Ανοίγοντας τα συρτάρια
της ζωής του Μπρούνο Τσιρίλο
Ο Μπρούνο στην πρώτη εκ βαθέων συνέντευξη της ζωής του
Η ζωή του είναι μοιρασμένη ανάμεσα στην Ιταλία και την Ελλάδα. Ανάμεσα στη δουλειά του και την κόρη του, τη Μαρία Ροζάρια που αποτελεί την προέκταση του εαυτού του. Όταν, λοιπόν, ο Μπρούνο Τσιρίλο βρέθηκε στην Ελλάδα για να περάσει το Πάσχα με την κόρη του, δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη.
Στις δύο ώρες που περάσαμε στις εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Σταδίου, εκεί όπου έζησε τις πιο μεγάλες στιγμές της καριέρας του σε συλλογικό επίπεδο, μιλήσαμε για τα πάντα. Η πρώτη εφ΄όλης της ύλης συνέντευξη του Μπρούνο Τσιρίλο ξεκίνησε από την Καστελαμάρε ντι Στάμπια όπου γεννήθηκε και ολοκληρώθηκε ανοίγοντας τα συρτάρια των ονείρων του.
Ενδιάμεσα, περάσαμε από την εθνική Ιταλίας, τον Πίρλο, τον Ρονάλντο Ναζάριο, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ, φτάσαμε μέχρι την Ινδία. Μιλήσαμε για τη σημασία τις οικογένειας και φυσικά για την κατάθλιψη που αντιμετώπισε και ξεπέρασε. Ο 45χρονος Τσιρίλο είναι άνθρωπος που χαίρεσαι να μιλάς μαζί του και να θυμάσαι τα παλιά, όπως το επικό «Σέξι Μπρούνο, οέ, οέ, οέ»! Φυσικά, ως γνήσιος Ναπολιτάνος αποσαφήνισε ότι υπάρχει μόνο ένας ποδοσφαιρικός «Θεός» κι αυτός δεν είναι άλλος από τον Ντιέγκο (ένας είναι ο Ντιέγκο).
Η συνέντευξη αυτή θα αρχίσει με τον επίλογό της. Με μία πολύ ωραία έκφραση που χρησιμοποίησε ο παλαίμαχος αμυντικός της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ για να κάνει τον απολογισμό του:
«Κάθε άνθρωπος στη ζωή του έχει συρτάρια,
που μέσα βρίσκονται τα όνειρά του.
Τώρα, αρκετά χρόνια μετά το τέλος
της καριέρας μου, εγώ άνοιξα
τα συρτάρια μου και είδα
ότι τα όνειρά μου τα έχω
κάνει πραγματικότητα».
Πάμε, λοιπόν, να ανοίξουμε και μαζί αυτά τα συρτάρια ένα, ένα...
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Από τότε που ήσουν παιδί στην Καστελαμάρε ντι Στάμπια μέχρι που ξεκίνησες την καριέρα στου στη Ρετζίνα στα τέλη του προηγούμενου αιώνα.
Εκεί γεννήθηκα, αλλά από μικρός έμενα στο Τρεκάσε, περίπου 10 χιλιόμετρα πιο μακριά. Μία πολύ όμορφη πόλη, κοντά στη Νάπολι. Έχουμε την κλασική νοοτροπία του ιταλικού Νότου. Από τη Νάπολι έως τη Σικελία και την Καλαβρία, είμαστε άνθρωποι ανοιχτόμυαλοι ζούμε καλά, είμαστε πολύ... αλέγκροι, πώς το λέτε εσείς;
Σε πολύ μικρή ηλικία, γύρω στα 14, πέρασα δοκιμαστικά από τη Ρετζίνα. Ήταν μία από τις καλύτερες ακαδημίες της Ιταλίας. Παίκτες όπως ο Μπελάρντι, ο Περότα, ο Τσεράβολο, ο Μιτσιρόλι όλοι έχουν αναδειχθεί από αυτές τις ακαδημίες και έπαιξαν στη Serie A.
