Ούκιτς: «Έπαιζα με διαλυμένο αχίλλειο γιατί ήθελα να δώσω κάτι πίσω στον Παναθηναϊκό»

Ο Ρόκο-Λένι Ούκιτς διάλεξε από νωρίς τη μοίρα του και το γεγονός ότι γεννήθηκε στο Σπλιτ στα μέσα των 80s ήταν μια ευπρόσδεκτη συγκυρία που έμελλε να σημαδέψει τη διαδρομή του, βοηθώντας τον να συνειδητοποιήσει εγκαίρως πως είναι υπέροχο να παίρνει κανείς τον έλεγχο του πεπρωμένου του.

Ο Κροάτης γκαρντ ήταν πιτσιρικάς όταν η Γιουγκοπλάστικα, η κορυφαία ομάδα του 20ού αιώνα κατακτούσε τρία διαδοχικά Κύπελλα Πρωταθλητριών την περίοδο 1989-91 στο Μόναχο, τη Σαραγόσα και το Παρίσι, κάθε ένα εξ αυτών και μια έκπληξη, ένα χτύπημα απέναντι σε υπερδυνάμεις της εποχής. Το μπάσκετ ήταν μονόδρομος για τα παιδιά που γεννήθηκαν εκείνη την περίοδο στο Σπλιτ και μεγάλωσαν βλέποντας ανάμεσά τους τον Τόνι Κούκοτς, τον Ντίνο Ράτζα και τα υπόλοιπα τρομερά «μωρά» του Μπόζα Μάλκοβιτς που νίκησαν τους πάντες.

Μεταξύ αυτών, ο Ούκιτς που φέτος αγωνίζεται στην ΚΚ Σπλιτ, όπως ονομάζεται από το 2015 η πρώην Γιουγκοπλάστικα. Στο ξεκίνημα της καριέρας του θεωρήθηκε ως ένα από τα πιο αυθεντικά ταλέντα του σύγχρονου κροατικού μπάσκετ, ένας ιδιαίτερα «εκρηκτικός» γκαρντ που πλέον διανύει τα τελευταία μέτρα μιας υπέροχης διαδρομής αφού όπως παραδέχθηκε στο Gazzetta, η φετινή αναμένεται να είναι η τελευταία χρονιά του.

Το καλοκαίρι του 2012, το πρώτο στην εποχή μετά τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς, ο Ούκιτς συμφώνησε με τον Παναθηναϊκό που έψαχνε έναν έμπειρο και ικανό γκαρντ για να πλαισιώσει τον Δημήτρη Διαμαντίδη. Τη διετία που έμεινε στους «πράσινους» κατέκτησε ισάριθμα double.

«Το μόνο πράγμα που λυπάμαι είναι ότι τραυματίστηκα τη δεύτερη χρονιά. Ο αχίλλειος και στα δυο πόδια ήταν σε τραγική κατάσταση. Αν το είχα αυτό στο μυαλό μου, δεν θα έπαιζα όλη τη δεύτερη χρονιά στον Παναθηναϊκό με τον τρόπο που έπαιξα. Γιατί πραγματικά, αυτή η κατάσταση κατέστρεψε την καριέρα μου…» παραδέχεται κάνοντας rewind ενώ δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ εκείνη τη σειρά των playoffs με την Μπαρτσελόνα και τη μεγάλη χαμένη ευκαιρία του Παναθηναϊκού που ηττήθηκε στο Game 4 στο ΟΑΚΑ κι εν τέλει αποκλείστηκε: «Έμειναν στο παιχνίδι με πέντε τεράστιους παίκτες που όμως δεν έπαιξαν ποτέ άμυνα στη ζωή του! Ο Σάρας, ο Ναβάρο, ο Τζο Ίνγκλις, ο Λόρμπεκ και ο Άντε Τόμιτς… Μας άφησαν να σουτάρουμε και χάσαμε όλα τα σουτ σε εκείνο το παιχνίδι».

Όσον αφορά το πέρασμά του από την ΑΕΚ, επισημαίνει πως η θητεία του στην «Ένωση» αναζωογόνησε την καριέρα του.

Ο Ρόκο-Λένι Ούκιτς δίνει φέτος τις τελευταίες παραστάσεις με την Σπλιτ ενώ στο μεσοδιάστημα έπαιξε μπάσκετ σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Βιτόρια, Βαρκελώνη, Ρώμη, Τορόντο, Μιλγουόκι, Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Λιουμπλιάνα, Βαρέζε, Καντού, Λεβαλουά και Αντίμπ ήταν οι ενδιάμεσοι σταθμοί στην καριέρα ενός τύπου που πλέον παραδέχεται πως οι θεοί του μπάσκετ του συμπεριφέρθηκαν όπως του άξιζε ενώ σε ό,τι αφορά την προϋπηρεσία του στον Παναθηναϊκό, υπερθεματίζει πως «δεν άφησα το σημάδι μου εκεί, δεν ήμουν legend και σίγουρα δεν πρόκειται να αποσύρουν τη φανέλα μου. Σε κάθε περίπτωση όμως, νομίζω πως έδωσα αφορμές στους ανθρώπους να με θυμούνται θετικά».

