Ραφίκ Τζιμπούρ

«Είπα στον Χιμένεθ
"πάμε να τα πούμε
οι δυο μας
σε μια πλατεία"»

Ποιος είναι ο Ράφικ Τζιμπούρ; Στις περίπου 10.000 λέξεις που ακολουθούν θα καταλάβετε τα πάντα για τον Αλγερινό που έγραψε τη δική του ιστορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο με τις φανέλες των Εθνικού Αστέρα, Ατρομήτου, Πανιωνίου, ΑΕΚ και Ολυμπιακού.

Το σοκ με τον αδερφό του που έπεσε σε κώμα όταν εκείνος βρισκόταν στην αρχή της καριέρας του. Η Μίλαν, η Βαλένθια, ο λόγος που δεν πήγε στη Μπενφίκα και η ζωή στο γκέτο. Η δυσκολία του να είσαι Αλγερινός που ζει στη Γαλλία, ο ρατσισμός στο σχολείο κι ο φασίστας προπονητής στην Ακαδημία της Οσέρ.

Ο Μπάγεβιτς που ήθελε να τον γ@@@ει όπως μας είπε, το επεισόδιο με τον Χιμένεθ, ο Μίτσελ που δεν σεβάστηκε κανέναν κι ο Μαρινάκης που τον κέρδισε από το πρώτο λεπτό.

Πώς πήγε στον Ολυμπιακό και ποιος ο ρόλος του Πατσατζόγλου; Γιατί επέστρεψε στην ΑΕΚ και ποιος ο ρόλος του ώστε να μείνει ο Μαχρέζ στη Λέστερ αλλά και να πάει ο Μανωλάς στον Ολυμπιακό κι όχι στο Κατάρ.

Ο Ράφικ Τζιμπούρ στη συνέντευξη της ζωής του στο Gazzetta. Συμφωνείτε μαζί του ή όχι ένα είναι σίγουρα: Θα έπρεπε να τον πληρώσουμε για όσα μας είπε, όπως ο ίδιος μας είπε για πλάκα μιλώντας μας...

«Προσπαθώ να διαγράψω από το μυαλό μου την ημέρα που κατάλαβα ότι έπρεπε να σταματήσω»

Πώς είναι η ζωή σου μετά το ποδόσφαιρο;

«Η ζωή μου είναι πολύ καλή, δεν είμαι απ' αυτούς που παραπονιούνται. Η κατάσταση είναι δύσκολη και πολύπλοκη για όλο τον κόσμο. Εμείς ως πρώην ποδοσφαιριστές έχουμε το προνόμιο να έχουμε μια καλή ζωή».

Πώς προέκυψε η επιθυμία σου να γίνεις αθλητικός διευθυντής;

«Όταν παίζεις ποδόσφαιρο και σταματάς απότομα είναι δύσκολα. Με μένα συνέβη αυτό επειδή τα γόνατά μου δεν άντεχαν άλλον. Δεν ήταν μια απόφαση που ήρθε από το μυαλό ή την καρδιά μου, αλλά από τα πόδια μου. Ήταν κάπως πολύπλοκο, αλλά όταν το "κατάπια", προσπάθησα να βρω πού θα μπορούσα να βρω και πάλι το πάθος μου. Κι αυτό ήταν μέσω των παικτών και των αγωνιστικών χώρων. Ετσι, αποφάσισα να ξεκινήσω την καριέρα μου ως αθλητικός διευθυντής».

Θυμάσαι τη μέρα που συνειδητοποίησες ότι έπρεπε να σταματήσεις τη μπάλα;

«Ειλικρινά, προσπαθώ να τη διαγράψω από τη μνήμη μου. Πάντα θέλω να είμαι θετικός σχετικά με τις δυσκολίες που μου προκύπτουν, προσπαθώ να καθυστερήσω τα αρνητικά που έρχονται και χωρίς αμφιβολία αυτό ήταν το μεγαλύτερο άσχημο που είχε συμβεί στην καριέρα μου, αλλά το συνειδητοποίησα. Δεν ήθελα να κοροϊδεύω τον κόσμο και να παίρνω λεφτά τσάμπα, λεφτά για τα οποία δεν άξιζα. Ετσι σταμάτησα και άρχισα νέες περιπέτειες».

Ξέρεις, πολλοί αθλητές όταν φτάνουν στο τέλος της καριέρας τους, χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη. Εσύ πήγες σε κάποιον ψυχολόγο για να το ξεπεράσεις και να μπεις σε μια νέα ζωή;

«Το άκουγα αυτό που λέτε όταν ήμουν νεότερος και έπαιζα ποδόσφαιρο. Αναρωτιόμουν "τι στο διάολο συμβαίνει και χάνουν το μυαλό τους"; Είναι τρελό. Όμως, καταλαβαίνω ότι η αλλαγή στην καθημερινότητα μπορεί να σε οδηγήσει σε δυσκολίες. Με μένα όμως δεν συνέβη αυτό, είμαι αρκετά δυνατός. Είμαι ανοιχτόμυαλος, μπορώ να καταλάβω το τί συμβαίνει και όπως είπα και πριν δεν μπορώ να παραπονιέμαι ως πρώην πλέον ποδοσφαιριστής. Είναι προνόμιο το ότι έπαιξα ποδόσφαιρο. Ναι, πόνεσε όταν σταμάτησε, αλλά όχι να χάσω και το μυαλό μου».

«Όταν ξεκινούσα την καριέρα μου, ο αδερφός μου έπεσε σε κώμα»

Απλά, κάποιοι δεν είναι τόσο δυνατοί ψυχικά όσο εσύ.

«Όταν ξεκινούσα την καριέρα μου κι η Οσέρ με είχε δανείσει στην Λα Λαβιούρ ο αδερφός μου έπεσε σε κώμα».

Τί είχε συμβεί;

«Είναι ο μεγαλύτερός μου αδερφός. Βρισκόταν στη Γαλλία, είχε ένα ατύχημα και έπεσε σε κώμα. Ήταν δύσκολα φυσικά, γιατί όταν είσαι στην αρχή θες κάποιον να σε στηρίζει. Είναι καλό να έχεις ποιότητα ως ποδοσφαιριστής, αλλά χρειάζεσαι και κάποιον να μιλάς, κάποιον να παραπονιέσαι ή να σου εξηγεί ότι δεν κάνεις κάτι καλά και πρέπει να ξυπνήσεις. Εγώ έπρεπε να βαδίσω το δρόμο μόνος μου».

Η καταγωγή σου είναι από την Αλγερία, αλλά γεννήθηκες στη Γαλλία, στη Γκρενόμπλ. Πώς θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια;

«Ήταν δύσκολα, ζούσαμε 11 άτομα μέσα σ' ένα διαμέρισμα. Οκτώ αδέλφια, οι γονείς μου κι ένας ξάδερφός μου. Σήμερα που είμαι πατέρας, μπορώ να καταλάβω ότι η μητέρα μου έκανε μαγικά, γιατί έφερνε την ευτυχία στο σπίτι μας παρά τις πραγματικές δυσκολίες που υπήρχαν. Γι' αυτό σου λέω ότι δεν παραπονιέμαι - ξέρω ποιες είναι οι πραγματικές δυσκολίες της ζωής. Ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει τί σημαίνει ειρήνη επειδή δεν έχει γνωρίσει τον πόλεμο. Δεν μπορείς να δεις ποια είναι η πραγματική μιζέρια αν δεν την ζήσεις. Από τη στιγμή που τα έχω δει με τα μάτια μου όλα αυτά, όλα τ' άλλα πλέον είναι ένας μπλε ουρανός».

Ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις σου από την παιδική σου ηλικία;

«Η ευτυχία... Χορεύαμε στο σπίτι, η μητέρα μου έβαζε μουσική. Δεν υπήρχαν δώρα τα Χριστούγεννα στο σπίτι μας κι όλα αυτά που έχουν σήμερα τα παιδιά. Υπήρχε όμως ευτυχία που ήταν το πιο σημαντικό για εμάς».

Δεν ένιωθες και ποτέ μόνος σου σ' ένα σπίτι με 11 άτομα.

«Όχι... Τσακωνόσουν με τον αδερφό σου γιατί σου πήρε το μαξιλάρι».

«Οι γονείς μου δεν κυνήγησαν ποτέ τα χρήματα, δεν με άφησαν να πάω στη Μίλαν»

Πότε συνειδητοποίησες ότι έχεις ταλέντο για να γίνεις επαγγελματίας;

«Απ' όταν ήμουν παιδί. Στη Γαλλία ζήσαμε ρατσισμό και όταν οι Γάλλοι σου έδειχναν ενδιαφέρον καταλάβαινες ότι έχεις κάτι ξεχωριστό. Όταν πήγα στην Οσέρ, ήμουν στην ακαδημία και προοριζόμουν για επαγγελματίας. Ήμασταν σ' ένα διεθνές τουρνουά στην Ελβετία όπου συμμετείχαν μεγάλες ομάδες όπως η Λάτσιο, η Νιούκαστλ, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Αναδείχτηκα πρώτος σκόρερ και κορυφαίος παίκτης του τουρνουά. Στην ηλικία μου ήμουν ο πρώτος σκόρερ σ' όλη τη Γαλλία με 36 γκολ μέσα σε μια χρονιά. Εκεί είπα "εδώ είμαι, είμαι ο πρώτος σκόρερ παίζοντας με τους καλύτερους". Ήρθε η Μίλαν και μου πρότεινε να πάω εκεί».

Και γιατί δεν πήγες;

«Οι γονείς μου μπορεί να ήταν φτωχοί αλλά ποτέ δεν νοιάστηκαν για τα χρήματα. Κι αυτή είναι η νοοτροπία που έχω κι εγώ. Η Μίλαν μού πρότεινε πολύ καλά λεφτά, αλλά όπως είπα αυτό δεν ήταν το παν για εμάς. Μετά ήρθε κι ο Ζόρζε Μέντες για να με πάει στην Πόρτο. Η Οσέρ όμως τότε δεν ήταν ένας μικρός σύλλογος. Ήμουν πέντε χρόνια στην ακαδημία της ομάδας, που τότε έπαιζε στο Champions League. Μιλάμε για την Οσέρ του Γκι Ρου και του Τζιμπρίλ Σισέ. Ξεκίνησα να κάνω προπονήσεις με την πρώτη ομάδα από τα 16 μου, Στα 17 μου ήμουν μέλος της ομάδας».

Άρα οι γονείς σου προτίμησαν να μείνεις Γαλλία.

