«Να ζητήσω συγνώμη για την καριέρα που δεν έκανα;»

Ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης στην «εξομολόγηση» της ζωής του

Ο αγαπημένος Σοφοκλής όλων των Ελλήνων «ξεφυλλίζει» το άλμπουμ μίας καριέρας που πέρασε από μύρια κύματα, κάνει αυτοκριτική, αγγίζει όλα τα λεπτά ζητήματα που τον στιγμάτισαν και αισίως δηλώνει ένας ευτυχισμένος άνθρωπος.

Οι αραιές και μετρημένες συναναστροφές μαζί του άρχισαν το 2005 που κατέβηκε στην Αθήνα για χάρη του Ολυμπιακού. Η πρώτη φορά που δειλά-δειλά αποφάσισε να αποβάλλει το βαρύ ύφος που κουβαλούσε εκτός αποδυτηρίων, ήταν το καλοκαίρι του 2006. Στην διάρκεια του ταξιδιού στην Ιαπωνία για το Μουντομπάσκετ, που συνοδεύτηκε με την μεγαλύτερη ίσως νίκη στην ιστορία της Εθνικής ομάδας. Στην οποία είχε τεράστια συνεισφορά. Και όπως αποδείχτηκε στην πορεία, η συμβολή του στον θρίαμβο επί των Αμερικανών, έδωσε έμπνευση σε πολλά παιδιά. Επιπροσθέτως, όμως, αποτέλεσε κι έναν από τους λόγους, που ο κορυφαίος σύγχρονος μπασκετμπολίστας του κόσμου, είναι Έλληνας και λέγεται Γιάννης Αντετοκούνμπο.

Ο λόγος για τον έναν και μοναδικό – από όλες τις απόψεις – Σοφοκλή Σχορτσανίτη. Στα 36 του και έχοντας πλέον συμπληρώσει δύο χρόνια μακριά από τα γήπεδα, ο “Big Sofo” δείχνει πιο συνειδητοποιημένος από ποτέ. Κι έτοιμος να περάσει στην επόμενη φάση της ζωής του.

Το διαπιστώσαμε κατά την διάρκεια μίας σπάνιας κατάθεσης ψυχής που έκανε στο Gazzetta. Μίας απολογιστικής συνέντευξης για όλους τους σταθμούς της 20χρονης διαδρομής του μέσα στις τέσσερις γραμμές.

Από τον Ηρακλή Καβάλας και Θεσσαλονίκης, την Καντού, τον Άρη, τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, μα προπάντων την Μακάμπι. Με την φανέλα της οποίας έμελλε να ζήσει την απόλυτη μπασκετική ευτυχία.

Το όνειρο του ΝΒΑ, που θα μπορούσε να του έχει αλλάξει την ζωή. H σύγκριση με τον Σακίλ Ο’ Νιλ, οι Εθνικές ομάδες (55 διεθνείς συμμετοχές με την ανδρών και συνολικά 49 με την παίδων και την εφήβων) απ’ όπου αποκόμισε και υποστήριξε το παρατσούκλι “Baby Shaq”. Oι αναρίθμητες μελανές στιγμές, οι 15 τίτλοι της καριέρας του και η «ειρήνη» που βρήκε (όνομα αλλά και πράγμα) και τον βοήθησε να αλλάξει την συνολική του προσέγγιση.

Απέναντι στο μπάσκετ, αλλά κατά κύριο λόγο απέναντι στην ίδια του την ζωή. Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλες, ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης σε μία πρωτοφανή (από πλευράς ήθους, ύφους και ειλικρίνειας) εξομολόγηση των όσων κρατούσε για πολλά χρόνια, σφιχτά κλειδαμπαρωμένα μέσα του.

Τα παιδικά χρόνια και το ξεκίνημα στο μπάσκετ

Όσοι, λίγο ή πολύ σε γνωρίζουμε, ξέρουμε ότι γεννήθηκες στο Τίκο του Καμερούν. Από 'κει σε τι ηλικία έφυγες;

«Πολύ μικρός και αυτός είναι ο λόγος που δεν θυμάμαι τίποτε από εκείνο το μέρος. Μία φορά ξαναπήγαμε οικογενειακώς, όταν ήμουν 12 χρονών, οπότε καταλαβαίνεις ότι οι αναμνήσεις είναι πολύ αχνές.»

Άρα αφρικανικές είναι μόνο οι ρίζες σου από την πλευρά της μαμάς;

«Ακριβώς! Στην ουσία μεγάλωσα στην Ελλάδα. Αρχικά στο Γαλάτσι και μετά η επόμενη σχετικά μόνιμη κατοικία που είχαμε ήταν στην Καβάλα. Λόγω της δουλειάς του πατέρα μου, που είναι πολιτικός μηχανικός με ειδίκευση στην οδοποιία και τότε είχε ένα υπεύθυνο πόστο στο έργο της Εγνατίας Οδού, μετακινούμασταν συχνά. Έχω μείνει στην Ξάνθη, στην Κομοτηνή και αλλού. Γενικά όταν ολοκληρωνόταν ένα κομμάτι του δρόμου, αλλάζαμε πόλη για να είναι ο μπαμπάς μου πιο κοντά στον τόπο εργασίας του. Μέχρι που κάποια στιγμή κουραστήκαμε με τις συνεχείς μετακομίσεις και επιλέξαμε να μείνουμε στην Καβάλα.»

Να υποθέσω ότι θυμάσαι τον εαυτό σου να αλλάζει συνέχεια σχολεία;

«Ισχύει αυτό! Έχω αλλάξει πάρα πολλά κι έχω κάνει φίλους σε πολλά σημεία της Ελλάδας!»

Τα πιο έντονα παιδικά χρόνια που θυμάσαι, όμως, ήταν στην Καβάλα; Εκεί όπου άρχισες να ασχολείσαι και με το μπάσκετ;

«Ναι αν και με το μπάσκετ πρωτοασχολήθηκα στην Ξάνθη! Αλλά μετά τις δύο πρώτες προπονήσεις, δεν ξαναπάτησα...»

Τι έγινε; Κάτι δεν σου άρεσε;

«Μέχρι τότε έπαιζα μπάλα στο σχολείο μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά και δεν ξέρω, αλλά ένιωσα ότι δεν είχα καμία σχέση με αυτό το παιχνίδι!»

Και πως άλλαξε αυτό μέσα σου;

«Όταν άρχισα να ψηλώνω απότομα, στα 12 μου χρόνια. Ο πατέρας μου μπορεί να μην είχε ύψος και η μητέρα μου να ήταν ψηλή (σ.σ.: 1,80), ωστόσο ο μέσος όρος τους, δεν δικαιολογούσε την δική μου ανάπτυξη. Νομίζω ότι το δικό μου ανάστημα οφείλεται στο γεγονός ότι, γονιδιακά, πήδηξα μία γενιά, γιατί ο παππούδες μου ήταν δίμετροι. Από την πλευρά του πατέρα μου ήταν στα 2 μέτρα και από την μητέρα κοντά στα 2,20!»

Επομένως η ουσιαστική ενασχόλησή με το μπάσκετ άρχισε στην Καβάλα όταν είχες φτάσει στο 1,90; Πως σου ξαναέκανε “κλικ” το άθλημα;

«Τελείως τυχαία! Είχα δοκιμάσει σε διάφορες τοπικές ομάδες, αλλά δεν είχα στεριώσει και μία μέρα που παίζαμε με φίλους, με είδε ένας προπονητής και μου ζήτησε να πάω στην προπόνηση του Ηρακλή Καβάλας. Αυτό ήταν. Στα 12 έπαιξα στο παιδικό και από τα 13 εντάχθηκα ταυτόχρονα και στον ανδρικό, όπου και έπαιξα για σχεδόν 2 χρόνια. Μέχρι που ήρθε η πρόταση από την Ηρακλή Θεσσαλονίκης και μετακομίσαμε.»

Ο «αστικός μύθος» λέει ότι το 2000, ο Παναγιώτης Καπάζογλου έμαθε ότι ένα «βουνό» 15 ετών παίζει μπάσκετ κάπου στην Καβάλα και ήρθε και σε βρήκε...

«(Χαμογελάει!!)... Πράγματι η σχέση μας χρονολογείται από τότε.

Μπορεί να ήταν επί χρόνια ο ατζέντης μου, ωστόσο, εγώ τον νιώθω περισσότερο σαν πατέρα μου! Στην ουσία, ο Παναγιώτης με μεγάλωσε, με είδε να αλλάζω, ήταν εκεί όταν επηρεαζόμουν από διάφορα, όταν διαμορφωνόταν ο χαρακτήρας μου, με επέπληξε όταν χρειαζόταν, με «ντάντεψε» και με συγχώρεσε όταν το είχα ανάγκη και όλος ο κόσμος ήταν εναντίον μου... »

Έχω μάθει ότι ήσουν και πολύ καλός μαθητής στο σχολείο... Άκουσα για 20άρια και 19άρια...

«Μέχρι ένα διάστημα ήμουν! Μέχρι την 3η γυμνασίου ήμουν άψογος! Μετά που το μπάσκετ μπήκε επαγγελματικά στην ζωή μου, ήταν πολύ δύσκολο να συνεχίσω με την ίδια συνέπεια...»

Διάβαζες δηλαδή ή τα “έπαιρνες” εύκολα;

«Και τα “έπαιρνα”, αλλά ο πατέρας μου ήταν πολύ απαιτητικός στο μάθημα των μαθηματικών. Ίσως είχε στο μυαλό του ότι θα γινόμουν κι εγώ πολιτικός μηχανικός, γιατί το ίδιο επάγγελμα έκανε και ο παππούς μου. Ήθελε μάλλον να πάει σόι το βασίλειο, αλλά όταν άρχισα να παίζω και να πληρώνομαι, δεν μπορούσα να είμαι τόσο αποτελεσματικός και στα γράμματα.»

Οι γονείς σου τι σχέση είχαν με την απόφασή σου να ασχοληθείς με το μπάσκετ;

«Απολύτως καμία! Όταν άρχισα να παίζω στο ανδρικό του Ηρακλή Καβάλας, θεώρησαν ότι απλά βρήκα κάτι να ασχολούμαι. Να φανταστείς ότι όταν φεύγαμε για τα προκριματικά ή για την τελική φάση του πανελληνίου πρωταθλήματος, νόμιζαν ότι πήγαινα εκδρομή με το σχολείο.»

Δεν έρχονταν να σε δουν όταν έπαιζες, όπως κάνουν οι περισσότεροι γονείς;

«Όχι καθόλου! Δεν ήξεραν καν τι έκανα και αν ήμουν καλός ή όχι. Πιστεύω ακράδαντα ότι η μητέρα συνειδητοποίησε τι γίνεται με μένα και το μπάσκετ, όταν πήρα μετεγγραφή στον Ολυμπιακό! Ο πατέρας μου ζει εδώ και πολλά χρόνια στην Αφρική, όπου και δουλεύει και συνήθως επιστρέφει τα καλοκαίρια.»

Απ' όσα μου λες, η μετάβασή σου από το ερασιτεχνικό στο επαγγελματικό επίπεδο έγινε τόσο γρήγορα, που ίσως και εσύ, στην ηλικία των 15 ετών, να μην ήσουν σε θέση να συνειδητοποιήσεις ότι το μπάσκετ θα σημαδέψει τη ζωή σου;

«Μπα όχι, το είχα καταλάβει από τα 14 μου χρόνια και θα σου εξηγήσω γιατί. Όπως σου είπα και πιο πριν, στα 13 πρωτοέπαιξα στο ανδρικό. Μετά το τέλος της 1ης σεζόν μου με τους άνδρες, δεν ένιωθα καμία δυσκολία. Και στο επίπεδο της αντίληψης του παιχνιδιού, αλλά κυρίως στην σωματική κόντρα και τις επαφές. Συν τοις άλλοις περνούσα καλά μέσα στο γήπεδο. Διασκέδαζα περισσότερο, έβρισκα το περιβάλλον που μου ταιριάζει, ενώ στην πορεία κλήθηκα και στα κλιμάκια της προεθνικής παίδων και άρχιζα να συνειδητοποιώ ότι είμαι καλός, ότι ξεχωρίζω...»

Η διαφορετικότητα, ο ρατσισμός και τα αδέλφια Αντετοκούνμπο

Αν σου ζητήσω να θυμηθείς μία-δύο στιγμές που σου έχουν μείνει ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη σου από το μπασκετικό κεφάλαιο του Ηρακλή Καβάλας, ποιες θα ήταν αυτές; Τι θυμάσαι; Τι αναπολείς; 

«Την ανεμελιά εκείνων των χρόνων και την αυθεντική διασκέδαση που αισθανόμουν όταν έπαιζα με τους άνδρες και ήμουν 13-14 χρονών. Θέλεις η συνεργασία, θέλεις η αποδοχή από τους μεγαλύτερους, θέλεις το κλίμα μέσα στα αποδυτήρια. Όταν έπαιζα με τους συνομήλικούς μου, ξεχώριζα σαν τη μύγα μέσα στο γάλα και μοιραία όλα τα φώτα ήταν πάνω μου. Τότε, λοιπόν, δεν είχα την ωριμότητα για να διαχειριστώ όλον αυτόν τον ανταγωνισμό αλλά και την αναπόφευκτη διάκριση που προέκυπτε από το παιχνίδι μου και την σωματοδομική μου υπεροχή και πιεζόμουν. Ενώ στο ανδρικό ήμουν πολύ πιο ήρεμος.»

Όλα αυτά τα χρόνια που σε ξέρουμε, αν μπορούμε να πούμε κάτι που σε χαρακτηρίζει είναι ότι ποτέ δεν ήσουν εξωστρεφής αλλά και άνετος με τον θόρυβο που γινόταν γύρω από το όνομά σου. Φαντάζομαι ότι αυτό ήταν πολύ πιο έντονο στις μικρές ηλικίες. Σε ενοχλούσε που ξεχώριζες και από πλευράς ύψους και σωματικών προσόντων, αλλά και από πλευράς χρώματος;

«Ήταν δύσκολο σε εκείνη την ηλικία. Ειδικά όταν ήθελες να ταιριάξεις με κάποια παιδιά στο σχολείο ή στις εξωσχολικές παρέες. Αλλά να σου πω την αλήθεια, από την Καβάλα έχω μόνο ευχάριστες αναμνήσεις. Πέρασα πολύ καλά κι έκανα καλούς φίλους, βέβαια πάντα υπήρχε αυτό το κάτι που με διαχώριζε από τα υπόλοιπα παιδιά και αυτό δεν με έκανε να αισθάνομαι άνετα. Αυτό το “εσύ θα φτάσεις πολύ ψηλά, θα παίξεις μεγάλο μπάσκετ, θα φύγεις από την Καβάλα”, υπήρχε πάντα στον αέρα και με έκανε να νιώθω άβολα. Γιατί δεν είναι ωραίο να είσαι μέρος ενός group και ξαφνικά να σε ξεχωρίζουν. Αισθανόμουν ότι οι συμπαίκτες μου με κοιτούσαν διαφορετικά, γι' αυτό και με τους άνδρες ένιωθα καλύτερα.»

