιατί θεωρώ ότι ταιριάζεις καλύτερα στον συγκεκριμένο ρόλο!”, μου είχε πει τότε. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα τον όρο “ρολίστας” στο μπάσκετ! Ο “Κρέζο” ήταν πολύ μπροστά για την εποχή και ειδικά στην Ελλάδα παρεξηγήθηκε πολύ και έτυχε κακοπροαίρετης κριτικής για τα πιστεύω του και τις επιλογές του. Και εκεί μου ξεφούρνισε και εκείνο το παιχνίδι στα Πατήσια με τον Πανιώνιο στο οποίο ήταν παρών και θυμόταν τον ρόλο που είχα παίξει στο να γυρίσει το ματς.» 

Εσύ πως το πήρες όλο αυτό;

«Εννοείται πως κολακεύτηκα, πιέστηκα πάρα πολύ γιατί στις 28 Αυγούστου έπρεπε να πάρω το αεροπλάνο της επιστροφής στην Αμερική και από την μία είχα τον πατέρα μου, που δεν ήθελε να αφήσω τις σπουδές μου και από την άλλη την μάνα μου, που ήταν υπέρ του να ακολουθήσω την καρδιά μου! Να φανταστείς ότι εν τω μεταξύ είχα πάρει μία μερική υποτροφία από το Boston University και είχα στείλει όλα μου τα πράγματα από την Καλιφόρνια στην Μασαχουσέτη!»

Δύσκολη απόφαση;

«Τρομερά δύσκολη, γιατί η πρόταση της ΑΕΚ και το ενδιαφέρον του Τσόσιτς είχε αναθερμάνει την αγάπη μου για το παιχνίδι! Ωστόσο, επειδή το δελτίο μου βρισκόταν στον Σπόρτινγκ, για να προχωρήσει η συνεργασία έπρεπε να συναινέσει και η πρώην ομάδα μου, εγώ κρατούσα μικρό καλάθι γιατί μέσα μου πίστευα ότι τελικά δεν θα βρισκόταν λύση και θα επέστρεφα στις σπουδές μου. Συν τοις άλλοις, η ΑΕΚ δεν ήταν στην καλύτερη οικονομική κατάσταση επί Δημητρακόπουλου τότε, εγώ δεν ήμουν κάποιος ιδιαίτερα σημαντικός παίκτης για να πληρώσει τον σύλλογο των Πατησίων, οπότε οι πιθανότητες δεν ήταν με το μέρος μου...»

Και τελικά πως έγινε η ολική επαναφορά;

«Αν και όλα ήταν εις βάρος μου, καθώς περνούσαν οι μέρες άρχιζα να λειτουργώ περισσότερο με το συναίσθημα και το ένστικτο και να βάζω σε προτεραιότητα το όνειρο και λιγότερο την λογική. Άλλωστε, οι σπουδές θα μπορούσαν να περιμένουν, ενώ τέτοια ευκαιρία δύσκολα θα ξαναπαρουσιαζόταν. Τελικά, από τις πρώτες επαφές των ανθρώπων της ΑΕΚ με τον Σπόρτινγκ μαθαίνω ότι υπήρχε ενδιαφέρον για ανταλλαγή με τον Γιώργο Αγιασωτέλη, οπότε σιγά-σιγά άρχισα να ελπίζω. Ο πατέρας μου εν τω μεταξύ είχε θυμώσει πάρα πολύ, αλλά η συμφωνία προέβλεπε και μηναίο μισθό της τάξεως των 250.000 δραχμών τότε, εγώ είχα κολακευτεί πάρα πολύ, οπότε αποφάσισα να προχωρήσω...»

Με τον Σπόρτινγκ δεν υπήρξε πρόβλημα;

«Εκεί ήθελα να καταλήξω! Φτάνουμε τελευταία μέρα των μετεγγραφών και στις 8 το βράδυ θα έπρεπε να πάει με fax στα γραφεία της ομοσπονδίας το παραχωρητήριο από τον Σπόρτινγκ. Έχω πάει από τις 6 στα γραφεία της ΑΕΚ και δεν σου κρύβω ότι ακόμη έκανα δεύτερες σκέψεις για το αν έχω πάρει την σωστή απόφαση. Επί σχεδόν δύο ώρες ο manager της ομάδας, τότε, ο Νίκος Νεσιάδης είναι στα τηλέφωνα με τους ανθρώπους του Σπόρτινγκ και όλα δείχνουν ότι δυστυχώς δεν θα βγει άκρη! Κάποια στιγμή το έχω πάρει απόφαση ότι το θέμα δεν θα προχωρήσει και ότι θα γυρίσω στην Αμερική για τις σπουδές μου, οπότε βαθιά μέσα μου τουλάχιστον αρχίζω να νιώθω πιο καθαρή την συνείδησή μου, γιατί είχα μεγάλες τύψεις. Γύρω στις 8 παρά δέκα, λοιπόν κι έχοντας διαπιστώσει ότι όλες οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες, σηκώνομαι πάνω, ευχαριστώ τους ανθρώπους της ΑΕΚ, χαιρετάω και φεύγω. Είχα τότε ένα Autobianchi και όπως ξεπαρκάρω κάτω από τα γραφεία κι ετοιμάζομαι να στρίψω στην γωνία, βλέπω από τον καθρέφτη τον Νεσιάδη να έχει βγει και να τρέχει από πίσω από το αμάξι για να με προλάβει! Μονο σε ταινίες γίνονται αυτά...»

Και σταμάτησες αμέσως;

«Για ένα δευτερόλεπτο είπα στον εαυτό μου “τώρα κάνω ότι δεν το βλέπω αυτό και φεύγω ή σταματάω;»... Γιατί στην διάρκεια των τριών λεπτών που μεοσολάβησαν από την ώρα που έφυγα από τα γραφεία μέχρι να μπω στο αυτοκίνητο, είχα προλάβει να ξεφουσκώσω. Γιατί ένιωθα άσχημα που είχα αποφασίσει να ακολουθήσω τον δρόμο του μπάσκετ, ως προς τις θυσίες της οικογένειας και της πιθανής απογοήτευσής των γονιών μου για το καπρίτσιο. Τελικά έκανα στην άκρη και από την απόφαση εκείνης της στιγμής, όμως, κοιτώντας το καθρεφτάκι στο Autobianchi, νομίζω ότι άλλαξε όλη μου η ζωή! Λίγα λεπτά αργότερα, υπέγραψα κι έγινα παίκτης της ΑΕΚ και έζησα μία εκπληκτική εξαετία στην διάρκεια της οποίας φτιάξαμε μία ομάδα-παρέα με παιδιά όπως ο Νάσος ο Γαλακτερός, ο Παταβούκας, ο Αριδάς, ο Λανές, ο Κουντουράκης και αργότερα ο Κρις Παπασαράντου.»

Τι αποκόμισες από την συνεργασία σου με τον Τσόσιτς;

Πάρα πολλά! Πρώτα απ' όλα μου άλλαξε τον διακόπτη της προσέγγισης που είχα στο παιχνίδι και ήταν ο κύριος υπεύθυνος της στροφής που πήρα στην πορεία ως προς την προπονητική. Μαζί με τον Πίνο Γκρίντοβιτς, τον βοηθό του, μου κόλλησαν το μικρόβιο του προπονητή. Γιατί είχαν έναν τελείως διαφορετικό τρόπο δουλειάς, με απίστευτη πίεση σωματική αλλά πιο πολύ πνευματική ως προς την πειθαρχία και το πως ευβλαβική θα έπρεπε να είναι η αφοσίωση σε όλα. Ήμουν ένας κοντός κωλοτούμπας που κοίταγα πως θα σκοράρω και με τον “Κρέζο”, μπήκα σε μία διαδικασία να σκέφτομαι διαφορετικά. Θυμάμαι ότι έμενα στην Γλυφάδα και ανέβαινα στο “Γεώργιος Μόσχος” και σε όλη την διαδρομή σχεδίαζα το τι θα κάνω στην προπόνηση. Είχα μπει σε ένα τριπάκι να αναλύω τα πάντα.»

Η πρόκριση στον τελικό
Κυπέλλου μέσω... Μυκόνου!

A show poster for Kellar

Η ΑΕΚ εκείνης της εποχής, πάντως, ήταν γνωστή για το πολύ δυνατό δέσιμο των παικτών. Ήσασταν μία εκπληκτική παρέα μέσα κι έξω από το παρκέ...

«Αλήθεια είναι αυτό! Αλλά νομίζω ότι σ' αυτό μας ένωσε και το γεγονός ότι παίζαμε για μεγάλα διαστήματα απλήρωτοι με όπλο το φιλότιμο. Γιατί τότε η ΑΕΚ ήταν η μόνη ομάδα που είχε απλά το όνομα και τίποτε άλλο! Ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός ήταν κολοσσοί, ο Άρης και ο ΠΑΟΚ πολύ δυνατοί, υπήρχαν ο Πανιώνιος και ο Ηρακλής που είχαν αξιοσέβαστα budget κι εμείς παίζαμε με ψίχουλα, που δεν τα παίρναμε κιόλας! Αλλά ήμασταν εκεί και παλεύαμε! Γιατί γουστάραμε, αγαπούσαμε την ομάδα και περνούσαμε καλά μεταξύ μας! Τι πλάκες και σκηνικά να πρωτοθυμηθώ; Αλλά και πολλές απληρωσιές!»

«Η φτώχεια θέλει καλοπέραση», που λέει και ο σοφός λαός;

«(Γελάει!)... Πες το ψέματα! Θυμάμαι ένα περιστατικό που ταιριάζει απόλυτα... Το '92 παίζαμε νοκ-άουτ ημιτελικό με τον ΠΑΟΚ στο “Μόσχος” και οι αντίπαλοι μας είχαν την υπερομάδα, που με την προσθηκη του Λέβινγκστον, έφτασε στο Final 4 της Euroleague που έγινε στο Στάδιο “Ειρήνης και Φιλίας” την επόμενη σεζόν. Με Ίβκοβιτς στον πάγκο και με Μπάρλοου, Πρέλεβιτς, Φασούλα, Κόρφα, Φιλίππου, Σταυρόπουλο, Παπαχρόνη και όλους τα υπόλοιπα παιδιά κι εμείς είχαμε προπονητή τον Νικητόπουλο. Εκείνη την περίοδο η ομάδα ήταν διοικητικά ακέφαλη και μας είχαν ψήσει ότι θα αναλάμβανε ένας επενδυτής που θα έλυνε τα προβλήματα και θα προχωρούσε σε πληρωμές, αλλά δεν πήραμε φράγκο. Οπότε κάποια στιγμή, δεκα μέρες πριν το ματς, έρχεται ο Βαγγέλης στα αποδυτήρια και μας λέει “παιδιά, δεν μπορώ να σας αναγκάσω να παίζετε συνέχεια δωρεάν, οπότε θα σεβαστώ όποια απόφαση πάρετε!”...  Όπως καθόμαστε, λοιπόν και ήταν Μεγάλη Εβδομάδα πέφτει από κάποιον η ιδέα να πάμε όλοι μαζί στην Μύκονο!»

Και πήγατε;

«Εννοείται! Και η πλάκα είναι ότι ο Κρις (σ.σ.: Παπασαράντου) έπαιρνε τον ξάδερφό του τον Πιτ (σ.σ.: Παπαχρόνη) από τις παραλίες και τα μπαρ και του έκανε πλάκα, ενώ εκείνος έκανε διπλές προπονήσεις στην Θεσσαλονίκη και προετοιμαζόταν πυρετωδώς για τον ημιτελικό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την εβδομάδα! Περάσαμε απίστευτα και με το που γυρνάμε, κάνουμε δύο προπονήσεις της πλάκας, αποκλείουμε τον ΠΑΟΚ και περνάμε στον τελικό του Κυπέλλου.»

Πως έγινε αυτό;

«Δεν ξέρω κι εγώ πως! Θυμάμαι ότι ο Αριδάς είχε κάνει εκπληκτικό ματς, με επιθετικά ριμπάουντ και καρφώματα! Αν σκεφτείς την ομάδα που είχε τότε ο ΠΑΟΚ, δεν θα το πιστεύεις!»

Στην ΑΕΚ έπαιξες και με μερικούς ξένους που έκαναν θραύση, όπως ο Μπλάκμαν και ο Μιλίσεβιτς...

«Ο Ρολάντο ήταν απίστευτη μορφή! Θυμάμαι ότι όταν ήρθε, ήταν πρόεδρος ο Λεφάκης. Τα είχε σπάσει με τον Πατ Ράιλι στους Νικς, δεν ανανέωσε το συμβόλαιό και ξαφνικά μεσούσης της περιόδου, εμφανίζεται στο “Μόσχος” ένα απόγευμα που είχε -7 βαθμούς! Όπως βγήκε στο παρκέ για να κάνει ζέσταμα με το σορτσάκι, έτσι επέστρεψε στα αποδυτήρια και φόρεσε στολή... δύτη! Ξέρεις αυτά τα κολάν που φοράνε τώρα οι παίκτες, εκείνος τα είχε φέρει πρώτος από την Αμερική πριν από 28 χρόνια!»

Τρομερός σκόρερ;

«Θα σου πω κάτι που μου είχε πει ο ίδιος. “Άκου φίλε, εγώ και η οικογένειά μου περάσαμε με βάρκα από τον Παναμά στην Αμερική. Εμένα που με βλέπεις τώρα, προέρχομαι από το ΝΒΑ κι έχω παίξει σε 4 All Star Game, δεν με ήθελαν σε κανένα άθλημα στο σχολείο. Ακόμη και στο μπάσκετ και χρειάστηκε να χτυπήσουν δύο για να μπω στην ομάδα!”...

Γιατί στα λέω αυτά; Γιατί ο Μπλάκμαν ήταν ένας τύπος που εξέλιξε τρομερά το ταλέντο του μέσω της δουλειάς. Ο τύπος ήταν μεγάλο σχολείο. Μπορούσε να κάτσει και να μιλήσει με έναν άστεγο με την ίδια ευκολία που θα καθόταν με τον πρόεδρο της Αμερικής. Πως είναι ο Γιάννης τώρα; Κάπως έτσι...»

Θέλω να μου πεις και για τον Μιλίσεβιτς, όμως... Πρέπει να υπάρχουν τρομερές ιστορίες...

«Μιλάμε για ψυχάρα! Έδινε ό,τι είχε και δεν είχε. Θυμάμαι ότι μία μέρα έριχνε κατακλυσμό στην Αθήνα, είχαν πλημμυρίσει οι δρόμοι και παίζαμε στην έδρα μας με την Λάρισα. Επειδή δεν μπορούσε να κουνήσει το αυτοκίνητό του, βγήκε στην γειτονιά που έμενε κι άρχισε να ψάχνει λύση. Ξαφνικά, μπήκε σε ένα μαγαζί και όπως είδε μία κοπέλα της λέει εν ψυχρώ: “Έχεις αυτοκίνητο;”... Αυτή τρόμαξε και του απάντησε καταφατικά και στο καπάκι της λέει: «Σου δίνω 100.000 δραχμές για να με πας τώρα στο γήπεδο της ΑΕΚ!”... Μας το έλεγε μετά στα αποδυτήρια – το ματς άργησε να αρχίσει λόγω της κακοκαιρίας – και δεν το πιστεύαμε...»

Εγώ θυμάμαι ότι έβαζε την μπάλα στο καλάθι με χίλιους δύο τρόπους! Ακόμη και όταν την πέταγε από την... κοιλιά...