«Ναι, η μητέρα μου ήταν πολύ προστατευτική, δεν ήθελε ποτέ να ακολουθήσει τα χρήματα. Όχι ότι η Οσέρ δεν μου έδινε καλά λεφτά, αλλά καταλαβαίνετε ότι είναι διαφορετικό το να πηγαίνεις στη Μίλαν. Δόξα τω Θεώ έμεινα στην Οσέρ και κέρδισα τη θέση μου στην ομάδα, γιατί αν πήγαινα στη Μίλαν ίσως και να μην μου έδιναν την ευκαιρία μου, επειδή είναι σύλλογος που αγοράζει πολλούς παίκτες. Μπορεί να μην νοιάζονταν για μένα. Η Οσέρ είναι ένας σύλλογος που αγαπά τα παιδιά της και μου έδωσε την ευκαιρία μου».

«Δεν με συμβούλεψε ο Σισέ, ο Γκι Ρου δεν επέτρεψε να πάω στην Βαλένθια»

Είχες ποτέ άλλη ευκαιρία να πας σε μεγάλη ομάδα;

«Ήμουν έτοιμος να υπογράψω στην Βαλένθια πενταετές συμβόλαιο. Επρεπε η Βαλένθια να πληρώσει τα τροφεία, αλλά ο Γκι Ρου με πίστευε τόσο πολύ που δεν υπήρχε περίπτωση να μ' αφήσει να φύγω. Δεν ήθελε να ακούει ότι θα πάρω μεταγραφή, είχα συμβόλαιο για ακόμη έναν χρόνο. Ήταν το διάστημα που θα έπαιρνε μεταγραφή ο Τζιμπρίλ Σισέ και το France Football είχε γράψει: "Φεύγει ο Τζιμπρίλ, μένει ο Ραφίκ". Τότε, έφυγε ένας παίκτης που λέγεται Μοχάμεντ Σισοκό. Ήμουν αρχηγός και τα πάντα τα κάναμε μαζί. Η Β' ομάδα της Οσέρ τότε ήταν κορυφαίου επιπέδου. Φαντάσου ότι έπαιζε ο Μπενζανί που πήγε στη Σίτι, ο Σανιά, ο Αμπού Ντιαμπί, είχαμε ομαδάρα. Ήμασταν πρώτοι, τους γ@@@με όλους. Πήραμε το πρωτάθλημα, αλλά ήταν δύσκολα τα ματς. Πολλές φορές παίζαμε σε γκέτο με ομάδες που είχαν πολλή όρεξη. Ο Σισοκό, λοιπόν, έπαιξε 1-2 ματς με τη Β' ομάδα και τελικά ο Μπενίτεθ τον πήρε στη Βαλένθια, κάνοντας μάλιστα 15 ματς στη La Liga. Ήταν η χρονιά που έπαιξαν και στον τελικό του Champions League. Τότε αναρωτήθηκα "τί κάνω εγώ εδώ";

Τότε με πήρε ο τεχνικός διευθυντής της Βαλένθια, ο Πιτάρτς και μου είπε ότι μας ήθελε πακέτο. Είχα πάει να δω τον αγώνα με την Ρεάλ Μαδρίτης, είδα τον Ρονάλντο... Ο Γκι Ρου, όμως, δεν με άφησε να φύγω. Το καλοκαίρι ήρθα σε μια μικρή κόντρα με την ομάδα και ύστερα από πίεση με δάνεισαν στην Λα Λουβιέρ. Τελικά, 2-3 μέρες πριν ξεκινήσει το πρωτάθλημα ο αδερφός μου μπήκε στην εντατική με κώμα. Αυτό ήταν, μετά γ@@κα. Το μυαλό μου ήταν μόνο εκεί. Η μάνα μου έκλαιγε όλη την ώρα, οικονομικά ήμασταν δύσκολα κι ό,τι χρήματα έπαιρνα τα έστελνα εκεί. Η ιστορία μου ξεκίνησε να γράφεται μ' αυτό το περιστατικό... Δεν τα λέω αυτά για να με λυπηθεί κάποιος, απλά σας περιγράφω τί συνέβη τότε. Σήμερα ταΐζεις τα παιδιά, τα βοηθάς και κλαίνε. Δεν έχουν γνωρίσει δυσκολίες. Εγώ ποτέ δεν πήγα να κλάψω στον πρόεδρο αυτής της ομάδας. Ήξερα ότι αν είναι άντρες, θα έρχονταν να με δουν και να με ρωτήσουν αν χρειάζομαι κάτι. Δεν το έκαναν, δεν πειράζει. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί, δεν είμαι ψεύτικος. Τελικά, έφυγα ύστερα από έναν χρόνο».

Πώς θυμάσαι τη συνεργασία σου με τον Σισέ; Ως μεγαλύτερος σού έδωσε συμβουλές;

«Όχι δεν με συμβούλεψε. Είχε αρχίσει να γίνεται σταρ, ήταν σ' αυτόν τον δρόμο. Δεν ήταν ο Τζιμπρίλ με την εμπειρία. Μεγαλύτερός μου τρία χρόνια, αλλά είχε αρχίσει να χτίζει την καριέρα του. Εκείνος είχε πάρει το δρόμο του κι εγώ το δικό μου. Ήταν ένας επιθετικός που σκόραρε πολύ, ήταν γρήγορος και δεν του άρεσε να συνεργάζεται πολύ. Απέδειξε την αξία του σ' όλη του την καριέρα».

Πώς θυμάσαι τη συνεργασία σου με τον Γκι Ρου;

«Με βοήθησε πολύ. Όταν ήμουν μικρός μου έλεγε κάποια πράγματα που με έκαναν να αναρωτιέμαι "τι λέει ο παππούς"; Αλλά όσα έλεγε ήταν χρυσός, με την εμπειρία που είχε»

«Αλγερινός και Μουσουλμάνος που ζει στη Γαλλία. Δεν υπάρχει χειρότερο διαβατήριο»

Αναφέρθηκες πριν στο θέμα του ρατσισμού. Μπορείς να θυμηθείς κάποιο περιστατικό που σ' έκανε ακόμα πιο δυνατό;

«Ναι, όταν ήμασταν στην Ακαδημία, το 80% των παιδιών ήταν μετανάστες. Οι περισσότεροι ήταν Αφρικανοί. Ο προπονητής που είχαμε ψήφιζε την αντίστοιχη Χρυσή Αυγή της Γαλλίας. Δεν το τσέκαρα, αλλά όλοι το ξέραμε. Σε δεχόταν στην ομάδα επειδή ήσουν καλός παίκτης, αλλά μέσα του πονούσε. Δεν ψηφίζεις ρατσιστικό κόμμα αν δεν είσαι ρατσιστής. Οι περισσότεροι ήταν».

Αυτά τα περιστατικά σε εξόργισαν;

«Όχι, γιατί οι περισσότεροι από εμάς είχαμε προετοιμαστεί γι' αυτές τις συμπεριφορές. Τις είχαμε γνωρίσει ήδη στο σχολείο, το ίδιο ήταν και στην Ακαδημία».

Στο σχολείο τί συνέβη;

«Θα σας πω κάτι που θα εκπλήξει τον κόσμο. Ήμουν από τους καλύτερους μαθητές στο σχολείο στο γκέτο. Εγω, ένας άλλος Αφρικανός κι ένας Ινδός, κανονικά θα έπρεπε να είχαμε πάει σε σχολείο καλύτερου επιπέδου, αλλά δεν μας άφησαν. Σου λένε "ο αδερφός σου έκανε αυτό, αλλά εσύ δεν μπορείς να κάνεις αυτό που αξίζεις". Είναι γαλλική τακτική το να σε ρίχνουν, να σου κόβουν τη φόρα για να εξελιχθείς. Το καλύτερο παράδειγμα είναι ο Μπενζεμά: Εχεις τον καλύτερο επιθετικό στην Ευρώπη, που παίζει στην καλύτερη ομάδα στον κόσμο και βάζεις άλλους επιθετικούς που είναι 3-4 επίπεδα κάτω απ' αυτόν, αυτό κάτι δείχνει.
Η Αλγερία είναι η μόνη από τις αποικίες της Γαλλίας που πολέμησε κόντρα σ' αυτήν τη χώρα. Οπότε, όταν συναντούν έναν Αλγερινό τού συμπεριφέρονται μ' αυτόν τον τρόπο. Αλλο ένα παράδειγμα είναι ο Ζιντάν. Πάντα έλεγαν "ο Γάλλος" αλλά μετά την κουτουλιά στον Ματεράτσι στον τελικό του Μουντιάλ, τον αποκαλούσαν "ο Γαλλοαλγερινός"».

Θεωρείς ότι αν ο Μπενζεμά δεν είχε καταγωγή από την Αλγερία, στην υπόθεση του sextape με τον Βαλμπουενά, θα είχε επιστρέψει νωρίτερα στην εθνική Γαλλίας;

«Φυσικά! Ό,τι έγινε, έγινε επειδή είναι Αλγερινός και Μουσουλμάνος. Αυτό είναι το χειρότερο διαβατήριο: Να είσαι Αλγερινός, δηλαδή από την Αφρική, Μουσουλμάνος και να ζεις στη Γαλλία. Δεν υπάρχει χειρότερο διαβατήριο που μπορείς να έχεις στη ζωή σου.
Η διαφορά αυτών των Αλγερινών με τους μετανάστες στην Ελλάδα είναι ότι οι Αλγερινοί σήμερα είναι 3η - 4η γενιά, δεν είναι πολίτες που βρίσκονται στη χώρα για 2-3 χρόνια. Η διαφορά είναι ότι οι Γάλλοι κάνουν 1-2 παιδιά κι οι Αλγερινοί ή οι Αφρικανοί κάνουν στη Γαλλία 10-12 παιδιά».

Θεωρείς πως το φαινόμενο του ρατσισμού υπάρχει σε κάθε χώρα;

«Πιστεύω ότι σε κάποια μέρη κάθε χώρας υπάρχει ρατσισμός, δεν μπορούμε να πούμε ότι οι ρατσιστές είναι παντού. Η οικονομική κρίση βοηθάει τα ρατσιστικά κόμματα να κερδίσουν ψηφοφόρους. Όταν ο κόσμος είναι οικονομικά εντάξει, αυτό το φαινόμενο δεν είναι τόσο έντονο μέσα στην κοινωνία. Ο ρατσισμός είναι σαν τη ζήλια, πάντα υπάρχει. Στην Ευρώπη δεν υπάρχει και σε τόσο μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι μορφωμένοι και μεγαλωμένοι με τέτοιο τρόπο που δεν ακολουθούν αυτές τις γελοιότητες (σ.σ. εννοεί το ρατσισμό)».