Ρατσισμό βίωσες;

«Κάποιες στιγμές και σε κάποιες περιοχές ναι... Αυτό το ζήτημα, όμως, είναι λεπτό και περίεργο. Δεν εννοώ ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα, γιατί υπάρχει είτε έχει να κάνει με την φυλή, είτε με το έθνος, είτε με οτιδήποτε άλλο... Απλά, δεν θα έρθει ξαφνικά ένα παιδί 7-8 χρονών και θα σου πει “δεν σε κάνω παρέα γιατί είσαι μαύρος”... Κάπου το έμαθε, κάπου το είδε ή κάποιος του το είπε και τον επηρέασε. Πιστεύω ότι κανένας άνθρωπος δεν γεννιέται ρατσιστής.»

Εννοείς ότι τον ρατσιμό τον αναπτύσσουμε σαν κοινωνία;

«Αυτό ακριβώς! Το παιδί που κάνει ρατσιστικά σχόλια, έχει μυηθεί σε αυτά από το σπίτι του, από τους γονείς του ή από τους φίλους του. Στην δική μου την περίπτωση, σε αντίθεση με τον Γιάννη και τον Θανάση (σ.σ.: Αντετοκούνμπο), ίσως λειτούργησε θετικά το γεγονός ότι δεν μεγάλωσα σε αστικό κέντρο. Δηλαδή δεν ήμουν σε μία μεγαλούπολη σαν την Αθήνα.

Γιατί αυτά τα δύο παιδιά, που σήμερα τα βλέπουμε και τα καμαρώνουμε, έχουν περάσει πάρα πολλά. Απλά δεν τα λένε. Και όχι μόνο όταν ήταν μικροί, αλλά ακόμη και λίγους μήνες πριν φύγουν για Αμερική...»

Καμία σχέση με όσα βίωσες εσύ;

«Μιλάμε σοβαρά; Έχουν υποφέρει σε μεγάλο βαθμό και επειδή τα ξέρω, στα μάτια μου τυγχάνουν τεράστιου σεβασμού για τον τρόπο με τον οποίο έχουν αντιμετωπίσει συνολικά αυτό το θέμα...»

Εσένα ποιος σε βοήθησε σε αυτό το κομμάτι; Η οικογένεια, το σπίτι, το φιλικό περιβάλλον;

«Ήμουν τυχερός γιατί είχα πολύ καλούς φίλους και καλούς δασκάλους και καθηγητές στο σχολείο. Ευτυχώς για μένα η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων με τους οποίους συναναστρεφόμουν, δεν με αντιμετώπιζαν ως διαφορετικό. Οπότε δεν ένιωσα ποτέ μειονεκτικά. Εντάξει 1-2 παιδιά πάντα θα βρισκόντουσαν να πουν κάτι απρεπές, αλλά μέχρι εκεί. Θυμάμαι ότι στο σχολείο της Καβάλας, μόνο ένας συμμαθητής μου είχε εκφραστεί ρατσιστικά προς το πρόσωπό μου.»

Οι προπονήσεις με τον 14χρονο Αντετοκούνμπο: «Έβλεπα ότι θα γίνει κάτι, αλλά σε καμία περίπτωση ο κορυφαίος του κόσμου!»

Τον Γιάννη Αντετοκούνμπο πως τον γνώρισες;

«Τον Θανάση γνώρισα αρχικά, όταν είχε έρθει κάποια φορά στο Ελληνικό που έκανα βάρη και προπόνηση με τον Χατζηχρήστο. Μου ζήτησε να έρθει να γυμναστεί μαζί μας και με ρώτησε αν μπορούσε να φέρει και τον 14χρονο αδελφό του. Του είπα βεβαίως και απλά τον ρώτησα αν ο μικρός μπορούσε να παίξει ή θα κάνουμε babysitting (γέλια!!!)... Σκέψου ότι εκείνος ο μικρός είναι σήμερα ο κορυφαίος παίκτης στον κόσμο!»

Ποια ήταν ήταν πρώτη εντύπωση που αποκόμισες;

«Ήταν ένα ψιλόλιγνο παιδί, πολύ σοβαρό και μαζεμένο. Στην πρώτη προπόνηση ήταν ψαρωμένος, αλλά η διαφορά που είχε στην δεύτερη, ήταν χαώδης. Είχε τρομερή αντίληψη και τα έπιανε όλα με την πρώτη. Στην συνέχεια και για κάποιο διάστημα ο Θανάσης δεν ερχόταν, αλλά εκείνος δεν έχασε προπόνηση. Έπαιρνε το τρένο, συναντιόμαστε σε ένα σημείο που τον έπαιρνα με το αυτοκίνητο κι από την στιγμή που έμπαινε μέσα, μέχρι που τελείωνε η προπόνηση, ελάχιστες φορές άκουγες την φωνή του...»

Ήταν ντροπαλός;

«Τα παιδιά μεγάλωσαν πολύ δύσκολα. Είναι αυτό που λένε στο στρατό ότι τα... έφαγαν όλα! Σκληρές καταστάσεις! Αλλά μέσα απ' αυτές τις δυσκολίες έχτισαν έναν χαρακτήρα, μία νοοτροπία και μία ωριμότητα ξεχωριστή. Έγιναν πολύ δυνατοί χαρακτήρες πνευματικά. Και ειδικότερα ο Γιάννης που πλέον έχει φτάσει στην κορυφή, αξίζει όλα τα παράσημα του κόσμου. » 

Μπορούσες ποτέ να φανταστείς ότι ο μικρός που είχες γνωρίσει στο κλειστό του Ελληνικού, θα είχε αυτή την εξέλιξη;

«Σε καμία περίπτωση! Πίστευα ότι θα παίξει μπάσκετ ή ότι θα κάνει κάτι ουσιαστικό στον αθλητισμό, αλλά όχι αυτό που έχει γίνει, προς Θεού! Εδώ έχουμε φτάσει να συζητάμε για το αν η λίγκα του ΝΒΑ του ανήκει. Τι να λέμε τώρα;»

Είναι γνωστό ότι ο Γιάννης “κόλλησε” το μικρόβιο του μπάσκετ από τον θρίαμβο της Εθνικής ομάδας επί της Αμερικής στην Σαϊτάμα και έβλεπε τον εαυτό του στο πρόσωπο του Διαμαντίδη, του Σχορτσανίτη και των υπολοίπων παιδιών... Στο είχε πει ποτέ αυτό;

«Όχι! Γιατί γενικά δεν μιλούσε πολύ. Είναι σίγουρα εντυπωσιακό όλο αυτό, αλλά πιστεύω ότι μέσα από αυτή την επιτυχία, θεώρησε ότι ίσως να έχει και εκείνος μία ανάλογη ευκαιρία να μπει στην Εθνική ομάδα, ως αφρικανός. Πείστηκε ότι αν προσπαθούσε πολύ δεν θα έβρισκε κλειστή την πόρτα, από την στιγμή που τα είχα καταφέρει κι εγώ...»

Και τώρα τον παρακαλάμε τρόπον τινά...

«Ξέρεις κάτι... Η κοινωνία μας είναι πολύ παράξενη. Το 2017, ανεξαρτήτως του αν το χειρίστηκε σωστά ή λάθος, του βγάλαμε τα συκώτια επειδή οι Μπακς του ζήτησαν να μην παίξει στο Eurobasket για να προστατεύσει το γόνατό του... Δεν συγχωρούμε τίποτε! Και μιλάμε για ένα παιδί που λατρεύει την Ελλάδα, την θεωρεί πατρίδα του και κάθε καλοκαίρι επιλέγει να γυρίσει για διακοπές, ενώ δεν χρειάζεται! Και από φορολογικής άποψης αλλά και από πλευράς εξόδων, υπό την έννοια ότι κουβαλάει μαζί του προπονητές και γυμναστές οι οποίοι κοστίζουν...» 

Περηφάνια μεγάλη να τον βλέπεις να κυριαρχεί στα παρκέ του ΝΒΑ;

«Πράγματι και ξέρεις γιατί; Γιατί αν ισχύει αυτό που είπες νωρίτερα, χαίρομαι αν  βάλαμε όλα τα μέλη της Εθνικής ομάδας ένα μικρό λιθαράκι για να τον εμπνεύσουμε. Και δεν θέλουμε ούτε ευχαριστώ, ούτε τίποτε. Μας αρκεί η χαρά που μας δίνει κάθε φορά που τον βλέπουμε από την τηλεόραση. Ο Γιάννης ξέρεις ποιος είναι, τι πρέπει να κάνει, σε ποιους ώμους στηρίχθηκε και πως να εκπροσωπήσει την χώρα του επάξια.»


Κεφάλαιο Ηρακλής: «Σοφοκλή μπες μέσα και μάρκαρε τον Ράτζα!»

Πως προέκυψε το deal με τον «Γηραιό»;

«Μας είχε προσεγγίσει ο Παναγιώτης (σ.σ.: Καπάζογλου), αλλά τότε ακόμη δεν είχαμε κάνει κάποια συμφωνία ότι θα με εκπροσωπούσε. Ήμουν ακόμη παιδί και την πρώτη μου μετεγγραφή την χειρίστηκε ο πατέρας μου, ο οποίος επέλεξε να μας βοηθήσει ένας δικηγόρος. Τότε πρόεδρος ήταν ο Εμφιετζόγλου και ήθελε να πάρει τον μπαμπά μου σε κάποια από τις δουλειές του, οπότε μετακομίσαμε όλοι μαζί στην Θεσσαλονίκη. Άσχετα αν τελικά αποφάσισε να φύγει ξανά στο εξωτερικό...»  

Τεράστια αλλαγή;

«Σίγουρα! Από το παρεϊστικο κλίμα της γειτονιάς, ξαφνικά βρέθηκα να πηγαίνω κάθε μέρα στο Ιβανόφειο και να παίζω συμπαίκτης με τον Διαμαντίδη, τον Χατζηβρέττα, τον Λάζαρο (σ.σ.:  Παπαδόπουλο). Δεν τους ήξερα τότε, αλλά στην πορεία εξελίχθηκαν σε μεγάλους μου αδελφούς και μέντορές μου. Ο Νίκος ειδικά ήταν ο άνθρωπος που μου έμαθε πως πρέπει να συμπεριφέρομαι μέσα σε μία ομάδα και σε ένα σύνολο. Ήταν ηγέτης, σωστός και συγκρατημένος πάντα στα καλά και τα άσχημα, όπως έπρεπε να είναι ένας αρχηγός.»

Ο Λάζαρος ήταν πιο εξωστρεφής;

«Ο Λάζος ήταν πολύ του χαβαλέ, αλλά όταν έπρεπε να γίνουν κάποια πράγματα μέσα στο γήπεδο, ήταν το άτομο που θα ήθελες να είναι πάντα δίπλα σου. Εγώ τον έχω σαν αδερφό μου! Μου έχει μάθει πολλά, με έχει προστατεψει από πολλές κακοτοπιές, ήταν πάντα δίπλα μου, άσχετα αν έχουμε μαλώσει κάποιες φορές.

Και ο Διαμαντίδης ήταν το αντίθετο του Παπαδόπουλου;

«Η απόλυτη ήρεμη δύναμη! Από τότε που τον γνώρισα μέχρι και σήμερα, δεν έχει αλλάξει καθόλου. Είναι ακριβώς ο ίδιος!»

Σε εκείνα τα χρόνια, βέβαια, δεν είχε βγει ακόμη στην μεγάλη σκηνή και ίσως να μην ήξερε και ο ίδιος πόσο ψηλά μπορούσε να φτάσει...

«Μα αυτό είναι που τον κάνει ξεχωριστό στα μάτια μου. Ότι όπως ήταν το 2003 στον Ηρακλή, ήταν και το 2013 στον Παναθηναϊκό, όπου πάλι παίξαμε μαζί.»

Είχες κάποιο πρότυπο τότε; Κάποιον Έλληνα παίκτη με τον οποίο μεγάλωνες και  ήθελες να του μοιάσεις; 

«Μου άρεσε πολύ ο Αλβέρτης και ο Ρεντζιάς! Αλλά αυτό που ξεχνάει ο περισσότερος κόσμος είναι ότι δεν μεγάλωσα βλέποντάς τους, ήμουν μικρός και έπαιζα εναντίον τους... Στην πρώτη μου χρονιά στον Ηρακλή, είχα μόλις κλείσει τα 15 μου χρόνια! Δεν προετοιμάστηκα για κάποιο άλφα χρονικό διάστημα, ώστε να κάνω καριέρα. Πήγα στην Θεσσαλονίκη ως μαθητής 1ης Λυκείου και έπαιξα αμέσως στην Α1 Κατηγορία. Χωρίς καν να ξέρω ούτε τους συμπαίκτες μου. Γνώριζα απλά ότι είναι μεγαλύτεροί μου, αλλά δεν ήξερα ούτε καν τα ονόματά τους και την μπασκετική τους υπόσταση. Μέχρι τότε ήξερα μόνο τους καλούς παίκτες του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού, άντε και του ΠΑΟΚ...»

Απ' οτι καταλαβαίνω ήταν τέτοιο το “σοκ” το οποίο είχε υποστεί εσωτερικά, που δεν μπορούσες ούτε καν να το εξωτερικεύσεις;

«Μπορείς να το πεις κι έτσι! Θυμάμαι μία μέρα που ο τότε coach του Ηρακλή, o Ηλίας Αρμένης μου λέει ξαφνικά “Σοφοκλή μπες μέσα και μάρκαρε τον Ράτζα!” και ακόμη θυμάμαι την ανατριχίλα που με κυρίευσε (σ.σ.: γελάει φωναχτά). Είναι η στιγμή που συνομιλώντας με τον εαυτό σου, λες: “τι λέει ρε αυτός, πάει καλά; Σε μένα μιλάει; Γιατί, πως, που;”... Η πλάκα είναι ότι είχαμε δουλέψει πολύ πάνω στο μαρκάρισμά του, για το πως θα τον στείλουμε από αριστερά.»

Και τελικά τι έγινε;

«Τι να γίνει; Μπήκα μέσα, έφαγα τα καλάθια μου και στο καπάκι τα άκουσα κιόλας.”Ρε coach, τι να κάνω; Και που στάθηκα στα πόδια μου και δεν με έριξε κάτω, επιτυχία ήταν!”, του είπα. Αυτή ήταν η κατάσταση που ζούσα στα 2-3 πρώτα χρόνια της καριέρας μου. Δεν λέω ότι με χαλούσε τότε, προς Θεού, γιατί ήταν πολύ τιμητικό να σε εμπιστεύονται σε τόσο μικρή ηλικία οι προπονητές και να σου δίνουν χωρό και χρόνο.»