Την πρώτη χρονιά που ανεβήκαμε μάλιστα στη μεγάλη κατηγορία (1999/2000) η Ρετζίνα είχε πάρει δανεικό από την Ίντερ τον Αντρέα Πίρλο, από τη Λάτσιο τον Ρομπέρτο Μπαρόνιο, αλλά και τον Μοχάμεντ Καλόν. Τότε ήταν μία μικρή ομάδα και μετά από τόσα χρόνια κατάφερε να ανέβει και να πραγματοποιήσει και πολύ καλή πορεία, ίσως την καλύτερη στην ιστορία της στη μεγάλη κατηγορία.
Με τον Πίρλο συνυπήρξατε στην εθνική Ελπίδων της Ιταλίας, με την οποία μάλιστα κατακτήσατε το Ευρωπαϊκό του 2000. Φαινόταν από μικρός;
Βέβαια! Φαινόταν από πολύ μικρός ότι θα γίνει σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Μαζί είχαμε κερδίσει το Ευρωπαϊκό το 2000, αφού είχαμε βρεθεί παρέα μια φοβερή φουρνιά... Γκατούζο, Πίρλο, Βέντολα, Κόκο, Αμπιάτι, Κομαντίνι και πολλούς άλλους καλούς παίκτες. Αυτός ήταν και ο μοναδικός τίτλος που κατέκτησα. Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα έζησα ακόμα μία απίστευτη εμπειρία, μία από τις καλύτερες της ζωής μου, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000. Όλα ήταν εκπληκτικά, η ατμόσφαιρα, η τελετή έναρξης. Εμείς ήμασταν η ίδια ομάδα που είχε κατακτήσει το ευρωπαϊκό, πήγαμε στην Αυστραλία αλλά αποκλειστήκαμε στους προημιτελικούς.
Ο Πίρλο ήταν και ο καλύτερος συμπαίκτης που είχες ποτέ;
Όχι. Είχα τον Ρονάλντο έναν «Θεό» του ποδοσφαίρου.
Βέβαια, εννοείται ο πρώτος «Θεός» είναι ο Μαραντόνα, πάνω απ΄όλους και δεν συγκρίνεται με κανέναν. Αλλά από εκεί και κάτω είχα την τύχη να κάνω προπόνηση με τον Ρονάλντο στην Ίντερ. Ήταν το διάστημα που ανάρρωνε από τραυματισμό και έχασε όλη τη σεζόν (σ.σ. 2000/2001) . Η συνύπαρξή μου με αυτόν τον πολύ σπουδαίο βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή, είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Το 2000 εξαργύρωσες μια εκπληκτική πορεία με μεταγραφή 7,5 εκατομμυρίων στην Ίντερ. Όμως έμεινες μόνο για ένα χρόνο. Τι δεν πήγε καλά;
Είχα υπογράψει για τέσσερα χρόνια στην Ίντερ. Ήταν δύσκολα, γιατί πήγα απευθείας σε μία από τις μεγαλύτερες ομάδες του κόσμου και αντιμετώπισα κάποια προβλήματα στην αρχή, με κυριότερο βέβαια ότι στόχος ήταν να κερδίζεις κάθε παιχνίδι. Στη Ρετζίνα είχα μάθει διαφορετικά. Πάντως εγώ ως Μπρούνο ήμουν πολύ ευχαριστημένος γιατί είχα πάρει πάνω από 20-25 παιχνίδια σε μία σεζόν. To επόμενο καλοκαίρι (2001) ανέλαβε ο Έκτορ Ραούλ Κούπερ και με ενημέρωσαν ότι θα αγόραζε άλλα στόπερ. Μου είπαν ότι θα έμενα πίσω, ότι θα ήταν δύσκολη σεζόν, σκληρή. Εγώ θα μπορούσα εύκολα να καθίσω πάνω στο συμβόλαιό και να πάρω τα λεφτά, αλλά δεν ήμουν ποτέ έτσι ζωή μου και τους είπα ότι θέλω να πάω κάπου και να παίζω 30 αγώνες τη χρονιά. Έτσι πήγα στη Λέτσε που απέκτησε το 50% των δικαιωμάτων μου και ήταν εκεί τεχνικός διευθυντής ο Γκολφίνο ο οποίος με ήθελε σαν τρελός. Δεν ταιριάξαμε όμως με τον προπονητή, παρότι έκανα 22 παιχνίδια και πέτυχα τρία γκολ στη Serie A.