«Άστο, δεν υπήρχε! Θυμάμαι μία ιστορία όταν είχε πρωτοέλθει που δεν τον ξέραμε και όταν τον είδαμε στο γήπεδο, ψιλογελάσαμε από μέσα μας. Τότε είχαμε έναν Αμερικανό, τον Μπάροουζ, που δεν είχε ικανοποιήσει και ο Τζούροβιτς αποφάσισε να τον αλλάξει και να φέρει έναν Σέρβο ψηλό, που μας έλεγε ότι θα βάζει 25 σε κάθε ματς! Όταν ήρθε στο γήπεδο απευθείας από το αεροδρόμιο και τον είδαμε να μπαίνει από την είσοδο του “Γεώργιος Μόσχος”, κάναμε μεγάλη προσπάθεια να κρατηθούμε από τα γέλια. Ο τύπος είχε μία τεράστια κοιλιά, η οποία φαινόταν από το μπλουζάκι και στα χέρια του κρατούσε μία βαλίτσα κι ένα κλουβί με έναν κόκκινο γάτο! Καταλαβαίνεις τι έγινε! Πραγματικά μέχρι να πάει να αλλάξει, να μιλήσει με τον Βλάντο και να μπει στην προπόνηση, προσπαθούσαμε να συνειδητοποιήσουμε τι κίνηση-μαγειρείο είχε κάνει ο coach...»

Όλα αυτά μέχρι να τον δείτε να παίζει;

«Στην πρώτη προπόνηση μπήκε λίγο και όπως τον είδαμε με αυτό το ανορθόδοξο στυλ που είχε, πραγματικά δεν το πιστεύαμε. Μας έλεγε μετά και κάτι κουφά ότι τάχα “από τότε που έμαθε ο Βράνκοβιτς ότι ήρθα στην Ελλάδα, δεν κοιμάται γιατί στην Γιουγκοσλαβία του έκανα πλάκα!”, οπότε εκτός από άσχετος, μας φάνηκε και υπερβολικά φαφλατάς. Ώσπου έρχεται η ώρα να παίξουμε με τον Ολυμπιακό στο γήπεδο και μένουμε όλοι σέκος! Μιλάμε ότι εκείνη την βραδιά, έκανε τον Τάρπλεϊ, τον Φασούλα και τον Τάρλατς να μοιάζουν με ψηλούς της σειράς! Δεν έχω ξαναδεί τέτοια εμφάνιση από παίκτη απέναντι σε τέτοια frontline! Mέχρι και 5-6 λεπτά πριν από το τέλος, ήμασταν μπροστά στο σκορ, εκείνος είχε βάλει 33 πόντους, ώσπου μπήκε ο Καμπούρης, τον “πλάκωσε” στο ξύλο και μας νίκησαν στο τέλος. Ήταν πραγματικά πολύ αποτελεσματικός και το έδειξε και απέναντι στον Παναθηναϊκό και τον Στόικο, άσχετα αν μας το έλεγε και δεν το πιστεύαμε...»

Η εποχή Ψωμιάδη και το... τέλος λόγω των χρυσών εφήβων του 1995!

Από τις μέρες με τον Μάκη Ψωμιάδη τι ιστορίες θυμάσαι;

«Άπειρες και απείρου κάλους! Θα σου πω μία που μου ήρθε έτσι με την πρώτη και είχε να κάνει με έναν ξένο συμπαίκτη μας, τότε που και αυτός όπως και ο Μάκης, δεν βρίσκεται στην ζωή. Επρόκειτο για τον Τζακ Χέϊλι, που ήταν ένας τύπος ο οποίος στο ΝΒΑ κουνούσε την πετσέτα στους Λέικερς και είχε πάρει πρωτάθλημα με τους Μπουλς, έχοντας τον ίδιο ρόλο. Το παιδί προερχόταν από εύπορη οικογένεια και δεν είχε ανάγκη τα χρήματα! Ήταν πιο πολύ χομπίστας αλλά φανταστικός χαρακτήρας! Γυρίζουμε από την προετοιμασία και μόλις συνειδητοποιεί ότι δεν έχει πάρει την πρώτη δόση του συμβολαίου του, τρελλαίνεται! Μαθαίνει ότι ο πρόεδρος έχει νυχτερινά μαγαζιά και αρχίζει να πηγαίνει κάθε βράδυ στο Buzios, που ήταν τότε στην μαρίνα Αλίμου και να χορεύει πάνω στο bar, έτσι για σπάσιμο...»

Πως αντέδρασε ο Μάκης;

«Μία από τις επόμενες μέρες ήρθε στην προπόνηση με πολλά νεύρα και είπε στον manager της ομάδας, τον Ντέιβιντ Στεργάκο τότε, να φωνάξει τον Χέιλι στο γραφείο του. Ο Ψωμιάδης είχε τότε δύο φουσκωτούς άνδρες ασφαλείας, οι οποίοι βγήκαν από το δωματιάκι και άρχισαν να κάνουν σουτάκια στο γήπεδο, φορώντας καουμπόϊκες μπότες. Καθώς πλησιάζει ο Τζακ για να ανέβει τα σκαλιά, τον ακούω να λέει “τώρα θα δείτε τι έχει να γίνει”... Κοντεύω να σκάσω από την περιέργεια και όπως ανεβαίνει, τον ακολουθώ με απόσταση, τουλάχιστον για να ακούσω ή να δω τι θα γίνει... Όταν φτάνω, όμως, η πόρτα έχει κλείσει και από μέσα ακούγονται φωνές. Χτυπάω και ανοίγω με πρόφαση να πάρω κάτι χαρτιά που ήθελε ο coach και τι να δω: έχουν πιαστεί στα χέρια, ο Ντέιβιντ προσπαθεί να τους χωρίσει και ο Μάκης να φωνάζει μάταια τους άνδρες ασφαλείας του, οι οποίοι έπαιζαν μπάσκετ και δεν μπορούν να τον ακούσουν. Μιλάμε για την απόλυτα σουρεαλιστική κατάσταση...Μπαίνω κι εγώ στην μέση για να βοηθήσω και το επεισόδιο ολοκληρώθηκε με τον Χέιλι να τον προειδοποιεί ότι αν δεν τον πληρώσει, θα πηγαίνει στα μαγαζιά του και θα κάνει λογαριασμούς-μαμούθ χωρίς να πληρώνει και τον Ψωμιάδη να ζητάει από τον Στεργάκο να του μεταφράσει και στη συνέχεια να παίρνει στο κυνήγι τους “φουσκωτούς” επειδή το είχαν ρίξει στο μπάσκετ. Και τώρα που το θυμάμαι ξανά, δακρύζω από τα γέλια...»

Εσύ δεν είχες συγκρουστεί ποτέ μαζί του;

«Πολύ ελαφριά γιατί ήξερα ότι δεν σήκωνε πολλά-πολλά! Μία από τις πολλές φορές που ήμασταν απλήρωτοι και δεν είχα πληρώσει μία πιστωτική κάρτα που είχα, με πήραν από την τράπεζα για να μου πουν ότι υπάρχει πρόβλημα. Πάω, λοιπόν, στο γραφείο του στην στοά της Βουκουρεστίου, τον ζητάω και μόλις με βλέπει και του λέω τον λόγο της επίσκεψής μου αλλά και το ότι με πήραν και κάποιοι δικηγόροι, μου απαντάει με τον εξής αμίμητο τρόπο: “Έλα μωρέ, πως κάνεις έτσι 25 καταγγελίες την ημέρα μου κάνουν! Την επόμενη φορά που θα σε πάρουν, δώσε τους το τηλέφωνό μου!”»

Τι άλλο σου μείνει από την ΑΕΚ σαν παίκτης;

«Αυτό που θα πρέπει να ξέρει ο κόσμος ότι εκείνα τα χρόνια, με τις τόσο μεγάλες οικονομικές δυσκολίες για την ομάδα, αυτό που μας είχε κρατήσει όρθιους ήταν η αγάπη και το δέσιμο που είχαμε οι Έλληνες παίκτες μεταξύ μας. Και αυτό το κλίμα χάλασε το καλοκαίρι του 1995, όταν η νεοσύστατη διοίκηση Φιλίππου, με τον Τζούροβιτς προπονητή, αποφάσισε να στηρίχθεί κατά κύριο λόγο στα νέα παιδιά που είχαν αποκτηθεί και ήταν μέλη της Εθνικής ομάδας των εφήβων, που λίγους μήνες νωρίτερα είχε κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα της Αθήνας.

Αναφέρομαι στον Κακιούζη, τον Χατζή και τον Μπαρλά κατά κύριο λόγο και τον Λίγγο, ο οποίος δεν ήταν στην 12άδα, αλλά ήταν στην ίδια ηλικιακή κατηγορία. Τότε υπήρχε ένας ενθουσιασμός και στην πρώτη συγκέντρωση μας είπαν ότι οι παλιοί θα κάνουν ένα βήμα πίσω για να παίξουν οι νέοι. Εμείς δεν είχαμε πρόβλημα να κάνουμε και δύο, απλά στην πορεία φάνηκε ότι ακόμη εκείνα τα παιδιά δεν ήταν έτοιμα να σηκώσουν ένα τόσο μεγάλο βάρος.»

Στο τέλος εκείνης της σεζόν (1995-96), ολοκληρώθηκε ο κύκλος σου σαν παίκτης στην ΑΕΚ και πήγες να παίξεις στο Ηράκλειο...

«Δεν με ήθελε ο Σούμποτιτς, που είχε αναλάβει την ομάδα και δεν μου το είπε ποτέ ο ίδιος, αλλά έβαλε τον γενικό διευθυντή της ΚΑΕ, τον κ. Γρανίτσα να μου το ανακοινώσει. Θυμάμαι ότι μου είχε πει ότι η “πόρτα της ομάδας θα είναι πάντα ανοιχτή για σένα στο μέλλον”, κάτι που τότε μου ακουγόταν πολύ κλισέ και παρηγορητικό, αλλά τελικά είχε εφαρμογή μετά από μερικά χρόνια, όταν και επέστρεψα ως μέλος του προπονητικού επιτελείου.»

Οι επικές ατάκες του Γιατζόγλου
και ο χιαστός που έβαλε τίτλους τέλους

Στην Κρήτη πως πήγαν τα πράγματα; Μεγάλες εποχές τότε για την ομάδα με πρόεδρο τον Μανώλη Παπακαλιάτη...

«Έπαιξα έναν χρόνο στην Α2 Κατηγορία και ανεβήκαμε σχετικά εύκολα, οπότε η επιστροφή στην Α1 σχεδιαζόταν με μεγάλες βλέψεις. Ο Παπακαλιάτης είχε μπει στην μπασκετική αγορά σαν ένας πολύ δυνατός και σοβαρός επενδυτής, υπήρχε μεγάλη ανάγκη για αποκέντρωση του πρωταθλήματος και μία υγιής ομάδα από την Κρήτη, ήταν ευχής έργον. Είχαμε έμπειρους Έλληνες από την πρώτη χρονιά, όπως ο Μπανακάκης, ο Παπαδάκης, ο Δόντσιος, ο Θεοδωρίδης και ο Χαλκιαδάκης και δύο έμπειρους κοινοτικούς για εκείνη την εποχή, όπως ο Κάρτερ και ο Μάρτιν Χένλαν και την επόμενη πήραμε τον Κόρφα, τον Παπαχρόνη και τον Τάιρον Νιξ που έχει φύγει από την ζωή. Για κάποιο λόγο είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι δεν απέδωσα τα αναμενόμενα παρά την άνοδο της ομάδας και όταν προς το τέλος της πρώτης χρονιάς, έπαθα χιαστό με ενημέρωσαν ωμά ότι ο πρόεδρος δεν θα πλήρωνε τον 2ο χρόνο του συμβολαίου μου.»

Πως το αντιμετώπισες;

«Έκανα την επέμβαση εκεί και να 'ναι καλά ο γιατρός ο Στεφανουδάκης που έκανε καταπληκτική δουλειά, γιατί έχουν περάσει 26 χρόνια και δεν έχω αισθανθεί ούτε ενόχληση. Ακολούθησα όλη την αποθεραπεία στην Κρήτη, όπου και πάλι έμεινα απλήρωτος για μεγάλο διάστημα και εξέτασα και το ενδεχόμενο να πάω την υπόθεση δικαστικά. Επειδή έπαιξα ελάχιστα, στην διαρκεια εκείνης της χρονιάς, πέρασα μεγάλο διάστημα στο πλευρό του Γιώργου Καλαφατάκη, ο οποίος ήταν συμπαίκτης μου στον Ιωνικό Νικαίας, σαν ένας άτυπος έξτρα βοηθός που του έλεγε την άποψή του και συζητούσε μαζί του.»

Ήταν τότε που άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά η σκέψη της προπονητικής, που ήδη υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού σου;

«Κάπως έτσι, αν και το μικρόβιο το πρωτοκόλλησα από τον Τσόσιτς και μου το ενίσχυσε ο Στιβ Γιατζόγλου! Στην πορεία προέκυψε και η πρόταση της ΑΕΚ στον “Καλάφα”, ο οποίος μου πρότεινε να τον ακολουθήσω κι έτσι δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να βάλω τίτλους τέλους. Ήθελα ένα ερέθισμα και το βρήκα στην πρόταση του Γιώργου...»

Συγνώμη, αλλά τόσο εύκολα;

«Ναι γιατί ουσιαστικά το είχα αποφασίσει έναν χρόνο πριν! Όταν έπαθα τον χιαστό είχα πει στην Κατερίνα (σ.σ.: η συζυγός του) ότι “το μπάσκετ τελειώνει εδώ!”... Και αρχικά νόμιζε ότι ήταν από την στενοχώρια και την απογοήτευση που σου προκαλεί πάντα ένας τραυματισμός, αλλά μέσα μου ήξερα ότι δεν ήθελα να κάνω άλλες εκπτώσεις στην καριέρα μου και ούτε να παίξω πάλι στην Α2 ή την Β' Εθνική Κατηγορία και να βολοδέρνω απλά για να υπάρχω...»

Ανέφερες τον Γιατζόγλου, με τον οποίο συνεργάστηκες την σεζόν 1993-94 στην “Ένωση”... Δεν μπορώ να μην σε ρωτήσω για τον Στιβ...

«Μία κατηγορία μόνος του! Δεν με φώναζε ποτέ Φώτη... Με έλεγε “coach”! “Τι λες να κάνουμε εδώ, coach;”, ήταν η μόνιμη επωδός του, γιατί είχα πάντα άποψη και δεν σταματούσα να μιλάω... Εγώ τον Στιβ τον εκτιμώ και τον αγαπώ πάρα πολύ σαν άνθρωπο. Ήταν πάρα πολύ ευθύς και ντόμπρος, μέχρι παρεξηγήσεως. Κάτι που στην Ελλάδα, θεωρητικά όλοι το θέλουμε αλλά στην πράξη κανένας δεν το αποδέχεται... Θυμάμαι τότε στην ΑΕΚ, την θέση του “άσου” την μοιραζόμαστε ο Γάκης κι εγώ και είχαμε ξένους σε άλλες θέσεις. Παρ' όλα αυτά, με έπιασε κάποια στιγμή και μου είπε: “Ξέρεις Φώτη, δεν γίνεται δουλειά έτσι... Πρέπει να φέρω έναν playmaker και δεν θα παίζεις πλέον όσο έπαιζες”...  Ήταν τότε που είχε φέρει τον Τόνι Ουάιτ! Εκτίμησα πάρα πολύ την ειλικρίνειά του...»

Οι αναγνώστες θέλουν να διαβάσουν και καμία από τις επικές πλάκες που είχαν γίνει με το “λιοντάρι”, τις οποίες διηγείστε στις μπασκετοσυνάξεις που κάνετε κατά καιρούς και κλαίτε από τα γέλια...

«Ήταν καλοκαίρι και πρέπει να είχε πάνω από 50 βαθμούς μέσα στο κλειστό του “Γεώργιος Μόσχος”, όπου κάναμε προετοιμασία γιατί δεν υπήρχε φράγκο για ταξίδια και ξενοδοχεία στο εξωτερικό. Η προπόνηση άρχιζε στις εξίμισι το πρωί και την πρώτη μέρα, ο Στιβ εμφανίζεται κατευθείαν από τα μπουζούκια, γυαλισμένος από τις κρέμες από την κορυφή έως τα νύχια και με το άσπρο σορτσάκι σηκωμένο μέχρι τον αφαλό, μας αρχίζει σε κάτι κουφά που κρατούσαμε τα κεφάλια μας... “Τρέξτε χασαπόσκυλα, τρέξτε... Τι ωραία που είναι η ζωή!” και μετά άρχιζε τους κοιλιακούς και τις διατάσεις μαζί μας. Ένα άλλο ωραίο ήταν που δεν μπορούσε να προφέρει το επίθετο του Ζντοβτς και τον έλεγε συνέχεια “Ζβοντς” και βήχαμε για να μην γελάσουμε φωναχτά μπροστά του και μας πάρει ο διάολος... Άπειρα σκηνικά, ολόκληρο βιβλίο γράφω... Να φανταστείς ότι όταν βρισκόμαστε με τα παιδιά της ΑΕΚ, κάνουμε stand-up comedy τις ατάκες του Γιατζόγλου!»