Σου είχε πει τίποτε ο Ντίνο;

«Όχι γιατί μάλλον δεν κατάλαβε ότι έπαιζε με έναν 15χρονο, γιατί αν το είχε καταλάβει ίσως να μην έπαιζε και τόσο δυνατά.»  

Εσύ πως το είχες ζήσει αυτό το ντεμπούτο;

«Ό,τι και να σου πω είναι λίγο. Σίγουρα αισθανόμουν δέος και μεγάλο σεβασμό, αλλά εκείνη την ώρα δεν το καταλάβαινα. Την επόμενη μέρα στην τάξη, όταν ο διπλανός μου με ρώτησε “πως ήταν που έπαιξες εναντίον του Ράτζα;”, συνειδητοποίησα ότι έπαιξα κόντρα σε έναν Hall of Famer.»

Αν μη τι άλλο πολύ δύσκολη διαχείριση...

«Κοίτα αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι εκείνα τα χρόνια ήταν διαφορετικά. Μπορεί να υπήρχε πίεση και δυσκολίες, αλλά ήταν πιο όμορφα και πιο ήρεμα.»

Είσαι από τους λίγους παίκτες που φόρεσαν την φανέλα και των τριών μεγάλων ομάδων της Θεσσαλονίκης. Μικρός ποια υποστήριζες;

«Καμία! Και αυτό γιατί από μικρός δεν ήμουν οπαδός κάποιας ομάδας. Αλλά δενόμουν απόλυτα με τον εκάστοτε σύλλογο στον οποίο έπαιζα. Πάντα μου άρεσε να παίζω σε ομάδες με παθιασμένους φιλάθλους. Δεν μου άρεσαν ποτέ, βέβαια, όλα τα παρατράγουδα που γινόντουσαν στα ελληνικά γήπεδα. Ίσως γι' αυτό να απόλαυσα με την ψυχή μου την ατμόσφαιρα που έζησα στο “Γιαντ Ελιάου” από τους εκπληκτικούς οπαδούς της Μακάμπι.»


Το καλοκαίρι του draft και η μετεγγραφή στην Καντού

Πάντα είχα την απορία και ήθελα να σε ρωτήσω... Στο Καντού πως βρέθηκες; Μπορεί να ήταν ένας σύλλογος με μεγάλη ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά την περίοδο που πήγες εσύ, δεν ήταν στα πάνω του, ενώ εσύ είχες μεγάλη ζήτηση...

«Περίπλοκη υπόθεση σε ένα πολύ περίεργο καλοκαίρι! Οι συνθήκες στον Ηρακλή είχαν αλλάξει προς το χειρότερο με την αποχώρηση του Εμφιετζόγλου, ενώ παρ' ότι είχα δηλώσει συμμετοχή στο draft, σκεφτόμουν να κάνω πίσω. Λίγες μέρες πριν από την προθεσμία, όμως, πήρα εγγυήσεις από τους Λέικερς ότι θα με επιλέξουν στο νο24.»

Το μεγάλο “μπάμ” το είχες κάνει στο φημισμένο τουρνουά του Μανχάιμ, το προηγούμενο καλοκαίρι (2002), όταν είχε κατακτήσει την πρώτη θέση με την Εθνική εφήβων και είχες αναδειχθεί MVP του “Albert Schweitzer”...

«Ναι από εκεί και μετά άρχισαν οι “ενοχλήσεις” από τους scouters του ΝΒΑ και στην διάρκεια της επόμενης σεζόν, πολλές ομάδες είχαν στείλει απεσταλμένους στην Ελλάδα για να με τσεκάρουν καλύτερα.»

Θυμάσαι κάποιον που σου έχει μείνει;

«Ναι, μιλούσαμε πολύ με τον scouter των Πίστονς, τον Τόνι Ρονζόνι και τον Ράντι Πφαντ, που ήταν general manager των Μαϊάμι Χιτ, οι οποίοι είχαν ενδιαφερθεί εντόνα και έψαχναν να κάνουν κάποιο trade για να αποκτήσουν ένα δεύτερο pick στην πρώτη 20άδα. Γιατί στο νο5 που είχαν, ήθελαν να πάρουν τον Ουέιντ.» 

Αν δεν κάνω λάθος, τότε είχες περάσει σχεδόν όλον τον Ιούνιο στην Αμερική και είχες κάνει work-out με αρκετές ομάδες του ΝΒΑ...

«Με περισσότερες από τις μισές. Το πιο ενδιαφέρον σκηνικό, όμως, είχε γίνει στο Λος Άντζελες. Όπως ήμουν στο προπονητικό κέντρο του El Segundo, μαζί με 3-4 άλλους παίκτες και περιμέναμε να αρχίσει η προπόνηση, μας είπαν ότι ο προπονητής που θα ερχόταν, είχε αργήσει. Εκεί που κάναμε σουτάκια και περιμέναμε, λοιπόν, ξαφνικά ανοίγει μία πόρτα, εμφανίζεται ο Φιλ Τζάκσον και μας λέει “παιδιά ξεκινάμε”... 

Έπαθες πλάκα; Μιλάμε για τον άνθρωπο των 11 δαχτυλιδιών...

«Δεν το πίστευα! Μας άλλαξε τα φώτα! Και κυρίως έπαιξε με το μυαλό μας. Με το που άρχισε το work-out, μας έδειξε τέσσερις πολύπλοκες κινήσεις και στη συνέχεια μας είπε ότι να απομνημονεύσουμε το νούμερο καθεμίας από αυτές, γιατί θα το φωνάζει όταν μας δίνει την μπάλα για την εφαρμόσουμε... Εντάξει μιλάμε για το απόλυτο χάσιμο! Μισή ώρα σε φουλ ένταση, χάθηκε η μπάλα. Κάποια στιγμή, ενώ ήταν συνέχεια όρθιος και πάσαρε, πήγε και κάθισε, οπότε κάποιος τον ρώτησε “τι θα κάνουμε τώρα, coach;”. Μας απάντησε εντελώς κοφτά “δεν σας χρειάζομαι τίποτε άλλο παιδιά, ό,τι ήθελα να δω το είδα!”... Θυμάμαι είχα πάθει σοκ, δεν το πίστευα!»

Εσύ, εν τω μεταξύ, έκανες προπόνηση με τους Λέικερς, αλλά επιλέχθηκες από τους Κλίπερς...

«Οι Λέικερς πράγματι ενδιαφέρονταν και ήταν θετικοί να με πάρουν στο νο24, αλλά το πρωί του draft μάθαμε ότι το buy-out του συμβολαίου μου για το ΝΒΑ, δεν ήταν στα 600.000 δολάρια, αλλά είχε πάει στο 1,4 εκατομύρια$. Οπότε, επειδή την προηγούμενη χρονιά είχε δημιουργηθεί ένα θέμα με το buy-out ενός Σέρβου (σ.σ.: Μλάντεν Σεκουλάρατς), έκαναν πίσω!»

Κι έτσι σε πήραν οι Κλίπερς στο νο34, με εσένα παρόντα... Ωραία εμπειρία;

«Φοβερή! Τους είχα δει όλους και τον ΛεΜπρόν Τζέιμς με το χρυσό ρολόι του!»

Τι εννοείς;

«Τότε υποτίθεται ότι ο ΛεΜπρόν περνούσε δύσκολα με την μάνα του, ότι το draft ήταν η μεγάλη του ευκαιρία να ξεφύγει από την φτώχεια κι εμφανίστηκε στην τελετή με ένα ρολόι γεμάτο διαμάντια, που έκανε μισό εκατομμύριο δολάρια. Όλοι αυτό συζητούσαν...»

Πήγαν όλα καλά, λοιπόν, στο draft και από τη Νέα Υόρκη και την προοπτική του ΝΒΑ, δεν μπορώ να καταλάβω πως βρέθηκες στο χωριουδάκι της Καντού;

«Οι Κλιπερς ήθελαν να μείνω άλλη μία χρονιά στην Ευρώπη, αλλά εγώ δεν ήθελα να μείνω με τίποτε στον Ηρακλή, γιατί το κλίμα είχε χαλάσει πάρα πολύ και η ομάδα ήταν διοικητικά ακέφαλη. Ξεκαθάρισα στον μάνατζέρ μου ότι δεν υπήρχε περίπτωση να επιστρέψω και στην συνέχεια εντάχθηκα στην προετοιμασία της Εθνικής εφήβων για το Παγκόσμιο. Μετά αν θυμάμαι καλά έπαθα υπερκόπωση, όσο ήμουν στην ανδρών και με τα πολλά, φτάσαμε μέσα Αυγούστου και τα ρόστερ των μεγάλων ομάδων είχαν κλείσει. Κάπως έτσι προέκυψε το ενδιαφέρον της Καντού...» 

Τι συνάντησες εκεί;

«Έναν διαφορετικό κόσμο με αποτέλεσμα από τον Φεβρουάριο να θέλω να γυρίσω πίσω. Ήμουν 18 ετών και δεν ήμουν έτοιμος να ζήσω μόνος μου σε μία τόσο μικρή πόλη απομονωμένος και με απόλυτη ελευθερία. Δεν είχα συνηθίσει έτσι και ήταν μία επιλογή που δεν μου έκανε καλό. Το club νόμιζε ότι είχε υπογράψει κάποιον superstar κι εγώ ήμουν ένα παιδί που χρειαζόταν καθοδήγηση. Δεν είχα κανέναν να μου πει “μην βγεις έξω”, “πρόσεξε τι θα φας” ή “μην πας εκεί”. Τελείωνε η προπόνηση και ο καθένας πήγαινε σπίτι του. Με αφήσανε λάσκα και παραλίγο να καώ...»

Και κυριολεκτικά και μεταφορικά... Γιατί θυμάμαι κι εκείνο το περιστατικό με την φωτιά που ξέσπασε στο σπίτι σου! Τι συνέβη;

«Τι μου θύμησες τώρα... Είχα βγει με κάτι συμπαίκτες μου για ποτό και μόλις γύρισα στο σπίτι, ήθελα κάτι να φάω γιατί δεν αισθανόμουν καλά το στομάχι μου. Έβαλα το λάδι στο τηγάνι και καθώς περίμενα λίγο για να ρίξω τις πατάτες, έτσι όπως ήμουν, με πήρε ο ύπνος στο κρεβάτι. Θα μπορούσα να έχω καεί. Ευτυχώς ξύπνησα από τις αναθυμιάσεις, άρπαξα ένα λάστιχο και άρχισα την κατάσβεση. »

Είχες παίξει αρκετά καλά τότε, πάντως;

«Τηρουμένων των δυσκολιών που είχα αντιμετωπίσει, ναι! Και μιλάμε για μία λίγκα που είναι δύσκολη για τους ψηλούς.»


Το πέρασμα του Άρη και η κάθοδος στον Περαιά

Και μετά από την παρένθεση του ιταλικού πρωταθλήματος, επιστρέφεις στην Ελλάδα και υπογράφεις στον Άρη. Εν τω μεταξύ, τότε, ήσουν μόλις 19 χρονών και είχες ήδη 4 χρονιές στην πλάτη σου...

«Αυτό που το πας; Βετεράνος ήμουν (γέλια!!)... Είχαμε καλή συνεργασία με τον Τσαρλς Μπάρτον, ο οποίος ήταν και καλός προπονητής και ωραίος τύπος.»

Τι σου έχει μείνει από εκείνη την σεζόν;

«Δύσκολη και πολύ περίεργη χρονιά. Η ομάδα δεν “κλίκαρε” καλά και οι απαιτήσεις του κόσμου ήταν λίγο υπερβολικές για το υλικό της. Από την μία καταλαβαίνω τους φιλάθλους, γιατί η παράδοση του συλλόγου είναι πολύ μεγάλη, αλλά δεν σημαίνει ότι θα κερδίζει συνέχεια. Αυτό το έζησα και στην Μακάμπι, που έχει ακόμη μεγαλύτερη ιστορία από τον Άρη, ωστόσο, οι άνθρωποί της συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν περίοδοι που δεν γίνεται να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.»

Αυτό δεν γινόταν αποδεκτό από τον κόσμο;

«Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν τέτοια που παρέπεμπε σε μία ομάδα που έπρεπε να ήταν μόνιμα πρωταθλήτρια. Δεν είναι εύκολο να κερδίσεις τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, επειδή κάποτε το έκανες. Ούτε να πάρεις πρωτάθλημα και Κύπελλο. Και αυτό δεν ίσχυε μόνο για τον Άρη αλλά και για τον ΠΑΟΚ. Δεν γίνεται να ζεις με τις επιτυχίες του παρελθόντος...»

Και εν συνεχεία άνοιξε το κεφάλαιο του Ολυμπιακού, που έμελλε να ήταν η ομάδα στην οποία έπαιξες τα περισσότερα χρόνια... Και μάλιστα ξεκίνησες και καλά...

«Η πρώτη μου χρονιά ίσως ήταν και η καλύτερη. Γενικά με τον coach Καζλάουσκας τα πήγα πολύ καλά, αν και στην αρχή δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα γίνει αυτό. Γιατί τους πρώτους μήνες είχαμε μεγάλη τριβή. Γύρω στον Δεκέμβριο με κάθισε κάτω και μιλήσαμε. Μου εξήγησε ποιο ήταν το σκεπτικό του, μου είπε ότι δεν έχει κάτι προσωπικό μαζί μου και ότι με πιέζει, γιατί η ομάδα χτίζεται πάνω μου κι έκτοτε όλα κύλησαν ρολόι. Μπορεί να φαινόταν και να ήταν αυστηρός, αλλά ήταν παντελονάτος.»

Γιατί το λες αυτό;

«Θα σου διηγηθώ ένα περιστατικό. Σε μία προπόνηση δεν μου έβγαινε τίποτε. Ό,τι και να έκανα ήταν χάλια. Τι να σου πω; Ότι σούταρα και η μπάλα πήγαινε πάνω από την μπασκέτα; Τέτοιο χάλι! Οπότε έρχεται ο coach και μου λέει: “Σοφοκλή, για να τα πας λίγο καλύτερα, δεν παίρνεις λίγο τις σκάλες στις κερκίδες μαζί με τον Κώστα (σ.σ.: Χατζηχρήστο) για να ιδρώσεις λίγο;”... Πράγματι, λοιπόν, το έκανα και στην επόμενη προπόνηση δεν μπορούσε να με σταματήσει κανείς! Μετά από 10 λεπτά απόλυτης κυριαρχίας, σταματάει το διπλό και τι μου λέει: “Σόφο, βλέπω ότι οι σκάλες σε βοηθήσανε πολύ. Για ξαναπήγαινε σε παρακαλώ πολύ (σ.σ.: ξεκαρδίζεται)!”. Μόνο που σκέφτομαι το σοβαρό του ύφος, μου έρχεται να κλάψω από τα γέλια. Περιττό να σου πω ότι για ενάμιση μήνα, στο τέλος της προπόνησης, μέτραγα όλα τα σκαλιά στις πτυσσόμενες κερκίδες... Είχα τρελαθεί και επειδή ήθελα πάση θυσία να σταματήσει αυτό, έπαιζα ακόμη πιο σκληρά στην προπόνηση. Αλλά όσο με έβλεπε σε καλή κατάσταση, τόσο το συνέχιζε...»