Ποιος ήταν;
Ο Αλμπέρτο Καβαζίν. Νομίζω ότι με ζήλευε λίγο γιατί είχα έρθει από μεγάλη ομάδα, ήμουν επιλογή του τεχνικού διευθυντή και όχι δική του, ήμουν σχετικά νέος και γενικά όλα αυτά δεν τα έχει πάρει με πολύ καλό μάτι, ήταν λίγο πρόβλημα για τον προπονητή. Τα καλύτερα μου χρόνια στην Ιταλία πάντως τα έκανα αμέσως μετά στη Σιένα ως δανεικός.
Βρέθηκα κι εκεί με μια πολύ σπουδαία ομάδα συμπαικτών όπως ο Τόρε Άντρε Φλο, ο Ενρίκο Κιέζα, ο Κουφρέ, ο Βέντολα, ο Γκίγκου. Πρέπει να έπαιξα όλα τα παιχνίδια, νομίζω έκανα 60 ματς σε δύο χρόνια και σωθήκαμε πολύ εύκολα.
Έτσι φτάσαμε στο καλοκαίρι του 2005 και την ΑΕΚ.
Ναι. Έχω μείνει ελεύθερος από τη Λέτσε και τεχνικός διευθυντής της ΑΕΚ ήταν ο Ίλια Ίβιτς ο οποίος επικοινώνησε με τον μάνατζέρ μου τον Φεντερίκο Παστορέλο, με τον οποίο ήμουν μαζί για 13 χρόνια. Μία μέρα μου λέει «σε θέλει μία ομάδα στην Ελλάδα» και απαντάω «Τι μου λες τώρα Φέντε; Έχω κάνει δύο χρόνια γεμάτα στη Σιένα και ήμουν από τους καλύτερους παίκτες και θα πάω στην Ελλάδα;» Μου λέει, «να σου πω πάμε εκεί γιατί είναι μεγάλη ομάδα και μετά βλέπουμε» (δεν μου είχε πει το όνομα της).
Το μόνο που ήξερα μέχρι τότε από Ελλάδα ήταν η Μύκονος γιατί είχα πάει διακοπές νεότερος. Τα γνωστά δηλαδή!
Τέλος πάντων η ΑΕΚ μας έστειλε πρόσκληση και ήρθαμε εδώ στην Αθήνα για τρεις μέρες. Από τη δεύτερη είχα αποφασίσει να φορέσω τη φανέλα της. Μέτρησαν πολλά πράγματα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά με έφεραν εδώ στο Ολυμπιακό Στάδιο, είδα τις κερκίδες, φαντάστηκα πως θα είναι γεμάτο με τον κόσμο γιατί ο κάθε ποδοσφαιριστής αυτό θέλει. Με πήγαν στη Γλυφάδα και σε διάφορα άλλα μέρη και στο τέλος επέλεξα να μείνω στην Κηφισιά γιατί ήταν κοντά τότε στο προπονητικό κέντρο της ΑΕΚ, στους Θρακομακεδόνες.
Συνεργάστηκες με δύο προπονητές, τον Σάντος και τον Φερέρ. Πρόσφατα ο Βαγγέλης Μόρας είχε πει ότι ο δεύτερος ήταν «δικτάτορας». Εσύ πώς τους εζησες;
Τον Σάντος τον αγαπάω πάρα πολύ για μένα είναι μεγάλος προπονητής. Ακόμα μιλάμε και για μένα είναι Top.
Και ο Φερέρ ήταν πολύ καλός αλλά πιο σκληρός εντελώς διαφορετικός από τον Πορτογάλο. Εγώ και ο Φερέρ είχαμε πολύ δυνατούς χαρακτήρες και δεν ταιριάζαμε, δεν τα πήγαμε καλά, κάποια πράγματα για μένα ήταν λίγο περίεργα. Φυσικά του έδειξα πολύ σεβασμό γιατί έτσι πρέπει, αλλά δεν ήταν σαν τον Σάντος. Επαναλαμβάνω ότι σαν προπονητής και ο Φερέρ ήταν μεγάλος και είχαμε πετύχει πολύ σπουδαία επιτεύγματα. Γινόντουσαν όμως κάποια μικρά πράγματα που τότε δεν ήταν σωστά, δεν τα έβλεπα εγώ σωστά.