Έλα πες το καλύτερο σκηνικό...

«Ο Στιβ είναι στον Ηρακλή, εμείς στην ΑΕΚ και παίζουμε στην Πάτρα για το Final 4 του Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό στον 2ο ημιτελικό. Στον πρώτο έπαιζε ο Απόλλων που ήταν τυπικά γηπεδούχος με τον Ηρακλή, ο οποίος νίκησε στην εκπνοή με φόλοου του Κούβελα. Με το που μπαίνει το καλάθι, λοιπόν, πέφτει ανάσκελα στο παρκέ σαν να πετάει και στην συνέχεια πηδάει από πάνω του όλη η ομάδα! Όπως βγαίνει ο Στιβ και με βλέπει, του δίνω το χέρι για να τον συγχαρώ και μου λέει “this is fucking basketball”! Την επομένη, στο πρωινό με φωνάζει ο Κουντουράκης, που εν τω μεταξύ είχε πάρει μετεγγραφή στον “Γηραιό” και μου λέει “κοντέ, έλα να σου πω τι ξεστόμισε ο γίγας Γιατζόγλου μόλις μπήκε στα αποδυτήρια μετά το νικητήριο καλάθι του Κούβελα”: “Λοιπόν, σταματήστε όλοι! Θα σας πω μία ιστορία για τον θείο μου τον Τζον, που ήταν ο αγαπημένος αδελφός του πατέρα μου. Όταν πέθανε ο θείος και βάλαμε το φέρετρο στο χώμα, πήγε ο πατέρας μου από πάνω και λέει... Τζον πάρε και μένα μαζί σου! Ρε πούστη Κούβελα αυτό μου θύμισες όταν έκανες την βουτιά στο παρκέ!”...»

«Ο “Ντούντα” ήθελε να με κάνει team manager, αλλά σεβάστηκε ότι ήθελα να κοουτσάρω!»

Μετά απ' αυτή την χιουμοριστική παρένθεση να γυρίσουμε στην πρώτη σου χρονιά σαν προπονητής, στο πλευρό του Καλαφατάκη στην ΑΕΚ...

«Ήταν μία μεταβατική περίοδος για την ομάδα μετά τα δύο χρόνια του Ιωαννίδη, με την πρόκριση στο Final 4, τον τελικό της Βαρκελώνης και τα πολλά χρήματα που είχε ξοδέψει η διοίκηση.

Ο κ. Φιλίππου τότε ήθελε να κινηθούμε πολύ πιο οικονομικά και σαν σημαντικότερες κινήσεις ήταν οι μετεγραφές του Αρλάουκας, του Κορωνιού, του Ντικούδη και του Πάτερσον. Στην μέση της σεζόν, έφυγε ο Γιώργος και ήρθε ο Πολίτης, πήραμε τον Λόϊντ Ντάνιελς στην θέση του Πάτερσον και φτάσαμε μέχρι το Final 4 του Κυπέλλου, που ήταν ίσως η καλύτερη στιγμή μίας μέτριας σεζόν.»

Το καλοκαίρι του 1999 άρχισε η εποχή του αείμνηστου Ντούσαν Ίβκοβιτς, που ήταν μία σημαδιακή συνεργασία για σένα...

«Ο “Ντούντα”, τότε, ήταν τεχνικός σύμβουλος της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας και είναι στο Ευρωμπάσκετ της Γαλλίας. Είχε συμφωνήσει να έρθει στην ΑΕΚ, με το βοηθό τον Μίνιτς και γυμναστή τον Μεριχωβίτη, αλλά δεν είχε αποφασίσει για τις υπόλοιπες θέσεις του staff.

Εγώ μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά, είχαμε αναλάβει να τρέξουμε τις μεταβατικές προπονήσεις για τους παίκτες που θα έμεναν στην ομάδα. Οπότε κάποια στιγμή, εμφανίζεται και άρχιζει να μου κάνει ερωτήσεις με μπασκετικό περιεχόμενο μεν, αλλά με προφανή σκοπό να με ψαρώσει δε... Μετά από μία εβδομάδα, με παίρνει τηλέφωνο και ούτε λίγο ούτε πολύ μου ζητάει να γίνω team manager. “Εσύ Φώτη, είσαι ένα ωραίο παιδί με γυαλάκια, μιλάς καλά αγγλικά και είσαι επικοινωνιακός, οπότε σκεφτόμουν να σε κάνω manager!”, μου είπε κι εγώ έμεινα... παγωτό! Πάω το απόγευμα στο γήπεδο, το λέω στον Μίλαν και του ζητάω την συμβουλή του, επειδή δούλευε μαζί του επί 15 χρόνια. “Θα σκεφτείς τι θέλεις να κάνεις και θα πάρεις το κόστος για να του το πεις”, ήταν τα λόγια του Μίνιτς, οπότε αποφάσισα να του πω ότι θέλω να γίνω προπονητής και να είμαι μαζί του στο staff... Αν και είχα πολύ τρακ, του είπα ότι ιδανικά θα ήθελα δουλέψω δίπλα του γιατί θα μάθαινα πολλά πράγματα αλλά και ότι δεσμεύομαι να βοηθήσω στην ανεύρεση ενός manager που να ταιριάζει στα χαρακτηριστικά που ήθελε, αν κι εφόσον δεν είχε κάποιον άλλον στο μυαλό του.»

Πως το πήρε;

«Στην αρχή δεν απάντησε καθόλου, ούτε μου είπε ότι θα το σκεφτεί! Μέσα μου, θεώρησα ότι “αυτό ήταν, τελείωσα!”... Την επόμενη, όμως, με έπιασε ο Μίνιτς και μου είπε “ότι εκτίμησε ότι έχεις ξεκάθαρες ιδέες, αλλά κράτησε και το ότι του υποσχέθηκες να βρεις manager!”... Κάπως έτσι, λοιπόν, μας προέκυψε ο Τσάρλι Σπασόφ, ο οποίος είχε μία εμπειρία σε αυτό το πόστο από τον Άρη με τον Σερφ και μας έκατσε κουτί.»

Κατ' αυτόν τον τρόπο άρχισες σιγά-σιγά να κερδίζεις την εμπιστοσύνη του;

«Σε πρώτη φάση ναι κι επειδή ο Μίνιτς είχε επιφορτιστεί με το scouting και το κομμάτι της τακτικής, πολύ γρήγορα άρχισε να συζητάει μαζί μου ολοένα και περισσότερο τα τεχνικά ζητήματα και προϊόντος του χρόνου να ζητάει και την γνώμη μου σε πολλές αποφάσεις που είχαν να κάνουν με το παιχνίδι αλλά και τους παίκτες.»

Τελικά ο Ίβκοβιτς ήταν περισσότερο διαχειριστής προσωπικοτήτων και κρίσεων και λιγότερο coach;

«Ήταν ίσως ο καλύτερος στην οργάνωση και την εκτέλεση της προετοιμασίας, ως προς το πως θα βάλει τους παίκτες στο κλίμα του τι ακριβώς θέλει. Στα 40 λεπτά του αγώνα, δύσκολα άλλαζε και αναπροσάρμοζε το πλάνο του αν κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά ήταν πάντα πολύ καλά προετοιμασμένος. Σαν χαρακτήρας ήταν πολύ δύσκολος, γιατί από μέρα σε μέρα είχε μεγάλα σκαμπανεβάσματα και απαιτούσε να είσαι σε συνεχή εγρήγορση. Για την ακρίβεια απεχθανόταν την χαλάρωση και δημιουργούσε πολλές τεχνητές κρίσεις, αλλά ταυτόχρονα είχε την ευφυία να βρίσκει τις ισορροπίες και να κάνει έμμεσες υποχωρήσεις, όταν συνειδητοποιούσε ότι είχε τραβήξει πολύ το σχοινί.»

Ποιο στοιχείο της φιλοσοφίας του σου έκανε μεγάλη εντύπωση και το κράτησες;

«Ο τρόπος διαχείρισης των παικτών πριν τα ντέρμπι. Ήταν πολύ χαλαρός στην διάρκεια της εβδομάδας, έκανε αστεία με τους παίκτες και γενικά έφτιαχνε μία ωραία ατμόσφαιρα. Όταν παίζαμε με τους τελευταίους, όμως και θυμάμαι μία “διαβολοβδομάδα” που είχαμε βιώσει πριν παίξουμε με τον Έσπερο και τον Παπάγου, περνάγαμε τα πάνδεινα! Τρελαινόταν όταν άκουγε ή του έλεγαν ότι θα κάνει περίπατο, επειδή ο αντίπαλος ήταν χαμηλών δυνατοτήτων και ταυτόχρονα είχε και προβλήματα. Πολλές φορές κάθισα κι ανέλυσα την χρησιμότητα αυτής της τακτικής και δεν σου κρύβω ότι την ακολούθησα κι εγώ.  Αν το σκεφτείς, ο παίκτης δεν χρειάζεται ιδιαίτερο κίνητρο να παίξει όταν έχει να αντιμετωπίσει την Ρεάλ Μαδρίτης, γιατί θέλει να δείξει ότι είναι έτοιμος. Ενώ όταν παίζεις με τον τελευταίο, είναι χαλαρός και χρειάζεται μία μανούρα για να έρθει στα ίσα του.»

Να υποθέσω ότι μπορούμε να συζητάμε μέρες, λέγοντας ιστορίες για τον “Ντούντα”... Δώσε μας λίγο αλατοπίπερο...

«Τι να σου πρωτοπω... Θυμάμαι ότι του έχω πει ότι θα πάω διακοπές με την οικογένεια στην Νάξο και με έχει προτρέψει να ξεκουραστώ όσο περισσότερο γίνεται και να γεμίσω τις μπαταρίες, γιατί ο χειμώνας θα ήταν δύσκολος. Δεν έχουμε προλάβει να κάνουμε το πρώτο μπάνιο και με παίρνει τηλέφωνο για να αναλύσουμε τον μετεγγραφικό σχεδιασμό. Μην στα πολυλέω, ήταν Παρασκευή και την επομένη το πρωί με ενημερώνει ότι “την Τρίτη πετάς για Αμερική! Θα πας πρώτα την Βοστώνη και μετά στην Γιούτα και θα έχεις στην διάθεσή σου δύο εκατομμύρια δολάρια για το τριάρι!”... Όπως καταλαβαίνεις, μόνο διακοπές δεν έκανα!»

Το να πας στην Αμερική, όμως και να διαπραγματευτείς επί τόπου με τους ατζέντηδες για τους ξένους, σήμαινε ότι σου έδινε χώρο και σε εμπιστευόταν, έτσι δεν είναι;

«Ούτε να το συζητάς, ήταν μεγάλη η εμπειρία αυτό το ταξίδι για μένα! Τότε είχαμε στη λίστα ονόματα όπως ο Σέντρικ Σεμπάγιος, ο Τάϊρον Νέσμπι, ο Αντόνιο Γκρέϊντζερ και ο Σκοτ Μπαρέλ και είχα πάρει μαζί και έναν κατάλογο με όλους τους μεγάλους ατζέντηδες. Γενικά ο “Ντούντα” με είχε ρίξει στα βαθιά και εκπροσωπούσα την ΑΕΚ σε όλες τις διεθνείς υποθεσεις. Πέραν του Λονδίνου, όπου είχα πάει για το δικαστήριο με τους Σανς, είχα φτάσει μέχρι την Χαβάη για να μιλήσω με τον γιο του προέδρου, τον Μπράιαν Κολάντζελο για το θέμα του Τσακαλίδη! Η πλάκα είναι ότι στα σαμερ-λιγκ, ήμουν ο πιο διάσημος Ευρωπαίος απεσταλμένος στην κερκίδα.»

Γιατί;

«Γιατί όλοι οι ατζέντηδες ήξεραν ότι έχω ταξιδέψει για να κλείσω παίκτη της ΑΕΚ και ότι μπορούσα να δώσω μέχρι και δύο εκατομμύρια δολάρια! Με έβλεπαν σαν... κουφετάκι από την Ελλάδα! Μέσα σε 10 μέρες γνώρισα τους μεγαλύτερους μάνατζερ της Αμερικής, πολύ απλά γιατί έρχονταν συνέχεια και μου πρότειναν παίκτες. Τελικά αφότου επέστρεψα και θέσαμε τις προτεραιότητές μας, ο ένας μετά τον άλλον οι παίκτες της λίστας μας για κάποιον λόγο, είτε δεν μπορούσαν να έρθουν, είτε έκλειναν αλλού, οπότε ο Ίβκοβιτς άναψε το “πράσινο φως” για να έρθει ο Άντονι Μπούι, που ήταν ο τελευταίος που είχαμε στα υπ' όψιν! Άσχετα αν αποδείχτηκε λίρα εκατό!»

Έχω ακούσει και μία ωραία ιστορία για τον Ιρλανδό Νταν Ο'Σάλιβαν...

«Ό,τι και να σου πω είναι λίγο! Ψάχναμε ένα ψηλό back up του Τσακαλίδη και με την αγορά να έχει στερέψει μας προτείνουν έναν άγνωστο απόφοιτο του Φόρνταμ, που είχε κοινοτικό διαβατήριο! Με το που μαθαίνει ο coach ότι ο παίκτης έχει ιρλανδική καταγωγή, σκαλώνει. Στην συνέχεια ζητάει να του μιλήσει και ο ατζέντης του απαντάει ότι “τώρα τρέχει και δεν μπορεί”. Με τα πολλά, αποφασίζουμε να τον φέρουμε στην Αθήνα και με το που έρχεται διαπιστώνουμε ότι είναι κουφός από το ένα αυτί! Στις προπονήσεις, όμως, είναι σοβαρός, σωματικά είναι θηρίο, αφήνει και καλές εντυπώσεις στα φιλικά και λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της σεζόν στο Κύπελλο με τον Ολυμπιακό, χτυπάει το δάχτυλό του ο Τσακαλίδης! Όπως καταλαβαίνεις πάμε στο ΣΕΦ με τον Ο' Σάλιβαν βασικό, ο οποίος κάνει μία ματσάρα με 15 πόντους, 10 ριμπάουντ και 5 τάπες και παίρνουμε την πρόκριση!»

Και στην συνέχεια πήρατε και το Κύπελλο...

«Εκεί θέλω να καταλήξω ότι με άλλον σχεδιασμό μπήκαμε στην προετοιμασία και με άλλους παίκτες τελειώσαμε την σεζόν κατακτώντας το Κύπελλο και το Saporta Cup.»

Η πιο δύσκολη στιγμή με τον «σοφό» ποια ήταν;

Ήταν πολύ δύσκολος άνθρωπος και επεδίωκε να σε έχει συνέχεια στα όριά σου. Είχε πολύ μεγάλες απαιτήσεις από τους δικούς του ανθρώπους. Για παράδειγμα, με τον Κικίλια που τον ήξερε καλά από τον Πανιώνιο ήταν πολύ αυστηρός και μερικές φορές υπερβολικός γιατί ο Βασίλης ήταν σκληρός και άντεχε πολλά. Όμως τον εκτιμούσε πάρα πολύ τον ρόλο του στα αποδυτήρια και ήξερε πως να του βγάλει τον καλύτερό του εαυτό, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χάρη στην άμυνα που είχε παίξει ο “Κίκι” πάνω στον Μποντιρόγκα στον τελικό, είχαμε πάρει το Κύπελλο του 2002!»