Και πως έληξε αυτό το μαρτύριο;

«Κάποια στιγμή πήγα και του μίλησα, λέγοντάς του ότι δεν αντέχω άλλο με τις σκάλες! “Μα τα πας υπέροχα στην προπόνηση και τους αγώνες και αυτό δείχνει ότι σε βοηθάνε”, μου απάντησε και έσκασε στα γέλια...»

Η κόντρα με τον Γκέρσον, η Ελβετία, οι Αγγελόπουλοι και ο Γιαννάκης 

Το επόμενο καλοκαίρι ήρθε ο Πίνι Γκέρσον, με τον οποίο – θυμάμαι – ότι δεν τα πήγες καλά...

«Όχι καθόλου! Θα σου πω κάτι για τον Γκέρσον. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει παίκτης που έπαιξε γι' αυτόν και θα αμφισβητήσει ότι "διαβάζει" άριστα το παιχνίδι και είναι εξαιρετικός coach μέσα στα 40 λεπτά. Είναι μπασκετικά πάρα πολύ εύστροφος. Χωρίς να σου πω πολλές λεπτομέρειες, όμως, δεν ξέρω πολλούς παίκτες που τον εκτιμούν σαν άνθρωπο. Δεν γίνεται να είναι όλοι μ@λ@κες και μόνο ένας έξυπνος.»

Απλά τότε είχες κι εσύ εκτεθεί σε αρκετές καταστάσεις...

«Οφείλω να παραδεχτώ και το έχω πει και στο παρελθόν, ότι όσο ήμουν στον Ολυμπιακό, έκανα πολλά λάθη στην διαχείριση των καταστάσεων. Αντί να συνειδητοποιήσω ότι εκείνος ήταν περαστικός κι εγώ ήμουν ένας σημαντικός παίκτης της ομάδας με ισχυρό συμβόλαιο, αντέδρασα εγωιστικά στις κόντρες μας και δεν βοήθησα καθόλου τον εαυτό μου. Έπρεπε να λειτουργήσω σαν επαγγελματίας και να συνεργαστώ μαζί του για να κάνουμε την δουλειά μας και όχι να του την φυλάω επειδή πολλές φορές με προσέβαλε... Δυστυχώς το παράτησα και ακόμη και τώρα υπάρχουν πολλές στιγμές που το σκέφτομαι και ξενερώνω...»

Αυτά συνέβησαν την πρώτη χρονιά του Ισραηλινού τεχνικού γιατί την δεύτερη, έμεινες αρκετό καιρό εκτός ομάδας και πέρασες κι ένα διάστημα σε ένα ειδικό κέντρο αποτοξίνωσης στην Ελβετία... Θέλεις να μας μιλήσεις λίγο γι' αυτό;

«Για την ακρίβεια ήταν ένα κέντρο αποτοξίνωσης για καρδιοπαθείς. Ήταν κάτι που χρειαζόμουν πάρα πολύ και έχω ευχαριστήσει πολλές φορές τους αδελφούς Αγγελόπουλους για εκείνη την πρωτοβουλία που πήραν. Είχα ζαλιστεί πάρα πολύ από την πίεση που ένιωθα πάνω μου. Ήμουν 21 ετών και πολλοί ήταν εκείνοι που περίμεναν από μένα περνάω πάνω απ' όλους! Πριν καλά-καλά νιώσω άνδρας, στήνανε τις ομάδες γύρω μου και δεν συγχωρούσαν τα λάθη μου. Σίγουρα δεν ήμουν ο μόνος στον οποίο συμβαίνει αυτό. Υπάρχει, όμως, ο σωστός και ο λάθος τρόπος. Για τον σωστό, ένας είναι ο δρόμος. Για τον λάθος, υπάρχουν 10.000 δρόμοι. Μετά από τόσα που πέρασα, δεν έχω κανένα πρόβλημα να ζητήσω και συγνώμη... Στον εαυτό μου το έχω κάνει εδώ και καιρό...»

Να ζητήσεις συγνώμη γιατί και από ποιόν;

«Που δεν ανταποκρίθηκα στις προσδοκίες και τις απαιτήσεις του κόσμου, με βάση τις δυνατότητες που είχα. Για την καριέρα που δεν έκανα. Πίστεψέ με, δεν το ήθελα να γίνει έτσι. Αλλά ξέρεις τι συνέβη; Κάποια στιγμή ένιωσα ότι... κάηκα οριστικά και δεν άντεχα άλλο. Ο Γκέρσον κυριολεκτικά με «διέλυσε», ψυχολογικά κυρίως!»

Η Ελβετία βοήθησε;

«Πάρα πολύ! Ξέρεις, πολύς κόσμος με ρωτάει γιατί έχω ευχαριστήσει πολλές φορές τον Παναγιώτη και τον Γιώργο Αγγελόπουλο.

Στην φάση που βρισκόμουν, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ορθοποδήσω μόνος μου. Υπό αυτή την έννοια, το να βρεθώ κάπου απομονωμένος και να δεχθώ ψυχολογική στήριξη σε ένα εξειδικευμένο κέντρο, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί και με βοήθησε να επιστρέψω. Μου πήρε αρκετό χρόνο για να ξαναμπώ σε αγωνιστικό ρυθμό και μπορεί να χρειαζόμουν κι άλλο, αλλά με τέτοια στήριξη της οποίας έτυχα, δεν είχα το δικαίωμα να το ζητήσω...»

Κατ' αρχάς, ήταν δύσκολο για σένα να πας; Τσίνισες καθόλου; Και σε ρωτάω γιατί δεν είναι εύκολο να πεις σε ένα παιδί 22 ετών, “πρέπει να πας σε ένα κέντρο στο εξωτερικό για να ηρεμήσεις”...

«Όχι δεν είχα κανένα πρόβλημα, γιατί ένιωθα ότι το ήθελα.»

Και μετά τον Γκέρσον ανέλαβε ο Γιαννάκης, οπότε “χαράς ευαγγέλια” για σένα;

«Ακριβώς! Ο coach με είχε βοηθήσει πολύ τα προηγούμενα χρόνια στην Εθνική και γενικά μου είχε αφιερώσει πολύ χρόνο στο να μου μιλήσει και να μου δώσει την κατάλληλη ώθηση.

Με πίστευε πάρα πολύ, χτίσαμε μία τρομερή σχέση και συνολικά είχαμε εξαιρετική συνεργασία.»

Είχε τον τρόπο του;

«Είναι ο πρώτος που με έπιασε και μου είπε ότι “δεν θα σου φερθώ διαφορετικά από τους άλλους! Έχεις τρομερό ταλέντο και υψηλές προοπτικές, αλλά στην ομάδα έχω άλλους 15 παίκτες με τα ίδια χαρακτηριστικά”! Έχω τις καλύτερες εντυπώσεις και δεν είναι τυχαίο ότι μαζί του έχω κάνει μερικές από τις καλύτερες εμφανίσεις μου.»

Καμία ωραία ιστορία θα μας πεις;

«Μου έχει κάνει ένα καψώνι μια φορά στην Εθνική ομάδα, αλλά ευτυχώς δεν το κράτησε για πολλή ώρα. Ήμασταν στο ξενοδοχείο μετά από προπόνηση και αποφασίζει να μας δώσει ρεπό. Μας λέει “παιδιά μπορείτε να βγείτε, να πάτε όπου θέλετε, εκτός από τον Σοφοκλή!”... Του λέω “coach, εγώ γιατί;” και μου απαντάει “θέλω να σε βλέπω”... Ευτυχώς με άφησε να βγω, αλλά την επόμενη μέρα ήξερε που είχα πάει, τι είχα κάνει και τι είχε συμβεί...»  

Ισχύει ότι ο γυμναστής της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, ο Κώστας Χατζηχρήστος είναι ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους στην ζωή σου;

«Ο Κώστας είναι ο άνθρωπός μου! Γνωριστήκαμε την πρώτη μου σεζόν στον Ολυμπιακό κι έκτοτε είναι εκείνος που εμπιστεύομαι περισσότερο για την καριέρα μου. Καταλαβαινόμαστε με κλειστά μάτια, αλλά πρωτίστως ήταν αυτός που ήξερε πως να με χειριστεί, πως να μου επιβληθεί και πως θα με πιέσει. Απολάμβανα πάρα πολύ την συνεργασία μας. Και η αλήθεια είναι ότι μόνο ο Χατζηχρήστος ξέρει πόσο δούλευα πάνω στο σώμα μου για να μπορώ να παίξω. Πολλοί λένε ότι δεν έκανα προπόνηση, αλλα ο ίδιος μπορεί να επιβεβαιώσει ότι γυμναζόμουν περισσότερο από το κανονικό... Δεν θυμάμαι να έχω πάει διακοπές, πριν γνωρίσω την γυναίκα μου...»

Πως έκλεισε ο κύκλος σου στον Πειραιά;

«Θυμάμαι ότι το 2010 είχε γίνει μία συζήτηση για να συνεχίσω στην ομάδα, αλλά παρ' ότι είχα άριστη σχέση με τους ιδιοκτήτες, δεν ένιωθα καλά και ενδόμυχα ήθελα μία αλλαγή. Έβλεπα την ενδεχόμενη παραμονή μου σαν... βουνό, γιατί αισθανόμουν ότι είχα απογοητεύσει με την συμπεριφορά μου, ενώ συνάμα δεν ήμουν και τόσο αποτελεσματικός όσο είχα συνηθίσει. Γενικά πίστευα ότι δεν θα ήταν καλό και για τις δύο πλευρές να ανανεώσω. Αυτά τα λόγια, βέβαια, δεν ειπώθηκαν αλλά υπήρχε ένα τέτοιο κλίμα».

Για τους ιδιοκτήτες του Ολυμπιακού, τον Παναγιώτη και τον Γιώργο Αγγελόπουλο ποια είναι η άποψή σου;

«Η καλύτερη! Είναι άνθρωποι με Α κεφαλαίο και ό,τι και να πω θα είναι λίγο για αυτούς. Ξέρουν πολύ καλά πως αισθάνομαι απέναντί τους...»

Κεφάλαιο Εθνική: Η ατάκα του ΛεΜπρόν, το ξύλο με τους Σέρβους και το τελευταίο μετάλλιο

Μία από τις εμφανίσεις που έχουν μείνει στην ιστορία ήταν εκείνη εναντίον των Αμερικανών και η νίκη στον ημιτελικό της Σαϊτάμα.

Το ρεπορτάζ εκείνης της εποχής λέει ότι τόσο ο Κρις Μπος, όσο και ο Ντουάιτ Χάουαρντ, είχαν πάθει πλάκα που τους είχες βάλει στα καλάθια και σου είχαν πιάσει συζήτηση...

«Τι μου θύμησες τώρα; Ο Μπος πράγματι δεν είχε σταματήσει να μιλάει! Μιλάμε για έναν τρομερό παίκτη, που ταυτόχρονα ήταν ο πιο εκνευριστικός προσωπικός αντίπαλος με τον οποίο έπαιξα ποτέ. Δεν το έκλεισε το στόμα του. Μου την έλεγε συνέχεια. Επαναλάμβανε όλη την ώρα “τώρα θα στο βάλω” ή “δεν μπορείς να με μαρκάρεις”, αλλά όταν σκόραρα απέναντι του, μου έδινε credit και μου έλεγε “α ok, μπορείς να σκοράρεις, good shot!”. Είχα πάθει πλάκα μαζί του, γιατί δεν μιλούσε μόνο σε μένα...»

Ποιος άλλος σου είχε μιλήσει;

«Ο Έλτον Μπραντ, που σήμερα είναι general manager στους Σίξερς. Με είχε ρωτήσει “πόσο χρονών είσαι;”. Του λέω “είμαι 21” και μου κάνει “ε, τι στο διάολο κάνεις εδώ πέρα και δεν είσαι στο ΝΒΑ;”...»

Αυτό έγινε μετά, στα αποδυτήρια;

«Όχι την ώρα του αγώνα, μέσα στο παρκέ. Του απάντησα ότι “παίζω στον ημιτελικό του Παγκοσμίου”! Στην επόμενη επίθεση μου είπε ότι πρέπει να έρθω στο ΝΒΑ, εγώ τον ενημέρωσα ότι έχω γίνει draft από την ομάδα στην οποία έπαιζε τότε, τους Κλίπερς και γενικά μιλάγαμε καθώς παίζαμε και ανεβοκατεβαίναμε στο παρκέ...»

Τι σου έχει μείνει από τις ατάκες των Αμερικανών, όταν πλέον είχαν αρχίσει να πιέζονται;

«Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή μετά από συνεχόμενα καλάθια που είχα βάλει, ο ΛεΜπρόν την είπε με πολύ αυστηρό ύφος στον Χάουαρντ. “Συγκεντρώσου λίγο γιατί ο ψηλός κινείται και τρέχει καλά”... Επίσης μία ατάκα του Παπαλουκά, που με έπιασε στο τάιμ άουτ και μου είπε “Σοφοκλή μην μασάς, τους έχεις όλους τους ψηλούς στο τρέξιμο! Οπότε μόλις πάρεις ριμπάουντ, φύγε στον αιφνιδιασμό και θα σε βρω εγώ”... Και πράγματι σε μία από τις επόμενες φάσεις, τον άφησα πίσω μου μισό γήπεδο και μου την έστειλε συστημένη την μπάλα ο Θοδωρής για το κάρφωμα.»

Είχαμε τρομερούς point-guard τότε...

«Πλάκα κάνεις; Ο Διαμαντίδης, ο Σπανούλης και ο Παπαλουκάς δεν υπήρχαν σαν πασέρ, σου την έδιναν σε στυλ πάρε-βάλε! Όχι πήδα, πιάστην και κατέβα και σκόραρε. Και οι τρεις τους έχουν κάνει πολλούς παίκτες ήρωες...»

Την καλύτερη εμφάνισή σου με την Εθνική, όμως, νομίζω ότι την είχες κάνει στην Πολωνία (μ.ο. 11,9π. & 3,4ρ. με 58,6% διπ.). Στο Ευρωμπάσκετ του 2009, απ' όπου επιστρέψαμε για τελευταία φορά με μετάλλιο...