Όπως; Θυμάσαι καμία ιστορία;
Μία μέρα στην προπόνηση εγώ με τον Βλάνταν Ίβιτς ήμασταν στην ομάδα των αναπληρωματικών στο διπλό. Όμως εγώ λόγω χαρακτήρα ήθελα να κερδίζω ακόμα και αυτά τα παιχνίδια. Γίνεται λοιπόν μία φάση και η μπάλα βγαίνει άουτ ένα μέτρο. Ο κόουτς ήταν δίπλα δεν το δίνει και μετά τρώμε γκολ. Όπως καταλαβαίνεις τρελάθηκα. Αντιδράσαμε και εγώ και ο Βλάντο, εμένα δεν μου είπε τίποτα αλλά είπε πολλά στο Βλάντο. Εκεί εγώ πήρα θέση και τον υπερασπίστηκα γιατί ήμασταν πολύ φίλοι, γενικά εκείνη τη μέρα τσακωθήκαμε αρκετά.
Με ποιους άλλους είχες στενές σχέσεις;
Εκτός από τον Βλάντο, με τον Τραϊανό (Δέλλα). Ο Τραϊανός είναι φανταστικό παιδί αλλά και εξαιρετικός ως προπονητής.
Παρεμπιπτόντως, το σύνθημα sexy Μπρούνο πώς είχε προκύψει;
Αυτό έγινε γιατί σε ένα ματς είχα κάνει ένα τάκλιν και σύρθηκα κάτω. Το σορτσάκι είχε σηκωθεί πολύ ψηλά ήταν ο μισός... πισινός έξω, αλλά δεν το είχα καταλάβει και συνέχισα.
Βγήκε αυτή η φωτογραφία και από τότε φώναζαν αυτό το σύνθημα. Εντάξει είχε πλάκα, μου άρεσε. Άσε στην άκρη το σέξι. Μου άρεσε που φώναζαν το όνομά μου.
Ποιες στιγμές με την ΑΕΚ σου έχουν μείνει πιο έντονα στο μυαλό;
Σίγουρα στο νούμερο ένα βάζω τη νίκη επί της Μίλαν στο Champions League αλλά και το γκολ που είχα βάλει εναντίον της Άντερλεχτ στις Βρυξέλλες το Δεκέμβριο του 2006.
Γενικά όλα τα ματς του Champions League είναι αξέχαστα αλλά και εκείνο το 2-2 στις Βρυξέλλες. Ήταν δύο καταπληκτικά χρόνια, θυμάμαι πολύ έντονα όλα τα ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό με τον Ολυμπιακό με τον ΠΑΟΚ, αυτά τα παιχνίδια ήταν απίστευτα.
Τι δεν σου άρεσε;
Δεν μου άρεσε ο τρόπος που έφυγα γιατί ήθελα να μείνω. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και σήμερα δεν έχω καταλάβει για ποιο λόγο έφυγα! Μου είπαν ότι έπαιρνα πολλά λεφτά αλλά μετά στη θέση μου αποκτήθηκε ένας που έπαιρνε ακόμα περισσότερα από μένα (σ.σ τον Αρουαμπαρένα)! Μου είχαν βάλει ρήτρα ένα εκατομμύριο για να μην μπορώ να πάω στον Ολυμπιακό ή το Παναθηναϊκό γιατί εκείνη τη χρονιά είχαν γράψει ότι με ήθελαν και οι δύο.
Πράγματι ήσουν σε εξαιρετική κατάσταση κι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι αμέσως μετά βρήκες εύκολα ομάδα και μάλιστα στην Primera Division, τη Λεβάντε.
Ναι έπαιξα στην Ισπανία. Γενικά μετά την Ιταλία μου άρεσε πάρα πολύ να γνωρίσω και να μάθω άλλους ποδοσφαιρικούς πολιτισμούς και όλες οι χώρες στις οποίες πήγα μου έχουν δώσει κάτι.
Εκτός από την Ελλάδα και την Ισπανία έχω πάει στη Γαλλία, την Κύπρο, την Ινδία.
