Μπαρτσελόνα

Από τη χρεοκοπία
στο (ρεαλιστικό) όνειρο
του Χάαλαντ

Τον Αύγουστο του 2021, η Μπαρτσελόνα έχασε λόγω οικονομικής αδυναμίας και με τον πλέον ατιμωτικό τρόπο τον παίκτη - σύμβολο, την απόλυτη σημαία της ιστορίας του ποδοσφαιρικού τμήματος (Λιονέλ Μέσι). Λίγες ημέρες αργότερα, ο πρόεδρος Τζουάν Λαπόρτα αποκάλυψε ότι το χρέος του συλλόγου, παρ’ ότι τα ετήσια έσοδα του προ της πανδημίας του κορονοϊού άγγιζαν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ, είναι κοντά στο 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ.

Οποιαδήποτε άλλη εταιρεία, μη αθλητική, μια ανώνυμη εταιρεία, θα είχε βαρέσει «κανόνι» με τέτοια χρέη, όπως παραδέχθηκε ο (πρώην πια) CEO Φεράν Ρεβερτέρ. Με απλά ελληνικά, θα έβαζε λουκέτο και… να ζήσουμε να την θυμόμαστε.

Και όμως, επτά μήνες αργότερα από την παραδοχή της απόλυτης οικονομικής καταστροφής, οι Μπλαουγκράνα βρήκαν τρόπο να επενδύσουν 55 εκατομμύρια ευρώ για έναν ποδοσφαιριστή (Φεράν Τόρες). Και όχι μόνο αυτό. Πιστεύουν, και μάλιστα με ρεαλιστικές πιθανότητες, ότι μπορούν το καλοκαίρι να κάνουν δικό τους ένα από τα πιο «καυτά» και περιζήτητα ονόματα της παγκόσμιας ποδοσφαιρικής αγοράς: Τον Έρλινγκ Μπράουτ Χάαλαντ.

Πως, όμως, έφτασε η Μπάρτσα μέσα σε μερικές εβδομάδες από το απόλυτο χάος στην προοπτική μιας νεανικής ομάδας στηριγμένης και σε αστέρια πρώτης γραμμής, ενώ βρίσκεται προ των πυλών και η πλήρης ανακαίνιση - εκσυγχρονισμός του επιβλητικού, πλην απαρχαιωμένου «Καμπ Νόου»;

432 εκατομμύρια ευρώ στα σκουπίδια

Τον Μάιο του 2013, ο σύλλογος ανακοίνωσε την μεταγραφή του Νεϊμάρ με ένα ποσό της τάξεως των 57 εκατομμυρίων ευρώ. Εντέλει αποδείχθηκε ότι ο Βραζιλιάνος ανερχόμενος σούπερ σταρ στοίχισε στην πραγματικότητα 83 εκατομμύρια, με την Μπαρτσελόνα και τον τότε αντιπρόεδρο (και μετέπειτα πρόεδρο!) Τζουσέπ Μαρία Μπαρτομέου να κρίνονται ένοχοι για φοροδιαφυγή.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο «Νέι» αποχαιρέτησε την Βαρκελώνη για τα πετροδόλαρα της Παρί Σεν Ζερμέν, με τον σύλλογο να βάζει στα ταμεία του 222 εκατομμύρια ευρώ. Ένα τεράστιο ποσό που θα μπορούσε, αν είχε επενδυθεί σωστά, να εκτοξεύσει ακόμα περισσότερο μια ήδη πολύ δυνατή ομάδα.

Η διοίκηση, όμως, έκανε κάκιστη διαχείριση των χρημάτων. Αφού δεν προχώρησε την πιθανότητα απόκτησης του Κιλιάν Μπαπέ, ο οποίος έβλεπε με πολύ καλό μάτι να αφήσει την Μονακό για χάρη των Μπλαουγκράνα, η Μπάρτσα επένδυσε (;) 145 εκατομμύρια ευρώ στον Ουσμάν Ντεμπελέ της Μπορούσια Ντόρτμουντ, ο οποίος δεν δικαιολόγησε ποτέ αυτό το ιλιγγιώδες ποσό, μετράει πάνω από τριάντα (!) τραυματισμούς και το καλοκαίρι ετοιμάζεται να φύγει ως ελεύθερος και με την στάμπα μιας εκ των πιο αποτυχημένων μεταγραφών στην ιστορία του συλλόγου.