«Είχαμε κάνει εξαιρετική προετοιμασία και παρά τις ελλείψεις (σ.σ.: Διαμαντίδης και Τσαρτσαρής), είχαμε πάει καλά στα φιλικά.

Ο Καζλάουσκας, αν και πολύ διαφορετικός από τον Γιαννάκη, έκανε καλή διαχείριση και τα πήγε περίφημα στο κομμάτι της επικοινωνίας. Είχαμε συνεργαστεί στον Ολυμπιακό και επειδή με ήξερε, με έδινε αρκετό χρόνο συμμετοχής. Στον μικρό τελικό με την Σλοβενία, είχα παίξει 16 λεπτά στο πρώτο μέρος και ακόμη θυμάμαι την “καζούρα” που μου έκανε στα αποδυτήρια ο Πρίντεζης. “Ρε Σόφο τι κάνει ο mister Γιόνας; Έχεις να παίξεις 16 λεπτά σε ημίχρονο, από τότε που ήσουν 15 ετών!”, μου είχε πει τότε ο Γιώργος που ήταν μεγάλο πειραχτήρι...»

Είχε κάνει τεράστιο τουρνουά ο Σπανούλης (μ.ο. 14,1π. & 4,2ασ. με 43,6% τριπ.) τότε...

«Πως να μην κάνει ο Billy με τόσα γούρια (γέλια...)! Είχε τρομερή αυτοπεποίθηση τότε και βρισκόταν στο ξεκίνημα της απογείωσής του σαν παίκτης. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, όμως, το πόσο προσηλωμένος ήταν σε συγκεκριμένες συνήθειες... Φαντάζομαι ότι τώρα που σταμάτησε δεν συνεχίζει να τηρεί τα γούρια του..»

Δεν μπορώ να μην σε ρωτήσω για την κλωτσοπατινάδα του τουρνουά “Ακρόπολις” με τους Σέρβους στο ΟΑΚΑ...

«Σε εκείνο το ματς ήταν πολύ προκλητικός ο Τεόντοσιτς! Πραγματικά πολύ παρεξηγημένο παιδί, που ήταν "αρνάκι" εκτός γηπέδου, αλλά μεταμορφωνόταν σε "λύκο" όταν έμπαινε στο παρκέ. Δεν του φαινόταν αλλά είχε πολύ πάθος, που πολλές φορές του έβγαινε με λάθος τρόπο.»

Δεν είχε προκαλέσει απλά τον Φώτση, αλλά τον είχε χτυπήσει και ύπουλα μάλιστα...

«Γι' αυτό ξέφυγε η κατάσταση! Εγώ στην αρχή πήγα να χωρίσω, αλλά στην συνέχεια είδα να πέφτουν όλοι πάνω στον Αντώνη και έτρεξα να βοηθήσω. Καθώς είχα σκύψει και έριχνα κάτι ψιλές, έφαγα μία ξώφαλτση και άρχισα να νιώθω κάποιον να με χτυπάει ασταμάτητα από πίσω. Εκεί εκνευρίστηκα και όπως γύρισα, είδα τον Κρστιτς. Ευτυχώς που δεν τον πρόλαβα γιατί θα είχαμε άσχημα ξεμπερδέματα. Αν και τελικά αυτοί που την πλήρωσαν και τιμωρήθηκαν, ήμασταν ο Φώτσης κι εγώ.»

Η σύγκριση με τον Σακίλ και το ΝΒΑ που ποτέ δεν τον έθελξε!

Το προσωνύμιο Baby Shaq σου άρεσε;

«Δεν ήταν άσχημο, υπό την έννοια ότι είναι πάντα κολακευτικό να σε συγκρίνουν με έναν Hall of Famer όπως ο Σακίλ. Ποιο είναι το θέμα όμως... Αυτό το παρατσούκλι βγήκε στο Μανχάϊμ, όταν ήμουν 16-17 χρονών που είχα δύναμη άντρα κι έπαιζα με έφηβους! Δηλαδή εγώ χτυπιόμουν κάθε μέρα στο αντρικό με καταξιωμένους ψηλούς και έκανα τα βάρη που έκαναν οι μεγάλοι και ξαφνικά, μόλις έβγαλα τις βίδες που μου είχαν βάλει σε μία εγχείριση, μου είπαν ότι θα πας στην Γερμανία με την Εθνική εφήβων. Θυμάμαι ότι ξεκίνησα τους αγώνες, κάνοντας hook και στην πορεία τελείωνα όλες τις φάσεις με κάρφωμα...»

Επομένως, θέλεις να πεις ότι το προσωνύμιο αυτό προέκυψε απέναντι σε λάθος αντιπάλους;

«Θέλω να πω ότι δεν ανταποκρινόταν ακριβώς στην πραγματικότητα. Γιατί μπορεί να ήμουν πιο κοντός, αλλά δεν ήμουν ούτε καν τόσο κυριαρχικός... Ούτε μπορούσα να καρφώνω σε κάθε φάση, όπως εκείνος...»

Το 2009 τον είχες συναντήσει και γνωρίσει στο Κλίβελαντ. Τι σου είχε πει τότε;

«Όταν είχαμε φτάσει στο γήπεδο και ήξερα ότι κάποια στιγμή θα τον δω, δεν σου κρύβω ότι είχα τρομοκρατηθεί. Φοβόμουν μήπως κάποιος συμπαίκτης μου κάνει καμία βλακεία και με πάρει στο κυνήγι. Όπως είμαστε στα αποδυτήρια, λοιπόν, κάποια στιγμή άκουσα φωνές και θόρυβο από τον διάδρομο και φαντάστηκα ότι είτε θα έφτασε κανένας ΛεΜπρόν και θα μιλάει στους δημοσιογράφους. Γυρίζω και τι να δω; Τον θεόρατο αυτόν τύπο να ανοίγει την πόρτα και να μπουκάρει μέσα, φωνάζοντας: “Where is my baby, where is my baby?”...»

Και ήταν ο Σακίλ Ο' Νιλ;

«Μιλάμε για το απόλυτο δέος και σοκ! Μπήκε μέσα για να με χαιρετίσει κι έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου! Με πλησίασε και μιλήσαμε για λίγο. Απίστευτος τύπος! Μετά τον αγώνα τα ξαναείπαμε και θυμάμαι ακόμη τα λόγια του: “Μια χαρά είσαι και μακάρι να έρθεις εδώ, χωρίς αυτό να σημαίνει το ΝΒΑ είναι αυτοσκοπός. Το πιο σημαντικό είναι να νιώθεις εσύ καλά και να διασκεδάζεις με αυτό που κάνεις και να παίζεις εκεί που θέλεις. Αρκεί να είσαι ο εαυτός σου και να μην μπαίνεις σε καλούπια!” »

Τον μάρκαρες θυμάμαι...

«Έφαγα πολύ ξύλο! Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε...»

Τέρας της φύσης;

«Πέρα απ' αυτό, ήταν τρομερός γνώστης του παιχνιδιού. Ξέρεις πως να ποστάρει και να αξιοποιεί την δύναμη και το σώμα του. Θυμάμαι ότι μου φώναζε ο Γιαννάκης “παίξτον Σοφοκλή, βάλτου καλάθι...”! Προσπάθησα τρεις φορές και μου πήρε την μπάλα από τα χέρια πριν προλάβω να την σηκώσω για να δω το καλάθι. Και μου την πήρε καθαρά. Με έσπρωξε στην σωστή στιγμή, έβαλε όπως πρέπει το χέρι του και χρησιμοποίησε τόσο ιδανικά το σώμα του, που μου ήταν αδύνατον να αντιδράσω... Εγώ πήγα με την δύναμη και την έκρηξη κι αυτός με εξουδετέρωσε πολύ γρήγορα, ρίχνοντας όλο το βάρος του πάνω μου, με αποτέλεσμα να με εξαντλήσει...»

Στο summer league του Βέγκας πότε πήγες; 

«Με το που τελείωσε το συμβόλαιό μου στον Ολυμπιακό. Είχα περάσει πολύ καλά τότε και είχα κάνει πολύ καλή παρέα με τον Μπλέικ Γκρίφιν, που είχε επιλεγεί εκείνο το προηγούμενο καλοκαίρι (σ.σ.: 2009) αλλά έχασε όλη την πρώτη του σεζόν, λόγω τραυματισμού. Ήταν τότε στα ντουζένια του και πηδούσε στον... Θεό! Θυμάμαι ότι με ρωτούσε για το πως δουλεύουμε στις προπονήσεις στην Ευρώπη. Όταν του είπα ότι κάνουμε και διπλές προπονήσεις, τράβαγε τα μαλλιά του!»

Τότε προπονητής ήταν ο Βίνι Ντελ Νέγκρο, αλλά δεν σας είχε κοουτσάρει εκείνος  στους καλοκαιρινούς αγώνες. Τι θυμάσαι από εκείνη την εμπειρία;

«Ότι τα είχα βρει σκούρα σωματικά και δεν ήμουν στην ιδανική φυσική κατάσταση για να αποδώσω όπως έπρεπε. Είχα τελειώσει τα playoffs με τον Ολυμπιακό τέλη Ιουνίου και στα μέσα Ιούλη έπρεπε να παίξω στο summer league. Θυμάμαι ότι ήμουν πολύ σφιχτός και μέχρι να πάρω μπρος τελείωσαν οι αγώνες. Επίσης το μπάσκετ που παιζόταν ήταν πολύ περίεργο και πολλοί ήταν οι παίκτες που έπαιζαν μόνο για τα στατιστικά τους.»

Καμία ιστορία που σου έρχεται στο μυαλό;

«Θυμάμαι ότι είχαν οργανώσει ένα σεμινάριο για τους rookies και όταν οι ομιλητές έκαναν μία αναφορά στην Ευρώπη, χαμογέλασα. Οπότε κάποιος με ρώτησε γιατί γελάω... Πριν προλάβω να απαντήσω, πετάχτηκε ο Γκρίφιν και τους είπε ότι ο Σοφοκλής είναι βετεράνος και παίζει επαγγελματικό μπάσκετ από τα 15 του!»

Και τι έγινε μετά;

«Χαμός! Άρχισαν όλοι να με ρωτάνε αν πληρωνόμουν από τόσο νεαρή ηλικία, αν επιτρεπόταν, επειδή στην συγκεκριμένη ηλικία στην Αμερική, όλοι πηγαίνουν σχολείο και κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί ότι μπορεί ταυτόχρονα να είναι και επαγγελματίας. Η πιο εύστοχη ερώτηση που δέχτηκα όμως, ήταν αν τα παίρνω τα λεφτά που έχω συμφωνήσει...

Κι εσύ τι απάντησες;

«Ανάλογα με το που παίζεις! Τους εξήγησα ότι η Ευρώπη δεν είναι σαν την Αμερική που έχει 52 Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ισχύουν πάνω κάτω οι ίδιοι κανόνες όσον αφορά στην λειτουργία του πρωταθλήματος. Καθώς επίσης και ότι υπάρχουν διαφορετικές χώρες με διαφορετικούς νόμους και τους έφερα ως παράδειγμα έναν συμπαίκτη μου στην Καντού, που σηκώθηκε ξημερώματα κι έφυγε επειδή ήταν απλήρωτος για ενάμιση μήνα...»

Γενικά η δική σου σχέση με το ΝΒΑ πέρασε από μύρια κύματα. Ξεκίνησε το 2003 με το draft και παρ' ότι είχες αρκετές ευκαιρίες να πας, δεν το επιχείρησες...

«Το ΝΒΑ, ειδικότερα αν έχεις παίξει σε υψηλό επίπεδο στην Ευρώπη, σου φαίνεται  περίεργο και ελαφρώς ξενέρωτο όσον αφορά στην ατμόσφαιρα που έχεις συνηθίσει στα γήπεδα. Εδώ γίνεται χαμός, σε βρίζουν, σε αποθεώνουν, φωνάζει η κερκίδα το όνομά σου, γουστάρεις ρε παιδί μου! To πιο light σκηνικό που μπορεί να γίνει στα ευρωπαϊκά γήπεδα είναι αυτό που έγινε με τον Ουέστμπρουκ, που τον φωνάζανε “Westbrick” επειδή σούταρε τούβλα και ταράχτηκε (γέλια!)... Ουάου! Ενώ στην Αμερική πίνουν το ποτό τους και τρώνε τα πατατάκια τους... Ε, δεν μου άρεσε ποτέ αυτή η χαώδης διαφορά...»

Ισχύει ότι κάποτε ήρθε στην Ελλάδα να σε δει από κοντά ο Μάικ Ντανλίβι και τον αγνόησες εντελώς;

«Όχι δεν έγινε έτσι! Ήταν να πάει σε ένα τουρνουά που θα έπαιζα στο Τρεβίζο, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη και ήρθε στην Ελλάδα χωρίς να μας ειδοποιήσει, για να με συναντήσει από κοντά και να είναι παρών σε μία ατομική προπόνηση. Όταν με πήρε ο Καπάζογλου για να ρωτήσει που ήμουν, εγώ βρισκόμουν εκτός Θεσσαλονίκης και δεν μπορούσα να επιστρέψω. Οπότε τον είδα μετά από δύο μέρες. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν ισχύει ότι ήρθε, το ήξερα και τον έγραψα...»


Κεφάλαιο Μακάμπι: Το καλύτερο μπάσκετ, οι καλύτεροι φίλαθλοι και η παρ' ολίγον... φυλακή!

Με την Μακάμπι πως προέκυψε το deal;

«Αφότου ξεκαθάρισε το θέμα του Ολυμπιακού, ρώτησα τον ατζέντη μου τι επιλογές είχα από το εξωτερικό και με ενημέρωσε ότι είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον ο coach Μπλατ, που ήταν προπονητής και στην Εθνική Ρωσίας και εν τω μεταξύ είχε επιστρέψει και στην Μακάμπι. Θυμάμαι ότι είχαμε πάει με την Εθνική ομάδα σε ένα τουρνουά προετοιμασίας στην Κύπρο και οι υπογραφές έπεσαν εκεί, παρουσία του Φέντερμαν και του Μισράχι, αλλά και του Μπλατ που ήταν και αυτός στην Λευκωσία με τους Ρώσους.»

Η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι στο Τελ Αβίβ είδαμε τον καλύτερο Σοφοκλή που έπαιξε ποτέ. Το αποδέχεσαι κι αν ναι γιατί συνέβη στην Μακάμπι;

«Γιατί πέρασα πολύ καλά! Εκείνη η περίοδος συνέπεσε με τις πιο σημαντικές αποφάσεις που πήρα, όπως για παράδειγμα ο γάμος μου με την Ειρήνη, τότε γεννήθηκαν τα παιδιά μου και γενικά δέθηκα πάρα πολύ με τον οργανισμό της Μακάμπι. Σ' αυτά τα τέσσερα χρόνια έκανα καλούς φίλους και έζησα αξέχαστες στιγμές και ανθρώπινες αλλά και μπασκετικές...»