Από το 2000, όταν έπαιξε για πρώτη φορά επαγγελματικό μπάσκετ στην ομάδα της γενέτειράς του μέχρι σήμερα, ο Ούκιτς έδωσε τα πάντα, ήταν ειλικρινής απέναντι στο παιχνίδι και μιλάει στο Gazzetta για τις σημαντικότερες στιγμές αυτής της πορείας.

Όταν η ΚΚ Σπλιτ ανακοίνωσε επισήμως την επιστροφή σου στα μέσα της περσινής σεζόν, χρησιμοποίησε μια παλιά φωτογραφία, όταν ακόμη αγωνιζόσουν εκεί την περίοδο 2000-05. Στο διάστημα που μεσολάβησε, πόσο άλλαξε ο Ρόκο και πόσο ο Ούκιτς;
«Μιλάμε για δυο δεκαετίες... Πολλά έχουν αλλάξει σε αυτό το διάστημα, όχι μόνο εγώ. Τότε ήμουν ένα παιδί 16 χρονών που άρχισα να παίζω για πρώτη φορά σαν επαγγελματίας. Τώρα είμαι 37, ένας ώριμος άνδρας, ένα πατέρας δυο παιδιών που παίζω μπάσκετ τα τελευταία 20-21 χρόνια κι έχω γυρίσει τον μισό πλανήτη. Σίγουρα δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος, ούτε ο ίδιος παίκτης όμως η αφοσίωσή μου και το πάθος γι' αυτό που κάνω δεν έχουν αλλάξει. Η απόδοσή μου έχει σκαμπανεβάσματα με τα χρόνια και είναι φυσιολογικό. Σε κάθε περίπτωση, η αγάπη για το παιχνίδι και τον ανταγωνισμό είναι η ίδια».

Έχεις σκεφτεί πως ενδεχομένως η διαδρομή σου θα ήταν διαφορετική αν δεν είχες μεγαλώσει σε μια από τις πιο ιδιαίτερες μπασκετικές πόλεις του κόσμου όπως το Σπλιτ;
«Η ζωή μου σίγουρα θα ήταν διαφορετική αν δεν γεννιόμουν εκεί. Το να γεννιέσαι στο Σπλιτ στα τέλη των 80s σήμαινε πως το μπάσκετ ήταν το πεπρωμένο σου. Εγώ γεννήθηκα το 1984, ήμουν 6-7 χρονών όταν άρχισα να δοκιμάζω να ασχοληθώ με κάποιο σπορ. Εκείνη την εποχή, λοιπόν η Γιουγκοσπλάστικα ήταν η καλύτερη ομάδα στην Ευρώπη και φυσικά, πολλά παιδιά ασχολήθηκαν με το μπάσκετ. Το Σπλιτ, κατά κύριο λόγο είναι ποδοσφαιρική πόλη ενώ η Χάιντουκ είναι σαν θρησκεία εδώ για όλους. Στην κυριαρχία της Γιουγκοπλάστικα, το μπάσκετ έγινε το νούμερο 1 σπορ και αυτός ήταν ο βασικός λόγος που ασχολήθηκα κι εγώ. Βασικά, άρχισα να παίζω μπάσκετ από σύμπτωση. Ουδείς στην οικογένειά μου είχε παίξει μπάσκετ στο παρελθόν! Δεν ήμουν τόσο ψηλός ούτε μακρύς, δεν ήμουν προορισμένος από το γενεαλογικό μου δέντρο να το κάνω. Απλώς το δοκίμασα και κάπως έτσι άρχισαν όλα. Φυσικά, αν το μπάσκετ δεν ήταν τόσο δημοφιλές εκείνα τα χρόνια, πιθανώς τώρα να έκανα κάτι άλλο».