A photo of Kellar
A poster illustrating Kellar's "self-decapitation" illusion
A show poster of Kellar and 3 red devils
A poster of Kellar levitating a woman in a red dress
A poster of Kellar levitating a woman in a pink dress
A poster of Kellar levitating an Indian princess

«Ο Ντικούδης οδηγούσε μέχρι τις 3 το πρωί και μιλούσαμε στο τηλέφωνο για να τον εμψυχώσω!»

Η εμπειρία με τον Ίβκοβιτς ήταν το καλύτερο εφόδιο για την συνεργασία με τον Ντούσαν Σάκοτα που ακολούθησε;

«Αδιαμφισβήτητα! Περισσότερο από πλευράς αγωνιστικής φιλοσοφίας, που ήταν παρεμφερής και λιγότερο από πλευράς χαρακτήρα και προσωπικότητας, γιατί ο Ντούσαν ήταν ένας βατός άνθρωπος. Απλά, ο Σάκοτα μου έδωσε περισσότερη ελευθερία όχι μόνο στην προπόνηση και στο ασκησιολόγιο, αλλά και στην τακτική και στις συμβουλές στην διάρκεια του αγώνα. Θα έλεγα ότι με τον “Ντούντα” έκανα το διδακτορικό μου στην προπονητική και με τον “Σάλε” την πρακτική μου στο υψηλότερο επίπεδο.»

Έφτασε η ώρα να μας βάλεις στο κλίμα της μεγαλύτερης και μοναδικής ανατροπής που έχει γίνει στην ιστορία των τελικών της Basket League... Και αναφέρομαι στο 0-2 υπέρ του Ολυμπιακού, που έγινε 3-2 υπέρ της ΑΕΚ στα playoffs του 2002...

«Ήταν απίστευτος ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε εκείνη η σεζόν. Και το λέω γιατί ο Παναθηναϊκός προερχόταν από την κατάκτηση της Euroleague στην Μπολόνια με φανταστικό μπάσκετ αλλά και ως αουτσάιντερ κι αποκλείστηκε από τον Ολυμπιακό σε μία επεισοδιακή σειρά, που είχε επισύρει την τιμωρία του Τόμιτς (σ.σ.: είχε πλακωθεί με τον Μποντιρόγκα) και του Φορντ για τα δύο πρώτα ματς των τελικών! Και το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι σε αυτά τα δύο ματς που δεν έπαιξαν αυτοί δύο, μας νίκησαν, μας πήραν το πλεονέκτημα έδρας και προηγήθηκαν με 2-0!»

Εκεί πίστεψες, όπως όλοι, ότι το πρωτάθλημα χάθηκε;

«Όσο απίστευτο κι αν ακουστεί, στο 2-0 κανένας μας δεν θεώρησε ότι το χάσαμε! Στα αποδυτήρια μετά το ματς αποφασίσαμε να διώξουμε τον Κρις Καρ, που ήταν κακή επιρροή για να προκαλέσουμε ένα ηλεκτροσόκ, ενώ θυμάμαι ότι μιλούσα στο τηλέφωνο μέχρι τις 3 το πρωί με τον Ντικούδη, που έκανε βόλτες μέσα στην Αθήνα με το αυτοκίνητο για να ηρεμήσει και του είχα μεταφέρει την πίστη μου ότι θα κάνουμε το 2-1 και θα επιστρέψουμε στο Φάληρο για να τα παίξουμε όλα για όλα!»

Τι θυμάσαι από τον 3ο τελικό;

«Ότι είχε λίγο κόσμο το ΟΑΚΑ, γιατί ελάχιστοι οπαδοί πίστευαν ότι θα το γυρίσουμε και φυσικά ότι ο Ολυμπιακός είχε φέρει στα αποδυτήρια σαμπάνιες και είχε κανονίσει με τον δήμαρχο Πειραιά να γίνει παρέλαση με ανοιχτό πούλμαν στους κεντρικούς δρόμους για να πανηγυρίσει το πρωτάθλημα. Μέσα στο γήπεδο, όμως, ήμασταν καλύτεροι και με κορυφαίο τον Ταπούτο, πήραμε τη νίκη, μειώσαμε σε 2-1 και το γλέντι πήρε παράταση για μερικές μέρες...»

Και κατεβαίνετε στο Στάδιο “Ειρήνης και Φιλίας” για τον 4ο τελικό και τι γίνεται;

«Δεν πέφτει καρφίτσα στο γήπεδο, ενώ έχει και μία μικρη μερίδα φιλάθλων της ΑΕΚ σε μία γωνία στο πάνω διάζωμα... Το ματς ήταν απίστευτο και δεν σου κρύβω ότι θυμάμαι σχεδόν απ' έξω όλη την εξέλιξή του. Το καλάθι του Χατζή και η κρίσιμη χαμένη βολή του Τόμιτς μας έδωσε την ευκαιρία να πάρουμε τη νίκη και με τη λήξη του αγώνα γίνονται όλοι παίκτες καπνός και χωρίς να καταλάβω, έχω μείνει μόνος μου μέσα στο αγωνιστικό χώρο. Από την υπερένταση και τον ενθουσιασμό, δυστυχώς έκανα το λάθος να χαιρετήσω τη γυναίκα μου κι ένα φίλο μας στην κερκίδα των γηπεδούχων, αλλά σχεδόν αμέσως κατάλαβα για ποιον λόγο έκαναν ότι δεν με έβλεπαν...»

Στο 2-2, να υποθέσω ότι δεν υπήρχε κανείς στην ΑΕΚ που να πίστευε ότι μπορεί να χαθεί το πρωτάθλημα...

«Αλήθεια είναι αυτό! Γέμισε και το ΟΑΚΑ για πρώτη φορά αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο! Ο Τόμιτς έκανε παιχνιδάρα για 30 λεπτά και ο Ολυμπιακός ήταν μπροστά αλλά στο τέλος έσκασε γιατί το προηγούμενο βράδυ γεννήθηκε ο γιος του και δεν είχε κοιμηθεί καθόλου! Εκείνος ο τελικός με δίδαξε ότι πάντα κάποια έξτρα σημαντική λεπτομέρεια μπορεί να προκύψει που δεν την έχεις επισημάνει στο scouting. Γιατί πάντα θα υπάρχει μία γκρι ζώνη στο πλαίσιο της οποίας, τις αποφάσεις τις παίρνει ο παίκτης. Τι θέλω να πω... Εκείνο το ιστορικό πρωτάθλημα το κερδίσαμε χάρη σε μία άμυνα του Μπιλμπά, ο οποίος έκανε ένα απίθανο κλέψιμο που κατέληξε σε καλάθι του Χόλντεν στον αιφνιδιασμό. Ήταν όμως μία φάση που όλη η πεντάδα λειτούργησε με εντυπωσιακό αυτοματισμό και κατέδειξε το μέγεθος της πνευματικής συγκέντρωσης που είχαν όλα τα παιδιά.»

Εκείνη ήταν η προτελευταία σεζόν του Ντούσαν Σάκοτα. Ακολούθησε άλλη μία στα Λιόσια και μετά ανέλαβες πρώτος προπονητής, σωστά;

«Ήταν τότε που ο κ. Φιλίππου αποφάσισε να κάνει μία γενναία μείωση του budget και να δοθεί μεγαλύτερος χρόνος στα νέα παιδιά που ήδη υπήρχαν στην ομάδα (σ.σ.: Ζήσης, Ταπούτος,  Μπουρούσης, Τσιάρας, Μισιακός) αλλά και σε όσα ήρθαν από το “παιδομάζωμα” που έκανε εκείνη την εποχή η ΑΕΚ (σ.σ.: Περράκης, Γιαννουλάκος, Μαγγουνής και Παπανικολάου). Τότε είχαμε πάρει και τον Άντιτς και με πιο έμπειρους τον Γλυνιαδάκη, τον Παπαϊωακείμ, τον Νικολαϊδη και με ξένους τον Τζένκινς και τον Λόλις, κάναμε ένα ανταγωνιστικό σύνολο, που έχασε από το δυνατό Μαρούσι τότε στους ημιτελικούς.»

Στην επόμενη σεζόν έγινε το ντεμπούτο σου σαν head coach...

«Ήταν η χρονιά που είχαμε έδρα το Γαλάτσι και χάσαμε με 3-1 στους τελικούς από τον Παναθηναϊκό και στις λεπτομέρειες την είσοδο στα playoffs της Euroleague. Είχαμε ισοβαθμήσει με την Εφές και την Μπενετόν και μείναμε έξω στο goal average. Το εντυπωσιακό ήταν ότι όλα άλλαξαν από ένα πειθαρχικό παράπτωμα που είχε κάνει την προηγούμενη σεζόν ο Τζένκινς και το οποίο με ανάγκασε να εισηγηθώ την απομάκρυνσή του. Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, έδωσα το χρίσμα του βασικού στον Ζήση, ο οποίος μας έβγαλε κάτι περισσότερο από “ασπροπρόσωπους” και μου επέτρεψε να στήσω την ομάδα της επόμενης σεζόν με τον Νίκο ως βασικό στον “άσο”.»

Σε βοήθησε το γεγονός ότι η προώθησή σου στην θέση του πρώτου προπονητή, προέκυψε από μία διαδικασία που διήρκεσε 5 χρόνια και ήταν δίπλα σε ονόματα-κολοσσούς της προπονητικής;

«Αναμφίβολα! Ήμουν τυχερός σε αυτό το κομμάτι με τον Καλαφατάκη αρχικά και μετά τον “Ντούντα” και τον Σάκοτα, από τους οποίους πήρα πολλά πράγματα, τα οποία στην συνέχεια τα... πάντρεψα με την δική μου φιλοσοφία. Από πλευράς διαχείρισης κρίσεων πήρα πολλά από τον Ίβκοβιτς, γιατί ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος και ήξερε πως να χαλαρώσει το κλίμα και να κάνει και τα απαραίτητα αστεία όταν χρειαζόταν. Γιατί δεν ήταν μόνο “τύρρανος”, όπως μπορεί να πιστεύουν πολλοί...»

«Από την ΑΕΚ έφυγα λόγω... Σπανούλη και Μίντλετον!»

Αν εξαιρέσουμε τα πρώτα δύο χρόνια (2003-2005) στην ΑΕΚ και λίγους μήνες την σεζόν 2009-2010 στον πάγκο του Άρη, δεν έχεις ξαναδουλέψει σε ελληνικό σύλλογο. Πως ξεκίνησε αυτή η μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό;

«Εντελώς ξαφνικά, από την άποψη ότι επέλεξα να παραιτηθώ με συνοπτικές διαδικασίες από την ΑΕΚ λόγω μίας διαφωνίας που είχα με την διοίκηση. Γιατί είχαμε κάνει μία εξαιρετική σεζόν σε Ελλάδα και Ευρώπη με χαμηλό budget και είχα στο μυαλό μου να κάνουμε δύο κομβικές προσθήκες για να ανέβουμε επίπεδο. Κι αναφέρομαι στον 22χρονο τότε Σπανούλη, με τον οποίο είχα μιλήσει και στον Μιντλετον. Η οικογένεια Φιλίππου δεν συναίνεσε προς αυτή την κατεύθυνση για οικονομικούς λόγους κι επειδή ακριβώς σεβάστηκα απόλυτα αυτή την απόφαση, επέλεξα τον δρόμο της παραίτησης. Στις 30 Ιουνίου, λοιπόν κι ενώ είχαμε ουσιαστικά ξεκινήσει τον σχεδιασμό, πήρα αυτή την ξαφνική απόφαση μέσα σε μία στιγμή και αφότου είχαν γίνει δύο συναντήσεις που δεν είχαν πάει όπως υπολόγιζα... Δεν το είχα συζητήσει ούτε με την γυναίκα μου...»

Και η Ντιναμό Αγίας Πετρούπολης πως προέκυψε τόσο ξαφνικά;

«Όλα το προηγούμενο διάστημα, με έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο ένας Ισραηλινός ατζέντης για τον Ντρορ Χάτζαζ και μου ζητούσε να τον δω για να τον πάρω στην ΑΕΚ. Σχεδόν κάθε μέρα του εξηγούσα ότι δεν έχουμε καταλήξει ακόμη στο budget αλλά και στις προτεραιότητές μου. Την επομένη της παραίτησής μου, λοιπόν, που με ξαναπήρε, τον ενημέρωσα ότι θα μιλήσει με άλλον γιατί εγώ έφυγα από την ομάδα! Μόλις άκουσε ότι έφυγα, αμέσως με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να δουλέψω στο εξωτερικό. Εγώ του απάντησα θετικά και μου είπε ότι θα με ξαναπάρει εντός των ημερών... Πράγματι, με πήρε μετά από μία μέρα και ορθά κοφτά με ρώτησε αν αισθάνομαι έτοιμος να πάρω μία δουλειά στην Ρωσία! Κατά σύμπτωση την ίδια μέρα που έφυγα εγώ από την ΑΕΚ, παραιτήθηκε ο Μπλατ από την Ντιναμό για να πάει στην Μπενετόν!»

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα δηλαδή που δεν είχες και το περιθώριο να τα σκεφτείς και να τα ζυγίσεις;

«Ισχύει αυτό αν και η σημαντικότερη παράμετρος ήταν η άμεση και θετική ανταπόκριση της Κατερίνας (σ.σ.: η σύζυγός του) να μετακομίσουμε οικογενειακώς με δύο μικρά παιδιά. Γιατί πέραν των παιδιών, υπήρχε και μία δουλειά που θα άφηνε. Δεν ξέρω αν θα έπαιρνα την ίδια απόφαση αν μου έλεγε “πήγαινε και βλέπουμε”! Νομίζω ότι εκείνη η απόφαση ήταν η πιο σημαντική που έχουμε πάρει σαν οικογένεια και αν δεν την παίρναμε τότε, δύσκολα θα ακολουθούσα αυτή την διαδρομή που ακολούθησα. Επομένως, το credit που της δίνω είναι τεράστιο. Γιατί στήριξε την καριέρα μου και την δουλειά μου, χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν υπολογίσαμε καν, ότι κάλλιστα μετά από 2-3 μήνες, θα μπορούσα να απολυθώ...

Και το λέω αυτό γιατί σε ένα από τα πρώτα ευρωπαϊκά παιχνίδια με το Κίεβο, έπιασα κουβέντα με τον Ιταλό συνάδελφό μου και εκείνος μου είπε ότι δεν πήρε μαζί του την οικογένεια γιατί “ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί αύριο να φύγω!”... Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου ότι μπορεί να αποτύχω. Ένας συνδυασμός εμπιστοσύνης στον εαυτό μου και άγνοιας κινδύνου...»

Τελικά, όμως, όλα πήγαν καλά τουλάχιστον μέχρι το τέλος της σεζόν... Και το λέω αυτό γιατί το επόμενο καλοκαίρι επιβεβαιώθηκε αυτό που έλεγες πιο πριν...

«Ακριβώς! Η σεζόν ήταν εξαιρετική, είχαμε βγει 2οι στην κανονική περίοδο του ρωσικού πρωταθλήματος και νικήσαμε την ΤΣΣΚΑ που εκείνη την χρονιά πήρε την Euroleague με τον Μεσίνα, γεμίσαμε αρκετές φορές το γήπεδο, κάτι που ήταν αδιανόητο για το μπάσκετ της πόλης και πήγαμε στο Final 4 στην διοργάνωση της FIBA. Κι όλα αυτά, βέβαια, επετεύχθησαν με πολύ κόπο και προσπάθεια προσαρμογής σε μία νέα κουλτούρα και με τα παιδιά μας να έχουν δυσκολευτεί πάρα πολύ στο σχολείο και την καθημερινότητα. Αλλά, βέβαια, ήταν μία χρονιά που μας έδεσε πάρα πολύ σαν οικογένεια.»