Όλες οι επιλογές σου ήταν ορθολογικές. Αυτή η Ινδία, πώς προέκυψε με την Πούνε Σίτι το 2014;
Η Ινδία ήταν στο τέλος της καριέρας μου. Έκανε κάποια συνεργασία η Φιορεντίνα με αυτήν την ομάδα και μου ζήτησαν να πάω να βοηθήσω. Προπονητής ήταν ο Φράνκο Κολόμπα με τον οποίον είχα κάνει το ντεμπούτο μου ως πιτσιρικάς στην Ρετζίνα. Ήταν για εμένα κάτι καινούριο, κάτι εξωτικό. Ξέρεις κάτι όμως; Ακόμα και έτσι με αγάπησαν πολύ, μου στέλνουν μηνύματα και σήμερα, γιατί είχα και εκεί το ίδιο στυλ.
Πάμε ξανά πίσω να μιλήσουμε για το δεύτερο πέρασμά σου από την Ελλάδα και τον ΠΑΟΚ, από το 2009 έως το 2012.
Και το πέρασμα μου του ΠΑΟΚ ήταν πάρα πολύ όμορφο. Ήρθα στην Ελλάδα ξανά, γνώριζα το πρωτάθλημα και την ημέρα που με πήρε ο Φερνάντο Σάντος τηλέφωνο δεν το σκέφτηκα ούτε δευτερόλεπτο για να πω κατευθείαν το ναι.
Με αγκάλιασαν και οι φίλοι του ΠΑΟΚ γιατί κατάλαβαν πολύ γρήγορα τον Μπρούνο.
Ξέρετε εμείς από τη νότια Ιταλία, έχουμε παρόμοιο χαρακτήρα με εσάς τους Έλληνες.
Παθιαζόμαστε, τα δίνουμε όλα για την ομάδα και πιστεύω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό για τους οπαδούς, σε βλέπουν να τα δίνεις όλα για τη φανέλα. Πέρασα τρία χρόνια υπέροχα στη Θεσσαλονίκη, όπου επίσης είχαμε φτιάξει μία πολύ σπουδαία ομάδα με Γκαρσία, Κοντρέρας, Ίβιτς, Μουσλίμοβιτς, Βιερίνια, Λίνο.
Από εκεί με ποιους έκανες παρέα;
Πολύ παρέα κάναμε με τον Πάμπλο Γκαρσία, ήμασταν ίδιοι σαν παίκτες κι αυτός ήταν ίσως και πιο άγριος από μένα! Όμως έξω από το γήπεδο είναι κι αυτός άλλος άνθρωπος, φοβερό παιδί. Ήμασταν ο ένας το alter ego του άλλου.
Κι εσύ άγριος ήσουν πάντως!
Μόνο μέσα στο γήπεδο! Μόλις τελείωνε ο αγώνας, καμία σχέση. Δεν έχω αρπαχτεί ποτέ με κανέναν. Ποτέ δεν εκνευρίστηκα με κάποιον τόσο πολύ που να θέλω να πούμε δυο κουβέντες και εκτός γηπέδου.
Μέσα στον αγωνιστικό χώρο ήμουν killer γιατί έτσι πρέπει.
Όμως ποτέ δεν ήμουν βρώμικος, ποτέ δεν έχω χτυπήσει κανέναν.
Ένιωθες ότι σε φοβόντουσαν οι αντίπαλοι;
Δεν ξέρω αν με φοβόντουσαν, σίγουρα όμως όλοι ήξεραν ότι θα ήταν μία δύσκολη μέρα για αυτούς! Δεν μπορούσα με τίποτα να χάνω, ήταν η ζωή μου, η δουλειά μου και αυτό μάλλον φαινόταν στο βλέμμα μου. Αν έχανα κανένα ματς μπορεί να μη μιλιόμουν για τρεις-τέσσερις μέρες.