Παρεμπιπτόντως, πως μεγαλώνουν σήμερα τα νέα παιδιά στο Σπλιτ; Γνωρίζουν την κληρονομιά της Γιουγκοπλάστικα και την ιστορία της; Η γενιά των social media ξέρει τι έγινε πίσω στις αρχές των 90s;
«Θα μιλήσω για μένα... Έχω έναν γιο 11 χρονών που παίζει μπάσκετ και προσπαθώ να τον μεγαλώσω με τον παραδοσιακό τρόπο. Γνωρίζει την ιστορία μας, ξέρει ό,τι χρειάζεται σε αυτή την ηλικία όμως θα έλεγα ψέματα αν υποστήριζα πως πολλά παιδιά μεγαλώνουν με τον ίδιο τρόπο σε μια εποχή που έχουν διαφορετικά πρότυπα και η πρόσβαση στις πληροφορίες είναι πιο εύκολη. Αν, για παράδειγμα πας σε ένα δημοτικό σχολείο και ρωτήσεις ένα παιδί που δεν κάνει κάποιο σπορ ποιος είναι ο Τόνι Κούκοτς ή ο Ντίνο Ράτζα, αμφιβάλλω αν τους ξέρει! Δεν είναι σωστό όμως έτσι έχουν τα πράγματα. Ίσως τα παιδιά που αθλούνται να έχουν κάποιες γνώσεις, να ξέρουν κάτι γι' αυτό το θέμα...».

Εσύ πως μεγάλωσες; Ήσουν πολύ μικρός την τριετία 1989-91, όμως έχεις αναμνήσεις από ό,τι συνέβη εκείνες τις μέρες στην πόλη; Ποιον παίκτη θαύμαζες;
«Φυσικά! Έβλεπα τα παιχνίδια το 1990-91. Ήμουν 6-7 χρονών και η μητέρα μου με πήγαινε στο γήπεδο κάποιες φορές για τους αγώνες της Γιουγκοπλάστικα. Θυμάμαι τον Τόνι! Η εικόνα του Κούκοτς είναι η πιο παλιά ανάμνηση που έχω. Ο Τόνι ήταν εκείνος που θαύμαζα περισσότερο όταν ήμουν μικρός. Μετά άρχισα να παρακολουθώ ΝΒΑ. Όταν ήμουν 10 χρονών, όλα τα είδωλά μου ήταν από το ΝΒΑ. Και για να πω την αλήθεια, ήμουν περισσότερο φαν του ΝΒΑ από το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Το ίδιο ισχύει και σήμερα».

Από τον μικρό Ρόκο που μεγάλωσε στους δρόμους του Σπλιτ πίσω στα 90s, τι έχει μείνει στον άνδρα του σήμερα;
«Πολλά πράγματα έχουν μείνει ίδια. Όπως είπες, είμαι ένας παίκτης που γεννήθηκα στους δρόμους και τις παιδικές χαρές. Που άρχισα να παίζω μπάσκετ στους δρόμους. Αν δεις το παιχνίδι μου, μπορείς να βρεις πολλά στοιχεία streetball. Μερικές φορές αυτό ήταν καλό, όμως τις περισσότερες φορές έκανε κακό στην καριέρα μου (γέλια)! Ενδεχομένως να "κέρδισα" τους φιλάθλους όμως γέμιζα άγχος τους προπονητές μου με αυτό το στιλ! Όταν πηγαίνω στο κέντρο της πόλης, όταν βρίσκομαι ξανά στους δρόμου που μεγάλωσα, οι αναμνήσεις επιστρέφουν. Γύρισα στο Σπλιτ έπειτα από σχεδόν 20 χρόνια και βρίσκω παντού το παρελθόν μου».

Εκτός από την Κροατία, έχεις παίξει μπάσκετ στη Βιτόρια, τη Βαρκελώνη, τη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα, το Τορόντο... Που ένιωσες, λοιπόν περισσότερο σπίτι σου;
«Το μοναδικό μέρος που ένιωσα πραγματικά σαν στο σπίτι μου είναι η Αθήνα! Η υποδοχή και η αντιμετώπιση που είχα σαν παίκτης του Παναθηναϊκού και αργότερα της ΑΕΚ είναι κάτι πραγματικά ξεχωριστό και μοναδικό. Πέρασα τρία υπέροχα χρόνια στην Αθήνα και την Ελλάδα. Υπάρχει η ίδια νοοτροπία με την Κροατία, επίσης το κλίμα είναι ίδιο και το φαγητό είναι υπέροχο. Είναι μια ερώτηση που κάνουν συχνά σε εμένα και τη γυναίκα μου. Πού νιώσαμε δηλαδή καλύτερα και πιο άνετα... Και οι δυο μας λέμε το ίδιο, χωρίς δεύτερη σκέψη. Στην Αθήνα».