Ποιο περιστατικό σου έχει μείνει από την Αγία Πετρούπολη;

«Δεν θα ξεχάσω ένα απόγευμα που παίζαμε με την ΤΣΣΚΑ στην έδρα μας και νικήσαμε. Επειδή τότε ήταν η περίοδος με τις “άσπρες νύχτες”, είχε φτάσει 9 το βράδυ και ήταν μέρα. Όπως τελειώνει η συνέντευξη Τύπου κι ετοιμάζομαι να φύγω, με φωνάζει ο general manager και μου λέει ότι με περιμένουν στην αίθουσα VIP, ο ιδιοκτήτης της ομάδας, με την κυβερνήτη της πόλης και τον αρχηγό της αστυνομίας και διάφορους πολιτικούς! Οπότε λέω του οδηγού να πάει πρώτα την οικογένεια στο σπίτι και να ξαναέρθει για να με πάρει! Ανεβαίνω πάνω στο roof του γηπεδου και με το που με βλέπουν, γίνεται χαμός! Χειροκροτήματα, χειραψίες και αγκαλιές, με έναν μπουφέ ατελείωτο και μία σερβιτόρο που γέμιζε κάτι ψηλά ποτήρια με σκέτη βότκα πάνω από την μέση! Στο καπάκι ο πρόεδρος βγάζει ένα λόγο, λέγοντας ότι είναι ιστορική μέρα κι ευχαριστώντας τον Θεό που έφερε τον Έλληνα προπονητή και κάτι τέτοια και με το που τελειώνει, κάνει πρόποση! Πάω να πιω μια γουλιά – γιατί δεν μου αρέσει και η βότκα κιόλας – και με κοιτάει στραβά! Αμεσως μου κάνει ένα νεύμα σαν να θέλει να πει “θα το πιεις όλο, σαν σφηνάκι!” και τι να κάνω, το κατεβάζω. Με την ακρη του ματιού μου, βλέπω τον οδηγό στην πόρτα με προβληματισμένο ύφος. Μην σου τα πολυλογώ ήπια τρεις φορές μονομιάς αυτή την ποσότητα της βότκας, επειδή δεν γινόταν να μην συμμετέχω στις προπόσεις και για πρώτη φορά στην ζωή ένιωσα το μούδιασμα από το αλκοόλ, να φτάνει μέχρι τα νύχια των ποδιών μου... Δεν θυμάμαι καν πως “τσουβαλιάστηκα” στο σπίτι...»

Και καλά πως μία χρονιά που κύλησε τόσο καλά, κατέληξε στο φιάσκο της διάλυσης της ομάδας το επόμενο καλοκαίρι;

«Δεν λες καλά που είχα πληροφορηθεί έγκαιρα το ενδεχόμενο της πτώχευσης και έφερα την ομάδα στην Ελλάδα για προετοιμασία; Και παρ' ότι ξεκινήσαμε προπονήσεις στην Πορταριά και μετά κατεβήκαμε στην Αθήνα για φιλικά, κάθε μέρα που περνούσε φαινόταν ότι δεν θα αρχίζαμε καν την σεζόν. Όταν ήρθε ο πρόεδρος από την Ρωσία, λοιπόν και άρχισε να μου λέει “να διώξουμε τον έναν και να διώξουμε τον άλλον”, παραιτήθηκα και με το που γύρισε η αποστολή στην Αγία Πετρούπολη, ανακοινώθηκε η ομάδα ότι δεν θα κατέβει στο πρωτάθλημα!»

“Κατουράει ο Φώτης και μυρίζει... κολώνια!”

Επομένως η έναρξη της σεζόν 2006-2007 σε βρίσκει χωρίς ομάδα;

«Αναγκαστικά! Τότε προέκυψε μία πρόταση να πάω στην Αμερική για να παρακολουθήσω το training camp των Ιντιάνα Πέισερς και εκεί, κάπου στα τέλη Οκτωβρίου, δέχτηκα το τηλεφώνημα του Τζόνι Ρότζερς για την Βαλένθια. Με τον Τζόνι είχαμε γνωριστεί καλά την τριετία που ήταν στον Παναθηναϊκό (σ.σ.: 1999-2002) και μάλιστα μερικές φορές ερχόταν στο βοηθητικό του ΟΑΚΑ και μαζί με τον Μίντλετον έκανε πρωινές ατομικές μαζί με τους μικρούς της ΑΕΚ, τους οποίους είχα υπό την επίβλεψή μου! Αυτοί οι δύο τύποι ήταν απίστευτοι! Σκέψου ότι ήταν κοντά στα 40 ο ένας και 37 χρονών ο άλλος...»

Ο Ρότζερς ήταν general manager στην Βαλένθια τότε...

«Ναι, αλλά στην πρώτη μου σεζόν στην Ντιναμό, είχαμε κάνει κάτι φιλικά στην Ισπανία και είχα γνωρίσει και τον πρόεδρο της ομάδας τότε. Εκείνη την σεζόν ξεκίνησαν πολύ άσχημα και στην 7η αγωνιστική είχαν ρεκόρ 1-6, οπότε όταν δημιουργήθηκε η ανάγκη για αλλαγή, με πήραν τηλέφωνο. Επέστρεψα άρον άρον από την Ιντιανάπολις και μέσα σε δύο μέρες ανακοινώθηκε η συμφωνία μου! Θυμάμαι ότι όταν πήγα, δεν μιλούσα καθόλου ισπανικά και στα τέλη του χρόνου παίξαμε με την Ρεάλ και στην ζωντανή συνέντευξη πριν το ματς, μίλησα για πρώτη φορά χωρίς μεταφραστή! Δεν θα ξεχάσω ότι το τέλος του αγώνα είχε πάρει αγκαλιά ο ιδιοκτήτης της ομάδας την γυναίκα μου, όχι για την μεγάλη νίκη που πετύχαμε αλλά για το ότι μέσα σε δύο μήνες είχα μάθει να συνεννοούμαι πλήρως στην γλώσσα τους! Μιλάμε για τρομερό ενθουσιασμό!»

Πως κύλησε αυτή η πρώτη διετία στην λίγκα ACB;

«Οφείλω να ομολογήσω ότι χρωστάω πολλά στον Τζόνι και τον πρόεδρο, τον Βίκτορ Σέντρα, που με βάλανε στο ισπανικό πρωτάθλημα χωρίς να έχω κάποιο σπουδαίο βιογραφικό ως πρώτος προπονητής. Γιατί δεν ήταν καθόλου εύκολο να μπει κάποιος coach στην λίγκα ACB τόσο απλά. Μιλάμε για ένα πρωτάθλημα πολύ πιο γρήγορο απ' αυτό που είχα συνηθίσει, με εντελώς διαφορετική μπασκετική κουλτούρα και στην Ισπανία, κατόρθωσα να ισορροπήσω την πειθαρχία στο πλάνο με την ελευθερία που πρέπει να έχει ο παίκτης στο παιχνίδι. Εκεί το κατάλαβα πιο καλά και αυτό με άλλαξε πολύ. Άρχισα να παίζω πιο γρήγορα και να αποδέχομαι ότι ο προπονητής δεν μπορεί να έχει τον απόλυτο έλεγχο της ομάδας του στην επίθεση. Μπήκα σε μία διαδικασία προσαρμογής στις αρχές του πρωταθλήματος και κάπως έτσι διαμορφώθηκε η φιλοσοφία μου.»

Εκεί έμεινες ουσιαστικά δύο χρονιές και ξεκίνησες την τρίτη...

«Στην δεύτερη, θυμάμαι ότι άλλαξε ο πρόεδρος και ήρθε ο αντίστοιχος του ποδοσφαίρου όταν οι “νυχτερίδες” είχαν πάρει το πρωτάθλημα με τον Ράφα Μπενίτεθ. Ο άνθρωπος δεν ήταν μπασκετικός και σε μία συνέντευξη που είχε δώσει στα μέσα της σεζόν, είχε πει το εξής αμίμητο: “Κατουράει ο Φώτης και μυρίζει... κολώνια!”... Τέτοιο πάθος υπήρχε! Εκεί κάπου, η ομάδα μπήκε σε μία μεταβατική περίοδο και οι απαιτήσεις στο μπάσκετ άρχισαν να είναι πολύ υψηλές λες και ξαφνικά είχαμε γίνει ομάδα πρώτης γραμμής στην Euroleague. Όπως αντίστοιχα ήταν το ποδόσφαιρο στο Champions League.»

Ήταν άσχημο το τέλος;

«Περίεργο από την άποψη ότι στην 6η αγωνιστική είχαμε ρεκόρ 3-3 και ουσιαστικά “πλήρωσα” την ήττα από την Μπαρτσελόνα με 13 πόντους στο “Palau Blaugrana”. Το φοβερό ήταν ότι μετά το ματς μου διαμήνυσαν ότι αν δεν κερδίζαμε το επόμενο παιχνίδι, θα έφευγα! Δεν μπήκα καν στην διαδικασία να το προετοιμάσω υπό τέτοιες συνθήκες και αποχώρησα... Τότε ήταν η πρώτη φορά που έμεινα χωρίς δουλειά μεσούσης της περιόδου. Τα παιδιά πήγαιναν σε αμερικάνικο σχολείο στην Βαλένθια, οπότε αποφασίσαμε να μείνουμε εκεί γιατί ο τρόπος ζωής στην Ισπανία ταιριάζει πάρα πολύ με τον αντίστοιχο ελληνικό. Το επόμενο καλοκαίρι δεν μου έκατσαν κάτι περιπτώσεις που συζητούσα και με έπιασε ένας μικρός πανικός γιατί για 2η σερί σεζόν θα έμενα εκτός πάγκων.»

Ήταν τότε που έγινε η αλλαγή του Αντρέα Ματζόν στον Άρη και ανέλαβες τους “κιτρινόμαυρους”...

«Θυμάμαι ότι ο Άρης αποκλείστηκε στην προκριματική φάση της Euroleague. Ήταν λάθος η επιλογή μου να αποδεχθώ εκείνη την πρόταση, αλλά είχα αγχωθεί γιατί δεν είχα ξαναμείνει τόσο καιρό χωρίς δουλειά. Είχαμε κάνει κάποια καλά παιχνίδια και μάλιστα στο τελευταίο ματς νικήσαμε μέσα στην Ιερουσαλήμ την Χάποελ, αλλά ήταν πολύ κακή η χημεία εκείνου του ρόστερ και γι' αυτό δεν έμεινα μέχρι το τέλος.»

Πως ήταν η συνεργασία με έναν τόσο ιστορικό σύλλογο;

«Δεν έχω το παραμικρό παράπονο και ειδικότερα με τον τότε πρόεδρο, τον Δαμιανίδη είχα εκπληκτική συνεννόηση. Ήταν έξυπνος άνθρωπος, που ήξερε μπάσκετ και είχε καλή αίσθηση του χώρου και κατανόησε απόλυτα την απόφασή μου. Μάλιστα, μου είχε μεταφέρει την άποψη της γυναίκας του ότι “ο χαρακτήρας του Φώτη δεν ταιριάζει σε αυτό το περιβάλλον, το παιδί είναι σαν παρείσακτο!”... Με την καλή έννοια πάντα... Θεωρώ ότι έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι άφησα την οικογένεια στην Ισπανία και βρέθηκα για πρώτη φορά σε εργασιακό περιβάλλον μόνος μου. Σίγουρα επηρεάστηκα και απ' αυτό και θυμάμαι ότι τότε είχε σκάσει και η γρίππη των πτηνών και είχε κολλήσει η Κατερίνα...»

Η παραίτησή σου προέκυψε και από την πρόταση της Μπιλμπάο;

«Έτσι πίστευαν όλοι τότε, αλλά εκείνη η πρόταση ήρθε κάποιες μέρες αργότερα! To Σαββατοκύριακο πριν φύγω χάσαμε εντός έδρας από τον Πανελλήνιο και πριν πετάξουμε για το Ισραήλ, είχα πάρει την απόφασή μου να φύγω. Σχεδόν ταυτόχρονα, η Μπιλμπάο ηττήθηκε από την Βαγιαδολίδ και λόγω της πολυετούς συνεργασίας με τον Βιντορέτα, η διοίκηση της ομάδας δεν ήθελε να αποφασίσει βιαστικά αν θα προχωρήσει σε αλλαγή. Κάτι που προέκυψε μετά από 3-4 μέρες κι ενώ εγώ είχα ήδη παραιτηθεί στον Άρη.»

Κεφάλαιο Μπιλμπάο: «Τα 3,5 καλύτερα χρόνια της καριέρας μου και η πίκρα για την δικαστική διαμάχη»

Και πας στην χώρα των Βάσκων, που έμελλε να γίνει κάτι σαν δεύτερο σπίτι σου. Πως δημιουργήθηκε όλο αυτό το δέσιμο;

«Άπό την πρώτη έως την τελευταία μέρα, αυτή η συνεργασία ήταν ίσως το ιδανικότερο project που θα μπορούσα να αναλάβω. Αν και ο όρος αυτός αυτός δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, πολύ απλά γιατί – με την έννοια της λέξης – υπάρχουν ελάχιστες ομάδες που λειτουργούν με τα χαρακτηριστικά ενός project. Ας πούμε η Ρεάλ που είχε 11 χρόνια τον ίδιο προπονητή ή η Ομπραντόριο που έχει φτάσει στα 13 με τον Mόντσο Λόπεζ και φυσικά ο Παναθηναϊκός του Ζέλικο (σ.σ.: Ομπράντοβιτς)!»

Στο Μπιλμπάο τι έγινε;

«Εκεί πραγματικά λειτουργήσαμε με project από την άποψη ότι την πρώτη σεζόν κρατήσαμε την ομάδα στην λίγκα ACB και για ένα ματς χάσαμε την είσοδο στα playoffs! Την δεύτερη σεζόν παίξαμε τελικό πρωταθλήματος και πήραμε το εισιτήριο για την Euroleague, την τρίτη φτάσαμε μέχρι τα playoffs και χάσαμε την μάχη για το Final 4 από την ΤΣΣΚΑ με 3-1 στις νίκες και την τέταρτη, διεκδικήσαμε το τρόπαιο του Eurocup στον τελικό! Εκεί ήταν που έζησα μαζί με όλη την οικογένεια το απόλυτο κοντραστ των συναισθημάτων...

Με ποια έννοια;

«Από την άποψη ότι ψηφίστηκα προπονητής της χρονιάς στην διοργάνωση. Πριν το τζάμπολ μου απένειμαν το σχετικό βραβείο – το οποίο θυμάμαι είχα δώσει στον γιο μου – και μετά από 40 λεπτά που χάσαμε από την Λοκομοτίβ Κουμπάν, ήρθε η απόλυτη απογοήτευση! Και εκεί ήταν που θα μπορούσαν να αλλάξουν αρκετά πράγματα γιατί η ομάδα αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, είχε χάσει σημαντικούς σπόνσορες και αν είχαμε νικήσει κι επιστρέψει – μέσω της κατάκτησης του Eurocup – στην Euroleague, θα είχαμε εξασφαλίσει τα χρήματα για να συνεχιστεί το project! Δυστυχώς, όμως, μας έπνιξε το άγχος γιατί και οι παίκτες εισέπρατταν τότε την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, οπότε από την στιγμή που δεν καταφέραμε, έπρεπε κι εγώ να φύγω... Δεν μπορούσα να φορτωθώ άλλο στην ομάδα, γιατί είχα έναν ακόμη χρόνο συμβόλαιο...»