Σε επηρέασε ο ρατσισμός που βίωσες στο γκέτο;

«Φυσικά και με επηρέασε, αλλά μαθαίνεις από μικρός να προστατεύεις τον εαυτό σου. Εδώ στην Ελλάδα, πολλοί δημοσιογράφοι προσπάθησαν να με καταστρέψουν. Ε, μη μιλάμε κινέζικα! Καταλαβαίνετε τί λέω... Δεν μπορούσε όμως να με επηρεάσει αυτό. Γνώρισα κάποιους συμπαίκτες, όμως, που όλα αυτά όντως τους επηρέασαν. Εμένα αυτά, όμως, ήταν η τροφή μου, μου έδινα επιπλέον κίνητρο».

Είπες πριν ότι ήσουν καλός μαθητής. Ποια μαθήματα σου άρεσαν;

«Μικρός ήμουν καλός μαθητής. Μου άρεσαν τα μαθηματικά κι η ιστορία. Ακόμα και στο γκέτο όταν μεγαλώνεις έχεις καρδιά, δεν είσαι ζώο. Μας άγγιζε αν γινόταν κάτι σε βάρος της οικογένειάς μας, γι' αυτό ίσως να μη μου άρεσε η γαλλική γλώσσα, γιατί ίσως δεν μου έδινε χαρά να αγαπήσω τη χώρα. Αυτό συνέβαινε σε πολλά παιδιά - κάποια απ' αυτά επιβίωναν και κάποια όχι. Αυτήν τη δύσκολη κατάσταση τη συναντούσα παντού: στο δρόμο, στο σχολείο, συνέχεια με ήλεγχε η αστυνομία για το διαβατήριό μου και τους έλεγα ότι δεν είμαι μετανάστης. Πήγαινα σούπερ μάρκετ και με έβαζαν στην άκρη, για να ψάξουν τις τσέπες μου μην τυχόν έκλεψα κάτι».

Ενιωσες φόβο για τη ζωή σου στο γκέτο;

«Ναι, φυσικά. Όχι, όμως για να μη με σκοτώσει η αστυνομία, δεν είναι σαν την Αμερική. Μπορεί να σε δείρουν αλλά όχι και να σε σκοτώσουν. Στο δρόμο συνέβαιναν συνέχεια διάφορα σκηνικά. Στο γκέτο, αν δεις κάποιον να τρέχει, χωρίς να ξέρεις γιατί συμβαίνει αυτό, τρέχεις κι εσύ. Δεν ξέρεις αν είναι η αστυνομία ή αν είναι άλλες συμμορίες από άλλα γκέτο. Απλά, τρέχεις και 100 μέτρα πιο κάτω θα καταλάβεις ότι έτρεχες άδικα. Στη Γαλλία μας θεωρούσαν ξένους κι ας είχαμε γεννηθεί στη χώρα».

Διαβάσαμε ότι δεν είχες υποστήριξη στο Βέλγιο όταν συνέβη το περιστατικό με τον αδερφό σου.

«Για τους Βέλγους ήμουν ένα πολύ μεγάλο όνομα, περίμεναν πολλά από εμένα. Επαιξα και έκανα τη διαφορά, αλλά όταν είδαν ότι υπέφερα δεν ένιωσα καμία υποστήριξη απ' αυτούς. Ήμουν ένα παιδί 20 ετών - πρώτη φορά είχα φύγει από τη Γαλλία, για μια άλλη χώρα. Δεν είχα καμία προστασία, αλλά το να συγκρίνω με την Ελλάδα αυτό που πέρασα εκεί δεν ήταν τίποτα. Στο Βέλγιο, μπορώ να πω ότι έγινα άντρας, δεν είχα χρόνο για να κλαίω σαν μωρό. Εκεί έβαλα τη στολή μου και πήγα για πόλεμο. Είχα τον αδερφό μου στο νοσοκομείο, η μάνα μου έκλαιγε. Επρεπε να παλέψω. Ο αδερφός μου ήταν σε κώμα 4,5 μήνες. Σε μια οικογένεια στην Αλγερία, αν πετύχει ένας, όλοι τρώνε απ' αυτήν. Και στην Ελλάδα αυτό θεωρώ ότι συνέβαινε τουλάχιστον παλιότερα. Τώρα έχει αλλάξει αυτή η νοοτροπία. Τώρα, αν δώσει κάποιος χρήματα στην οικογένειά του σε λένε "σούπερ ήρωα". Για μένα αυτό είναι εντελώς φυσιολογικό. Η ευρωπαϊκή νοοτροπία έχει καταστρέψει την ελληνική ταυτότητα. Στην Αλγερία θεωρώ ότι μέχρι αυτήν τη στιγμή δεν έχει χαθεί αυτό - αν και βέβαια δεν έχουν ανοιχτεί τα σύνορα για τους τουρίστες. Μπορείς να πας για λίγες μέρες και μετά να φύγεις, δεν θα μείνεις εκεί. Το σύστημα θέλει μια συγκεκριμένη νοοτροπία: να παλεύεις για τα λεφτά, να μην δίνεις δεκάρα για τον άλλον, ούτε καν για την οικογένειά σου. Πας σαν να είσαι κοτόπουλο χωρίς κεφάλι κι έτσι καταστρέφεται ο θεσμός της οικογένειας. Η Ελλάδα έχει τόσες χιλιάδες χρόνια ιστορία και έρχονται κάποιοι και καταστρέφουν αυτήν την ιστορία τόσο εύκολα. Όλα αυτά για τα οποία μιλάνε είναι τα λεφτά, τίποτα άλλο».

«Δεν γίνεται εγώ να είμαι βασιλιάς κι η οικογένειά μου μέσα στα σκατά»

Πώς είναι σήμερα η οικογένειά σου;

«Εχασα πέρυσι τον πατέρα μου. Μπήκε στο νοσοκομείο από κορονοϊό, εκεί κόλλησε ένα μικρόβιο και τελικά πέθανε. Ήταν 75 ετών. Η μητέρα μου είναι στη Γαλλία, έχω σπίτι στην Αλγερία και τώρα με το θάνατο του πατέρα μου έμεινε εκεί τρεις μήνες. Μου αρέσει να βοηθάω τα παιδιά στη γειτονιά μου και όσους έχουν ανάγκη».

Τί θα ήθελες να αλλάξει στο ποδόσφαιρο της Αλγερίας;

«Αυτό που λείπει πάρα πολύ είναι οι υποδομές, είμαστε πολύ πίσω σ' αυτό το κομμάτι. Αυτό που λένε ότι οι Βραζιλιάνοι μαθαίνουν μπάλα στους δρόμους είναι αλήθεια αλλά όχι κι η απόλυτη αλήθεια. Υπάρχουν εκεί πολλά καμπ, παίζουν και στην παραλία. Είναι και το ποδόσφαιρο που τους αρέσει. Εχουν ακαδημίες. Στην Αλγερία, στη μόνη ακαδημία που έχουμε, τα περισσότερα παιδιά παίζουν χωρίς παπούτσια, γήπεδα δεν υπάρχουν και το να βρεις μπάλα είναι σπάνιο. Ο Γιουσέφ Ατάλ που παίζει στη Νις σήμερα, ζήτησε σε μια ομάδα Α' εθνικής όχι μισθό αλλά απλά ένα σπίτι να ζει μέσα η οικογένειά του. Επρεπε να διανύει 15 χιλιόμετρα για να πάει σχολείο. Απλά αυτό κάνει εμάς τους Αλγερινούς από τις άλλες χώρες να μην καθόμαστε να κλαίμε, είμαστε περήφανοι. Πολλές χώρες έχουν οικονομικά προβλήματα, αλλά θα βρεις να φας. Ο Αλγερινός, όμως, είναι περήφανος, δεν θα ζητιανέψει στο δρόμο, δεν υπάρχουν αυτά. Ακόμη κι αν ζητιανέψει, θα μείνει στην άκρη, δεν θα απλώσει το χέρι. Κι αν θέλεις να του δώσεις, καλώς».

Το σημαντικότερο που πέτυχες στη ζωή σου είναι ότι στηρίζεις την οικογένειά σου;

«Ναι, το ότι έσωσα την οικογένειά μου ήταν το πιο σημαντικό. Σκεφτόμουν ότι δεν μπορώ να ζω εγώ σαν βασιλιάς κι η οικογένειά μου να είναι μέσα στα σκατά. Πρέπει να μοιράζεσαι. Η δική μου επιτυχία ήταν και δική τους. Η μάνα σου σε έφερε σ' αυτόν τον κόσμο κι αυτό δεν έχει τιμή. Οπότε, ακόμα κι αυτό που τους δίνεις εσύ είναι τίποτα. Δεν αγοράζεται αυτό με τίποτα. Αν σκέφτεσαι έτσι όλα είναι πιο εύκολα. Τέλος».

«Είπα στον Μαρινάκη να πάρει τον Μανωλά, κάποιοι στην ομάδα δεν τον ήθελαν»

Οι Αλγερινοί παίκτες μεταξύ σας στηρίζεστε;

«Παίζαμε ντέρμπι Λέστερ-Νότιγχαμ κι έρχεται ο Μαχρέζ, μου χτυπάει την πλάτη και μου λέει "είμαι Αλγερινός όπως κι εσύ". Του είπα "εντάξει, θα τα πούμε μετά το ματς". Εγώ δεν τον ήξερα καν. Μετά το τέλος του αγώνα τον πήραμε με τον Αμπντούν και πήγαμε για φαγητό. Ο Ριγιάντ έκανε παράπονα τότε γιατί δεν έπαιζε πολύ και εμείς του λέγαμε ότι έπρεπε να μείνει στην Αγγλία. Του είπα "όλοι οι παίκτες θέλουν να έρθουν στην Αγγλία και εσύ θες να φύγεις;". Τον προέτρεψα να μείνει στη Λέστερ και να παλέψει για τη θέση του στην ομάδα. Αυτός νόμιζε ότι δεν τον παίρναμε στα σοβαρά, ένιωθε ότι συμβουλεύαμε ένα παιδί που έρχεται από την παιδική χαρά. Μας έλεγε "δεν με ξέρετε, αλλά σας ορκίζομαι ότι σε λίγους μήνες θα είμαι στην εθνική, είμαι καλός παίκτης". Εγώ κοιτούσα τον Αμπντούν και του χαμογέλεσα, με το στιλ "τί μας λέει τώρα αυτός". "Θα δείτε θα πάω στο Μουντιάλ του 2014". Εγώ ήξερα τον Χαλίλχοτζιτς και βάσει της νοοτροπίας του και του πώς σκέφτεται ήμουν βέβαιος ότι δεν θα τον πάρει. Τελικά, ήταν στις κλήσεις του για το Μουντιάλ και το 2015 ήταν ο καλύτερος παίκτης της Premier League. Πάντα προσπαθούσα να συμβουλεύω τους μικρότερους ακόμη κι όταν ήμουν ενεργός».