Για τι πράγμα ανυπομονείς σε αυτή τη φάση της καριέρας σου; Ποια είναι η πιο δυνατή ώθηση που υπάρχει μέσα σου, στα 37 σου χρόνια;
«Η αλήθεια είναι ότι ανυπομονώ για την απόσυρση (γέλια)! Αυτή είναι κατά 99.9% η τελευταία χρονιά μου στο μπάσκετ. Το πιο μεγάλο κίνητρο μέσα μου είναι σίγουρα η αγάπη για το παιχνίδι. Από τότε μέχρι σήμερα... Είμαι 37 χρονών, κάνω κάποια καλά παιχνίδια που μου δίνουν ώθηση, που με βοηθούν να καταλάβω ότι μπορώ ακόμη να παίξω σε αυτό το επίπεδο στην ABA Liga. Ξέρω ότι μπορώ να σταθώ σε ένα καλό επίπεδο. Δεν είναι, δηλαδή ότι παίζω σε μια ομάδα τρίτης κατηγορίας, ούτε παίζω 5'. Δεν κάνω την... τσιρλίντερ, ούτε είμαι εκείνος ο αρχηγός που απλώς κάθεται. Δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω αυτό. Αγαπώ τόσο πολύ αυτό που κάνω που δεν θα μπορούσα να συμβιβαστώ απλώς με το να κάθομαι στον πάγκο και να μην κάνω τίποτα. Παίζω σε μια ομάδα που είναι ανταγωνιστική. Η ΚΚ Σπλιτ δεν είναι η καλύτερη ομάδα στον κόσμο όμως είναι η ομάδα της πόλης μου, επομένως έχω έξτρα κίνητρο να παίζω για τους φίλους και την οικογένειά μου. Στην ABA Liga παίξαμε για την παραμονή ενώ στο πρωτάθλημα Κροατίας παίζουμε για το πρωτάθλημα... Έχουμε, δηλαδή δυο διαφορετικά κίνητρα μέσα στην χρονιά. Όπως εξήγησα, κάνω ακόμη κάποια σπουδαία ματς στα 37 μου. Αυτό μερικές φορές εκπλήσσει κι εμένα τον ίδιο! Σε κάθε περίπτωση, ξέρω ότι έχω ακόμη μέσα μου την φλόγα».

Ποια είναι η κατάσταση αυτή τη στιγμή στο κλαμπ όσον αφορά το ενδιαφέρον των φιλάθλων και την στήριξη από την πόλη;
«Εξαρτάται από το τι προσδοκίες έχεις. Δεν προσδοκούσα πολλά πράγματα επειδή η ΚΚ Σπλιτ ήταν σε χαμηλό επίπεδο για 20 χρόνια. Από την στιγμή που έφυγα από την ομάδα το 2005, έπαιξαν άλλες δυο σεζόν στην ABA Liga και υποβιβάζονταν την επόμενη χρονιά. Πέρσι επέστρεψαν. Και φέτος είναι η πρώτη φορά έπειτα από δυο δεκαετίες που μείναμε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Η ΚΚ Σπλιτ προσπαθεί να βρει μια σταθερότητα, να αποδείξει ότι μπορεί να σταθεί σε αυτό το επίπεδο. Κατά την γνώμη μου, η ABA Liga είναι στα top-5 πρωταθλήματα της Ευρώπης, μια πολύ απαιτητική λίγκα, με καλούς ξένους και σπουδαία ταλέντα. Δεν είναι εύκολο.... Αν έχεις στο μυαλό σου την Γιουγκοπλάστικα των 90s, τότε θα πεις πως όλα είναι καταστροφή. Όμως αν ξέρεις πως έχεις να κάνεις με ένα μικρό αλλά αξιοπρεπές κλαμπ που προσπαθεί να αποδείξει τον εαυτό του και να κάνει κάτι καλό για το μέλλον, τότε τα πράγματα είναι καλά».

Τι σημαίνει για έναν νεαρό Κροάτη ή έναν ξένο παίκτη να παίζει και να αγωνίζεται κάτω από τα banner με το three-peat της Γιουγκοπλάστικα;
«Σημαίνει όλο και λιγότερα... Δυστυχώς, δεν μπορείς να κερδίσεις τον χρόνο... Οι άνθρωποι που είναι σήμερα 30 χρονών δεν είχαν γεννηθεί όταν η Γιουγκοπλάστικα ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης. Θα σου έλεγα ψέματα αν υποστήριζα πως κάποιοι παίκτες έρχονται στην ΚΚ Σπλιτ και παίζουν επειδή, για παράδειγμα κάτι σπουδαίο συνέβη το 1989. Σίγουρα, ένας ξένος θα πει πως είναι μεγάλη τιμή να παίζει σε ένα κλαμπ σαν αυτό όμως ο κύριος λόγος που έρχονται είναι τα χρήματα και τα στατιστικά τους. Ό,τι συμβαίνει δηλαδή σε κάθε άλλη ομάδα του κόσμου. Η ΚΚ Σπλιτ σημαίνει περισσότερα για εμάς τους γηγενείς παίκτες, για όσους γεννηθήκαμε εδώ, που μεγαλώσαμε και μάθαμε την ιστορία σε αυτόν τον τόπο».