Δεν θα είναι, όμως, η μοναδική. Τέσσερις μήνες αργότερα, ο καταλανικός σύλλογος έδωσε άλλα 160 εκατομμύρια ευρώ στην Λίβερπουλ για τον Φιλίπε Κοουτίνιο, ο οποίος έχει την τιμή (;) να είναι η πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία της Μπάρτσα, αλλά απέτυχε παταγωδώς να κάνει την διαφορά στην ομάδα.

Μετά τον άκαρπο δανεισμό του στην Μπάγερν Μονάχου, ο Βραζιλιάνος μεσοεπιθετικός παίζει πλέον δανεικός στην Άστον Βίλα και, με τις εμφανίσεις του, η Μπαρτσελόνα ελπίζει βάσιμα ότι θα πείσει τους Χωριάτες ώστε να τον αγοράσουν το καλοκαίρι αντί σαράντα εκατομμυρίων ευρώ. Το 1/4, δηλαδή, απ’ όσο στοίχισε τον χειμώνα του 2017…

Ο απαράδεκτος αθλητικός σχεδιασμός (ο ποιος;) συνεχίστηκε το καλοκαίρι του 2019, όταν δόθηκαν 127 εκατομμύρια ευρώ στην Ατλέτικο Μαδρίτης για τον Αντουάν Γκριεζμάν, έναν ποδοσφαιριστή που ξεκάθαρα βάσει στιλ δεν ταίριαζε στο DNA της Μπάρτσα και πριν από λίγους μήνες επέστρεψε κακήν κακώς στους Ροχιμπλάνκος, απλώς και μόνο για να γλιτώσει ο σύλλογος το πολύ βαρύ συμβόλαιό του.

Τρεις κινήσεις που θα έπρεπε να εκτοξεύσουν ακόμα περισσότερο την Μπάρτσα και, επί της ουσίας, την καταδίκασαν σε αγωνιστική και οικονομική κατάρρευση. Ούτε λίγο ούτε πολύ, 432 εκατομμύρια ευρώ πετάχτηκαν στα σκουπίδια!

Μέσι: Ευχή και κατάρα

Οι τεράστιες οικονομικές επενδύσεις δίχως ουσιαστικό, αγωνιστικό αντίκρυσμα, ήταν ένας από τους βασικούς λόγους της κατακόρυφης πτώσης της ομάδας και της αλματώδους ανόδου του χρέους του συλλόγου. Δεν ήταν, όμως, και ο μοναδικός.

Οι προμήθειες σε μάνατζερ για μεταγραφές αμφιβόλου αποτελεσματικότητας ήταν υπερβολικά μεγάλες, ακόμα και οι αμοιβές σε σκάουτ για να παρακολουθούν ποδοσφαιριστές, η πλειοψηφία των οποίων πέρασε και δεν… ακούμπησε από τα πέριξ του «Καμπ Νόου» και του προπονητικού κέντρου «Τζουάν Γκαμπέρ».

Συν τοις άλλοις, για να κρατήσει τους υπάρχοντες παίκτες ευχαριστημένους, η διοίκηση φρόντιζε να ανανεώνει όσο - όσο την ραχοκοκαλιά μιας ομάδας που είχε γράψει χρυσές σελίδες ιστορίας, αλλά ήταν ξεκάθαρα σε πτωτική πορεία, αφού ο χρόνος είναι αδυσώπητος για όλους.

Παρ’ όλα αυτά, όλη η παλαιά φρουρά (Ζεράρ Πικέ, Τζόρντι Άλμπα, Σέρχιο Μπουσκέτς, Σέρτζι Ρομπέρτο κλπ.) έτυχε νέων, πλουσιοπάροχων συμβολαίων, με δυσθεώρητα μπόνους για συμμετοχή στα μισά παιχνίδια της σεζόν ή για την παραμονή στον σύλλογο. Ένα μπόνους αφοσίωσης πέραν από κάθε λογικής, το οποίο άγγιξε τριψήφιο αριθμό σε εκατομμύρια ευρώ για τον πρώτο και καλύτερο, τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή στην ιστορία του συλλόγου, τον άνθρωπο που δεδομένα έκανε την διαφορά την τελευταία 15ετία.