Και πώς είχε περάσει το προφίλ του bad guy;
Μπορεί λόγω παρουσιαστικού να με θεωρούσαν bad guy, το τατουάζ το ξυρισμένο κεφάλι, δεν ξέρω. Αν όμως ρωτούσε οποιοσδήποτε όλα τα παιδιά που με ήξεραν έξω από το γήπεδο θα τους απαντούσαν ότι ο Μπρούνο που βρίσκεται μέσα στο γήπεδο δεν έχει καμία σχέση με τον Μπρούνο εκτός γηπέδου! Μου άρεσαν τα πολύ ήρεμα πράγματα, να βγούμε για φαγητό και λοιπά. Οκ, κάποια φορά έχω πάει και σε μπουζούκια όταν ήταν ιδιαίτερη περίσταση. Ήμουν επαγγελματίας από την αρχή έως το τέλος.
Στον ΠΑΟΚ έζησες και την υπόθεση Μπερέτα, του Ιταλού προπονητή που ήλθε για ένα μήνα το καλοκαίρι και απολύθηκε! Το περίμενες;
Όχι με τίποτα! Ο Μπερέτα... (γελάει). Αυτό ήταν το πιο τρελό που μου είχε τύχει πόσα χρόνια έπαιξα στην Ελλάδα.
Έχουμε κάνει προετοιμασία γυρίζουμε πίσω και μαθαίνουμε ότι τον διώξανε. Εγώ πιστεύω ότι στην προετοιμασία ήταν νορμάλ τα πράγματα. Όταν έρχεται ένας Ιταλός προπονητής θέλει λίγο χρόνο για να προσαρμοστεί να φτιάξει τις σκέψεις του να εφαρμόσει το ποδόσφαιρο που θέλει δεν μπορεί μέσα σε 20 μέρες να τα έχει όλα έτοιμα. Χρειάζεται χρόνο. Στην προετοιμασία δεν πήγαμε καλά στα φιλικά και αποφάσισαν να τον διώξουν. Πιστεύω ότι κανένας ποδοσφαιριστής στον κόσμο δεν μπορεί να θεωρεί ότι αυτό είναι φυσιολογικό.
Και ξαφνικά το 2013 επιστρέφεις ξανά για να ενισχύσεις την ΑΕΚ στην Γ΄ εθνική.
Με πήραν τηλέφωνο οι παλιοί μου συμπαίκτες, ο Λυμπερόπουλος και ο Τραϊανός και μου είπαν ότι χρειάζονται τη βοήθειά μου.
Δεν σκέφτηκα ούτε χρήματα, ούτε τίποτα και ήρθα αμέσως στην ΑΕΚ γιατί είναι μία ομάδα που την αγαπούσα και την αγαπάω ακόμα.
Για μένα ήταν απολύτως φυσιολογικό να επιστρέψω. Τότε ξαναβρήκα εκεί και τον Γεωργέα με τον οποίον παίζαμε παλιά μαζί. Ήταν μεγάλη εμπειρία η Γ΄ κατηγορία γιατί είχα πάει σε γήπεδα που δεν υπήρχαν στο χάρτη. Θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια στο Τρεκάσε!
Μου είπες ότι το 2007 δεν ξέρεις γιατί έφυγες. Το 2014 ξέρεις;
Όχι! Και πάλι περίμενα κάποιον από την ομάδα να με πάρει τηλέφωνο να μου πει «έλα Μπρούνο τι γίνεται», όμως σιγή! Δεν ξέρω τι έγινε αλήθεια. Όταν τελείωσε η σεζόν και είχαμε ανέβει στην Β΄ κατηγορία εγώ τους είπα ότι θέλω να ακολουθήσω και να βρίσκομαι στη Super League όταν επιστρέψει η ομάδα. Όμως δεν με ειδοποίησε κανείς.
Πάντως παρότι ταξίδεψες αρκετά, η ζωή σου θα είναι για πάντα συνδεδεμένη με την Ελλάδα. Εδώ είναι η οικογένειά σου, η σύζυγός σου και η κόρη σου Μαρία Ροζάρια.