Τους κάνετε... ιδιαίτερα μαθήματα για την ιστορία της Γιουγκοπλάστικα; Τους λέτε, για παράδειγμα «κοιτάξτε τα λάβαρα για να καταλάβετε που είστε»;
«Όχι, δεν τους κάνω κανένα ιδιαίτερο μάθημα για την ιστορία του κλαμπ... Επειδή, ακριβώς όσο σημαντική είναι η ιστορία και ό,τι συνέβη στο παρελθόν, ακόμα πιο σημαντικό είναι το μέλλον. Η φιλοσοφία μου είναι πως αν ζούμε τόσο πολύ στο παρελθόν, δεν θα είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι στο παρόν. Επομένως, όσο μεγάλη κι αν ήταν η Γιουγκοπλάστικα, η καλύτερη ομάδα του 20ού αιώνα, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είμαστε στον 21ο αιώνα. Όποιος θέλει να μάθει κάτι, μπορεί να μάθει μόνος του, πλέον είναι πολύ εύκολο. Δεν θα σκοράρει περισσότερους πόντους, δεν θα μοιράσει περισσότερες ασίστ, ούτε θα μαζέψει περισσότερα ριμπάουντ αν ξέρει, για παράδειγμα τι έγινε στη Σαραγόσα το 1990».

Θα φορέσεις γραβάτα όταν κόψεις το μπάσκετ; Θα σε δούμε ως προπονητή ή θα κάνεις καριέρα στα ντραμς;
«Για να πω την αλήθεια, αυτή τη στιγμή δεν βλέπω τον εαυτό μου σαν προπονητή. Βέβαια, ποτέ μη λες ποτέ, δεν μπορείς να ξέρεις τι θα συμβεί σε 2-3 χρόνια. Τώρα νιώθω γεμάτος με το μπάσκετ. Επομένως, πιστεύω πως η καλύτερη δυνατή επιλογή είναι να ξεκουραστώ για λίγο, για 1-2 χρόνια και μετά βλέπουμε. Αν δηλαδή θα έχω όρεξη να επιστρέψω στο γήπεδο με διαφορετικό ρόλο. Τώρα όσον αφορά τα ντραμς, θα παίζω σίγουρα! Έχω την μπάντα μου, ολοκληρώσαμε την ηχογράφηση του άλμπουμ, το οποίο πιθανώς θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι»!

Ποιος είναι ο άμεσος και ποιος ο μακροπρόθεσμος στόχος της ΚΚ Σπλιτ;
«Ο πιο κοντινός στόχος ήταν να παραμείνει στην ABA Liga και ακολούθως, να κερδίσει το πρωτάθλημα στην Κροατία. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω ποιος είναι ο μακροπρόθεσμος στόχος. Δεν έχω κάποια ιδιαίτερη σχέση με τη διοίκηση του κλαμπ, δεν έχω μιλήσει μαζί τους για το ζήτημα και δεν γνωρίζω πράγματα για τη λειτουργία της ομάδας παρά μόνο για το παιχνίδι. Επομένως, δεν έχω ιδέα ποιος είναι ο μακροπρόθεσμος στόχος».

Ποιους συμπαίκτες σου αγάπησες περισσότερο όλα αυτά τα χρόνια;
«Είναι πολύ δύσκολο να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Γνώρισα τόσα παιδιά όλα αυτά τα χρόνια... Δεν θα μιλήσω για το μπασκετικό κομμάτι, γιατί είχα την ευκαιρία να παίξω με τόσους θρύλους όπως ο Διαμαντίδης, ο Σάρας, ο Ναβάρο και ο Σκόλα. Στο ΝΒΑ έπαιξα με τον Κρις Μπος και τον Άντονι Πάρκερ… Δεν έχει νόημα να τους συγκρίνω και να πω ποιος είναι καλύτερος. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ο Μπόγιαν Μπογκντάνοβιτς και ο Μάρκο Τόμας είναι οι καλύτεροι φίλοι μου σε αυτή τη διαδρομή. Παίξαμε μαζί σε ομάδες και στην εθνική Κροατίας, είναι και οι δυο τους σπουδαίοι παίκτες, κυρίως όμως είναι οι καλύτεροι φίλοι που έχω στον χώρο του μπάσκετ».