Συμφωνείς ότι ο Αμερικανοϊσραηλινός προπονητής ήταν αυτός σου που έβγαλε τον καλύτερο Σοφοκλή στο παρκέ;

«Ένα βασικό χαρακτηριστικό του Μπλατ, το οποίο μεταλαμπάδευσε στον σύλλογο, έχει να κάνει με το ότι είναι πολύ ξεκάθαρος σχετικά με το τι θέλει από τον κάθε παίκτη. Βέβαια κι εγώ, επειδή προερχόμουν από μία σεζόν που δεν ήμουν στο επίπεδο που ήθελα, είχα όρεξη για πολλή δουλειά και δίψα για να πετύχω. Σε όλο αυτό βοήθησε και ο επαγγελματισμός που είχε η ομάδα αλλά και το ενδιαφέρον που έδειχναν στον άνθρωπο. Δηλαδή μέσα από την οικοδόμηση μίας ανθρώπινης σχέσης, προσπαθούν να πάρουν το καλύτερο δυνατό από τον εκάστοτε παίκτη. Έτσι τουλάχιστον λειτούργησε στο δικό μου κομμάτι, η σχέση μου με τον coach.»

Τα λέγατε δηλαδή σε πιο προσωπικό επίπεδο;

«Θα σου εξηγήσω τι εννοώ. Μπορεί έκανα μία πολύ καλή προπόνηση και να φαινόμουν σε εξαιρετική κατάσταση, αλλά ταυτόχρονα να με απασχολούσε κάτι. Σε κάθε break, ερχόταν μου μιλούσε, με ρωτούσε αν έχω κάποιο πρόβλημα, που μπορούσε να βοηθήσει. Γενικά επικοινωνούσε πολύ μαζί μου και για να δει πως περνάω αλλά και για να μου εξηγήσει τι ήθελε από μένα μέσα στο γήπεδο. Θυμάμαι στην προετοιμασία, μου είχε ζητήσει να μην κάνω μπλοκ-άουτ στον παίκτη μου και να τρέχω στην επίθεση για να πάρω θέση και να ποστάρω. Δεν ήθελε από μένα να ξοδεύω ενέργεια στην μάχη των ριμπάουντ και γι' αυτό στην Μακάμπι είχα ίσως τον χαμηλότερο μέσο όρο. Μπροστά ήθελε από μένα μίνιμουμ 10 πόντους και μου είχε εξηγήσει ότι ένας καλός ψηλός θα είχε δύο πόντους από επιθετικό ριμπάουντ, δύο από καλό positioning, δύο από βολές, ένα καλάθι επειδή θα είναι την σωστή στιγμή στο σωστό σημείο κι άλλο ένα με post-up, επειδή ξέρει να ποστάρει. Ό,τι περισσότερο ερχόταν, θα ήταν ευπρόσδεκτο.»

Ωραία ανάλυση για έναν ψηλό...

«Σίγουρα, γιατί μπαίνεις στο γήπεδο με συγκεκριμένη στόχευση αλλά ταυτόχρονα ξέρεις ότι αν είσαι κάτω απ' αυτά τα standards, είσαι για ξύλο! Στην πρώτη μου χρονιά, νομίζω ότι τελείωσα με μ.ο. 11,3 πόντους.»

Ήταν η σεζόν 2010-2011, που είχατε πάει και στο Final 4 της Βαρκελώνης...

«Στενόχωρη εμπειρία! Όχι τόσο γιατί χάσαμε από ένα “μεγαθήριο” όπως ο Παναθηναϊκός με έναν τρομερό Διαμαντίδη και με τρομερή πληρότητα, όσο γιατί λίγο πριν πάμε στην Βαρκελώνη χάσαμε τον Πέρκινς που υπέστη ρήξη αχιλλείου τένοντα. Πιστεύω ακράδαντα ότι αν είχαμε τον Ντορόν, θα είχαμε περισσότερες πιθανότητες και σίγουρα θα τους φέρναμε στα όριά τους.»

Έχεις παίξει στους δύο «αιώνιους αντιπάλους», στις τρεις ομάδες της Θεσσαλονίκης αλλά και στο Ισραήλ, οπότε έχεις ζήσει πολλά “φανατικά” και “θερμόαιμα” κοινά φιλάθλων. Ισχύει ότι οι οπαδοί της Μακάμπι είναι οι πιο μπασκετικοί φίλαθλοι;

«Χωρίς καμία αμφιβολία! Στο “Γιαντ Ελιάου” έχω ζήσει την πιο φανταστική ατμόσφαιρα στην καριέρα μου και το φίλαθλο περιβάλλον που γουστάρει ο εκάστοτε παίκτης για να πάρει ώθηση. Και όλα αυτά χωρίς παρατράγουδα, βρισιές και γενικά ακραίες συμπεριφορές. Το χειρότερο πράγμα που έχω δει να πέφτει στο παρκέ ήταν μία σαϊτα! Θυμάμαι σαν τώρα να την σηκώνει ο διαιτητής, να την πηγαίνει στην γραμματεία και εμένα να σταυροκοπιέμαι και να λέω στον εαυτό μου “τι ζω Θεέ μου, σε παρακαλώ πολύ συγκεντρώσου...” (σ.σ.: γέλια)!»

Μαζί και με κάτι που είχες ακούσει από κάποιον και σε ανάγκασε να ανέβεις στην κερκίδα...

«Καλά αυτό δεν μπαίνω καν στην διαδικασία να το σχολιάσω γιατί εκείνος ο τύπος ξέφυγε άσχημα. Και επίσης αυτό έγινε στο γήπεδο της Χάποελ Τελ Αβίβ, που είναι ο “αιώνιος αντίπαλος” της Μακάμπι. Και δυστυχώς τα ίδια βλέπω να κάνουν και κάποιοι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.»

Αλήθεια, τι σου είχε πει πει και “σε έβγαλε από τα ρούχα σου”;

«Μου είχε πει ότι θα μου βιάσει την νεογέννητη μου κόρη! Το φοβερό ήταν ότι ο τύπος με έβριζε σε όλο το ματς και συνέχισε και μετά το τέλος του αγώνα, την ώρα που κατευθυνόμουν προς τη φυσούνα. Με το που με χάνει από το οπτικό του πεδίο, εκτοξεύει αυτό το πράγμα.»

Είμαι σίγουρος ότι όσοι σε ξέρουν, φαντάστηκαν ότι κάτι χοντρό πρέπει να ειπώθηκε για να ανέβεις στην κερκίδα με σκοπό να τον αρπάξεις... Ίσως και να ήταν τυχερός που σε συγκράτησαν...

«Ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που αισθάνθηκα ότι θα μπορούσα να σκοτώσω άνθρωπο. Θα τον έκανα κομμάτια! Ευτυχώς που δεν έπεσε στα χέρια μου, γιατί θα του έκανα μεγάλη ζημιά και θα είχα σοβαρό πρόβλημα. Κάποιος θα έπρεπε να με βγάλει από το κρατητήριο. Αυτό είπα στον μάνατζέρ μου, όταν το έμαθε και με πήρε τηλέφωνο.»

Ποιοι σε συγκράτησαν;

«Κανένας ιδιαίτερα. Απλά δημιουργήθηκε ένα τεράστιο τείχος μπροστά μου, το οποίο δεν μπορούσα να υπερπηδήσω. Αν μπορούσα, στην κατάσταση που ήμουν, να είσαι σίγουρος ότι θα το έκανα. Απ΄ότι θυμάμαι πιο μετά είχε έρθει ο Τζο Ίνγκλες και ο Γκάϊ Πνίνι, με τον οποίο ήμουν και πολύ κοντά και ουσιαστικά έπεισε τους άνδρες ασφαλείας να με αφήσουν.» 

Εμένα πάντως μου έχει μείνει ότι οι φίλαθλοι είναι και πολύ υποστηρικτικοί αλλά και ξέρουν κι από μπάσκετ...

«Πράγματι ο κόσμος είναι πολύ μπασκετικός και αναγνωρίζει περισσότερο εκείνον που θα βουτήξει στο παρκέ με αυτοθυσία για να σώσει μία μπάλα και λιγότερο τον παίκτη που θα βάλει 30 πόντους! Ο πρώτος θα εισπράξει μεγαλύτερο χειροκρότημα. Αυτό που εξοργίζει τους φιλάθλους και δεν το δέχονται με τίποτε, είναι να χάνει η ομάδα τους χωρίς προσπάθεια, χωρίς οι παίκτες να είναι μαχητικοί. Ίσως και γι' αυτό και με γούσταρε ο κόσμος. Επειδή τα έδινα όλα και πάλευα με όλους μέχρι τελικής πτώσεως. Αλλά μου το έβγαζε και ο κόσμος όλο αυτό το πάθος...»

Στο Ισραήλ ήσουν πολύ δημοφιλής, έτσι δεν είναι;

«Δεν έχω λόγο να μην το παραδεχτώ και ίσως στο Τελ Αβίβ να είχα την μεγαλύτερη δημοτικότητα από όλους τους σταθμούς μου. Έχτισα μία αληθινή σχέση με τους ανθρώπους και τους φιλάθλους της Μακάμπι και ακόμη έχω. Ακόμη μου στέλνουν μηνύματα, ευχές στα γενέθλιά μου κλπ... Πολλές φορές αναρωτιέμαι το γιατί; Ένας φίλος μου που με ξέρει χρόνια, μου έχει πει μία κουβέντα που ίσως δίνει την κατάλληλη εξήγηση σε αυτό το ερώτημα. Πιστεύει ότι εκεί έπαιξα το πιο ειλικρινές και τίμιο μπάσκετ της καριέρας μου. Εννοεί ότι έπαιζα καλά, επειδή το ήθελα πραγματικά πολύ και γιατί οι συνθήκες γύρω-γύρω μου δημιουργούσαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις.»

Κεφάλαιο Παναθηναϊκός: «Παρ' ολίγο να κάνω αναστροφή έξω από την ΒΙΑΝΕΞ!»

Το 2012, μετά από την πρώτη διετία στα «κίτρινα» της Μακάμπι, αποφασίζεις να επιστρέψεις στην Ελλάδα και να αποδεχθείς την πρόταση του Παναθηναϊκού. Ήταν εύκολη απόφαση;

«Καθόλου! Θυμάμαι ότι όταν είχε πέσει στο τραπέζι το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού, είχα εκφράσει στους εκπροσώπους μου τον προβληματισμό και την ανησυχία μου. “Ήμουν πέντε χρόνια στον Ολυμπιακό και ανέβαινα στο ΟΑΚΑ σαν “εχθρός” και τώρα θα φορέσω τα “πράσινα”; Πως θα γίνει αυτό; Θα με κράζουν και οι μεν και οι δε...”, θυμάμαι ότι έλεγα σε όλους τους οικείους μου! Βέβαια, δεν σου κρύβω ότι δεν αισθάνομαι Ολυμπιακός επειδή έπαιξα μία πενταετία στον Πειραιά. Πέρασα καλά εκείνα τα χρόνια, έκανα φίλους, δέθηκα με τους ανθρώπους της ομάδας και τους φιλάθλους, αλλά το ίδιο συνέβαινε σε κάθε σταθμό μου.»

Αμφιταλαντεύτηκες κάποια στιγμή πριν υπογράψεις; 

«Πάρα πολύ! Τι να σου λέω τώρα... Παρ’ ολίγο να κάνω αναστροφή έξω από την ΒΙΑΝΕΞ και να γυρίσω σπίτι μου...»

Τι λες τώρα;

«Είχα ατομικό πρόγραμμα με τον Χατζηχρήστο και μολις τελείωσα, πήγα να πάρω την γυναίκα μου και τον γιο μου από το Mall και στο καπάκι με παίρνουν τηλέφωνο οι ατζέντηδές μου, να πάω στην ΒΙΑΝΕΞ για να υπογράψω. Είχαν προηγηθεί δύο συναντήσεις, είχαν διευθετηθεί όλα τα ζητήματα και είχε φτάσει η ώρα για τις υπογραφές. Καθώς οδηγώ για την Βαρυμπόμπη, λοπόν, χτυπάει το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο coach Μπλατ. Μην στα πολυλογώ, μου λέει “Σοφοκλή, σε περιμένω πίσω στο Τελ Αβίβ για να τελειώσουμε αυτό που αρχίσαμε!” και στην κυριολεξία, κάνω δεξιά με alarm, λίγο πριν μπω στην είσοδο των γραφείων. Κοιτούσα την γυναίκα μου και δεν ήξερα τι να κάνω! Κάποια στιγμή, βλέποντας ότι έχω προβληματιστεί η Ειρήνη μου λέει “μην με κοιτάς εμένα, γιατί ξέρεις ότι μου αρέσει το Ισραήλ!”...»

Και τι απέγινε;

«Προς στιγμήν, μάσησα γιατί εμένα μου άρεσε πολύ το Ισραήλ, είχα κι ένα ξεχωριστό δέσιμο με τον προπονητή, οπότε ζήτησα λίγο χρόνο και αμέσως μετά πήρα τηλέφωνο τον μανατζέρ μου, που με περίμενε μαζί με τον Τάσο τον Δελημπαλταδάκη (σ.σ: είχε εμπλακεί στην μετεγγραφή) και τον κ. Γιαννακόπουλο μέσα στα γραφεία. “Παναγιώτη, μόλις με πήρε ο Μπλατ! Είμαι απ’ έξω! Μήπως να φύγω και να αναβάλουμε το ραντεβού για να το ξανασκεφτώ;”, του είπα... Από το χρώμα της φωνής του, κατάλαβα ότι δεν ήταν καλή ιδέα και σε συνδυασμό με το ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν καθόλου σωστή κι επαγγελματική αντιμετώπιση, μπήκα μέσα και δώσαμε τα χέρια.» 

Πως πέρασες στον Παναθηναϊκό;

«Πέρασα καλά! Αν εξαιρέσεις την “καζούρα” από τους φίλους μου, είχα ευχάριστες αναμνήσεις και φυσικά κατέκτησα και το νταμπλ. Αλλά από ένα σημείο και μετά, όμως, ξενέρωσα και στενοχωρήθηκα.»