Τι σου έχει μείνει από αυτά τα 3,5 χρόνια της συνεργασίας σου, γιατί η παραμονή σας εκεί διήρκεσε πολύ περισσότερο από τον καιρό που εργαζόσουν στην ομάδα;

«Οι πολύ δυνατές φιλίες που έχουμε κάνει, η ατμόσφαιρα της ίδιας της πόλης, η κουλτούρα ζωής των Βάσκων, το φαγητό, η μαγική ομορφιά του σημείου, όλα! Δεν μπορώ να ξεχάσω την μόνιμη παρουσία μίας ελληνικής σημαίας στο γήπεδο, κάτι που έχει μεγάλη αξία για τους ντόπιους από την άποψη ότι δεν βάζουν πουθενά άλλες σημαίες πλην της δικής τους! Εγώ δεν το ήξερα και δεν είχα δώσει μεγάλη σημασία, αλλά όπως μου είπαν ισοδυναμεί με την υπέρτατη τιμή που μπορεί να δεχθεί κάποιος ξένος στην περιοχή και μετράει περισσότερο ακόμη και από ένα πρωτάθλημα! Κι ένα δεύτερο που κρατάω είναι ότι σε αυτά 3,5 χρόνια, καταφέραμε να δημιουργήσουμε μπασκετικούς φιλάθλους που κυκλοφορούσαν στους δρόμους με τις μαύρες μας φανέλες. Μιλάμε τώρα για μία πόλη, στην οποία η Ατλέτικ αποτελεί θρησκεία και τα παιδιά βαφτίζονται με τα ονόματα των ποδοσφαιριστών... Αυτο σημαίνει ότι σε αυτό το διάστημα καταφέραμε να χτίσουμε κάτι που εξέφραζε τον φίλαθλο κόσμο, ο οποίος άρχισε να στηρίζει σε μόνιμη βάση την ομάδα ακόμη και όταν έπεσε στην Α2 Κατηγορία...»

Μετά από όλο αυτό που περιγράφεις, πόσο δύσκολο συναίσθημα ήταν το ότι για να πάρεις τα χρήματά σου, κατέληξες στα δικαστήρια με την επόμενη διοίκηση του συλλόγου;

«Πολύ! Δεν ήθελα να φτάσουμε εκεί σε καμία περίπτωση. Προσπάθησα να βρούμε μία λύση, αλλά οι νέοι διαχειριστές της ομάδας, είχαν πολύ άσχημη συμπεριφορά και δεν σεβάστηκαν ούτε το γεγονός ότι ζούσα ακόμη στο Μπιλμπάο τότε και θα μπορούσαμε κάλλιστα να πιούμε ένα καφέ και να τα βρούμε σε άλλο κλίμα...»

Ο κουμπάρος σου, ο Κώστας Βασιλειάδης, ίσως και να έπαιξε το καλύτερο μπάσκετ της καριέρας του στην διάρκεια της συνύπαρξής σας στο Μπιλμπάο...

«Είναι ένας παίκτης, που αν νιώθει κάπου καλά – βάσει της προσωπικότητας και του στυλ που έχει – είναι ίσως το πιο θετικό στοιχείο που μπορεί να τύχει σε κάποιο προπονητή. Και αυτό ειδικότερα στο Μπιλμπάο και γενικότερα στην Ισπανία, για τον Κώστα λειτούργησε σε πολύ υψηλό βαθμό. Δέθηκε πάρα πολύ με τον κόσμο και την πόλη, αγάπησε και αγαπήθηκε και από ένα σημείο και μετά, έτυχε μίας πανισπανικής αναγνώρισης, κέρδισε τον σεβασμό των γηγενών σπουδαίων ονομάτων που υπήρχαν τότε στην ομάδα, όπως ο Μουμπρού, ο Λόπεθ και ο Γκριμάου και όλο αυτό τον βοήθησε να γίνει και παίκτης νικητής, αποκτώντας ένα στοιχείο που του έλλειπε μέχρι να μετακομίσει στο ισπανικό πρωτάθλημα. Θυμάμαι ότι γυρίσαμε ένα ματς μέσα στην Βαλένθια, χάρη στην τρομερή ψυχολογία που είχε και την μετέφερε σε όλους τους συμπαίκτες του.»

Το διπλό “όχι” στην Ρεάλ και το στρατηγικό λάθος με την Εθνική Ρωσίας

Το τέλος εποχής στο Μπιλμπάο έφερε μία τιμητική πρόταση να διαδεχθείς για 2η φορά στην καριέρα σου τον Ντέιβιντ Μπλατ και πάλι στην Ρωσία. Όχι όμως σε σύλλογο, αλλά στην Εθνική της χώρας και μάλιστα μετά το μοναδικό ολυμπιακό μετάλλιο (χάλκινο το 2012 στο Λονδίνο) που κατέκτησε ποτέ...

«Εκεί ήταν που ξεκίνησε μία σειρά από λάθος εκτιμήσεις και αποφάσεις που ανέκοψαν την πορεία μου. Τελειώνοντας από το Μπιλμπάο, ένιωσα ότι βρισκόμουν στην καλύτερη φάση της καριέρας μου και ότι έπρεπε να εξαργυρώσω αυτή την επιτυχημένη παρουσία. Εκείνη την περίοδο με προσέγγισε μία νέα διοίκηση της ρωσικής ομοσπονδίας για να αναλάβω την ομάδα και σίγουρα κολακεύτηκα, παρ'ότι ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να βρω ομάδα στην Ισπανία λόγω του σχετικού κανονισμού. Ήταν σίγουρα μεγάλη τιμή, ένα 4ετές συμβόλαιο με φόντο τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο και εξαιρετικές απολαβές, αλλά συνάμα και ρίσκο γιατί ο Μπλατ είχε πετύχει πάρα πολλά και ήταν κάτι σαν εθνικός ήρωας για το ρωσικό μπάσκετ. Αλλά εκείνη την στιγμή εγώ αισθανόμουν ότι απέχω δύο βήματα από το να ακουμπήσω ένα σύννεφο.»

Το μετάνιωσες που αποδέχτηκες εκείνη την πρόταση;

«Μεταγενέστερα ναι, γιατί όπως αποδείχτηκε, έκανα λάθος! Πέρα από το πραξικόπημα που έγινε στο εσωτερικό της ομοσπονδίας και με κάλεσαν στην Μόσχα για να μου δώσουν να καταλάβω ότι το συμβόλαιο που είχα υπογράψει, δεν θα ίσχυε! Τελικά παραιτήθηκα δύο μέρες πριν αρχίσει η προετοιμασία για το Ευρωμπάσκετ του 2013, χωρίς να πάρω ούτε ένα Ευρώ. Η μεγαλύτερη ζημιά που υπέστην, όμως, ήταν ότι είχα βγει εκτός αγοράς όλο το καλοκαίρι και την επόμενη σεζόν, δεν έγιναν πολλές αλλαγές στην Euroleague με αποτέλεσμα να μην αξιοποιήσω ίσως το καλύτερο timing της καριέρας μου.»

Από την Εθνική Ρωσίας θα σε πάω σε μία άλλη πολύ τιμητική πρόταση, την οποία όχι μόνο δεν αποδέχτηκες, αλλά την απέρριψες και μάλιστα δις! Και αναφέρομαι στην Ρεάλ Μαδρίτης...

«Η πρώτη φορά προέκυψε τον Μάρτιο του 2011, όταν έφυγε ο Μεσίνα. Η διοίκηση είχε αρχίσει να ψάχνει προπονητή και πήρε τηλεφωνο τον ατζέντη μου, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και general manager της Μπιλμπάο. Θυμάμαι ότι είχε καταπληκτική μέρα και τρώγαμε ένα ψάρι στην θάλασσα, όταν με κάλεσαν για να συναντηθούμε το απόγευμα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ίσως να έχει προκύψει κάτι καλό για εμένα!»Συγνώμη, σε κάλεσε ο gm της ομάδας, που πήγαινε εξαιρετικά, για να σου μεταφέρει την πρόταση της Ρεάλ να σε υπογράψει;

«Για την ακρίβεια δεν με πήρε ο ίδιος ο Γκόρκα, αλλά ο υπεύθυνος Τύπου της ομάδας, ο Μόνχε, ο οποίος ήταν πολύ κοντά μου, αλλά ουσιαστικά αυτό που λες συνέβη στο ραντεβού! Ήταν ένα απίστευτο meeting, γιατί και οι δύο, δηλαδή ο Γκόρκα Αρίντα και ο Χοσέ Κομπέλο, ήταν ουσιαστικά οι ιδιοκτήτες της Μπιλμπάο, αλλά ταυτόχρονα είχαν και την εκπροσώπησή μου. Ο Γκόρκα, μάλιστα, δεν ήρθε στη συνάντηση γιατί ήταν σχεδόν σίγουρος ότι θα πω ναι στην Ρεάλ και δεν μπορούσε τους αποχαιρετισμούς.»

Και τι έγινε;

«Ούτε-λίγο, ούτε-πολύ, ο Κομπέλο μου είπε ότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση αλλά και ότι ως ατζέντης μου όφειλε να μου πει για την πρόταση και το ενδιαφέρον της Ρεάλ να αναλάβω την ομάδα άμεσα! “Ξέρω ότι αυτή η εξέλιξη δεν συμφέρει τον σύλλογό μας, αλλά δεν θέλουμε να σταθούμε εμπόδιο στις φιλοδοξίες και όποια απόφαση και να πάρεις, θα την σεβαστούμε απόλυτα”, μου είπε, μεταφέροντάς μου την επιθυμία του γενικού διευθυντή της Ρεάλ να με πάρει τηλέφωνο.»

Σε πήρε;

«Πράγματι με πήρε και μου προσέφερε τριετές συμβόλαιο, αλλά είχα δεθεί τόσο πολύ με το Μπιλμπάο και ήθελα διακαώς να ζήσω όλο το ταξίδι με την ομάδα που τότε πάλευε να βγει στην Euroleague. Να φανταστείς ότι ο Άαρον Τζάκσον είχε αρνηθεί δύο προτάσεις από την Φενερμπαχτσέ και την Μακάμπι. Είχα τον Βασιλειάδη και τον Μαυροειδή στην ομάδα, δεν μπορούσα να αφήσω αυτά τα παιδιά και να φύγω... Βέβαια, όλοι οι πολύ στενοί φίλοι με τους οποίους μπορούσα να μοιραστώ αυτή την εξέλιξη, μου έλεγαν ότι δεν περνούν συχνά τα τρένα με αυτούς τους προοιρισμούς και ακόμη και ο ίδιος ο άνθρωπος των Μαδριλένων, με χαρακτήρισε ως τον πρώτο στην ιστοία που λέει “όχι” στην Ρεάλ!»

Η δεύτερη φορά πότε προέκυψε;

«Ήταν το καλοκαίρι του 2014 όταν είχα αποδεχθεί την πρόταση της ομοσπονδίας να αναλάβω την Εθνική ομάδα. Η Ρεάλ είχε χάσει την Euroleague στο Final 4 του Μιλάνου και ήθελε να κάνει αλλαγή, αλλά εγώ δεν μπορούσα να πουλήσω το εθνόσημο!»

«Δεν μετάνιωσα ποτέ, αλλά η απόφαση να αναλάβω την Εθνική Ελλάδας με έπληξε επαγγελματικά!»

Εκεί θα σε πάω τώρα. Μετά το άδοξο τέλος της συνεργασίας με την ρωσική ομοσπονδία, πέρασαν κάποιοι μήνες και από τις αρχές του 2014 ξεκίνησαν οι επαφές με τον τότε πρόεδρο της ΕΟΚ, Γιώργο Βασιλακόπουλος για να αναλάβεις την Εθνική Ελλάδος...«Ήταν μία πολύ δύσκολη περίοδο για μένα, γιατί από την μία δεν είχα ομάδα και από την άλλη υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον για να αναλάβω την Εθνική, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν με άφηνε ασυγκίνητο. Το αντίθετο μάλιστα! Το εθνόσημο συνιστά την υπέρτατη τιμή και αποτελεί όνειρο για οποιονδήποτε ασχολείται με τον αθλητισμό. Για όποιους το έχουν ζήσει, η ανάκρουση του Εθνικού ύμνου στο εξωτερικό κυρίως, είναι ένα συναίσθημα που δεν υπάρχει! Επομένως, το συναίσθημα επικράτησε της λογικής και είπα το “ναι”, αλλά η ιστορία έδειξε ότι και εκείνη η απόφαση εππαγγελματικά με έπληξε. Όχι λόγω των αποτελεσμάτων της Εθνικής, αλλά επειδή βγήκα τελείως από την αγορά!»

Παρ' ότι υπέγραψες ένα συμβόλαιο με τους δικούς σου όρους και ήσουν ίσως ο μοναδικός προπονητής που δούλεψε απερίσπαστος και δεν δέχτηκε την παραμικρή παρέμβαση...

«Αυτό είναι 100% αλήθεια! Ο πρόεδρος δεν μου έδωσε ποτέ την παραμικρή “κατεύθυνση” και στο αγωνιστικό κομμάτι, είχα τον απόλυτο έλεγχο και ίσως γι' αυτό να ήμουν και ο μοναδικός προπονητής που τον αποχαιρέτησε όταν έφυγα! Έτσι μου είπαν τουλάχιστον, γιατί δεν το ήξερα...»

Στα τρία χρόνια που κοουτσαρες την Εθνική ομάδα, μπορεί να μην καταφέραμε κάτι από πλευράς αποτελέσματος, όμως, τα νούμερα λένε ότι είχαμε ισάριθμες ήττες και 13 νίκες σε 16 ματς...

«Θεωρώ ότι στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας, αποδώσαμε το καλύτερο μπάσκετ που είχε παίξει η Ελλάδα για πολλά χρόνια, στα πέντε ματς του ομίλου στην Σεβίλλη (σ.σ.: αήττητοι με ρεκόρ 5-0)! Και το λέω ειλικρινά, γιατί όσοι με γνωρίζουν καλά, ξέρουν ότι δεν μου αρέσει να περιαυτολογώ και να μιλάω για την δουλειά μου. Χωρίς να θέλω να κατακρίνω το σκεπτόμενο μπάσκετ, που για πολλά χρόνια λέγαμε ότι ταιριάζει στην ελληνική μπασκετική ιδιοσυγκρασία και το εφαρμόσαμε όταν είχαμε τους τέσσερις κορυφαίους guards ταυτόχρονα (σ.σ.: Παπαλουκάς, Διαμαντίδης, Σπανούλης, Ζήσης), πιστεύω ότι παίξαμε με μοντέρνο τρόπο. Είχαμε ταχύτητα και καλή κυκλοφορία της μπάλας, παίξαμε με στοχευμένες συνεργασίες κοντών-ψηλών, το κλίμα ήταν φανταστικό και δυστυχώς πήγαμε στο νοκ-άουτ ματς με τους Σέρβους και μας χτύπησαν μέσα στην ρακέτα, όπου ο Μπουρούσης ήταν απελπιστικά μόνος και είχε φτάσει στα όρια του. Αν με ρωτάς ποιον παίκτη θα ήθελα σε εκείνο το ματς, για να έχουμε καλύτερη τύχη, θα σου έλεγα τον Κουφό, γιατί μας έλλειψε το μέγεθος.»

Εκείνο το καλοκαίρι, ήσουν ο ομοσπονδιακός που διαχειρίστηκε την πρώτη συμμετοχή του Γιάννη Αντετοκούνμπο στην Εθνική ανδρών, ενώ ακολούθησαν άλλα δύο τουρνουά το 2015 και το 2016 με το Ευρωμπάσκετ και το προολυμπιακό του Ρίο, αντίστοιχα...

«Μέχρι τότε τα κριτήρια για να επιλεγεί κάποιος παίκτης στην Εθνική ανδρών ήταν πολύ απαιτητικά και δεν μπορούσε εύκολα να σταθεί ένας ταλαντούχος πλην όμως άγουρος παίκτης. Ο Γιάννης, όμως, έφερε κάτι το φρέσκο και το διαφορετικό, το οποίο ίσως να μην εισπράτταμε αν είχε αγωνιστεί και στο Πανευρωπαϊκό των Νέων στην Κρήτη, όπως προέβλεπε το αρχικό πλάνο. Με τον Κώστα Μίσσα, όμως, ζητήσαμε να έρθει μόνο μαζί μας και προς τιμήν της – αν και οι Νέοι θα διεκδικούσαν μετάλλιο με τον Αντετοκούνμπο – η ομοσπονδία σεβάστηκε πλήρως την απόφασή μας.»