Για μένα η λέξη οικογένεια είναι το πρώτο στη ζωή, το πιο σημαντικό πράγμα. Η κόρη μου είναι το πρώτο που σκέφτομαι όταν ανοίγω τα μάτια μου κάθε μέρα και το τελευταίο όταν τα κλείνω πριν κοιμηθώ. Ξέρει τι έκανε ο μπαμπάς της πριν από χρόνια και μερικές φορές θα δούμε βίντεο από τότε που έπαιζα ποδόσφαιρο. Ήταν πάρα πολύ μικρή όταν με είχε δει στο γήπεδο με τον ΠΑΟΚ ή με την ΑΕΚ στην Γ΄ Εθνική. Καταλαβαίνει τι σήμαινε το ποδόσφαιρο για μένα κυρίως όταν είμαστε έξω μαζί και με σταματάει κόσμος για να με χαιρετίσει. Πιστεύω είναι χαρούμενη. Τρελαίνεται να πηγαίνει στο Τρεκάσε κι είναι πολύ γιατί πάει σπανία και το βλέπει σαν διακοπές. Το μόνο που φαντάζομαι και ελπίζω σε 10 χρόνια από σήμερα είναι να έχει την υγεία της, θα είναι μία χαρά γιατί είναι απίστευτο κορίτσι.
Πρόσφατα το ποστάρισμά σου περί κατάθλιψης, προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον. Πώς αποφάσισες να βγεις μπροστά για ένα τόσο λεπτό προσωπικό θέμα;
Αυτό έγινε γιατί πιστεύω ότι δεν είναι κάτι που πρέπει να προσπαθείς να το κρύψεις.
Εγώ βγήκα μπροστά και το έκανα για να μπορώ να βοηθήσω οποιονδήποτε αντιμετωπίζει ένα παρόμοιο πρόβλημα.
Και πιστεύω το κατάφερα σε κάποιο βαθμό, γιατί από τότε έχω μιλήσει με πάρα πολύ κόσμο. Δεν ξέρω πόσοι με έχουν σταματήσει το δρόμο και μου έχουν δώσει συγχαρητήρια λέγοντάς μου ότι εδώ στην Ελλάδα το θέμα της κατάθλιψης είναι ταμπού. Είμαι υπερήφανος γιατί πιστεύω ότι έχω κάνει κάτι καλό.
Ποια ήταν και πότε άρχισαν τα συμπτώματα της κατάθλιψης;
Το 2015 όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο, τέσσερις μήνες μετά ξεκίνησαν να μην μου αρέσουν τα πράγματα που έκανα στη ζωή. Ή μάλλον που δεν έκανα. Είχα συνηθίσει μία εντελώς διαφορετική ζωή και τώρα απλώς καθόμουν. Αναρωτιόμουν τι θα μπορούσα να κάνω μετά από 22 χρόνια που παίζω μπάλα, σαν η ζωή μου τελείωνε. Διάφορες κακές σκέψεις περνούσαν από το μυαλό και γενικά ήταν 2-3 χρόνια που το πέρασα αυτό.
Πώς το ξεπέρασες;
Πρώτα από όλα πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι είσαι εσύ και ο εαυτός σου, αυτό είναι το σημαντικό και μόνο έτσι μπορείς να το ξεπεράσεις. Με βοήθησε και ένας γιατρός ομοιοπαθητικός και θα ήθελα να τον ευχαριστήσω. Συνειδητοποίησα ότι ήταν απλά ένας φόβος. Μου έλειπε η αδρεναλίνη κάθε μέρα όταν σταματήσαμε, οι αγώνες, οι προπονήσεις, και αναρωτιόμουν τί κάνω τώρα. Ήταν μία πολύ μεγάλη εμπειρία για μένα και πέρασα δύσκολα. Τώρα είμαι μία χαρά, χαρούμενος που έχει περάσει αυτό και σήμερα μπορώ να δώσω κάποια συμβουλή σε όποιον αντιμετωπίζει κάτι παρόμοιο.
Το πιο σημαντικό, θα του έλεγα, είναι «never give up», ποτέ μην παραδίνεσαι.
Και αυτό είναι κάτι πρέπει να το βάλουν όλοι στο μυαλό γιατί η ζωή δεν τελειώνει μετά το ποδόσφαιρο. Χρειάζεται να παλεύεις κάθε μέρα και σιγά-σιγά θα καθαρίσει το μυαλό.
Τα τελευταία χρόνια έχεις ξεκινήσει κάτι καινούριο, ανακαλύπτοντας νέα ταλέντα.