Τι εννοείς;

«Στην αρχή η μπάλα πήγαινε αρκετά στο “ζωγραφιστό”, ο coach Πεδουλάκης είχε κάποια plays για μένα και με πόσταραν πολύ οι συμπαίκτες μου. Αυτό, όμως, κάποια στιγμή “κόπηκε μαχαίρι” με την δικαιολογία ότι οι αντίπαλοι μας “διάβαζαν” συνέχεια. Στα μέσα της σεζόν, ήρθαν ο Γκιστ και ο Λάσμε και αυτόματα αλλάξαμε τρόπο παιχνιδιού και όλο αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρεθώ εντελώς στο περιθώριο.» 

Σε ενόχλησε πολύ αυτό τότε; Δυσκολεύτηκες να το αποδεχθείς;

«Ότι με ενόχλησε, με ενόχλησε! Αλλά επειδή το κλίμα στα αποδυτήρια ήταν πολύ καλό και κερδίζαμε, έπνιξα μέσα μου την στενοχώρια μου και την εξέφραζα μόνο στους δικούς μου ανθρώπους.»

Να υποθέσω ότι η παρουσία του Διαμαντίδη, με τον οποίο γνωριζόσουν από τον Ηρακλή και την Εθνική ομάδα, έπαιξε τον ρόλο της για να πας στον Παναθηναϊκό;

«Σίγουρα! Θυμάμαι ότι ο Καπάζογλου μου έλεγε ότι η παρουσία του θα μου έδινε πολλά εύκολα καλάθια και δεν θα χρειαζόταν να σκοτώνομαι τόσο πολύ για να σκοράρω όπως σε προηγούμενες ομάδες! Και είχε δίκιο γιατί ο Μήτσος μου την έδινε πάντα συστημένη σε στυλ “πάρε βάλε” ή “γκολ σε κενό τέρμα”…»

Ήταν μία χρονιά-θαύμα. Πρωτάθλημα και Κύπελλο, ενώ στις λεπτομέρειες χάθηκε στο Final 4...

«Τι μου θύμησες τώρα; Πως είχε γίνει αυτό ρε γαμώτο...

Είχαμε σπάσει την έδρα και με εκείνη την ματσάρα του Μήτσου στην Βαρκελώνη και επιστρέψαμε στην Αθήνα, κάναμε το 2-1 και παρ' ότι γεμίσαμε το γήπεδο με 20.000 κόσμο στο Game 4, πετάξαμε στα σκουπίδια την ευκαιρία να σφραγίσουμε την πρόκριση. Πολλές φορές σκέφτομαι εκείνο το παιχνίδι και ακόμη και τώρα δεν μπορώ να χωνέψω εκείνη την ήττα...»

Η 2η θητεία στην Μακάμπι και η κορυφή της Ευρώπης

Το γεγονός ότι από τα μέσα της σεζόν στον Παναθηναϊκό, ο ρόλος σου είχε περιοριστεί αρκετά, καλλιέργησε το έδαφος για την επιστροφή στην Μακάμπι;

«Ναι έπαιξε ρόλο αυτό γιατί τους τελευταίες μήνες είχα παραγκωνιστεί και πολλές ομάδες επικοινωνούσαν με τον ατζέντη μου για να μάθουν τον λόγο. Μία από αυτές ήταν και η Μακάμπι με την οποία είχαμε έρθει σε μία προφορική συνεννόηση, οπότε με του που τελείωσε η χρονιά, δεν χρειάστηκε να συζητήσουμε πολλά. Ήταν και για μένα η καλύτερη επιλογή γιατί μετά από μία σεζόν που δεν είχε κυλήσει όπως υπολόγιζα και περίμενα, το οικείο περιβάλλον του Τελ Αβίβ προέβαλε ως ιδανική λύση. Ο coach και οι άνθρωποι του management ήταν οι ίδιοι, ο βασικός κορμός του ρόστερ δεν είχε αλλάξει οπότε για μένα ήταν win-win..»

Αυτό φάνηκε από τον τρόπο με τον οποίο τελείωσε η σεζόν με την κατάκτηση της Euroleague...

«Ισχύει αυτό και προσωπικά για μένα η χρονιά πήγε καλά, δηλαδή επέστρεψα σε ένα καλό επίπεδο σε σχέση με την εμπειρία της προηγούμενης σεζόν. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι ήταν όλα ρόδινα. Θέλω να πω ότι υπήρχαν κενά και στιγμές που επιθετικά δεν μπορούσα να εκφραστώ έτσι όπως ήθελα στο γήπεδο. Όλα αυτά, όμως, άλλαξαν όταν μετά τα Χριστούγεννα γύρισε ο Ντέιβιντ Μπλου. Με τόσο καλούς σουτέρ στην περιφέρεια, όπως ο Μπλου, ο Πνίνι και ο Σμιθ, ήταν δύσκολο να στήσουν τις παγίδες σε μένα. Οπότε είχα την ευκαιρία να παίξω πολύ ένας εναντίον ενός στο post.»

Γενικά νομίζω ότι εκείνη την χρονιά, από ένα σημείο και μετά πατήσατε γκάζι και δεν σταματήσατε να βελτιώνεστε...

«Πραγματικά όμως! Σε αυτό έπαιξε ρόλο ο τρόπος που είχε δομήσει την ομάδα ο Μπλατ και οι ελευθερίες που έδωσε στον Ταϊρίς Ράις, όταν είδε άρχιζε να ανεβάζει ρυθμούς. Το πιο εντυπωσιακό απ' όλα, όμως, ήταν οι συνεχείς εναλλαγές στον τρόπο παιχνιδιού μας, ανάλογα με την πεντάδα. Τι passing game προς τα έξω, τι παιχνίδι στο έδαφος και στον αέρα, τι επίθεση με τρίποντα! Είχαμε την πολυτέλεια να διαθέτουμε πολλά σχήματα και να αλλάζουμε συνεχώς το στυλ μπάσκετ που παίζαμε...»

Παρ' όλα αυτά, πήγατε στο Μιλάνο ως αουτσάιϊντερ. Παρ' ότι αποκλείσατε την Αρμάνι και μάλιστα με μειονέκτημα έδρας...

«Σίγουρα, αλλά αυτό είχε να κάνει και με τους αντιπάλους μας. Με Μπαρτσελόνα, Ρεάλ και ΤΣΣΚΑ, δεν μπορούσαμε να θεωρηθούμε φαβορί. Αλλά εμείς το πιστεύαμε και χτίσαμε την αυτοπεποίθησή μας στην διάρκεια της νικηφόρας σειράς με την Αρμάνι. Θυμάμαι ότι είχαμε παίξει εκπληκτικά στο πρώτο ματς, ανατρέποντας μία διαφορά 13 πόντων στο τελευταίο 3λεπτο και κερδίζοντας στην παράταση. Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε μία ομάδα που έχει πλεονέκτημα έδρας απέναντι στην Μακάμπι, είναι να χάσει παιχνίδι στο γήπεδό της. Στο Γιαντ Ελιάου δεν είναι εύκολο να κερδίσει κάποιος...»

Στο Final 4 αντιμετωπίσατε πρώτα την ΤΣΣΚΑ και στον τελικό την Ρεάλ...

«Εγώ φοβόμουν πιο πολύ τον ημιτελικό! Η ΤΣΣΚΑ προερχόταν από αποτυχίες ετών στα Final 4, είχε τρομερή περιφέρεια (σ.σ.: Τεόντοσιτς, Ουίμς, Κριάπα, Πάρκο, Τζάκσον και Μίτσοβ) και καλούς ψηλούς (σ.σ.: Κάουν, Χάινς, Κρστιτς και Βοροντσέβιτς), ενώ μας είχε νικήσει δύο φορές στην διάρκεια του Τop-16. Και πράγματι το παιχνίδι φαινόταν χαμένο μέχρι να ξυπνήσουν ο Μπλου με τον Ράις. Ο πρώτος έβαλε το κρίσιμο που μειώσαμε στον πόντο και ο δεύτερος έκανε το κλέψιμο και πέτυχε το νικητήριο καλάθι.»

Την Ρεάλ γιατί δεν την φοβόσουν;

«Γιατί πρώτον είχαμε χάσει δύο δικά μας παιχνίδια στο Top-16 και βλέποντας το πόσο είχαμε βελτιωθεί, πίστευα ότι θα την κερδίζαμε. Δεν ήμασταν τόσο χειρότεροι για να χάσουμε τρεις συνεχόμενες φορές από την Ρεάλ και όπως αποδείχτηκε είχα δίκιο...»

Μοναδική στιγμή το να είσαι πρωταθλητής Ευρώπης;

«Απίστευτη με την έννοια της λέξης! Θέλω να πω ότι τελειώνει το ματς και πανηγυρίζεις με κεκτημένη ταχύτητα, χωρίς να να έχεις συνειδητοποιήσει την σημασία εκείνης της νίκης.»

Πότε το συνειδητοποίησες για τα καλά;

«Στην επιστροφή στο Τελ Αβίβ. Λαοθάλασσα στο αεροδρόμιο, στους δρόμους, παντού. Μας υποδέχθηκε η κυβέρνηση, στην συνέχεια πήγαμε όλοι μαζί για ένα εορταστικό φαγητό και οι εκδηλώσεις κορυφώθηκαν με την φιέστα που έγινε σε μία μεγάλη πλατεία όπου επικράτησε πανδαιμόνιο! Ανεβήκαμε σε μία εξέδρα και ζήσαμε  μία τρομερή αποθέωση. Ίσως ήταν η καλύτερη στιγμή της καριέρας μου...»

Θέλω να μου πεις για τον Μιζράχι...

«Εκπληκτικός άνθρωπος του οποίου ο λόγος είναι νόμος! Είναι αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν “no bullshit”! Αυτό που θα σου πει αυτό είναι, τέλος! Η επιτομή του “άρρωστου” φιλάθλου με την ομάδα, αλλά με την καλή έννοια. Όταν κατακτήσαμε την Euroleague, ήταν πολύ συγκινητικό να τον βλέπουμε να κλαίει από την χαρά του. Εγώ είχα εξαιρετική σχέση μαζί του και πολλές φορές στις αποστολές παίζαμε τάβλι στο ξενοδοχείο και επειδή τον κέρδιζα συνέχεια, δεν σηκωνότανε από την καρέκλα.»

Οι Ισραηλινοί πως είναι σαν άνθρωποι;

«Πολύ ευθείς! Έχουν αρκετές ομοιότητες στο lifestyle, αλλά η διαφορά τους με μας είναι ότι όταν λένε κάτι συνήθως δεν εννοούν κάτι άλλο, όπως συμβαίνει αρκετά συχνά στην Ελλάδα.»

Πες ένα παράδειγμα...

«Έχω μπει σε αεροπλάνο και όπως πάω να κάτσω στην θέση μου, ο διπλανός μου με αρχίζει στα μπινελίκια...»

Δύσκολο να το πιστέψω...

«Αλήθεια! “Γ@μιέται η Μακάμπι και ζήτω η Χαποέλ!”, ήταν η ακριβής κουβέντα που μου είπε και έμεινα... παγωτό!»

Κι εσύ τι απάντησες;

«Του είπα ότι “επειδή είσαι μάγκας και μου το λες στα μούτρα δεν θα το συνεχίσω” (γέλια)...»

Είναι μεγάλη η αντιπαλότητα των δύο ομάδων της πόλης; Όπως το Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός;

«Δεν φαντάζεσαι! Ίσως και μεγαλύτερη! Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που πήγα στο γήπεδο της Χάποελ, έγινα μάρτυρας ενός απαράδεκτου περιστατικού. Ο γυμναστής μας ήταν ο γιος του πρώην team manager της Μακάμπι που κρεμάστηκε (σ.σ.: Μόνι Φανάν) και μόλις βγήκαμε για προθέρμανση, έπαθα σοκ. Για να τον πικάρουν είχαν φτιάξει μία μούμια στην μορφή του εκλιπόντος και είχαν δέσει το κεφάλι της σε μία κρεμάλα! Το φοβερό ήταν ότι οι συμπαίκτες μου αλλά και ο ίδιος δεν φάνηκαν να επηρεάζονται και αργότερα έμαθα ότι αυτό το σκηνικό γίνόταν σε κάθε αγώνα στο συγκεκριμένο γήπεδο, από τότε που συνέβη το εκείνο το τραγικό συμβάν. Μου ήρθε να κάνω εμετό! Ήταν το χειρότερο πράγμα που έχω δει στην ζωή μου.»

Κεφάλαιο οικογένεια: «Η Ειρήνη μου έδωσε διαφορετική προσέγγιση στην ζωή μου!»

Έχω ακούσει τα καλύτερα για την γυναίκα σου. Θα μου πεις που την γνώρισες;

«Ωραία ερώτηση (σ.σ.: φωτίζεται το πρόσωπό του!!)... Αν και είναι φυσιοθεραπεύτρια και θεωρητικά θα μπορούσα να την είχα γνωρίσει σε κάποια θεραπεία, την Ειρήνη την γνώρισα σε ένα καφέ στην Καλλιθέα. Εγώ σύχναζα εκεί και την έβλεπα, οπότε με τον καιρό γνωριστήκαμε καλύτερα.

Ισχύει ότι η σχέση σας σε βοήθησε να αλλάξεις ρότα στην ζωή σου;

«100%! Θυμάμαι ότι τον πρώτο καιρό που ήμασταν ζευγάρι, με είχε σταματήσει κάποιος στον δρόμο για ένα αυτόγραφο. Σκύβω να υπογράψω και μόλις έφυγε ο φίλαθλος γυρίζει και μου λέει: “βρε Σοφοκλή, φτιάξε λίγο το βλέμμα σου!”.»

Κατάλαβα! Είχες πάρει το σοβαρό σου ύφος που το λες και βαρύ...

«Ίσως! Τι να σου πω; Την ρώτησα, πάντως, αν είχε κάτι το ύφος μου και στο κάπακι σήκωσε το κινητό της και με έβγαλε φωτογραφία για να μου δείξει την έκφραση μου. “Αφού θα το δώσεις που θα το δώσεις το αυτόγραφο ή θα βγεις που θα βγεις φωτόγραφία, σκάσε κι ένα χαμόγελο βρε παιδί μου!”, μου είπε...»

Νορμάλ πράγματα δηλαδή;

«Ναι αυτό ακριβώς! Μια άλλη φορά ήταν μαζί στο γήπεδο και έρχεται ο Βούιτσιτς να μου πει ότι την επομένη έπρεπε εκπροσωπήσω την ομάδα σε ένα εμπορικό event! Με του που το άκουσα, ξενέρωσα και με τον τρόπο μου έδειξα ότι δεν είχα όρεξη να πάω! Μου έβαλε ένα... χέρι που ακόμη το θυμάμαι! “Σοφοκλή! Αφού θα πας που πας γιατί δεν μπορείς να είσαι ευγενικός;”, ήταν η κουβέντα της...»

Βρήκες τον μάστορά σου δηλαδή...