Εδινες καλές συμβουλές δηλαδή... Θυμάσαι κάποια ακόμα που βγήκαν σε καλό;

«Είναι αρκετές, αλλά μπορώ να θυμηθώ μια χαρακτηριστική περίπτωση. Κάποτε είχε συνάντηση ο Κώστας Μανωλάς με το θείο του για να πάει σε μια ομάδα της Ουκρανίας. Του έδιναν 3.000.000 δολάρια για τριετές συμβόλαιο. Ο Κώστας, τότε, ήταν στην ΑΕΚ με μικρό μισθό και μου είχαν πει ότι ήταν πολύ σημαντικό να υπογραφεί αυτό το συμβόλαιο γιατί έχτιζαν στη Νάξο ξενοδοχεία και μ' αυτά τα χρήματα θα ήταν όλα πιο εύκολα για την οικογένειά τους. Μιλάμε για το διάστημα που είχε μείνει ελεύθερος από την ΑΕΚ, το καλοκαίρι. Τον Κώστα τον είχα σαν μικρό μου αδερφό, όπως και τον Ταχτσίδη. Είπα στον Στέλιο "μην τρέξετε τώρα για τα λεφτά, ο Κώστας τώρα πρέπει να πάει στον Ολυμπιακό. Αν πάει στην Μ. Ανατολή, θα πάρει τα λεφτά αλλά θα χαθεί". Εδώ θα πήγαινε στην καλύτερη ομάδα της Ελλάδας. Η ΑΕΚ τότε δεν είχε μια τόσο δυνατή διοίκηση όπως σήμερα. Είπα στον Μαρινάκη "πάρε τον Κώστα, είναι παικτάρα, να τον πάρεις, υπογράφω εγώ γι' αυτόν". Εκείνο το διάστημα εγώ ήμουν στον Ολυμπιακό κι η ΑΕΚ δεν μπορούσε να δώσει στον Κώστα τα λεφτά που άξιζε, είχε οικονομικά προβλήματα. Τον Κώστα τον πίστεψα πάρα πολύ και θυμάμαι ότι ο Μαρινάκης μου είχε πει κάποια στιγμή ότι κάποιοι δεν ήθελαν αυτόν τον παίκτη στην ομάδα. Ευτυχώς ο πρόεδρος έκανε τη σωστή επιλογή.

Το ίδιο έκανα και με τον Αμπντούν. Είχαν πάρει τον Κατάι και κάτι άλλους Σέρβους αλλά εγώ επέμενα για τον Τζαμέλ. Είχε φέρει κι ο Βαλβέρδε κάτι δικούς του... Στην αρχή δεν πήγαινε καλά ο Αμπντούν και μου γκρίνιαζε λίγο ο πρόεδρος. Το χειμώνα πήραν τον Καζίμ Ρίτσαρντς. Ο Αμπντούν όμως άρχισε να ανεβαίνει και να γίνεται όλο και καλύτερος. Είδατε, μετά πούλησε και τον Μανωλά και τον Αμπτνούν και μπήκαν στα ταμεία της ομάδας 15-20 εκατ. ευρώ. Όταν δίνω μια συμβουλή είμαι σίγουρος γι΄αυτό που λέω. Ο Μανωλάς τότε ήταν κορυφαίος παίκτης, απλά έπρεπε να προσαρμοστεί σε θέματα τακτικής. Μπορώ να θυμηθώ επίσης ότι εγώ ήμουν ο άνθρωπος που είχα φέρει τον σημερινό μάνατζερ  του Μαχρέζ στην Ελλάδα για να παίξει μπάλα σε ομάδα Β' εθνικής - τότε ήταν ποδοσφαιριστής. Εγώ του τα είχα πληρώσει όλα».


«Ήρθα στην Ελλάδα όταν ήμουν "νεκρός", αλλά ήμουν ο ήλιος στο σπίτι μου και δεν έπρεπε να σβήσω»


Πώς προέκυψε η προοπτική της Ελλάδας;

«Ο προπονητής στον Εθνικό Αστέρα ήταν από το Βέλγιο και κολλητός του τεχνικού διευθυντή της ομάδας που ήμουν. Μου είπαν ότι θα μου έκαναν διακοπή συμβολαίου μόνο αν δεν πήγαινα στον Εθνικό Αστέρα. Κοιτάξτε πώς με κέρδισαν. Μου είπαν ότι στην Ελλάδα έχει ήλιο, παραλίες. Ότι θα ανέβαινα ψυχολογικά. Ήμουν νεκρός, αυτό ισχύει. Τότε παραλίγο να σταματήσω τη μπάλα. Ήμουν σε τέτοια φάση. Είχα ξενερώσει. Όταν όμως βλέπεις τη μάνα σου να κλαίει... Δεν ήθελα να βάλω κι άλλο βάρος στην οικογένειά μου. Ήμουν ο ήλιος στο σπίτι κι αν τα παρατούσα θα έσβηναν όλα. Έτσι ήρθα στην Ελλάδα χωρίς να έχω καμία ελπίδα».

Πού έμενες όταν ήρθες στην Ελλάδα;

«Στο Παγκράτι. Το σπίτι μου ήταν κοντά στα παλιά McDonalds. Δεν είχα ποτέ παράπονο, μόνο για το θέμα των πληρωμών».

Από την αρχή είχες πρόβλημα με τις πληρωμές;

«Όχι, είχαν καταλάβει πως εγώ ήμουν κάτι ξεχωριστό και με πλήρωναν κρυφά. Δεν είχαν πληρώσει τους άλλους συμπαίκτες μου και όταν πήγαν να ζητήσουν από τη διοίκηση τα λεφτά τους, τούς έλεγαν: "Πηγαίνετε στον Τζιμπούρ, αυτός έχει λεφτά". Τότε μοιράστηκα τα λεφτά μου μαζί τους για να έχουμε να φάμε όλοι».

Με τον Παπαδόπουλο τί σχέση είχες;

«Με τον Κώστα είχα καλύτερες σχέσεις. Ο μπαμπάς του δεν μιλούσε αγγλικά, το μόνο που έλεγε είναι "είσαι παικταράς ή μαλ@@@ς". Με τον Κώστα μιλούσαμε, καλό παιδί ήταν. Πέρασα καλά στον Εθνικό Αστέρα. Νομίζω πως όταν έφυγα τους άφησα σε καλή θέση. Ο κόουτς μου έλεγε να μην φύγω, ο Καραμά. Μου έλεγε ότι αν δεν φύγω, η ομάδα θα εξασφάλιζε άνοδο. Ο Ατρόμητος δεν με πήρε τσάμπα, πλήρωσε για να με αποκτήσει»

Στην Ελλάδα τί σε εντυπωσίασε περισσότερο και τί όχι;

«Ένα πράγμα γούσταρα στην Ελλάδα, το πάθος που είχαν οι οπαδοί για το ποδόσφαιρο. Εγώ το λατρεύω το ποδόσφαιρο, λατρεύω το άθλημά μου. Στη Γαλλία κάποιες φορές δεν έβλεπες αυτό το πάθος. Στην Οσέρ κάναμε τρομερά ματς και δεν έβλεπες τρέλα, ενδιαφέρον, πάθος. Γι' αυτό και στη Γαλλία είναι οι ίδιες και οι ίδιες ομάδες που έχουν δυνατές έδρες και πρωταγωνιστούν. Η Λανς, η Σεντ Ετιέν, η Παρί και η Μαρσέιγ. Στις άλλες ομάδες είναι σαν να βρίσκεσαι σε θέατρο. Όσοι έχουν παίξει ποδόσφαιρο, καταλαβαίνουν. Είσαι διαφορετικός κατά τη διάρκεια ενός αγώνα όταν έχεις 200 σφυγμούς και διαφορετικός όταν είσαι εκτός γηπέδου. Εγώ κατά τη διάρκεια των αγώνων έδειχνα πάθος και γι' αυτό με έλεγαν τρελό. Δεν ήθελα να χάνω. Δεν σκεφτόμουν τί θα πει ο κόσμος, αλλά να ξέρετε ότι ποτέ δεν πέρασα τα όρια. Ποτέ δεν πήγα να προσβάλω κάποιον απευθείας. Δεν το έκανα ποτέ. Όταν φώναζα δεν το έκανα για τον κόσμο, για να το παίξω κάποιος. Όταν είχα πάει στην Οσέρ και ήμουν στην ακαδημία, έπαιζα ξύλο συνέχεια από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο και έλεγαν ότι "αυτό το παιδί θα φύγει από εδώ. Δεν μπορούμε να το κρατήσουμε. Είναι τρελός". Ό,τι έκανα, όμως, το έκανα για το δίκιο μου. Ήμουν original».

«Μη μας πατάτε, δεν είμαστε πατσαβούρες»

Ποιος είναι ο λόγος που μπορεί να σε τρελάνει;

«Η αδικία. Δεν τη μπορώ, έχω πρόβλημα. Στη Γαλλία με κατηγορούσαν τσάμπα ρε φίλε. Γιατί; Δεν έχουμε κάνει τίποτα για τη Γαλλία; Δεν έχουν πεθάνει Αλγερινοί για τη Γαλλία στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο; Ήρθαν στη χώρα μας, μας πάτησαν. Σκοτώθηκαν οι παππούδες μου, δεν τους γνώρισα. Πέθαναν από Γάλλους. Δεν βρίζω τη Γαλλία, τη σέβομαι. Αλλά μη μας πατάτε κιόλας… Τί είμαστε; Πατσαβούρες; Δεν γίνεται. Σου λέω ένα χοντρό παράδειγμα για να καταλάβεις».

Πόσα χρήματα πήρε για εσένα ο Εθνικός Αστέρας από τον Ατρόμητο;

«Πάνω από 100.000 ευρώ σημερινά χρήματα».

Πώς ήταν εκεί η κατάσταση;

«Μου άρεσε πολύ. Πρόεδρος ήταν ο Σπανός και ο Παράσχος προπονητής. Cool τύπος. Είχα δύο συμπαίκτες με τους οποίους έκανα παρέα. Επειδή δεν ήξεραν καμία άλλη γλώσσα πέρα από τα ισπανικά, άρχισα να μαθαίνω κι εγώ ισπανικά από τον Μερίνο. Δεν είχα επιλογή. Ήμασταν ίδια ηλικία, ελεύθεροι. Όλη την ώρα ήμασταν μαζί. Ο άλλος ήταν ο Φρανσίς Ντοέ. Πιο πολύ παρέα έκανα με τον Μερίνο όμως».