Τώρα ασχολούμαι με scouting νεαρών ποδοσφαιριστών αλλά και μεγαλύτερων. Είναι κάτι που ξεκινάω από το μηδέν, αλλά με ικανοποιεί γιατί βρίσκομαι μέσα στο ποδόσφαιρο και είναι σαν να μην το έχω αφήσει ποτέ.
Κάθε τόσο είμαι στα γήπεδα να βλέπω μικρά παιδιά, να νιώθω ξανά το όμορφο παιχνίδι αυτή τη φορά απ'έξω. Μου αρέσει πάρα πολύ ελπίζω όλα να πάνε καλά.
Στην Ελλάδα υπάρχει ταλέντο;
Υπάρχει, άλλά πρέπει να καθορίσουμε τις ηλικίες. Ταλέντο είσαι στα 15, 16, 17. Στα 18 ένα παιδί δεν είναι ταλέντο, είναι για να παίζει αντρικό ποδόσφαιρο. Σε αυτή την ηλικία εγώ έπαιζα Δ΄ και Γ΄ εθνική κατηγορία πριν πάω στη Ρετζίνα στην Β΄ και στη συνέχεια στη Serie A. Άρα ένα παιδί που γίνεται 18 και διαθέτει το ταλέντο, πρέπει να παίζει σε αντρική πρώτη ομάδα. Ας παίζει και σε μικρότερη κατηγορία. Σίγουρα βέβαια η Β΄ και η Γ’ Εθνική δεν είναι ίδια στην Ελλάδα και την Ιταλία στη Γερμανία ή στην Ισπανία εκεί πιστεύω ότι το επίπεδο είναι πολύ πιο ψηλό και σίγουρα τα χρήματα είναι πιο καλά.
Δεν μπορώ να ξέρω με σιγουριά γιατί πολλά παιδιά τα οποία ξεκινούσαν την καριέρα τους και όλοι μιλούσαν για αυτά, έπεσαν στην πορεία και δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι. Μπορώ μόνο να μιλήσω για τον εαυτό μου. Ήθελα τόσο πολύ να φτάσω σε υψηλό επίπεδο που δεν με ένοιαζε τίποτε άλλο. Για εμένα ήταν μόνο δουλειά σπίτι σπίτι δουλειά. Τώρα βέβαια τα πράγματα δεν είναι όπως πριν από 30 χρόνια. Εμείς δεν είχαμε ούτε κινητό τηλέφωνο ούτε PlayStation και ήμασταν συνέχεια έξω με μία μπάλα. Αυτή ήταν η διασκέδαση μας από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τώρα αυτό έχει αλλάξει και μέσα στη ζωή των παιδιών υπάρχουν άλλα πράγματα.
Εάν όμως κάποιο παιδί το θέλει τόσο πολύ να φτάσει σε κάποιο σημείο, θα φτάσει. Όλα λοιπόν εξαρτώνται από τη θέληση και το πάθος για δουλειά.
Κοιτάζοντας πίσω τη ζωή και την καριέρα σου, τι είναι αυτό που σου λείπει;
Ήθελα να έχω ένα πρωτάθλημα σε συλλογικό επίπεδο. Έπαιξα σε δύο μεγάλες ομάδες στην Ελλάδα και δεν πήρα τίτλο και αυτό μου έχει μείνει μεγάλο απωθημένο. Γιατί πιστεύω ότι το αξίζαμε και με την ΑΕΚ και με τον ΠΑΟΚ. Για έναν αθλητή αυτά μετράνε, τα λεφτά δεν είναι τίποτα. Το πιο σημαντικό για μένα είναι ότι όπου και να πάω παίρνω πολύ αγάπη από όλους.
Τώρα που το βιβλίο μου ως ποδοσφαιριστής έχει κλείσει και κοιτάζω πίσω, βλέπω τι έχω αφήσει τι έχω δώσει στον κόσμο. Και το σημαντικότερο από όλα είναι η αγάπη που λαμβάνω. Με σταματάνε ακόμα και φίλοι του Ολυμπιακού του Παναθηναϊκού και με ρωτάνε γιατί δεν έπαιξες και με εμάς; Αυτό είναι το πιο όμορφο που μου συμβαίνει. Μου γεμίζει την καρδιά έχω αφήσει κάτι όμορφο πίσω μου. Άρα για μένα δεν είναι τα λεφτά.