Τι θέση έχουν ο Παναθηναϊκός και η ΑΕΚ στην καριέρα σου;
«Έπαιξα το καλύτερο μπάσκετ της καριέρας μου την πρώτη σεζόν στον Παναθηναϊκό (σ.σ. 2012-13), ενδεχομένως μαζί με μια χρονιά στη Φενέρμπαχτσε. Στη Φενέρ είχα καλύτερα νούμερα όμως στον Παναθηναϊκό είχα μεγαλύτερες επιτυχίες σαν ομάδα. Στο τέλος της ημέρας, νικήσαμε τον Ολυμπιακό και κερδίσαμε δυο τίτλους τη χρονιά που είχαν κατακτήσει την EuroLeague και ήταν πανίσχυροι. Το μόνο πράγμα που λυπάμαι είναι ότι τραυματίστηκα τη δεύτερη χρονιά. Ο αχίλλειος και στα δυο πόδια ήταν σε τραγική κατάσταση. Αν το είχα αυτό στο μυαλό μου, δεν θα έπαιζα όλη τη δεύτερη χρονιά στον Παναθηναϊκό με τον τρόπο που έπαιξα. Γιατί πραγματικά, αυτή η κατάσταση κατέστρεψε την καριέρα μου. Ο κόσμος του μπάσκετ με είδε σε κακή κατάσταση. Δεν πήρα χρόνο για την αποθεραπεία μου. Έπρεπε να μείνω εκτός στο πρώτο μισό της χρονιάς και να παίξω στο άλλο μισό. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισα να παίξω γιατί δεν τραυματίστηκα στον Παναθηναϊκό. Είχα τραυματιστεί στην εθνική Κροατίας κι ένιωθα άσχημα για το κλαμπ που με πλήρωνε. Ήθελα να ανταποδώσω κάτι στον Παναθηναϊκό. Είπα μέσα μου πως θέλω να βοηθήσω την ομάδα μου, ακόμα κι αν έπαιζα στο 50-60%. Έτσι αποφάσισα να παίξω εκείνη την χρονιά κι έκτοτε, δεν γύρισα ποτέ ξανά σε επίπεδο EuroLeague. Δεν είχα ξανά την ευκαιρία να το κάνω, αν και ήμουν μόλις 30 ετών. Ο κόσμος με είδε σε κακή κατάσταση, είδε πως δεν ήμουν τόσο γρήγορος όσο πριν όμως η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν έδωσα στο σώμα μου την ευκαιρία να αναρρώσει έπειτα από εκείνους τους τραυματισμούς.

Τώρα όσον αφορά την ΑΕΚ, ήμουν σε καλύτερη φάση. Ήμουν 33 ετών, κατά την γνώμη μου ήμουν ακόμη παίκτης EuroLeague όμως κατά την γνώμη των προπονητών και των GMs που μάλλον είναι πιο σημαντική από τη δική μου, δεν είχα την ευκαιρία να παίξω παρά μόνο σε επίπεδο BCL. Παίξαμε τόσες φορές κόντρα στον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό στο πρωτάθλημα… Ήμουν ανταγωνιστικός κι έκανα καλά παιχνίδια ως βασικός γκαρντ της ΑΕΚ απέναντι στα καλύτερα γκαρντ της Ευρώπης. Εκείνη η χρονιά αναζωογόνησε πολύ την καριέρα μου, μού έδωσε άλλα 4-5 χρόνια μπάσκετ. Ίσως δεν το ξέρετε αλλά υπέγραψα αρχικώς στην ΑΕΚ για τρεις μήνες! Επειδή, ακριβώς ο κόσμος δεν πίστευε ότι ήμουν υγιής. Μου έδωσαν συμβόλαιο για τρεις μήνες, όχι ως το τέλος της χρονιά. Αν, λοιπόν δεν έπαιζα καλά εκείνους τους τρεις μήνες, πιθανώς δεν θα μπορούσα να υπογράψω πουθενά αλλού. Πιθανότατα, επίσης θα τελείωνα την καριέρα μου! Εν τέλει, έπαιξα καλά, έμεινα ως το τέλος της χρονιάς (2016-17) κι αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να αναστήσω την καριέρα μου».

Ποιες στιγμές αυτά τα τρία χρόνια θα κουβαλάς για πάντα στο μυαλό και τη ψυχή σου; Επίσης, ποιες στιγμές θα ήθελες να διαγράψεις, αν είχες την ευκαιρία;
«Οι τέσσερις τίτλοι ήταν αναμφίβολα ό,τι καλύτερο συνέβη. Ειδικά οι δυο πρώτοι, όταν ήμουν MVP στο Κύπελλο και πρώτος σκόρερ στη σειρά των τελικών με τον Ολυμπιακό και είχα πραγματικά σημαντικό ρόλο. Ακόμα όμως και τη δεύτερη σεζόν, όταν ήμασταν πίσω στη σειρά των τελικών με 2-1 νίκες και πήγαμε στο ΣΕΦ… Όλα ήταν έτοιμα για τη φιέστα τους όμως κερδίσαμε το παιχνίδι, τους φέραμε ξανά στο ΟΑΚΑ και τους διαλύσαμε στο Game 5! Τόσες πολλές όμορφες στιγμές! Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν η σειρά των playoffs με την Μπαρτσελόνα, την πρώτη χρονιά. Ήμασταν μπροστά με 2-1 νίκες, είχαμε το Game 4 στο ΟΑΚΑ με 25.000 κόσμο στο γήπεδο και χάσαμε. Έμειναν στο παιχνίδι με πέντε τεράστιους παίκτες που όμως δεν έπαιξαν ποτέ άμυνα στη ζωή τους (γέλια)! Ο Σάρας, ο Ναβάρο, ο Τζο Ίνγκλις, ο Έραζεμ Λόρμπεκ και ο Άντε Τόμιτς… Μας άφησαν να σουτάρουμε και χάσαμε όλα τα σουτ σε εκείνο το παιχνίδι. Τελικά, μας κέρδισαν εύκολα. Ήταν το παιχνίδι που μισώ περισσότερο! Ήταν η μέρα που χάσαμε ουσιαστικά το Final 4. Εκτός, λοιπόν από εκείνο το ματς με την Μπαρτσελόνα, ήταν μια εξαιρετική χρονιά».