Με τον Ατρόμητο έπαιξες και στην Ευρώπη...

«Όταν πήγα στον Ατρόμητο, η ομάδα πάλευε να μη πέσει κατηγορία. Έτσι στη χειμερινή μεταγραφική περίοδο πήραν εμένα και τον Μερίνο. Μαζί ανεβάσαμε τον Ατρόμητο στην πέμπτη θέση. Θυμάμαι ότι είχα διάφορες προστριβές με κάποιους συμπαίκτες μου, γιατί δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι ήμουν νικητής. Ήθελα να μείνω για επιπλέον προπόνηση μαζί με τον Μερίνο και δεν μας άφηναν. Ακόμα και το προσωπικό. Ήθελαν να πάνε να ξεκουραστούν, όχι να κάνουν έξτρα προπόνηση. Δεν μπορούσαν να δεχτούν τη νοοτροπία μας και τη συμπεριφορά μας. Μπορώ να το αναγνωρίσω πως κι εγώ δεν ήμουν το πιο εύκολο παιδί στον Ατρόμητο. Πήγαινα εναντίον τους. Φτάσαμε σε ένα σημείο που τσακώθηκα με το staff και αποφασίσαμε πως το ιδανικότερο θα ήταν να φύγω. Ο Σπανός με αντάλλαξε με τον Μαγκντί».

Είχε γραφτεί ότι είχες προβλήματα με τον Παράσχο. Ισχύει;

«Με τον Παράσχο ποτέ. Εντάξει μπορεί καμιά φορά μπορεί να γκρίνιαζε, αλλά είχαμε σεβασμό ο ένας για τον άλλον. Γενικά υπήρχε πρόβλημα με τους Έλληνες που έπαιζαν καιρό στην ομάδα και είχαν δώσει πολλά παιχνίδια. Έλεγαν "ποιος είναι αυτός ο μικρός που ήρθε να το παίξει επαναστάτης;". Εγώ είχα έρθει για να δείξω την αξία μου και έδειχνα συνέχεια πάθος».

Τί είχε συμβεί πριν από το ματς με τη Σεβίλλη;

«Είχα τραυματιστεί. Αυτοί με προετοίμαζαν για να είμαι έτοιμος κόντρα στη Σεβίλλη. Πήγα στον φυσικοθεραπευτή, στον Πειραιά. Του είπα πως δεν μπορώ να τρέξω. Πονούσα. Νόμιζαν ότι κάνω θέατρο. Μα τί θέατρο να κάνω; Τί να κοροϊδέψω; Ήθελα να παίξω, αλλά πονούσα. Μου είπε ότι ο σύνδεσμός μου είχε πρόβλημα. Του είπα εγώ να το μεταφέρει αυτό στη διοίκηση. Δεν τα βρίσκαμε μετά με την ομάδα, γι' αυτό έφυγα».

«Χάρισα 90.000 ευρώ στον Πανιώνιο, ο Λίνεν έβαλε το χέρι του για να μην πάω στη Μπενφίκα»

Και πήγες στον Πανιώνιο...

«Ναι, μεγάλη ομάδα, οικογενειακό κλαμπ. Ήταν πρόεδρος ο Τσακίρης. Ήμουν μαζί με τον Μάκο, τον Μανιάτη, ήμασταν παίκτες ίδιας ηλικίας. Δεν υπήρχε κόμπλεξ. Υπήρχε σεβασμός. Πολύ καλός πρόεδρος ο Τσακίρης. Ίσως ο Πανιώνιος να ήταν η ομάδα που με έκανε να αλλάξω άποψη για την Ελλάδα. Άρχισα να νιώθω πιο άνετα. Όταν μετά από καιρό άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα η ομάδα, εμένα μου χρωστούσε 90.000 ευρώ. Δεν τα διεκδίκησα ποτέ, δεν κυνήγησα ποτέ την ομάδα. Σεβάστηκα τη βοήθεια που μου είχε προσφέρει ο Πανιώνιος. Ο Τσακίρης έφυγε απότομα και ήρθαν τα προβλήματα. Αλλά εγώ δεν ήθελα να μαχαιρώσω την ομάδα. Ήθελα να μείνει στην Α' Εθνική η ομάδα. Επειδή ήμουν καλά οικονομικά, δεν ήθελα να τη μαχαιρώσω.».

Ποιο ήταν το πιο σημαντικό σου γκολ με τον Πανιώνιο;

«Νομίζω κόντρα στην ΑΕΚ. Ήταν στην πρώτη θέση και διεκδικούσε τον τίτλο. Ο αγώνας τους με τον Πανιώνιο ήταν κλειδί γι' αυτούς και τελικά έχασαν. Τέτοια παιχνίδια ήταν για εμένα η ευκαιρία να δείξω σε όλους ότι η θέση μου δεν ήταν στον Πανιώνιο, με όλο τον σεβασμό στον Πανιώνιο. Όλοι το καταλάβαιναν πως ήμουν για κάτι περισσότερο. Σ' αυτόν τον αγώνα νικήσαμε 3-2 και συμμετείχα σε όλα τα γκολ. Θα ήθελα να πω ότι το τέλος μου με τον Πανιώνιο του Τσακίρη δεν ήταν όπως θα έπρεπε. Από τον Δεκέμβριο είχαν αρχίσει να με θέλουν ομάδες. Περισσότερες από 15, μία από τις οποίες η Μπενφίκα. Είχα μιλήσει απευθείας με τον τεχνικό διευθυντή, αλλά και με τον Ρούι Κόστα, για να οργανώσουν τη μεταγραφή μου. Κάποια στιγμή ήρθε ο τεχνικός διευθυντής της Μπενφίκα και μιλήσαμε. Του είπα να τα βρει με τον Πανιώνιο και πως μετά θα πήγαινα κι εγώ. Ήθελα να φύγω. Μου είπε ότι θα ήθελαν να παίξω μαζί με τον Όσκαρ Καρντόσο. Δεν είχαν προπονητή, αλλά με ήθελαν στην ομάδα τους. Ήθελαν να πάρουν και τον Χασάν Γεβντά, με τον οποίο ήμουν στην Οσέρ. Όταν βρισκόμουν με την εθνική Αλγερίας, πήρα τον πρόεδρο του Πανιωνίου και μου μιλούσαν κινέζικα. Τότε κατάλαβα ότι ο Λίνεν έβαλε το χέρι του για να πάω στη Γερμανία. Μου μιλούσαν κινέζικα λες και ήμουν πιτσιρικάς. Ήρθα σε κόντρα μαζί του κι έτσι γράφτηκε ότι είμαι κακό παιδί. Εγώ πάντα πήγαινα με το δίκιο. Ο Τσακίρης τον πίστεψε τον κόουτς. Δεν ήταν κακός, αλλά ήθελε να πάω στη Γερμανία. Όταν τους πήρα τηλέφωνο για να μάθω τι έγινε, γιατί δηλαδή δεν με δίνουν στη Μπενφίκα, έλεγαν διάφορα. Ο Χασάν Γεβντά που είχε ήδη πάει εκεί, με πήρε και μου λέει: "Ραφίκ, γιατί εσύ και η ομάδα ζητάτε τρελά λεφτά; Του είπα πως δεν έχω ιδέα για όσα έλεγε. Ο Χασάν υπέγραψε, ήταν συνεχώς με τον τεχνικό διευθυντή και πάλευαν για εμένα, αλλά εγώ τότε ήμουν με την εθνική Αλγερίας και δεν μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα. Όταν τελικά επέστρεψα, ήμουν απογοητευμένος. Είπα στον Τσακίρη πως "τελειώσαμε". Πριν πάω στον Πανιώνιο από τον Ατρόμητο, είχε πει ότι αν έρθει πρόταση θα με άφηνε να φύγω αμέσως. Τελικά μου έκανε πόλεμο και ήθελε να φύγω με πολλά λεφτά».

Ούτε Μίλαν λοιπόν, ούτε Βαλένθια, ούτε Μπενφίκα...

«Μόνο αυτές νομίζετε ότι είναι; Το ξέρετε ότι από τους πρώτους παίκτες που ήθελε να πάρει ο Ζόρζε Μέντες ήμουν εγώ; Στα 17 μου, στην Οσέρ. Έρχεται ο συνεργάτης του Μέντες στη Γαλλία, ο Νέλσον Παραντές. Μου εξήγησε ότι θα υπέγραφα ως επαγγελματίας στην Πόρτο, ότι υπάρχει γαλλικό Πανεπιστήμιο αν ήθελα να σπουδάσω. Μου έδειξε δύο βίντεο: Στο ένα ήταν ο Καπούτσο και στο άλλο ο Ντέκο. Μου είπε πως ήταν δύο ταλέντα που είχαν κλείσει και πως θα γίνονταν μεγάλοι παίκτες. Μου έδειξε το πρότζεκτ τους. Η Οσέρ όμως και πάλι δεν ήθελε να με αφήσει. Σε 19 παιχνίδια είχα βάλει 27 γκολ. Και χτύπησα, έσπασα το κόκκαλό μου. Πέντε μήνες ήμουν εκτός. Γύρισα και έπαιξα play offs κόντρα στη Μονακό. Σε αυτό το ματς παρότι χάσαμε, ήμουν πολύ καλός και ο προπονητής της Μονακό δεν το πίστευε πως ήμουν τόσο καιρό εκτός και έπαιζα έτσι. Για να ξαναγυρίσω όμως στον Τσακίρη. Ήταν νέος πρόεδρος, πολλά πράγματα δεν τα ήξερε. Τώρα που έχω μεγαλώσει βλέπω πράγματα που τότε δεν τα καταλάβαινα. Τότε έβλεπες τον εαυτό σου και έλεγες ότι θέλουν να μου κόψουν την ελπίδα μου».

«Στην ΑΕΚ ήθελαν να με γ@@@υν»

Και μετά σε αγόρασε η ΑΕΚ περίπου 3.000.000€.