Ο Λιονέλ Αντρές Μέσι, περί ου ο λόγος, ήταν το σημείο αναφοράς μέσα στο γήπεδο, αλλά και ο μεγαλύτερος κράχτης για τους χορηγούς έξω από αυτό. Το 2017, ο Αργεντινός σούπερ σταρ ανανέωσε με τις καθαρές ετήσιες αποδοχές του να φτάνουν τα 74 εκατομμύρια ευρώ (!), όπερ σημαίνει ότι έως το 2021 στοίχισε 555 εκατομμύρια ευρώ μεικτά, μόνο για τις απολαβές του. Το συμβόλαιό του είχε ακόμα και πριμ ενός εκατομμυρίου ευρώ για πρόκριση στο Champions League, έστω και αν εκείνη την εποχή αυτό ήταν κάτι δεδομένο για τον σύλλογο. Όχι, πλέον δεν είναι…

Η τραυματική αποχώρηση του Μέσι με δάκρυα στα μάτια ήταν μαχαιριά στην καρδιά των «κουλές» (το παρατσούκλι των φίλων της Μπαρτσελόνα) και ένα σημαντικό πλήγμα στα νέα αφεντικά. Την Δευτέρα (07/03), η διοίκηση Λαπόρτα έκλεισε έναν χρόνο και ο Καταλανός δικηγόρος ξεκαθάρισε ότι «ήταν η πιο στενόχωρη απόφαση απ’ όσες έχω πάρει, δεν θα ήθελα ποτέ να την πάρω, αλλά δεν μετανιώνω. Έβαλα τον σύλλογο πάνω απ’ όλους, είναι πάνω ακόμα και από τον καλύτερο παίκτη στην ιστορία του ποδοσφαίρου».

Το κορονό - κερασάκι και οι «ανάσες ζωής» της Μασία

Η άθλια διαχείριση της διοίκησης Μπαρτομέου, ο οποίος τον Σεπτέμβριο του 2015 καμάρωνε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για την συνταγή της επιτυχίας του συλλόγου (!), είχε ως αποτέλεσμα η Μπαρτσελόνα, τα ετήσια έσοδα της οποίας (προσοχή, όχι τα κέρδη) άγγιζαν το ένα δισεκατομμύρια ευρώ πριν από την πανδημία του κορονοϊού, να έχει περισσότερα έξοδα ως προς τους μισθούς των ποδοσφαιριστών (της τάξεως του 110%) σε σχέση με τα έσοδα!.

Σαν να μην έφτανε αυτή η παράμετρος, η επέλαση του ιού Covid-19 ήρθε να επιφέρει καίριο πλήγμα στην ήδη προβληματική οικονομία του συλλόγου, με τον νυν πρόεδρο Τζουάν Λαπόρτα να αποκαλύπτει ότι τα χρέη είναι ύψους 1,350 δισεκατομμυρίου ευρώ, εκ των οποίων 673 είναι προς τις τράπεζες και 389 προς ποδοσφαιριστές, νυν και πρώην. 

Οι απώλειες του τελευταίου οικονομικού έτους έφτασαν τα 481 εκατομμύρια ευρώ, πέντε φορές μεγαλύτερες από την σεζόν 2019-2020 (97). Οποιαδήποτε άλλη εταιρεία, σύμφωνα και με τους ισχύοντες επιχειρηματικούς νόμους στην Ισπανία (και όχι μόνο), θα κήρυττε πτώχευση και θα έπαυε να λειτουργεί.

Επειδή, όμως, η Μπαρτσελόνα είναι αθλητική εταιρεία (με ό, τι αυτό συνεπάγεται), γλιτώνει την διάλυση και έχει το περιθώριο να βρει λύσεις για να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο. Και αυτό αρχίζει να κάνει, αργά αλλά σταθερά, η διοίκηση Λαπόρτα…

Και το έκανε, αρχικά και επώδυνα για το πρεστίζ και την δυναμική του συλλόγου, με την απαλλαγή του συμβολαίου - μαμούθ του Μέσι, όσο και αν ο Αργεντινός είχε δεχθεί να λαμβάνει ακόμα και τα μισά απ’ όσα προέβλεπε η προηγούμενη συμφωνία του. Όταν τον περασμένο Μάρτιο επέστρεφε στην προεδρία, ο Λαπόρτα ξεκαθάριζε ότι προτεραιότητά του ήταν η παραμονή του Μέσι. Και έλεγε την αλήθεια.