Τι θα ήθελες να βάλουν οι φίλαθλοι δίπλα στη φράση «ο Ρόκο-Λένι Ούκιτς είναι…»;
«Fun to watch! Δεν ήμουν ο καλύτερος πόιντ γκαρντ της γενιάς μου, ενδεχομένως δεν ήμουν ο καλύτερος παίκτης της γενιάς μου όμως νομίζω πως ήμουν fun to watch. Είχα το δικό μου στιλ. Μερικές φορές ήταν τρελό κι εκτός ελέγχου! Ίσως όχι τόσο αποτελεσματικό κάθε φορά αλλά ήμουν πάντα ανταγωνιστικός, πάντα προσπαθούσα να κερδίζω και νομίζω πως αυτός είναι ο λόγος που έπαιξα σε τόσα πολλά κλαμπ και κέρδισα 20 τρόπαια στην καριέρα μου. Θεωρώ πως οι άνθρωποι που με πλήρωναν κι εκείνοι που με ήθελαν στις ομάδες τους, το αναγνώριζαν. Γι’ αυτό έπαιζα πάντα στη μεγάλη σκηνή, σε μεγάλες ομάδες και σπουδαία κλαμπ. Είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να είχα παίξει άλλα τρία χρόνια στην EuroLeague. Τελικά δεν συνέβη. Σε κάθε περίπτωση, είμαι ικανοποιημένος με ό,τι έχω πετύχει».

Από ποιο λάθος σου πήρε το μεγαλύτερο μάθημα όλα αυτά τα χρόνια στο μπάσκετ;
«Είναι αυτό που λένε ότι ο μεγαλύτερος νικητής είναι ο τύπος που πηγαίνει από ήττα σε ήττα δίχως να χάνει τον ενθουσιασμό του. Μαθαίνεις από κάθε λάθος και από κάθε ήττα. Μαθαίνεις από κάθε κατάσταση. Δεν είναι ότι πήρα ένα μεγάλο μάθημα από κάποιο λάθος…».

Με εξαίρεση το πρώτο πέρασμά σου στην ΚΚ Σπλιτ, δεν έπαιξες σε καμία ομάδα περισσότερα από δυο συνεχόμενα χρόνια! Δεν ήθελες να γεράσεις σε ένα κλαμπ; Ή γενικώς, σου αρέσουν οι αλλαγές σαν άνθρωπος;
«Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον κομμάτι, το γεγονός δηλαδή ότι έπαιξα σε τόσες ομάδες. Για την ακρίβεια, έπαιξα 2.5 σεζόν στη Φενέρμπαχτσε. Πήγα τον Ιανουάριο του 2010, βοήθησα την ομάδα να διεκδικήσει όλους τους τίτλους εκείνη τη σεζόν κι έμεινα άλλα δυο χρόνια. Πάντως είναι αλήθεια αυτό που είπες. Πολλές φορές, ήταν δική μου απόφαση να αλλάξω ομάδα. Ήταν ένα από τα λάθη μου, που αναφέραμε πριν… Το ότι δηλαδή δεν είμαι τόσο υπομονετικός άνθρωπος. Πάντα τα ήθελα όλα και τα ήθελα τώρα! Αυτό φάνηκε κυρίως τον πρώτο καιρό που έπαιξα μακριά από την Κροατία, όταν άλλαξα πέντε ομάδες στα πρώτα τέσσερα χρόνια! Πολλά πράγματα μπορούν να συμβούν και έχουν εξήγηση. Όταν έχεις μικρότερο χρόνο συμμετοχής από αυτόν που πιστεύεις ότι αξίζεις, θεωρητικά πρέπει να κάνεις υπομονή και να μείνεις συγκεντρωμένος. Να εστιάσεις στον εαυτό σου, στο πως θα βελτιωθείς. Δεν ήμουν πάντα έτσι. Δεν είχα υπομονή, προσπαθούσα να βρω διέξοδο, να βρω νέες καταστάσεις που θεωρητικά θα ήταν καλύτερες για μένα αντί να συγκεντρωθώ στο παιχνίδι μου και τη βελτίωσή μου. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που άλλαξα τόσες ομάδες στο ξεκίνημα της καριέρας μου.