Πως ήταν ο Γιάννης στα 21 του, μετά την rookie σεζόν του στο ΝΒΑ;

«Εντυπωσιάστηκα από την πρώτη κουβέντα που κάναμε! Ήταν ένας νεαρός που σε κοίταγε στα μάτια, ήθελε να μάθει τα πάντα και ήταν σοβαρός σε επίπεδο παρεξηγήσεως, γιατί ήδη προερχόταν από μία σεζόν στο ΝΒΑ. Έπρεπε να μπει ο Γιάννης και τον βοήθησε πολύ και ο Καλάθης που μπορούσε να τρέξει, με αποτέλεσμα να πάρουμε αρκετά περισσότερα πράγματα απ' όσα υπολογίζαμε εξ' αρχής από αυτόν!»

Το δεύτερο καλοκαίρι σου στην Εθνική ομάδα περιελάμβανε το Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα με πρώτο σταθμό το Ζάγκρεμπ και εν συνεχεία την Λιλ. Πολλοί πίστευαν ότι σε εκείνο το τουρνουά είχαμε ίσως ένα από τα καλύτερα ρόστερ όλων των εποχών...

«Η προσθήκη του Σπανούλη στην ομάδα, αυτόματα και φυσιολογικά άλλαξε τις προσδοκίες γιατί η επίδρασή του στο παιχνίδι ήταν κομβική. Ωστόσο, το στυλ μπάσκετ που θα έπαιζε η ομάδα, μοιραία, θα ήταν διαφορετικό. Πίστευα ότι θα μπορούσαμε να παίξουμε με δύο διαφορετικά στυλ μπάσκετ ταυτόχρονα, αυτή ήταν η αρχική ιδέα. Η μεγάλη μας ατυχία ήταν ο Βασίλης έχασε το μεγαλύτερο μέρος της προετοιμασίας λόγω τραυματισμού κι έπαιξε στα φιλικά. Και μάλιστα πριν ανακοινώσουμε την λίστα των παικτών, είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο και ήταν απόλυτα ειλικρινής μαζί μου σχετικά με την κατάστασή του! “Coach, δεν είμαι στο 100%, οπότε αν κρίνεις ότι δεν μπορώ να βοηθήσω, μην με καλέσεις”, θυμάμαι ότι μου είχε πει... Αλλά όταν πρόκειται για τον Σπανούλη, ακόμη και στο 60% να βρίσκεται, είναι περισσότερο από ευπρόσδεκτος!»

Σε απασχολούσε, υποθέτω, πως θα τον παντρέψεις με τον Αντετοκούνμπο;

«Στο Παγκόσμιο ο Γιάννης έπαιξε στο “3” και στην 2η σεζόν του στο ΝΒΑ οι Μπακς τον έβαλαν στο “4”. Οπότε στο Ευρωμπάσκετ, δεν ήθελα να τον μπερδέψω για ένα μήνα και τον χρησιμοποίησα κι εγώ στο “4” μαζί με τον Πρίντεζη και λίγο τον Καϊμακόγλου.

Ο Παπανικολάου δεν ήταν τελείως καλά και κουβαλούσε έναν τραυματισμό από το Χιούστον, οπότε προϊόντος του χρόνου κατέληξα σε μία συγκεκριμένη 12άδα. Δυστυχώς και στο σημείο αυτό δεν θέλω να πω περισσότερα, στο τουρνουά της Ξάνθης έγιναν κάποια περιστατικά, που για λόγους αρχής, με ανάγκασαν να αλλάξω την αρχική μου επιλογή.»

Όπως και στην Μαδρίτη, έτσι και στη Λιλ, φτάσαμε πάλι στο κρίσιμο χιαστί παιχνίδι όντας αήττητοι σε 6 αγώνες. Και μάλιστα, από πολλούς είχαμε θεωρηθεί και φαβορί παρ' ότι παίζαμε αντίπαλοι με την Ισπανία... Και το παράδοξο είναι ότι γυρίσαμε το παιχνίδι στην 3η περίοδο, παίζοντας στο ρυθμό τους με τον Γιάννη στην πεντάδα και το χάσαμε, παίζοντας control μπάσκετ στην 4η περίοδο...

«Όταν ξαναείδα το παιχνίδι, διαπίστωσα ότι μου έφυγαν κάποια rotation τακτικής που έγιναν και αυτό είναι ο λόγος που 5 παίκτες έπαιξαν πάνω από 30 λεπτά. Δεν το μετάνιωσα γιατί όταν παίζεις ένα τόσο κρίσιμο ματς, αναγκαστικά το κλείνεις το rotation, αλλά ίσως σε δύο περιπτώσεις μπορούσα να είχα πάρει άλλη απόφαση. Μας είχε κάνει τεράστια ζημιά ο Γκασόλ, ο οποίος είχε βγάλει θυμό για το πως είχαν χάσει στο Παγκόσμιο την προηγούμενη χρονιά και ο Ρέγιες με κάποια επιθετικά ριμπάουντ, είχαν μπει και είχαν βγει κάποια δικά μας σουτ και όταν χάνεις στο καλάθι (σ.σ.: 71-73), όλες αυτές οι λεπτομέρειες μετρούν διπλά...»

Στο προολυμπιακό του Τορίνο τι είχε γίνει;

«Είχαμε πάει με πολλές απουσίες ιδίως στα guard, η προετοιμασία μας ήταν εξαιρετικά ελλιπής με σχεδόν μία εβδομάδα προπονήσεων...»

Μετάνιωσες ποτέ που “έκοψες” τον Ντόρσεϊ από εκείνη την 12άδα;

«Όχι, γιατί δεν ήταν έτοιμος τότε! Δεν το έκανα για κάποιον άλλο λόγο! Και θα σου πω το εξής... Το συγκεκριμένο θέμα το είχα συζητήσει πολύ με όλους τους συνεργάτες μου. Είχε παρουσιαστεί πολύ πίσω και σωματικά αλλά και σε επίπεδο αντίληψης των πραγμάτων που θέλαμε να κάνουμε μέσα στο γήπεδο, είχε θέματα στην άμυνα και γενικά ήταν ένας άλλος παίκτης σε σχέση με το πως είναι σήμερα.»

Ήταν το τρίτο καλοκαίρι του Αντετοκούνμπο στην Εθνική ομάδα κι έπαιξε σε διαφορετική θέση από τα δύο προηγούμενα...

«Έπαιξε ουσιαστικά στον “άσο”! Κάθε χρόνο ήταν πολύ πιο ώριμος και πιο σοβαρός. Θυμάμαι ότι είχε διαχειριστεί με μεγάλη υπευθυνότητα τον αποκλεισμό από την Κροατία και είχε βγει μπροστά να δηλώσει ότι θα επανέλθουμε.»

«Ισπανία... αγάπη μου!»: 15 χρόνια ως κάτοικος και 10 σαν προπονητής έξι διαφορετικών ομάδων

«Το μεγαλύτερο κέρδος στην Μούρθια ήταν η αλλαγή της δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας των παικτών!»

Στην διάρκεια εκείνης της σεζόν, είχες επιστρέψει πλέον στους πάγκους και πάλι στην Ισπανία, μετά από απουσία 2,5 ετών...

«Στην Μούρθια, η οποία ήταν η μόνη ομάδα που δέχτηκε τις συνθήκες που ήμουν όσον αφορά τις υποχρεώσεις μου με την Εθνική ομάδα. Πρόκειται για έναν μικρομεσσαίο ισπανικό σύλλογο με περιορισμένο budget αλλά με τον καλύτερο general manager στην Ισπανία, αναφορικά με την φιλοσοφία, τον τρόπο λειτουργίας και το μπάσκετ που θέλει να παίξει. Ο Αλεχάντρο Γκόμεζ οδήγησε 8 ώρες μέχρι το Μπιλμπάο, καθίσαμε να φάμε και μέσα σε 2 ώρες με έπεισε να κάνουμε κάτι που ήταν πολύ δύσκολο, αλλά εμπεριείχε κάτι μαγικό! Και πιο πολύ εντυπωσιάστηκα από έναν άνθρωπο που είχε δίψα κι ενθουσιασμό να δουλέψει και να βάλει την ομάδα στα playoffs της ACB, από τα οποία είχαν αποκλειστεί την τελευταία αγωνιστική της κανονικής περιόδου...»

Και τα καταφέρατε μαζί την επόμενη χρονιά;

«Ακριβώς! Και μάλιστα χάσαμε μεγάλη ευκαιρία να κάνουμε break στο πρώτο ματς με την Ρεάλ στην Μαδρίτη, με τις χαμένες βολές του Καμπάτσο. Ισοφαρίσαμε στην έδρα μας και χάσαμε στο 3ο ματς. Σε γενικές γραμμές απόλαυσα πολύ το διάστημα που δούλεψα στην Μούρθια, γιατί ουσιαστικά κληθήκαμε να αλλάξουμε τη νοοτροπία των περισσοτέρων παικτών που μέχρι τότε λειτουργούσαν σαν δημόσιοι υπάλληλοι. Θυμάμαι ότι στις 6 τελευταίες αγωνιστικές αποφασίσαμε να τρώμε πρωινό όλοι μαζί κάθε μέρα, μετά video, προπόνηση και μεσημεριανό. Παίζουμε με την Βαλένθια και κερδίζουμε 22 πόντους κι έρχεται ο Καμπέθας και με ρωτάει αν τελείωσε το καψώνι! Κι εκεί αποφασίσαμε να συνεχίσουμε αυτό το πρόγραμμα μέχρι το τέλος της κανονικής περιόδου. Κάθε μέρα στις 9, πρωινό όλοι μαζί. Το αποκορύφωμα είναι ότι τελειώσαμε με ρεκόρ 5-1 και πετύχαμε κάποιες πολύ μεγάλες νίκες. Είχαν όλοι τους μία πολύ όμορφη καθημερινότητα και το γεγονός ότι τους σφίξαμε, λειτούργησε θετικά... Από τότε που έφυγα, έχουν παίξει σε δύο Final 4 του BCL, είναι στα playoffs κι έπαιξαν και ημιτελικό στο Copa del Rey.»

Στην Μούρθια είχες δύο θητείες, από το 2015 έως το 2017, με ενδιάμεσο σταθμό ένα σύντομο πέρασμα από την Λοκομοτίβ Κούμπαν. Τι δεν πήγε καλά σε εκείνη την συνεργασία και διήρκεσε μόνο λίγους μήνες;

«Άλλη μία συνεργασία με κακό timing, από την άποψη ότι αποδεσμεύηκε σχετικά αργά ο Γιώργος Μπαρτζώκας για την Μπαρτσελόνα, συμφώνησα ουσιαστικά στα μέσα Ιουλίου και δεν ήταν ένα φυσιολογικό καλοκαίρι για να στηθεί όπως πρέπει το ρόστερ μίας ομάδας, που είχε φιλοδοξία να κατακτήσει το Eurocup για να επιστρέψει στην Euroleague. Προσωπικά δεν θεωρούσα ότι η στόχευση αυτή ήταν ρεαλιστική, αλλά η συμμετοχή στο Final 4 του Βερολίνου, την προηγούμενη σεζόν, είχε «ψηλώσει» σε έναν βαθμό τον ιδιοκτήτη που θεωρούσε ότι θα καταφέρναμε. Όταν του εξήγησα ότι κάποιοι παίκτες – που είχαν επιλεγεί από τον ίδιο, πριν συμφωνήσω εγώ – έπρεπε να αλλάξουν για να προσεγγίσουμε την συγκεκριμένη κατεύθυνση και αρνήθηκε, τότε ουσιαστικά χωρίσαμε...»

Μετά το δεύτερο πέρασμα από την Μούρθια, ήρθε η πρόταση της Χάποελ Ιερουσαλήμ και η μετακόμιση στο Ισραήλ και σε μία ομάδα με φιλοδοξία να χτυπήσει την Μακάμπι. Τι σου έχει μείνει από εκείνη την εμπειρία;

«Και αυτή ήταν μία παρεμφερής και ειδικών συνθηκών κατάσταση, από την άποψη ότι η ομάδα είχε συμβόλαιο με τον Πιανιτζιάνι, με τον οποίο κατέκτησε το πρωτάθλημα κι έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του Eurocup, οπότε και εκεί ο πήχης ήταν πολύ ψηλά. Η ατυχής λεπτομέρεια ήταν ότι τα έσπασαν με τον προκάτοχό μου με τον χρόνο να πιέζει και την ημέρα που υπέγραψα, κλήθηκα να αποφασίσω για την ανανέωση κάποιων παικτών τους οποίους δεν ήξερα. Κι εκεί το στήσιμο ήταν προβληματικό και η “χημεία” των παικτών καθόλου καλή, αλλά τουλάχιστον είχα μέχρι την τελευταία στιγμή εξαιρετικές σχέσεις με τους ανθρώπους της ομάδας. Δεν ξεχάσω ποτέ το αποχαιρετιστήριο δείπνο που μου οργάνωσαν και τα δώρα που μου πρόσφεραν, ο general manager και ο αντιπρόεδρος με τους οποίους διατηρώ ακόμη πολύ καλές επαφές.»

Φεύγοντας από τους Αγίους Τόπους, ανοίγει η δουλειά στην Τενερίφη, όπου είχες ένα εξαιρετικό εξάμηνο, αποδεικνύοντας ότι η Ισπανία σου ταιριάζει απόλυτα...

«Δέθηκα πάρα πολύ με τους ανθρώπους της ομάδας, κάναμε μία πολύ καλή πορεία στην ACB, φτάσαμε στα ημιτελικά του Κυπέλλου και αποτύχαμε μόνο στο BCL, όπου αποκλειστήκαμε από την Μούρθια που έφτασε στο Final 4 της Αθήνας. Είναι μία ομάδα που βασιζόταν αρκετά χρόνια σε ένα σταθερό group έμπειρων Ισπανών παικτών και στο τέλος της χρονιάς που έφυγα, τους είπα ότι αν θέλουν να κάνουν ένα βήμα παραπάνω, θα πρέπει να φρεσκάρουν το ρόστερ. Το έχει να το λέει ο general manager (σ.σ.: Ανιάνο Καμπρέρα), γιατί ακολούθησε μία μεταβατική χρονιά την σεζόν που εγώ πήγα στην Αμερική και την επόμενη, έκανε ένα ξεκαθάρισμα με τον Βιντορέτα στον πάγκο κι έφτιαξαν αυτή την ομάδα που τα τελευταία χρόνια έχει πρωταγωνιστήσει και έχει κατακτήσει τίτλους (σ.σ.: το Διηπειρωτικό του 2020 και το BCL του 2022). Ακόμη και τώρα που μιλάμε κάποιες φορές, συνέχεια επαναφέρει εκείνη την κουβέντα που είχαμε κάνει και την επίδραση που είχε στην ομάδα.»

Κεφάλαιο Γιούτα Τζαζ: «Δεν υπάρχει... timing όταν σε καλούν από το ΝΒΑ!»

Από την Τενερίφη έφυγες για το αμερικάνικο όνειρο και την πρόταση της Γιούτα Τζαζ, που μετά από Έλληνα scouter (σ.σ.: Ρήγας Δάρδαλης), απέκτησε και τον πρώτο Έλληνα προπονητή που εργάστηκε στο ΝΒΑ...

«Άλλος κόσμος! Γενικά πάντα μου άρεσαν οι προκλήσεις και θεωρώ ότι ένας προπονητής πρέπει να είναι έτοιμος για καινούρια πράγματα. To NBA είναι όνειρο για κάθε παίκτη ή προπονητή. Στην περίπτωσή μου εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά και το ακολούθησα για να ζήσω την εμπειρία, έστω και αν το timing δεν ήταν το ιδανικό. Αλλά όταν πρόκειται για το ΝΒΑ, ποιο timing και κουραφέξαλα; Βέβαια, το συνειδητοποίησα αργότερα, ίσως και από τον ρόλο που είχα, ο οποίος δεν ήταν αυτός που είχα στο μυαλό μου όταν έφευγα. Ήταν όμως λογικό γιατί ο coach Σνάιντερ δούλευε αρκετά χρόνια με ένα συγκεκριμένο group προπονητών. Δεν ήταν εύκολο να παρεισφρύσω άμεσα σε αυτό το group και χρειαζόμουν τουλάχιστον 2-3 χρόνια στον οργανισμό για να τα καταφέρω. Όταν είσαι 20 και βάλε χρόνια πρώτος προπονητής, δεν είναι εύκολο να έχεις αυτή την υπομονή του ρολίστα και γύρισα πίσω γιατί μου είχε λείψει ο πάγκος και το κοουτσάρισμα.»