«Ναι... πολλά λεφτά. Πρόεδρος της ΑΕΚ ήταν ο Ντέμης, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι με θέλει. Μου μίλησε καθαρά, μου εξήγησε ποια είναι η ΑΕΚ και ποια είναι η ιστορία του συλλόγου, μου μίλησε όμορφα. Μου ανέφερε το πάθος των οπαδών, ότι θα τραγουδούν το όνομά μου στο γήπεδο. Μου είπε όσα ήθελα να ακούσω και μου παρείχαν όλες τις συνθήκες που χρειαζόμουν για να δείξω τις ικανότητές μου στο γήπεδο. Ήταν και για μένα πιο εύκολο το να πάω κάπου όπου θα με σέβονταν. Στην αρχή όλα ήταν τέλεια, αλλά έναν μήνα μετά έφυγε κι ήρθε ο Μπάγεβιτς. Προπονητής ήταν ο Δώνης, ο οποίος με σεβόταν πολύ. Ήταν κι Δώνης στην πίεση, αλλά αυτόν το λίγο χρόνο που συνεργάστηκα μαζί του προσπάθησα να τον εκμεταλλευτώ. Παρόλο που δεν είχα κάνει προετοιμασία με την ομάδα, προσπάθησα να καλύψω το έδαφος. Όταν είσαι στην ΑΕΚ δεν έχεις χρόνο για χάσιμο, πρέπει να μπεις να βοηθήσεις. Εβαλαν πίεση και σε εμένα. Προσπάθησα να δώσω ό,τι μπορώ αλλά δεν ήρθε η επιτυχία. Ο Ντέμης κι ο Δώνης έφυγαν. Μετά ήρθε η νέα διοίκηση με τον Μπάγεβιτς στην ηγεσία. Ύστερα από 2-3 μέρες με κάλεσε στο γραφείο του και μου είπε "δεν σε θέλω στην ομάδα"».

Γιατί στο είπε αυτό;

«Τον ρώτησα κι εγώ απλά από περιέργεια. Οκ, το καταλαβαίνω να μην με θέλει, δεν θα καθόμουν να κλάψω, αλλά ήθελα να μάθω το λόγο. Του είπα "πες μου γιατί". Μου απάντησε ότι έχω κακό χαρακτήρα. Τον ρώτησα "γιατί το λες αυτό; Με ξέρεις;". Ήθελε να μιλήσει στα ελληνικά, να πει τα δικά του. Του είπα "εντάξει" και βγήκα από το γραφείο του. Το παράξενο είναι ότι με έβαλε βασικό σ' όλα τα ματς. Δεν μπορούσα να φύγω γιατί το περιστατικό αυτό έγινε τον Οκτώβριο. Του είχα πει όμως ότι αν δεν με θέλει να μιλήσει με τον πρόεδρο για να βρεθεί λύση. Δεν ξέρω τί πλάνο είχε στο μυαλό του, ίσως να με έβαλε βασικό για να με πουλήσουν πιο εύκολα. Εκανα τη διαφορά και όλοι έλεγαν ότι δεν έπρεπε να φύγω. Αυτός ήθελε να με διώξει αλλά ήταν ήδη Οκτώβριος και δεν μπορούσε. Κάθε φορά μου έκανε πόλεμο, πόλεμο και πόλεμο. Αυτός προφανώς ήθελε να φέρει τον δικό του επιθετικό. Τέλος πάντων, πήγαμε στον τελικό, επίτευγμα που πάει να πει ότι έκανα καλή δουλειά. Ήταν ένας μαγικός τελικός με το σκορ να είναι 4-4 και να εκτελούνται πολλά πέναλτι. Νωρίτερα είχα χτυπήσει, αν δεν κάνω λάθος με τον Πανσερραϊκό, αλλά ο Μπάγεβιτς ήθελε να είμαι πάση θυσία έτοιμος για τον τελικό, με χρειαζόταν. Εκεί δεν μπορείς να κρύβεσαι, παίζεις με τον Ολυμπιακό. Τελειώνουν μετά τα πλέι οφ, όπου έβαλα και γκολ κόντρα στον ΠΑΟΚ και στον Άρη. Μια χαρά ήμουν και αυτό το έβλεπαν όλοι. Πήγα στην εθνική Αλγερίας, τους πήρα τηλέφωνο στην ΑΕΚ και τους είπα ότι είμαι κουρασμένος. Βρισκόμουν στη Ν. Αφρική και παίζαμε με τη Ζάμπια την πρόκριση στο Μουντιάλ. Χρειαζόμουν περισσότερες μέρες διακοπών γιατί ήμουν κουρασμένος αλλά αυτοί δεν με έφησαν, μου είπαν ότι έπρεπε να γυρίσω.

Ετσι έκανα μόλις 10 μέρες διακοπές. Η προετοιμασία γινόταν στην Αυστρία, ήθελαν να με γ@@@υν. Δεν αγαπάς ούτε σέβεσαι κάποιον όταν του δίνεις μόνο 10 μέρες διακοπές, δεν γίνεται! Επειδή όμως εγώ είχα την εμπειρία από τα προβλήματα στον Ατρόμητο και στον Πανιώνιο, είχα καταλάβει τί γίνεται. Ήθελαν να μου κάνουν σαμποτάζ, αλλά δεν έπεσε στην παγίδα τους. Πήγα στην προετοιμασία και κατευθείαν μπήκα στα βαθιά. Μετά παίξαμε στην Βασλούι και κέρδισα πέναλτι στην έδρα τους. Μετά, από το πουθενά είπαν ότι δεν μπορώ να παίξω μπάλα γιατί έχω πρόβλημα στο γόνατο. Εγώ ένιωθα καλά όμως, απλά εκείνοι ήθελαν να με σαμποτάρουν. Πριν γίνουν όλα αυτά, ήταν η περίοδος με το Ραμαζάνι. Με κάλεσε ο Μπάγεβιτς στο γραφείο του και με ρώτησαν αν κάνω Ραμαζάνι. Του απάντησα θετικά και εκείνος μου είπε "καλά κάνεις κι η γυναίκα μου κάνει το ίδιο". Η γυναίκα του είναι Μουσουλμάνα. Εγώ πήρα για καλό αυτό που μου είπε. Την επόμενη μέρα έγραφαν "ο Τζιμπούρ δεν μπορεί να παίξει επειδή κάνει Ραμαζάνι. Αυτοί είναι οι άντρες! ------ Κανονικά θα έπρεπε να πάρω λεφτά για αυτά που σας λέω (γέλια). ----

Για τρεις μήνες ήμουν εκτός ομάδας. Ημουν υγιέστατος και τους είπα να μου φέρουν ένα χαρτί για να μπορώ να πάω όπου θέλω για να κάνω προπόνηση κάπου ή να με αφήσουν να φύγω ελεύθερος. Πήγα στην Σέλτικ όπου ήθελαν να με υπογράψουν. Στην Σκωτία ήταν ο κολλητός μου, ο Μπουγκέρα ο οποίος έπαιζε στην Ρέιντζερς - θα μπορούσα να μείνω εκεί. Μετά με πήρε τηλέφωνο ο προπονητής της Μπλάκμπερν, τότε πρέπει να ήταν ο Σαμ Άλαρνταϊς. Είπε στο μάνατζερ μου ότι με ήθελε πολύ. Μου μίλησε και εμένα για δέκα λεπτά, μου εξήγησε το πόσο με ήθελε. Εκείνη την ημέρα έπαιζαν αγώνα για το Λιγκ Καπ. Εκείνο το πρωινό ήμουν με τον Ντιούφ και με τον Ζιβέ. Μου είπαν ότι εκεί θα γούσταρα. "Μένουμε στο Μάντσεστερ, θα έρχεσαι μαζί μας, μην αγχώνεσαι", μου είπαν. Εγώ δεν ήθελα να μείνω εκεί, επιθυμούσα να επιστρέψω στην Ελλάδα.

Γύρισα πίσω, ο Μπάγεβιτς έκανε μούτρα, αλλά δεν επέτρεψα να με κατουρήσει κανείς. Εγώ κατουράω! Σίγουρα, θα μπορούσα να κάνω άλλη καριέρα αν καθόμουν στην Αγγλία. Και στην Σέλτικ με γούσταραν πολύ, εκεί γνώρισα και τον Γιώργο Σαμαρά. Μου έλεγε "έλα παικταρά", καλό παιδί ο Σαμαράς. Όταν γύρισα πίσω με έβαλαν να τρέχω γύρω γύρω σαν μ@λ@κ@ς. Δεν πειράζει, αν κι ο Μπάγεβιτς με είχε βάλει να παίζω με τη Β' ομάδα. Κάναμε προπόνηση η Α' ομάδα με τη Β'. Τους γ@@@σα όλους παρόλο που ήμουν με Β' ομάδα. Ήρθε ο γυμναστής, ο Μπουρουτζίκας ο οποίος με γούσταρε, ήταν καλό παιδί και μου είπε "είσαι πολύ καλός". Την επόμενη μέρα με έβαλαν πάλι με τη Β' ομάδα και ο Μπουρουτζίκας είπε σε κάποιον άλλον "πες του ότι μπορεί να παίξει κόντρα στον Ολυμπιακό, μπορεί να είναι στην αποστολή". Τελικά, έπαιξα βασικός στο Καραϊσκάκης και νικήσαμε 1-2. Ο Μπάγεβιτς εκεί... γύρισε το μπιφτέκι. Από τότε και μετά έπαιξα κανονικά. Το καλοκαίρι παίξαμε ένα φιλικό με την Καλλιθέα και θυμάστε τί έγινε (σ.σ. εννοεί το ξύλο που δέχτηκε ο Μπάγεβιτς από οπαδούς της ΑΕΚ). Εγώ σεβάστηκα την ηλικία του και την προσωπικότητά του και δεν του επιτέθηκα ποτέ, αλλά το βρήκε από αλλού.

«Είπα στον Χιμένεθ "είσαι τόσο τρελός; Πάμε τότε να τα πούμε σε μια πλατεία"»

Μετά έφυγε ο Μπάγεβιτς κι ήρθε ο Χιμένεθ, ο οποίος μου είπε "ποιος Μπλάνκο; Εσύ θα παίζεις βασικός". Πριν πάω στον Ολυμπιακό, αν δεν κάνω λάθος, είχα βάλει 7-8 γκολ. Τώρα ξεκινάει το... show! Ήταν 30/12 και γράφουν οι δημοσιογράφοι της ΑΕΚ ότι δεν ήθελα να υπογράψω νέο συμβόλαιο με την ομάδα. Εγραψαν κι άλλες μ@@@ίες, ότι εγώ ζήτησα τα ίδια λεφτά με τον Σκόκο, ότι έκανα show... Σας το είπα ξανά παιδιά, δεν μου αρέσουν τα ψέματα ούτε η αδικία. Αυτοί (σ.σ. εννοεί τη διοίκηση) δεν είχαν μία και με είχαν έξι μήνες απλήρωτο. Θα μπορούσα να κάνω προσφυγή αλλά δεν το έκανα ποτέ αυτό. Οι Αργεντινοί πίεζαν να πάρουν τα λεφτά τους, εγώ δεν ήθελα να κάνω π@@ιές. Με είχαν αγοράσει 3.000.000 ευρώ, είχαν ποντάρει σ' εμένα και το σεβάστηκα αυτό. Δεν ήμουν αχάριστος. Αφού, λοιπόν, έγραψαν ότι δεν ήθελα να υπογράψω νέο συμβόλαιο, πήρα τηλέφωνο τον Αδαμίδη. Είχα δίπλα μου έναν φίλο μου που ήταν πολύ ΑΕΚτσής και είχε ακούσει τη συζήτησή μας. Μου είπε ο Αδαμίδης "πας καλά; Ποιος τα λέει αυτά; Μόλις πάρουμε τα λεφτά, ξέρεις ότι θα σε φτιάξουμε". Του είπα "εντάξει, αλλά να σβήσουν αυτά που έγραψαν για εμένα". Ο Αδαμίδης έβριζε τους δημοσιογράφους και με καθησύχασε ότι θα διαγραφούν όλα. Όντως, την επόμενη μέρα δεν υπήρχε τίποτα απ' όλα αυτά στο διαδίκτυο.