«Ας το πούμε κι έτσι (χαμογελάει μέχρι τα αυτιά!)... Η πλάκα είναι ότι η Ειρήνη ήταν η αγαπημένη όλων στην Μακάμπι. Της είχαν βγάλει και nickname! “The Sofo whisperer”, επειδή όταν μου... ψιθύριζε στο αυτί ερχόμουν στα ίσα μου!»

Ήταν μπασκετική στο παρελθόν;

«Ούτε καν! Όταν με γνώρισε δεν ήξερε ούτε ποιος είμαι, όχι αν παίζω μπάσκετ! Κάποιος, θυμάμαι, ότι της είχε πει ότι παίζω μπάσκετ, αλλά δεν έδωσε καμία σημασία και αυτό μου άρεσε πολύ. Κι από την πλήρη άγνοια, βρέθηκε μέσα στα γήπεδα και τα Final 4!»

Σε φαντάζομαι να γονατίζεις για πρόταση γάμου και τρελαίνομαι...

«Η αλήθεια είναι ότι, δυστυχώς, δεν είχα την ευκαιρία να κάνω πρόταση γάμου με τον παραδοσιακό τρόπο. Της έκανα όμως έκπληξη στο αυτοκίνητο! Δεν το είχα προσχεδιάσει, απλά κάποια στιγμή ενθουσιάστηκα και της πρότεινα να με παντρευτεί.»

πειδή σε ξέρω αρκετά χρόνια, νομίζω ότι το Ισραήλ και η οικογένεια σε άλλαξαν προς το καλύτερο. Δεν ξέρω αν συμφωνείς;

«Θα σου πω το εξής: Όλοι έχουν ένα παρελθόν με γυναίκες, φίλους, συμπεριφορές και επιλογές. Πάντα όμως, ψάχνεις κάτι. Εμένα η Ειρήνη μου έδωσε κάτι που δεν ήξερα καν ότι υπάρχει και ότι το χρειάζομαι. Δηλαδή αυτή την ηρεμία, αυτή την διαφορετική προσέγγιση στην ζωή, μου την πρόσφερε απόλυτα. Μου έμαθε να μην συμπεριφέρομαι λες και όλοι είναι οι εχθροί μου.»

Δεν σου κρύβω ότι κάποιες φορές το έβγαζες αυτό...

«Όντως, αλλά μπορεί και να το αισθανόμουν κάποιες φορές. Πάντα γούσταρα να παίζω μπάσκετ μέσα στο γήπεδο και πάντα απολάμβανα την ατμόσφαιρα των φιλάθλων, αλλά όταν με πλησίαζαν άγνωστοι στον δρόμο μου έβγαινε μία καχυποψία... Γιατί κάποιες φορές δεν έχεις καθόλου όρεξη και πρέπει να βάλεις τον εαυτό σου σε μία διαδικασία και να υπομείνεις την μ@λ@κία του καθενός... Και δεν αναφέρομαι στις περιπτώσεις που κάποιος σου ζητάει μία φωτογραφία ή ένα αυτόγραφο, αλλά όταν σου κάνει κριτική και καμιά φορά ξεπερνάει και τα όρια...»

Επομένως αυτό το βαρύ ύφος που είχες ενίοτε ισοδυναμούσε με μία άμυνα που έβγαζες προς τα έξω, ένα “μην με ενοχλείτε”;

«Αυτό ακριβώς! Γιατί μέσα στα αποδυτήρια είχα πάντα καλή σχέση με όλους. Και αστεία θα κάνω και πλάκα θα σπάσω και πρέπει κάποιος να με φέρει στο αμήν για να εκνευριστώ.»

Το «πέσιμο της αυλαίας» και η ζωή μετά το μπάσκετ

Πότε άρχισες να καταλαβαίνεις ότι η καριέρα σου αρχίζει να παίρνει την κάτω βόλτα; Μετά την Μακάμπι, όταν και ουσιαστικά δεν στέριωσες για ολόκληρη χρονιά σε κάποια ομάδα; Από το 2015 και μετά έπαιξες σε Ερυθρό Αστέρα, ΠΑΟΚ, Τρίκαλα και Ιωνικό...

«Όταν πήγα στο Βελιγράδι ήμουν πολύ χαμηλών τόνων και απόλυτα δεκτικός και ευγενικός με όλους. Πήγαινα πάντα πιο νωρίς, μιλούσα στους μικρούς και ήμουν πολύ συνεπής στην προπόνηση, παρ' ότι ήταν από τις πιο εξαντλητικές που έχω κάνει ποτέ. Ωστόσο, με τον προπονητή δεν μπορούσα με καμία δύναμη να βγάλω άκρη.»

Ήταν ο ίδιος που είναι και σήμερα, ο Ντέγιαν Ράντονιτς...

«Χαιρετούσα όλους τους προπονητές νορμάλ και αυτός μου έκανε κάτι περίεργες χειρονομίες, ενώ την πρώτη φορά που με γνώρισε μου είπε “κοίτα, εδώ να τις ξεχάσεις τις μαγκιές σου στα αποδυτήρια, γιατί εγώ είμαι το αφεντικό!”... Μιλάμε για την πρώτη φορά που πήγα στο γήπεδο, κατευθείαν από το αεροδρόμιο! Ανήκουστα πράγματα. Γι' αυτό και δεν μακροημέρευσα στον Ερυθρό Αστέρα, που ήταν η πρώτη ομάδα από την οποία έφυγα στα μέσα της σεζόν...»

Τότε ήταν που άρχιζες να επεξεργάζεσαι σιγά-σιγά τους τίτλους τέλους;

«Ναι γιατί δεν βοήθησαν και οι συνθήκες με τις οποίες βρέθηκα να παίζω στον ΠΑΟΚ. Ο coach Μαρκόπουλος, τότε, σκέφτηκε ότι μπορώ να παίζω σχεδόν 30 λεπτά κατά μέσο όρο. Κάτι που δεν γινόταν με βάση την σωματοδομή μου...»

Από το καλοκαίρι του 2016, όμως, πέρασαν τουλάχιστον τρία χρόνια μέχρι να ανακοινώσεις την οριστική σου απόσυρση...

«Πέρασε ένα μεγάλο διάστημα που πραγματικά δεν ήξερα αν έπρεπε να σταματήσω ή να συνεχίσω. Ένιωθα καλά, δεν είχα πάθει τίποτε, η οικογένειά μου ήταν μία χαρά, οπότε αποφάσισα να πάρω τον χρόνο μου και να μην βιαστώ για οποιαδήποτε απόφαση. Κάπως έτσι προέκυψε και ο Απόλλων...»

Σωστά, είχες κάνει κι ένα πέρασμα από την Πάτρα...

«Το θέμα είναι ότι βαθιά μέσα μου, δεν ήθελα να πάω... Είχα ένα κακό προαίσθημα και γι' αυτό ήμουν πολύ κακόκεφος όταν πήγα.»

Και τι συνέβη;

«Τίποτε περισσότερο από το ότι έκοψα τον αχίλλειό μου σε μία ατομική προπόνηση που έκανα στο ρεπό που είχε δώσει ο coach Μέξας σε όλη την ομάδα, για να καλύψω το χαμένο έδαφος. Κάπως έτσι έχασα έναν ολόκληρο χρόνο...»

Πως ήταν εκείνη η στιγμή;

«Θυμάμαι ότι είχα τελειώσει το βασικό κομμάτι, είχα σουτάρει και πέντε βολές κι ετοιμαζόμουν να καθίσω στον πάγκο. Έτσι όπως περπατούσα για να βγω από το γήπεδο, ξαφνικά χάνω την ισορροπία μου και σωριάζομαι στο παρκέ. Κατάλαβα αμέσως ότι έκοψα τον αχίλλειο τένοντα και πήρα τηλέφωνο την γυναίκα μου, που με περίμενε με τα παιδιά στο αυτοκίνητο έξω από το γήπεδο, για να της το πω...»

Οπότε να υποθέσω ότι οι δύο επόμενες απόπειρες που έκανες στα Τρίκαλα και τον Ιωνικό, έγιναν περισσότερο για να τελειώσεις μέσα στο γήπεδο;

«Στα Τρίκαλα δεν πήγα για να παίξω αλλά για να βοηθήσω τα παιδιά με τις εμπειρίες μου και παράλληλα να κάνω καλή αποκατάσταση με τον γυμναστή της ομάδας, που ήταν έμπιστος του Κώστα Χατζηχρήστου. Από ένα σημείο και μετά έκανα προπονήσεις αλλά δεν έπαιζα στους αγώνες. Όταν αισθάνθηκα καλύτερα, μπήκα και στους αγώνες για να βοηθήσω. Στην χειρότερη περίπτωση τρία καλάθια και 4-5 ριμπάουντ τα είχα...»

Όταν κάθεσαι κάποιες φορές στο σπίτι και γυρίζεις τον χρόνο πίσω, σε ενοχλεί που δεν σταμάτησες το μπάσκετ όντας σε μία αξιοπρεπή αγωνιστική κατάσταση για να σε θυμάται ο κόσμος καλύτερα;

«Δεν έχω απωθημένα και πολλές φορές το συζητάμε με την Ειρήνη. Πέρασα πολύ καλά παίζοντας μπάσκετ, έχω καλές αναμνήσεις από την καριέρα μου, κέρδισα πολλά, δόξα, χρήματα, ατομικούς και ομαδικούς τίτλους, έζησα έντονα, οπότε δεν νιώθω ότι μου έλλειψε κάτι. Αν θα μπορούσα κάλλιστα να πετύχω περισσότερα; Σίγουρα! Εκ του αποτελέσματος ο καθένας μπορεί να πει ό,τι θέλει. Στο τέλος της ημέρας, είμαι εντάξει με τον εαυτό μου κι έχω κάνει πολλούς καλούς φίλους, με τους οποίους επικοινωνώ ανά τακτά χρονικά διαστήματα και νιώθω πλούσιος χάρη σε αυτούς.»

Εδώ και μερικά χρόνια η αυλαία έχει πέσει οριστικά. Η ζωή μετά το μπάσκετ είναι δύσκολη;

«Δίχως την παραμικρή αμφιβολία και γι' αυτό με είχε προετοιμάσει κάποια στιγμή ο Θοδωρής Παπαλουκάς. Στην αρχή μου φάνηκε βουνό, γιατί από τα 13 μου είχα μάθει με ένα πρόγραμμα. Ξύπνημα, σχολείο, διάβασμα, προπόνηση, φαγητό, ύπνος... Ξαφνικά έρχεται μία μέρα που σηκώνεσαι από το κρεβάτι και δεν έχεις να κάνεις τίποτε. Το ευτυχές για μένα ήταν είχα κάνει οικογένεια και λόγω του σπιτιού και των παιδιών, υπήρχαν πολλά κομμάτια της καθημερινότητας στα οποία μπορούσα να συνεισφέρω. Αν ήμουν μόνος μου και κοιτούσα το ταβάνι, θα ήταν... αυτοκτονία! Επίσης επειδή η απόφασή μου συνέπεσε με την έξαρση της πανδημίας και την πρώτη καραντίνα, όταν όλος ο κόσμος βρισκόταν σε μία παράξενη και παρόμοια φάση. Οπότε ήταν πιο εύκολο και παρήγορο για μένα...»

Παρ' όλα αυτά, δεν σε “έφαγε” το άγχος για το ποια θα είναι η επόμενη σου μέρα; Τι θα κάνεις μετά το μπάσκετ;

«Εννοείται αυτό! Είχα άγχος για όλα! Και γι' αυτά που λες, αλλά και για τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, οπότε προσπαθούσα να βοηθήσω. Τώρα που πλέον όλοι έχουν επιστρέψει στα αντικείμενά τους, είναι ακόμη πιο δύσκολο γιατί πρέπει να βρω μία ασχολία που θα γίνει το νέο σημείο αναφοράς μου. Που θα με ενδιαφέρει και θα με γεμίζει...»

Κλείνοντας και καθώς πλησιάζουμε στο τέλος της κουβέντας μας, θέλω να σε ρωτήσω πως αντιμετώπιζες τα συνθήματα για τα κιλά σου.... Σε ενοχλούσε εκείνο το “έφαγες όλο τον Σκλαβενίτη, Σχορτσανίτη, Σχορτσανίτη”...

«Αυτά που ακούγονταν στο γήπεδο ποτέ δεν τα έπαιρνα στα σοβαρά! Να κάτσω να ασχοληθώ με τα συνθήματα και να αφήσω τον προσωπικό μου αντίπαλο ή να χάσω την συγκέντρωσή μου; Συν τοις άλλοις, τόσα χρόνια στον αθλητισμό έχω μάθει ότι όποιος βρίσκεται στο επίκεντρο της ειρωνίας και των αποδοκιμασιών, μάλλον κάτι κάνει καλά και ενοχλεί. Οπότε όλο αυτό είχε και ένα τιμητικό κομμάτι, χωρίς αυτό βεβαια να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν στιγμές που εκνευριζόμουν. Αλλά τις περισσότερες φορές είχα το mindset που μόλις σου περιέγραψα. Βέβαια, το παιχνίδι είναι ένα ζωντανό πράγμα που συνέχεια εξελίσσεται και δεν ξέρεις ποτέ πως μπορούν να αλλάξουν όλα... Να τρελαθείς, να σου γυρίσει το μυαλό κι εγώ ήμουν ευάλωτος σε αυτό...»

Όσοι σε είχαμε ζήσει από κοντά το θυμόμαστε αυτό...

«Σε αντίθεση με τώρα που είμαι πολύ πιο σταθερός, δεν ήμουν πνευματικά πολύ  δυνατός και επέτρεπα πολλά πράγματα να επηρεάσουν την ψυχοσύνθεσή μου. Όχι μόνο μέσα στο γήπεδο, αλλά και στην προσωπική μου ζωή. Θα έπρεπε να ήμουν λίγο πιο ισορροπημένος...»

Αυτή είναι η ζωή όμως... Όταν είσαι νέος δεν γίνεται να έχεις την «σοφία» που αποκτάς στην πορεία μεγαλώνοντας, έτσι δεν είναι;

«Ακριβώς και αυτό που έρχεται στο μυαλό απ' αυτό που λες, είναι η κριτική που κάνει ο κόσμος σχετικά με τις αποφάσεις που πρέπει να παίρνει ο Γιάννης στην καριέρα του. Αυτό που ελάχιστοι μπορούν να καταλάβουν είναι ότι ο Αντετοκούνμπο, από την ηλικία των 14ετών που τον γνώρισα, ήταν τόσο σοβαρός και συγκροτημένος που σου έδινε την εντύπωση ότι κάτι θα κάνει. Κάτι μεγάλο θα πετύχει... Φαινόταν, είχε μία πολύ θετική και ξεχωριστή αύρα..

Art direction: Χρήστος Ζωίδης

Φωτογραφίες: Χρήστος Λώλος