Όταν όμως μεγαλώνεις, οι ομάδες δεν σου δίνουν συμβόλαια με μεγάλη διάρκεια. Ξέρετε πως έχει η κατάσταση στην Ευρώπη, δεν είμαι ο μόνος που έχει κάνει τόσες αλλαγές. Στο prime σου, μπορείς να μείνεις σε μια ομάδα ως ξένος για πολλά χρόνια. Στις περισσότερες των περιπτώσεων όμως, όταν πας σε μια ξένη λίγκα, μόνο 2-3 ομάδες θα κρατήσουν τους ξένους παίκτες και την επόμενη χρονιά. Είναι αυτές που θα πετύχουν τους στόχους τους, που θα κερδίσουν έναν τίτλο ή θα παίξουν στους τελικούς. Οι υπόλοιπες 15 θα τους αλλάξουν όλους! Ακόμα και η χρονιά μου στην ΑΕΚ. Έκανα μια πολύ καλή χρονιά όμως αποφάσισα να φύγω επειδή μου χρωστούσαν χρήματα. Πάντα θα συμβαίνει κάτι που θα σε κάνει να πάρεις μια συγκεκριμένη απόφαση. Αν κάποιος δει το βιογραφικό μου, θα δει πως έχω παίξει σε 13-14 ομάδες. Είναι τόσες πολλές… Και σίγουρα δεν είμαι περήφανος για αυτό. Πιστεύω πως οι μεγάλοι και καλοί παίκτες, γιατί επίσης θεωρώ τον εαυτό μου καλό παίκτη, πρέπει να αφήνουν το σημάδι τους σε ένα κλαμπ από το να αλλάζουν συνέχεια. Συνέβη… Είμαι υπερήφανος για τα τρία χρόνια που έπαιξα στη Φενέρμπαχτσε, για τα δυο χρόνια και τους τέσσερις τίτλους στον Παναθηναϊκό… Δεν άφησα το σημάδι μου εκεί, δεν ήμουν legend για αυτά τα κλαμπ και σίγουρα δεν πρόκειται να αποσύρουν τη φανέλα μου (γέλια). Σε κάθε περίπτωση, νομίζω πως έδωσα αφορμές στους ανθρώπους να με θυμούνται θετικά. Η μόνη ομάδα που πραγματικά έχω σημαδέψει είναι η ΚΚ Σπλιτ, η ομάδα της πόλης μου Δεν είναι μικρό πράγματα, έστω κι αν δεν μιλάμε για το top επίπεδο πια».

Τελικά, έχεις καταλήξει στο συμπέρασμα αν οι θεοί του μπάσκετ σου φέρθηκαν καλά όλα αυτά τα χρόνια;
«Νομίζω πως μού φέρθηκαν όπως μου άξιζε (γέλια). Κανείς από την οικογένειά μου δεν είχε αγγίξει μπάλα στη ζωή του, προηγουμένως δεν είχα την παραμικρή ιδέα για μπάσκετ, δεν ήμουν το παιδί που άρχισε να παίζε επειδή ήταν ψηλός. Απλώς, άρχισα σαν ένας πιτσιρικάς που δεν ήξερε τι να κάνει και απλώς, ξεκίνησε να παίζει μπάσκετ! Έφτασα, λοιπόν στο σημείο να παίζω 22 χρόνια ως επαγγελματίας, να πάω στο ΝΒΑ, να συμμετάσχω σε δυο Ολυμπιακούς Αγώνες, σε δυο Παγκόσμια Κύπελλα και δεν ξέρω σε πόσα EuroBasket. Στο τέλος της ημέρας, να βγάζω χρήματα απλώς πετώντας μια μπάλα στο καλάθι. Θεωρώ, λοιπόν πως οι θεοί μού φέρθηκαν πραγματικά πολύ καλά! Αν κέρδιζα ένα μετάλλιο με την εθνική Κροατίας ή ένα Final 4, θα μιλούσαμε για μεταχείριση πέντε αστέρων! Θα ήταν όλα τέλεια! Σίγουρα υπάρχουν παίκτες που έχουν πετύχει περισσότερα όμως δεν μετανιώνω για τίποτα. Έδωσα τα πάντα, ήμουν ειλικρινής απέναντι στο παιχνίδι και αυτό είναι το πιο σημαντικό…».