Σαν εμπειρία;

«Άλλο πράγμα τελείως! Κάποια πράγματα που μαθαίνεις εκεί, έχουν εφαρμογή εδώ και κάποια άλλα όχι! Πολλά απ’ αυτά που κάνουμε στην Ευρώπη, χρησιμοποιούνται κατά κόρον στην Αμερική. Η μεγαλύτερη διαφορά έχει να κάνει με την διαχείριση - εφόσον είσαι σε μία ομάδα της Euroleague, που μεσούσης της περιόδου δεν έχεις την ευχέρεια για προπόνηση με επαφές, όσον αφορά στο πως αξιοποιείς ουσιαστικά τον χρόνο ουσιαστικά. Το video, η ατομική βελτίωση, το meeting με τους παίκτες, τον βαθμό επιμονής σε κάποια πράγματα που θέλεις να αλλάξεις. Μαθαίνεις να συμπιέζεις τον χρόνο για να κάνεις πιο ποιοτική προπόνηση.»

Ποιο είναι το κομμάτι που δυσκολεύτηκες να προσαρμοστείς;

«Είναι τόσο γρήγοροι οι ρυθμοί εκεί, που ειδικότερα όταν είχαμε μεγάλη περιοδεία εκτός έδρας με συνεχόμενους αγώνες, κάποιες φορές με έπαιρναν τηλέφωνο από την Ελλάδα και δεν ήξερα σε ποια πόλη βρίσκομαι. Σκέψου ότι κάναμε 116 πτήσεις σε 7 μήνες. Θυμάμαι ότι τουλάχιστον δύο φορές μπερδεύτηκα στα ξενοδοχεία και πήγα σε λάθος όροφο γιατί μου είχε μείνει ο αριθμός δωματίου από την προηγούμενη μέρα, το προηγούμενο ξενοδοχείο και ούτω καθεξής...»

Από πλευράς δουλειάς;

«Πάρα πολλές ώρες περισσότερο στο γραφείο με τα analytics, τα στατιστικά και τις συναντήσεις, παρά στο γήπεδο. Θέλω να πω ότι με τους παίκτες δουλεύεις λίγο σε σχέση με τον χρόνο που είσαι στον χώρο εργασίας. Από τις 8 το πρωί που είναι το πρώτο meeting, θα τελειώσεις στις δύο, θα φας κάτι και θα πας για λίγο στο σπίτι ή αν έχεις παιχνίδι, θα μείνεις όλη την μέρα στο γήπεδο. Η διάρκεια της διαδικασίας του παιχνιδιού είναι ατελείωτη, υπό την έννοια ότι πρέπει να βρίσκεσαι στα αποδυτήρια 2,5 ώρες πριν το τζάμπολ και μπορεί να φύγεις και 6 ώρες μετά. Δηλαδή αν παίζεις στις 7, πρέπει να είσαι στο γήπεδο στις τέσσερις με τεσσερίσιμισι, γιατί ο κάθε προπονητής έχει στην δικαιοδοσία του έναν παίκτη και πρέπει να του δείξει το video, να κάνει το ζέσταμά του και μετά κλασσικά φαγητό με τους προπονητές. Γενικά ένα πολύ απαιτητικό πρόγραμμα και μία τελείως διαφορετική κουλτούρα.»

Πες μία ωραία ιστορία από την Γιούτα;

Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο περιορισμός του χρόνου συμμετοχής στους παίκτες που έρχονται από τραυματισμό, που είναι ένα κομμάτι στο οποίο ο επικεφαλής του ιατρικού τιμ έχει μεγαλύτερη εξουσία ακόμη και από τον προπονητή! Παίζαμε ένα παιχνίδι στην Μινεσότα και ο Ντόναβαν Μίτσελ ήταν σε αυτό το περιβόητο πρωτόκολλο του “minutes restriction”. Θυμάμαι ότι είχαμε περάσει +10 τρία λεπτά πριν από το τέλος του αγώνα και ήμασταν πολύ κοντά στη νίκη, μέχρι που εμφανίζεται ο τύπος και πάει στο αυτί του Κουίν (σ.σ.: Σνάϊντερ) και κάτι του λέει. Από την έκφραση του coach, που κόντεψε να βγάλει καπνούς, καταλάβαμε ότι του είπε να τον βγάλει παρ’ ότι ο παίκτης ένιωθε μια χαρά. Απλά δεν ήθελαν να επιβαρυνθεί περισσότερο ο οργανισμός τους και αυτό είχε μεγαλύτερη αξία από το αποτέλεσμα του εκάστοτε αγώνα. Πράγματι τον έκανε αλλαγή, ο Μίτσελ κόντεψε τρλεαθεί και εκδήλωσε έντονα την δυσαρέσκειά του και μέσα σε τρία λεπτά μας το γύρισαν και πήραν το ματς στην παράταση!»

Ακολούθησε “χαμούλης” στα αποδυτήρια;

«Το αντίθετο! Όλα καλά και φυσιολογικά, σαν να μην έχει συμβεί τίποτε! Σε τέτοιο βαθμό, που εξεπλάγην απίστευτα και στο αεροπλάνο μπήκα στην διαδικασία να ζητήσω από τον Κουίν να μου πει την άποψή του. Κατάλαβε αμέσως, γιατί δούλεψε μία χρονιά στην Ευρώπη ως συνεργάτης του Μεσίνα στην ΤΣΣΚΑ και έχοντας ζήσει τις δικές μας συνήθειες, μου εξήγησε ότι έτσι δουλεύει το σύστημα εδώ και παρ’ ότι ούτε αυτός συμφωνούσε με αυτό, όφειλε να το σεβαστεί. Το φοβερό ήταν ότι εκείνο το ματς, θα μπορούσε κάλλιστα να κοστίσει στην ομάδα ένα καλύτερο πλασάρισμα στα playoffs, ενδεχομένως και το πλεονέκτημα στον 1ο γύρο! Αλλά ο σεβασμός στην υγεία του αθλητή, ακόμη σε βαθμό που ίσως να πλήττει το αγωνιστικό πλεονέκτημα, είναι πιο πάνω στην ιεραρχία τους.»

Το 2019 που σε επισκεφτήκαμε από το Gazzetta στο Σολτ Λέικ Σίτι, διαπιστώσαμε ότι η πόλη δεν είναι δύσκολη στο να μείνει κάποιος. Έστω κι αν είναι λίγο απομονωμένη...

«Εύκολη πόλη με πολλούς Έλληνες, περίπου 7.000-8.000, οι οποίοι μετανάστευσαν στις αρχές του 20ου αιώνα από την Νέα Υόρκη, οι περισσότεροι εξ’ αυτών με καταγωγή από την Κρήτη. Είναι πολύ ήσυχη και το παράδοξο είναι ότι έχει πολύ φωνακλάδες και φανατικούς φιλάθλους, που ασχολούνται αποκλειστικά με το μπάσκετ, γιατί δεν υπάρχει επαγγελματική ομάδα σε άλλο σπορ που να εκπροσωπεί την περιοχή.»

Η σχέση σου, σε επίπεδο εμπιστοσύνης, με τον Κουίν Σνάιντερ, πως ήταν;

«Εξαιρετική και με μεγάλο σεβασμό για την δουλειά που κάνουν οι προπονητές στην Ευρώπη. Θυμάμαι ότι κάθε μέλος του staff είχε αναλάβει μερικές ομάδες για το scouting και εγώ – μεταξύ άλλων – ήμουν και στο group για το Χιούστον! Την προηγούμενη σεζόν στην Τενερίφη χρησιμοποιούσα μία άμυνα που την έλεγα “next” και χρησιμοποιούσα τον Τόμπεϊ σε “jump to the ball”, όταν ήταν ο πιο κοντινός παίκτης στο pick’n’roll. Mε τον coach το είχαμε συζητήσει το καλοκαίρι και όταν έφτασε η ώρα να παίξουμε με τους Ρόκετς στην κανονική περίοδο, με ρώτησε πως μπορούμε να την εφαρμόσουμε απέναντι σε μία ομάδα με τόσους σουτέρ. Του είπα, λοιπόν, ότι πρέπει να στείλουμε δεύτερο παίκτη και να διώξουμε την μπάλα από τον Χάρντεν. Περνάει αυτό, φτάνουμε στα playoffs και πέφτουμε πάνω τους στα playoffs.  Ήταν μία περίοδος που ο “Μούσιας” σκόραρε σταθερά πάνω από 35 πόντους με τρίποντα και βολές και λίγες μέρες πριν την έναρξη της σειράς, έρχεται ο Κουίν και μου λέει θα παίξουμε στην άμυνα το “next” και θα στείλουμε τον Γκομπέρ πάνω του κάθετα, όχι πλαϊνά! Για να αποφύγουμε τα lay-up και τις βολές, αλλά και το step back τρίποντο μπροστά σε ένα τόσο μεγάλο κορμί και ρισκάροντας φυσικά τις λόμπες και κάποια ελεύθερα σουτ από τους υπόλοιπους! Αυτή την σειρά, λοιπόν, την χάσαμε από την επίθεση και όχι από την άμυνα, γιατί είχαμε 19% από το τρίποντο σε όλα τα ματς. Αλλά τον περιορίσαμε αρκετά και είχε πραγματικά χάσει τον ρυθμό του!».

Από την Γιούτα έφυγε με δική σου απόφαση, γιατί είχε υπογράψεις τριετές συμβόλαιο, έτσι δεν είναι;

«Αν το πρώτο καλοκαίρι είχα την υπομονή να μείνω στην Γιούτα, τώρα ίσως να είχαν αλλάξει τα πράγματα. Η αρχική ιδέα ήταν να μείνω τουλάχιστον τρία χρόνια γι' αυτό και το αντίστοιχο συμβόλαιο που είχα υπογράψει. Ίσως η ηλικία, όμως, να έπαιξε τον ρόλο της. Αν πήγαινα στα 40 μου, τότε ίσως να ήταν πιο εύκολο να μείνω. Αλλά σε αυτή την ηλικία που πήγα και με αυτές τις παραστάσεις που είχα, αν δεν έχεις έναν πιο επιτελικό ρόλο είναι δύσκολο να το αποδεχτείς.»

Και εν συνεχεία, με ανάποδη κατεύθυνση, ακολούθησες την ίδια σχεδόν διαδρομή που έκανες φεύγοντας από την Τενερίφη. Θέλω να πω ότι από την Αμερική επέστρεψες στους Κανάριους Νήσους, απλά σε άλλο νησί...

«Ήταν μία δύσκολη σεζόν υπό την έννοια ότι υπήρχαν από την αρχή κάποιες διαφορές φιλοσοφίας με τον general manager της ομάδας, τον Μάρτιο του 2020 έσκασε και η πανδημία, οπότε δεν θα έλεγα ότι έχω και τις καλύτερες αναμνήσεις. Παρ' ότι λίγο πριν διακοπούν οι αγώνες, βρισκόμασταν σε καλή κατάσταση, είχε πάρει μπρος και ο Μπουρούσης και θα μπορούσαμε να τερματίσουμε μέχρι και 7οι στην κανονική περίοδο...»

Δύσκολη η πανδημία στην Ισπανία;

«Περάσαμε πολύ δύσκολα! Με στρατό στον δρόμο, ήταν ίσως η πιο δύσκολη καραντίνα σε όλον τον κόσμο, υπό την έννοια ότι δεν μπορούσε να ξεμυτίσει κανείς αν δεν είχε λόγο για να βγει εκτός σπιτιού. Στο Λας Πάλμας ήμασταν αποκλεισμένοι στον Ατλαντικό ωκεανό και δεν ξέραμε πότε θα τελειώσει όλο αυτό. Μόνο στο supermarket μπορούσαμε να πάμε, απλά σε μας ήταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι, οπότε δεν καταλαβαίναμε ότι βγαίναμε... Δεν υπήρχε πρόβλεψη ούτε για άθληση! Μόνο αν είχες σκύλο, είχες την δυνατότητα για έναν υποτυπώδη περίπατο...»

Και κλείνουμε την Μάλαγα, που ήταν ο 6ος σου σύλλογος στην Ισπανία...

«Ήταν μία δύσκολη κατάσταση για μένα ψυχολογικά, γιατί περνώντας μία πολύ δύσκολη οικογενειακή κατάσταση με την περιπέτεια υγείας της κόρης μου και ζώντας για κάποιους μήνες στο Λονδίνο, αλλάζουν τελείως οι προτεραιότητες της ζωής και ο τρόπος σκέψης σου. Και το λέω αυτό γιατί κάποια στιγμή εμφανίστηκε η προοπτική της Μάλαγα, που από την αρχή, δεν μου ταίριαζε ούτε σαν φιλοσοφία, αλλά ούτε σαν “χημεία” του ρόστερ.

Θέλω να πω ότι είχε καλούς παίκτες, οι οποίοι δεν έδεναν μαζί. Και το χειρότερο ήταν ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε και σοβαρές διορθωτικές κινήσεις... Σε 12 μήνες κάναμε δύο μετεγγραφές...»

Η σεζόν που πήγες ήταν η πρώτη που ο σύλλογος της Ανδαλουσίας αποφάσισε να πάει στο BCL της FIBA και να φύγει από την οικογένεια της Euroleague μετά από 21 χρόνια...

«Στην Μάλαγα με την οποία συνεργάστηκα σε σχέση με την ομάδα που έπαιξε για πάρα πολλά χρόνια στην Euroleague και το Eurocup και πρωταγωνίστηκε στην λίγκα ACB, έχει απομείνει μόνο το σήμα. Έχουν συμβεί και σε άλλες μεγάλες ομάδες να κλείνουν κάποιοι κύκλοι. Αλλά την καλή Ουνικάχα την χρειάζεται τόσο το ισπανικό πρωτάθλημα όσο και οι ερυωπαϊκές διοργανώσεις, γιατί είναι μία μεγάλη αγορά, με πολύ ένθερμο μπασκετικό κοινό και έναν οργανισμό με μεγάλες παραστάσεις. Στην διάρκεια της θητείας μου δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω παρεμβάσεις στο ρόστερ και να αλλάξω κάποια κακώς κείμενα.»

Ποια είναι η επόμενη μέρα;

«Προς το παρόν διακοπές και ξεκούραση, από την στιγμή που δεν προέκυψε κάτι ενδιαφέρον! Θεωρώ ότι αλλάζει ο χάρτης του ευρωπαϊκού μπάσκετ για τους προπονητές, γιατί οι ομάδες πιστεύω ότι πλέον έχουν άλλες προτεραιότητες όσον αφορά στις επιλογές τους για τον πάγκο, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Θα ήθελα να πάω κάπου που θα νιώθω καλά και θα ταιριάζει η φιλοσοφία μου με τα θέλω της ομάδας. Όπου συνέβη αυτό στην διάρκεια της καριέρας μου και συνεργάστηκα με παίκτες που είχαν το προφίλ που με αντιπροσωπεύει, τότε τα αποτελέσματα με δικαίωσαν. Όταν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη από τους στενούς συνεργάτες, τότε οι πιθανότητες λιγοστεύουν...»

Υπάρχει ανοικτό παράθυρο για Αμερική;

«Το σκέφτομαι πολύ σοβαρά και αν το αποφασίσω θα είμαι πιο προετοιμασμένος γιατί θα μπορέσω να αξιοποιήσω την προηγούμενη εμπειρία. Είμαι φιλοδοξος κι αυτό δεν αλλάζει, θεωρώ ότι είμαι ανάμεσα στους προπονητές που και από εμπειρία και από ικανότητες, αξίζουν να εργάζονται στο υψηλότερο επίπεδο. Λόγω συνθηκών της αγοράς, θα μείνω έξω στο ξεκίνημα της σεζόν, αλλά είμαι ανοιχτός σε μεγάλες προκλήσεις...»

Art direction:
Χρήστος Ζωίδης

Φωτογραφίες:
Χρήστος Παναγόπουλος