Όταν, όμως, διαπίστωσε εκ των έσω την τραγική οικονομική κατάσταση του συλλόγου, αποδέχθηκε ότι θα έπρεπε να «θυσιάσει» τον Λέο, προκειμένου να ρίξει σημαντικά τα μισθολογικά έξοδα που αποτελούσαν τεράστιο βάρος για την οικονομική ισορροπία της Μπάρτσα. 


Ακόμα και αν συμβουλευτικές εταιρείες όπως η Brand Finance προέβλεπαν ότι χωρίς τον Μέσι η αξία του brand name του συλλόγου θα είχε απώλειες της τάξεως των 137 εκατομμυρίων ευρώ (ένα 11%!), η διοίκηση αποφάσισε να πάρει το ρίσκο. Και ο Μέσι, άθελά του, έγινε αυτός που άνοιξε τον δρόμο για κατακόρυφη πτώση του (δυσβάστακτου) μισθολογίου.

Ακολούθησαν η παραχώρηση του Γκριεζμάν την τελευταία ημέρα των μεταγραφών, η μείωση απολαβών των τεσσάρων αρχηγών (Σέρχιο Μπουσκέτς, Ζεράρ Πικέ, Τζόρντι Άλμπα, Σέρτζι Ρομπέρτο), η ανανέωση με μειωμένες αποδοχές του Σαμουέλ Ουμτιτί, η (ατυχής, αλλά ευεργετική οικονομικά) συνταξιοδότηση του Σέρχιο Αγουέρο και ο δανεισμός του Φιλίπε Κοουτίνιο.

Και η… εκκαθάριση δεν αναμένεται να σταματήσει εδώ, την ώρα που γίνεται ξεκάθαρη επένδυση στα πολλά υποσχόμενα νιάτα που διαθέτει ο σύλλογος (Ανσού Φατί, Πέδρι, Γκάβι, Νίκο, Ρόναλντ Αραούχο, Έρικ Γκαρθία, Αμπντέ…). Επί εποχής Μπαρτομέου, ο σύλλογος απέκτησε 46 ποδοσφαιριστές για την δεύτερη ομάδα. Πόσοι ευδοκίμησαν και προήχθησαν στην πρώτη ομάδα; Ούτε ένας! Η Μασία, δια χειρός και του Τσάβι, παίζει και πάλι καθοριστικό ρόλο για την ανοικοδόμηση της ομάδας και, βεβαίως, είναι πολύ πιο οικονομική, σε σχέση με τους ακριβοπληρωμένους «τίποτα» που αποκτούσε τα τελευταία χρόνια ο σύλλογος…

«Πως θα πληρώσει τον Φεράν Τόρες;»

Η απορία που κυριαρχούσε τις τελευταίες εβδομάδες στα χείλη όλων είναι εύλογη. Πως μπορεί ένας καταχρεωμένος σύλλογος να κάνει μια επένδυση 55 εκατομμυρίων ευρώ (η μεταγραφή μπορεί να φτάσει με τα μπόνους μέχρι και τα 72) για έναν ποδοσφαιριστή (Φεράν Τόρες), έστω και αν η αποπληρωμή θα γίνει σε πέντε δόσεις και σε βάθος χρόνων;

Με το που ανέλαβε, η διοίκηση Λαπόρτα εξασφάλισε επαναχρηματοδοτούμενο δάνειο ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ από την Goldman Sachs για να αντιμετωπίσει τις πρώτες, πολύ σημαντικές υποχρεώσεις, προκειμένου ο σύλλογος να σταθεί στα πόδια του τους πρώτους μήνες της μετάβασης στη νέα εποχή.