Την επόμενη μέρα με κάλεσε στο γραφείο του ο Χιμένεθ. Μου είπε ότι ήθελε τον Λουίς Φαμπιάνο της Σεβίλλης, ο οποίος είχε ένα θέμα με το συμβόλαιό του στη ομάδα. Μου είπε με λίγα λόγια ότι είναι με τη διοίκηση. Δηλαδή, αν συνέβαινε κάτι θα ήταν με την ΑΕΚ κι όχι μαζί μου. Σε έξι μήνες θα έμενα ελεύθερος ή θα έπρεπε να υπογράψω νέο συμβόλαιο ή να φύγω. Την 1η του Γενάρη πήγα για προπόνηση και ήταν όλα μια χαρά. Εγώ καυλώνω όταν παίζω μπάλα, έκανα προπόνηση με μεγάλη χαρά. Δέκα λεπτά πριν τελειώσει η προπόνηση ο Χιμένεθ φώναξε εμένα και τον Μπλάνκο. Εβριζε και μας έλεγε ότι θα βάλει τα πιτσιρίκια και όχι εμάς. Μετά πήγαμε στα αποδυτήρια, εγώ προτίμησα να μείνω στο γυμναστήριο για να κάνω ασκήσεις. Τότε ήρθε ο μεταφραστής και μου είπε ότι ο κόουτς θέλει να μιλήσει σε όλους μας.

Τότε πήγα εκεί και ξεκινάει την ιστορία του... Αρχίζει να λέει "αυτός που το παίζει μάγκας, που ασχολείται με πουτάνες, που βγαίνει έξω και πιστεύει ότι είναι άντρας, εγώ του λέω ότι είναι αρχίδι". Μιλούσε στα ισπανικά, αλλά εγώ καταλάβαινα τη γλώσσα. Τον ρώτησα "μπορώ να μιλήσω"; Μου απάντησε ότι μιλάω πολύ. Τότε του είπα "νομίζω ότι μιλάς για εμένα και γι' αυτό θέλω να μιλήσω". Μου απάντησε "εννοείται ότι μιλάω για εσένα". Τον άκουγα και έλεγα από μέσα μου  "δεν με νοιάζει". Ίσως να ήθελε να αντιδράσω. Άρχισε να μου λέει ότι δεν θα παίξω για την ΑΕΚ και εγώ του είπα να πάει να το πει στον πρόεδρο και όχι σε εμένα. Τότε ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε "εγώ είμαι πιο τρελός από εσένα" και του λέω "είσαι τόσο τρελός; Πάμε τότε να τα πούμε σε μια πλατεία, όπου θες στην Αθήνα, όχι μπροστά στον κόσμο. Μην κάνουμε φασαρία εδώ μπροστά σε όλους". Εκανε σαν υστερικός. Πήγα να κάνω το μπάνιο μου, βγήκα έξω και ο βοηθός του με περίμενε για να μου πει "Ράφικ, μπορώ να μιλήσω μαζί σου;". Του απάντησα να πάει να γαμηθεί. Προχωράω με την πετσέτα γυμνός και μου ξαναλέει "μπορώ να μιλήσω μαζί σου;". Του ξαναείπα "ρε άντε γαμήσου". Συνεχίζει να μου μιλάει στη γωνία και του είπα "τί θες ρε; Θες να τελειώσουμε τώρα το έργο μας;". Οι συμπαίκτες μου ήθελαν να με ηρεμήσουν και με προέτρεψαν να μιλήσω μαζί τους. Τότε, ο βοηθός του Χιμένεθ με παρακάλεσε να τον ακούσω για να καταλάβω τί είχε συμβεί.

Τότε τον άφησα να μου πει... Τότε πήγαμε στο γραφείο για να πούμε από κοντά. Εκεί ήταν κι ο Χιμένεθ. Ξεκίνησε να μιλάει ο Χιμένεθ και του είπα "ώπα, μη μιλάς εσύ. Δεν έχω όρεξη να σ' ακούσω, μη μιλάς". Τότε είπα στο βοηθό να μου εξηγήσει τί ήθελαν.

Τότε μου είπε "η ΑΕΚ θέλει να φέρω δύο Ισπανούς". Τους είπαν ότι είχε έρθει μια πρόταση για μένα κι ότι αν έφευγα θα τους έπαιρναν αυτούς τους δύο παίκτες. Τους είπα εγώ "καλά όλη αυτή η φασαρία για να μου πείτε ότι ήρθε μια πρόταση από Α' Γαλλίας και πρέπει να φύγω;". Τους εξήγησα ότι αν μου το έλεγαν από πριν, θα το συζητούσαμε, ίσως ήταν καλό και για μένα να έχω φύγει. Όμως πλέον είχαν προκαλέσει ένα σκάνδαλο και τους είπα "τώρα θα δείτε πώς θα γίνουν τα πράγματα"! Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμουν ευγενικός και δεν ήθελα να προκαλέσω προβλήματα, αλλά με χτύπησαν κάτω από τη μέση και έκανα προσφυγή.

Πήρα κάποια λεφτά, χάρισα και κάποια. Εγώ ήμουν εκεί για να παίξω μπάλα και όχι για τα λεφτά. Το ποδόσφαιρο ήταν πιο σημαντικό. Είχα προτάσεις από Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία αλλά όπως μιλούσαν για εμένα είχαν χαλάσει την εικόνα μου και κάθε φορά που μιλούσα με μια ομάδα έπρεπε να εξηγώ ότι όλα αυτά ήταν μαλακίες. Επρεπε να βάζω "μακιγιάζ" για να αποδείξω το ποιος είμαι. Εκανα προσφυγή και έφυγα».

Όλα αυτά που έγραφαν για εσένα σε ενόχλησαν;

«Εννοείται! Όταν γράφουν ψέματα, μαλακίες και κοροϊδεύουν πώς γίνεται να μην σε πειράξει; Εγώ δεν είμαι άνθρωπος; Τί ειμαι ρομπότ; Οκ, όμως, το καταλαβαίνω είναι όλα μέσα στο παιχνίδι».

Με τον Αδαμίδη μίλησες ξανά ύστερα απ' όλα αυτά;

«Ποτέ» .

Με τον Χιμένεθ;

«Ηθελε να με πάρει μαζί του σε μια ομάδα στο Κατάρ. Το κακό παιδί που έγραφαν ότι πλακώθηκα μαζί του… Πώς ήταν δυνατόν μετά να το πάρει μαζί του στο Κατάρ;»

Αληθεύει ότι με τους Αργεντίνους είχες προβλήματα;

«Ήταν κάτι που έγινε πολύ γρήγορα και μου ζήτησαν συγγνώμη. Δεν χρειάζεται να μπούμε σε λεπτομέρειες. Ζήτησε συγγνώμη ο Σκόκο κι όλα καλά, ήταν μια παρεξήγηση. Αν εμένα κάποιος μου ζητήσει συγγνώμη, τότε τελειώνει η ιστορία. Δεν κρατάω κακία».

«Η μάνα μου μού είπε να πάω στον Ολυμπιακό, δεν ήθελα να φύγω από τη μικρή πόρτα»

Μετά την ΑΕΚ ήρθε ο Ολυμπιακός.

«Είχα 2-3 προτάσεις. Ο Πατσατζόγλου όμως, που είχε μάνατζερ τον Γιώργο Κολοβό, μου είπε ότι παίκτης σαν εμένα δεν υπάρχει στην Ελλάδα - με ήξερε από την ΑΕΚ. Μου είπε ότι έπρεπε να πάω στον Ολυμπιακό. Εγώ ήμουν πολύ αρνητικός, ήθελα να φύγω από την Ελλάδα. Είχα την εμπειρία με τον Ατρόμητο, τον Πανιώνιο, την ΑΕΚ και μόλις είχα βρει τη λύση για να φύγω ελεύθερος. Μίλησα τότε με τη μάνα μου και εκείνη μου είπε ότι επειδή αγαπάω την Ελλάδα, δεν θα έπρεπε να φύγω από τη μικρή πόρτα αλλά με περηφάνεια και με το κεφάλι ψηλά. "Δείξε ποιος είσαι κι όχι ως αποτυχημένος", μου είπε».

Ποιος σε πήρε τηλέφωνο από τον Ολυμπιακό;

«Με πήρε τηλέφωνο ο Χρήστος (Πατσατζόγλου) και μου είπε ότι ο μάνατζερ του (Κολοβός), μπορεί να σου κάνει ραντεβού με τον Ολυμπιακό. Τότε, πήγα να μιλήσω με τον Μαρινάκη. Αυτόν τον τύπο με το που τον βλέπεις σου εκπέμπει σεβασμό. Ήταν η πρώτη φορά που το συναντούσα αυτό το πράγμα. Μου είπε "γεια σου παικταρά". Ήταν ευγενικός, είχε καλούς τρόπους, ήταν σωστός και μου εξήγησε με λίγα λόγια τί είναι ο Ολυμπιακός. Μου εξήγησε ποιος είναι αυτός, ότι τόσα θα ήταν τα λεφτά μου. Τον πίστεψα γιατί μου έβγαζε κάτι θετικό».

«Ο Μαρινάκης ήταν πολύ κ@@@μένος με την ομάδα»

Ήταν και οι πρώτες του μέρες ως πρόεδρος της ομάδας.

«Ναι, ναι. Ήταν πολύ κ@@ος με την ομάδα. Μετά μου είπε ότι ήθελε να μου μιλήσει κι ο Βαλβέρδε. Όταν μίλησα μαζί του, κουβεντιάσαμε μόνο για θέματα τακτικής. Ποτέ δεν μιλήσαμε για το αν είμαι καλό παιδί ή όχι. Μου είπε ο Βαλβέρδε ότι δεν τον ενδιαφέρει τί λέει ο κόσμος για εμένα κι ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να καταλάβω τη δική του νοοτροπία και φιλοσοφία, τον τρόπο παιχνιδιού του. Μιλούσαμε στα ισπανικά και καταλάβαμε αμέσως ότι ταιριάζουμε. Δεν χρειάστηκε να πούμε πολλά πράγματα».