Τα κατάφερε και, στη συνέχεια, φρόντισε να ρίξει κατακόρυφα τα μισθολογικά έξοδα. Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Η αποχώρηση παικτών δίνει επιπλέον ανάσα στον σύλλογο, όπως και η πιθανή πώληση αυτών που μπορούν να αποφέρουν γερές οικονομικές ενέσεις (βλέπε Φρένκι Ντε Γιονγκ και Φιλίπε Κοουτίνιο), ενώ ταυτόχρονα το τμήμα μάρκετινγκ δουλεύει πυρετωδώς για την σύναψη νέων χορηγικών συμφωνιών που θα ανταποκρίνονται στο φιλόδοξο πρότζεκτ «επιστροφής» του συλλόγου στην πρώτη γραμμή και θα δώσει επιπλέον ώθηση.


Αυτές οι χορηγικές συμφωνίες εξαρτώνται και σε μεγάλο βαθμό από το πρότζεκτ - μαμούθ του «Espai Barça», το οποίο έχει ως επίκεντρο το νέο, υπερσύγχρονο «Καμπ Νόου», γήπεδο που θα αρμόζει σε έναν σύλλογο του βεληνεκούς της Μπαρτσελόνα και δεν θα έχει σε τίποτα να ζηλέψει το… διαστημικό «Σαντιάγο Μπερναμπέου» που ολοκληρώνει σιγά σιγά στην Μαδρίτη το αιώνιο αντίπαλο δέος της Ρεάλ.

Για την αποπεράτωση αυτού του έργου, μάλιστα, η διοίκηση πέτυχε, με την πρώτη ψηφοφορία μέσω Διαδικτύου στην ιστορία του συλλόγου, την έγκριση της πλειοψηφίας των μελών για ένα δάνειο ύψους 1,5 δισεκατομμυρίου ευρώ από την Goldman Sachs, η αποπληρωμή του οποίου θα γίνει σε βάθος 35 ετών (δεν θα υπάρξει αποπληρωμή τα πρώτα πέντε) και θα χρηματοδοτείται από τα έσοδα που θα δημιουργούν οι νέες, εκσυγχρονισμένες εγκαταστάσεις. 

Το Spotify και η παραίτηση του CEO

Πολύ σημαντική ανάσα θα αποτελέσουν και τα naming rights, ήτοι η «πώληση» της ονοματοδοσίας του γηπέδου. Για την πλειοψηφία του κόσμου το γήπεδο της Μπάρτσα θα είναι πάντα το «Καμπ Νόου», αλλά πλέον θα φέρει και το όνομα μιας εταιρείας που θα πληρώσει αδρά για να διαφημίζεται με αυτόν τον τρόπο.

Αυτή, με βάση τις υπάρχουσες πληροφορίες, θα είναι το Spotify, ύστερα από απόρριψη πρότασης εταιρείας κρυπτονομισμάτων. Η σουηδική υπηρεσία αναπαραγωγής μουσικής, η πιο δημοφιλής στον κόσμο με πάνω από 365 εκατομμύρια ενεργούς χρήστες, αναμένεται να διαδεχθεί την ιαπωνική Rakuten. Φέρεται να έχει δώσει τα χέρια με τον σύλλογο για μια χορηγία συνολικού ύψους 280 εκατομμυρίων ευρώ για τα επόμενα τρία χρόνια, η οποία αφορά την διαφήμιση στο μπροστινό μέρος της φανέλας σε ανδρική και γυναικεία ομάδα (η τωρινή πρωταθλήτρια Ευρώπης), αλλά και το… επίθετο του «Καμπ Νόου». 

Από τα 70-75 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, δηλαδή, περί τα είκοσι θα πήγαιναν για τα naming rights του συλλόγου, ξεπερνώντας έτσι τα 15 που παίρνει η Μάντσεστερ Σίτι από την Etihad, στην μεγαλύτερη (αυτή την στιγμή) εμπορική συμφωνία για την ονοματοδοσία ποδοσφαιρικού γηπέδου.

Η συμφωνία, βεβαίως, διέρρευσε πριν από ένα μήνα και δεν έχει ακόμα ανακοινωθεί επίσημα, κάτι που ενδέχεται να δημιουργεί αμφιβολίες για την ολοκλήρωσή της, με αποτέλεσμα καταρχήν η Nike να ετοιμάζει τις πρώτες φανέλες για την σεζόν 2022-23 χωρίς το Spotify στο μπροστινό μέρος τους. Τις ίδιες ημέρες με την διαρροή, μάλιστα, ο CEO του συλλόγου, Φεράν Ρεβερτέρ, ο οποίος παρουσιάστηκε από την υποψηφιότητα Λαπόρτα ως το δυνατό δεξί χέρι του προέδρου, παραιτήθηκε.


Η επίσημη δικαιολογία ήταν «προσωπικοί και οικογενειακοί λόγοι». Ανεπισήμως, όμως, ο Ρεβερτέρ παραιτήθηκε γιατί διαφωνούσε με την συμφωνία με το Spotify, θεωρώντας ότι η Μπάρτσα είχε την δυνατότητα να βρει καλύτερα deal και, μάλιστα, χωριστά για την φανέλα και για τα naming rights του γηπέδου.

Στην πρώτη του θητεία, ο προσωποκεντρικός Λαπόρτα είδε σιγά σιγά τα πιο δυνατά χαρτιά του να αποχωρούν (Σάντρο Ροσέλ, Μαρκ Ίνγκλα, Φεράν Σοριάνο…) και φαίνεται πως και στην δεύτερη θέλει να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Ποιος ξέρει, πολύ πιο έμπειρος πλέον, ίσως να μην κάνει τα ίδια λάθη στον τελικό απολογισμό των κινήσεών του.

Έχει, βεβαίως, ανοιχτά μέτωπα, όπως είναι το πρότζεκτ της European Super League για να μπει πολύ και «ζεστό» χρήμα στον σύλλογο (προς το παρόν, πάντως, η ESL είναι μια «χρυσή» ουτοπία), αλλά και αν θα στηρίξει εντέλει την εμπορική συμφωνία της Liga (CVC) που μπορεί να αποφέρει στα ταμεία περί τα 270 εκατομμύρια ευρώ.

Η Μπαρτσελόνα είναι καταχρεωμένη, αλλά δεν διστάζει να χρεωθεί και άλλο, επενδύοντας όμως αυτά τα χρήματα για να γίνει ξανά νούμερο ένα ως brand name. Να επανακτήσει την θέση της στην παγκόσμια αγορά, να εκμεταλλευτεί την τεράστια απήχηση που έχει στα social media (δεύτερος ποδοσφαιρικός σύλλογος παγκοσμίως, πίσω μόνο από την Ρεάλ) και, παράλληλα, να χτίσει μια φουλ ανταγωνιστική ομάδα, χωρίς όμως τα τεράστια έξοδα που είχε στο (πρόσφατο) παρελθόν. Ο τολμών, στις περισσότερες περιπτώσεις, νικά.

Το (διόλου απατηλό) όνειρο του Χάαλαντ

Ο Λαπόρτα, η δεύτερη θητεία του οποίου ξεκίνησε με την τεράστια απογοήτευση της άδοξης αποχώρησης του Μέσι, έχει γυρίσει ανάποδα την ομελέτα μέσα σε λίγους μήνες. Ο Τσάβι έχει την εμπιστοσύνη του κόσμου που δεν είχε ο Ρόναλντ Κούμαν, με τον πρόεδρο να στηρίζει ίσως και υπερβολικά τον Ολλανδό, παρ’ ότι του είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή ότι δεν αποτελούσε δική του επιλογή.

Το πρότζεκτ με τα παιδιά της Μασία δίνει προοπτική σε βάθος δύο - τριών ετών, έστω και αν η ομάδα αρχίζει από τώρα να ανταποκρίνεται και να ανεβαίνει σιγά σιγά επίπεδο. Συν τοις άλλοις, η μεταγραφή του Φεράν Τόρες, η δεύτερη πιο ακριβή του Λαπόρτα (μετά από αυτή του Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς το 2009), δείχνει πως υπάρχει πλάνο, σε συνεννόηση διοίκησης - προπονητή, τα «θέλω» του οποίου (Ντάνι Άλβες, Ανταμά Τραορέ, Πιέρ - Εμερίκ Ομπαμεγιάνγκ) καλύφθηκαν σε μεγάλο βαθμό, χάρη και στην πολύ καλή δουλειά του διευθυντή ποδοσφαίρου Ματέου Αλεμάιν.

Εχθρός του καλού, όμως, είναι το καλύτερο. Και ο Λαπόρτα ελπίζει ότι η πορεία της ποδοσφαιρικής ομάδας, η οποία εσχάτως πάει όλο και περισσότερο προς τα πάνω, θα τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει το «μπαμ» που δεδομένα θέλει να κάνει το επόμενο καλοκαίρι: Την απόκτηση του Έρλινγκ Μπράουτ Χάαλαντ.

Ελπίζει, πρωτίστως, η ομάδα να καταφέρει να ανανεώσει την παρουσία της στο Champions League, τα έσοδα του οποίου κρίνονται απαραίτητα για την υγεία του συλλόγου, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και απαιτητή προϋπόθεση για έναν μεγάλο σταρ ώστε να πει το πολυπόθητο «ναι».

Η εξαιρετική σχέση του Λαπόρτα με τον Μίνο Ραϊόλα, μάνατζερ του Νορβηγού επιθετικού της Μπορούσια Ντόρτμουντ, είναι ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά του στην προσπάθεια απόκτησης του Χάαλαντ, η οποία μαζί με τις ετήσιες αποδοχές και τις διάφορες προμήθειες μπορεί να φτάσει συνολικά τα 300 εκατομμύρια ευρώ. Δεν είναι, όμως, και το μοναδικό.


Ο Νορβηγός δεν δείχνει διατεθειμένος να πάει στην Ρεάλ Μαδρίτης αν είναι να μοιραστεί τα φώτα της δημοσιότητας με τον άτυπο ανταγωνιστή του, Κιλιάν Μπαπέ (η μεταγραφή του από την Βασίλισσα θεωρείται σχεδόν δεδομένη), την ώρα που και ο Καρίμ Μπενζεμά, παίκτης - κλειδί της Ρεάλ, έχει διαμηνύσει στον πρόεδρο Φλορεντίνο Πέρεθ ότι θα φύγει, αν τυχόν αποκτηθεί ο Χάαλαντ.

Και παρ’ ότι άνθρωποι του περιβάλλοντος του Χάαλαντ χαρακτηρίζουν «προπαγάνδα» το σενάριο μετακίνησης του Χάαλαντ στην Μπάρτσα, οι Καταλανοί εξακολουθούν να ελπίζουν, ο Τσάβι έφτασε στο σημείο να ταξιδέψει στο Μόναχο για να μιλήσει τετ - α - τετ με τον ποδοσφαιριστή (κάνει θεραπεία στην βαυαρική πρωτεύουσα) και υπάρχει πίστη ότι θα πει το «ναι», έστω και αν η Μάντσεστερ Σίτι του παλιόφιλου Πεπ Γκουαρδιόλα επίσης τον θέλει. Και, οικονομικά, οι Πολίτες «πατούν» αυτή την στιγμή πολύ πιο γερά σε σχέση με τους Μπλαουγκράνα.

Η Μπάρτσα ξέρει ότι χρειάζεται αστέρια παγκοσμίου επιπέδου για να προσελκύσει ακόμα περισσότερους και πιο δυνατούς χορηγούς. Και ο Ραϊόλα γνωρίζει ότι, αν ο παίκτης πει το «ναι» στους Καταλανούς, η ομάδα θα είναι χτισμένη γύρω του και θα αποτελεί το σημείο αναφοράς, δίπλα σε πολλούς και ταλαντούχους ποδοσφαιριστές που δείχνουν ικανούς να την βάλουν ξανά (πολύ) γερά στο παιχνίδι.

«Η αναγέννηση της Μπαρτσελόνα είναι μια πραγματικότητα και η αγορά του ποδοσφαίρου το έχει καταλάβει. Όλοι οι μεγάλοι παίκτες εξετάζουν την πιθανότητα να έρθουν στην Μπάρτσα»

Aυτό υποστηρίζει ο Λαπόρτα, ο οποίος φιλοδοξεί να αποδείξει με πράξεις τα λόγια του το καλοκαίρι, σε μια μεταγραφή που μπορεί να αλλάξει παρόν, αλλά και το μέλλον του συλλόγου…