Πόση ώρα κράτησε το ραντεβού με τον Μαρινάκη;

«Μισή ωρίτσα. Κάπου εκεί... Όταν ο Μαρινάκης βλέπει την ομάδα κι οι παίκτες δεν τα δίνουν όλα, τρελαίνεται. Αυτός είναι κύριος, δίνει, δεν κοροϊδεύει κανέναν, σου λέει "δώσ’ τα όλα". Κάνει τα πάντα για την ομάδα και την αγαπάει. Είναι πολύ σωστός πρόεδρος. Όταν μπαίνεις σ' ένα μαγαζί όπως είναι ο Ολυμπιακός, καταλαβαίνεις τί πρέπει να κάνεις. Μόνο αν είσαι χαζός δεν το καταλαβαίνεις. ΄Υπάρχουν και κάποιοι που πάνε στον Ολυμπιακό και δεν καταλαβαίνουν το πού βρίσκονται, κάνουν μαλακίες. Εγώ όταν πήγα εκεί, νιώθοντας ασφάλεια απ' όλες τις πλευρές, έκανα αυτό που πρέπει και δεν χρειαζόταν να νευριάσω για κάτι. Και πάλι, όμως, έγραφαν διάφορα. Πολλές λεπτομέρειες είναι που δεν σας έχω πει αλλά αυτές θα τις μάθετε όταν γράψω το βιβλίο μου. Φίλε, δεν είμαι ένας καμικάζι, ένας τρελός, που έχει την ανάγκη να παίζει μόνο ξύλο. Είμαι σαν όλους τους άλλους τους παίκτες που όταν πάω κάπου θέλω την ασφάλειά μου, να είμαι πληρωμένος, να με σέβονται και να δίνω τα πάντα για την ομάδα. Αν είμαι κακός παίκτης και δεν μπορώ να κάνω τη διαφορά, ο πρώτος που θα έλεγε στον πρόεδρο να φύγω είμαι εγώ και δεν θα ζητούσα και λεφτά. Είμαι κύριος σ' αυτά. Δεν είμαι σαν τις πατσαβούρες που δεν μπορούν να κάνουν δύο πάσες και μετά πάνε να ζητήσουν λεφτά».

Τί σου έχει μείνει περισσότερο χαραγμένο στο μυαλό από τη θητεία σου στον Ολυμπιακό;

«Μόνο καλές στιγμές. Στο τέλος μόνο είχαμε μια διαφωνία αλλά έτσι είναι το ποδόσφαιρο».

«Ο Μίτσελ δεν σεβόταν κανέναν»

Είχες πράγματι κόντρα με τον Μίτσελ;

«Ναι, όλοι το ξέρουν ότι όλα ξεκίνησαν από τον Μίτσελ. Αντί να μπω σε διαδικασία κόντρας, έχοντας καταλάβει τί σκοπό έχει ο Μίτσελ, θεώρησα πως ήταν καλύτερο να αποχωρήσω. Εχω καταλάβει πως ο Μαρινάκης όσο έξυπνος και δυνατός να είναι, πολλά άτομα που ήταν τότε γύρω του, δεν είχαν τον ίδιο στόχο μ' αυτόν. Βλέπετε ότι και φέτος έχει βάλει πολλά χρήματα. Τί περιμένεις ως φίλαθλος του Ολυμπιακού; Να παίζει καλό ποδόσφαιρο και να σκίζει όλες τις ομάδες, δίνοντάς σου μια μεγάλη ελπίδα για την Ευρώπη. Εγώ πιστεύω ότι όλοι θεωρούν πως είναι χαμένα τα ματς με την Αταλάντα. Τις προηγούμενες χρονιές με Άρσεναλ, Τότεναμ, είχες την ελπίδα ότι κάτι καλό μπορεί να προκύψει. Φέτος αυτό δεν το νιώθεις. Βάσει των όσων είχαμε δει μέχρι στιγμής περιμέναμε να υπάρχει περισσότερη εξέλιξη».

Ποια ήταν η καλύτερή σου στιγμή στον Ολυμπιακό;

«Όταν πρωτοπήγα στον Ολυμπιακό που νικήσαμε τον Παναθηναϊκό. Ήταν το πρώτο μου ντέρμπι, έβαλα και γκολ στο τελευταίο λεπτό και το γήπεδο πήρε φωτιά και μεγαλώσαμε τη διαφορά στη βαθμολογία με τον Παναθηναϊκό. Δεν ξεχνάω και τους αγώνες με Άρσεναλ, Ντόρτμουντ που ήταν τρομερά ματς».

Σε ποια ματς ένιωθες ότι έχεις παραπάνω κίνητρο;

«Κάθε φορά που έπαιζα ένα μεγάλο ματς είχα κίνητρο, αλλά πάντα όταν μπαίνω στο γήπεδο έχω όρεξη. Σίγουρα διαφορετικά αντιμετωπίζεις ένα ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ κι αλλιώς τον Λεβαδειακό. Η κ@@λα πάντα υπάρχει. Είναι ευλογία να παίζεις μπάλα και το όνειρο εκατομμυρίων ανθρώπων, απλά οι παίκτες δεν το εκτιμούν αυτό. Οι παίκτες σήμερα είναι του Instagram, δεν έχουν όρεξη και πάθος. Είναι όλοι κακομαθημένοι. Αυτή η γενιά δεν έχει γνωρίσει τη μιζέρια. Κάποιοι ξένοι βέβαια, ενδεχομένως να την έχουν ζήσει».

Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος αντίπαλος που αντιμετώπισες;

«Εγώ θεωρώ ότι όλα είχαν να κάνουν με τη δική μου απόδοση. Αν ήμουν καλά δεν φοβόμουν κανέναν».

Με ποιον συμπαίκτη σου άρεσε να παίζεις περισσότερο;

«Με τον Ιμπαγάσα. Μου άρεσε πάρα πολύ... Μιλούσαμε την ίδια γλώσσα στο ποδόσφαιρο, βρισκόμασταν με κλειστά μάτια μέσα στο γήπεδο. Στη μπάλα υπάρχει μόνο μία γλώσσα. Αν την καταλαβαίνεις όλα είναι εύκολα. Αν την έχεις αυτή γλώσσα θα παίξεις είτε είσαι στην Ιαπωνία είτε στην Αλγερία».

Ο αγώνας με τη Μέταλιστ είναι κάτι που σε στεναχωρεί;

«Αυτό ναι. Ήταν η στιγμή που πίστευα ότι με εκείνη την ομάδα του Ολυμπιακού και το ρυθμό που είχαμε, θα κάναμε τη διαφορά. Θα πηγαίναμε στους "8". Είχα γαμώτο μια μεγάλη ευκαιρία, δεν βγήκε το παιχνίδι μας εκείνη την ημέρα. Εγώ γενικά σε τέτοια ραντεβού πάντα ήμουν παρών, αλλά εκείνο το βράδυ δεν μου βγήκε ούτε εμένα».

Στον Ολυμπιακό βρήκες το καλύτερο περιβάλλον που είχες ποτέ στην καριέρα σου;

«Ο Ολυμπιακός είχε τα πάντα, ήταν τοπ μαγαζί. Καμία σχέση με τ' άλλα! Ο Ολυμπιακός έχει κάτι που δεν το καταλαβαίνουν οι άλλοι στην Ελλάδα. Είναι σαν τις ομάδες του εξωτερικού. Εχει νοοτροπία που δεν ταιριάζει με τα ελληνικά δεδομένα. Δεν πάει να πει ότι είναι κακές οι άλλες ομάδες στην Ελλάδα, αλλά είναι ακόμη μακριά σε πολλά πράγματα».

Ποιο τρόπαιο με τον Ολυμπιακό ξεχωρίζεις περισσότερο;

«Το πρώτο, ήταν κάτι μαγικό. Η ατμόσφαιρα, η φιέστα. Ήταν όλα τέλεια! Όταν έρθει ένας παίκτης σ' αυτό το σύλλογο, ξέρει ότι είναι σε μια ομάδα νικητών».

Μετά τον Ολυμπιακό πήγες στην Τουρκία.

«Εγώ ειλικρινά λάτρευα να παίζω για τον Ολυμπιακό, αλλά το κακό είναι πως στην Ελλάδα μπορούν να σε χτυπάνε ύπουλα και να σου δημιουργούν προβλήματα. Στις άλλες χώρες αυτό συμβαίνει πιο δύσκολα. Ο Μίτσελ δεν σεβόταν κανέναν. Είχε έρθει με το στάτους ότι προέρχεται από τη Ρεάλ Μαδρίτης και με "όπλο" το όνομά του. Δεν σεβόταν κανέναν. Κανέναν! Η απόδειξη είναι ότι όπου και να πήγε μετά, πάντα είχε προβλήματα. Με τις ομάδες, τους παίκτες γενικότερα.

Εκείνη τη στιγμή έπρεπε να φύφω από τον Ολυμπιακό κι η αγορά που ήταν ανοιχτή ήταν της Τουρκίας. Με κάλεσε ο Ρομπέρτο Κάρλος που ήταν προπονητής στην Σίβασπορ και πήγα εκεί. Περάσαμε καλά με τον Ρομπέρτο Κάρλος, ήταν ανταγωνιστικό το πρωτάθλημα, γνώρισα καταπληκτικούς ανθρώπους. Από τη στιγμή που έπαιζα ποδόσφαιρο δεν είχα κάποιο παράπονο. Το μόνο που ήθελα ήταν να παίζω μπάλα».

Τί θυμάσαι από το πέρασμά σου στη Νότιγχαμ;

«Με υπέγραψε ο πρόεδρος αλλά ο προπονητής δεν με ήθελε. Εκεί το αφεντινό, όμως, είναι ο προπονητής. Οπότε, είχα πρόβλημα... Στο τέλος της σεζόν μιλήσαμε όλοι παίκτες μεταξύ μας. Οι συμπαίκτες μου είπαν "Ράφικ, είσαι πολύ καλός παίκτης, δεν σε είδαμε να παίζεις σε πολλά ματς λόγω του προπονητή. Ευχόμαστε στα επόμενα χρόνια να είσαι και πάλι μέλος της ομάδας μας". Δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω φυσικά. Εχασα το Μουντιάλ του 2014 και ύστερα απ' αυτό δεν είχαν κάποιον μεγάλο στόχο να κυνηγήσω. Ετσι, ήθελα να ολοκληρώσω την καριέρα μου με όμορφο τρόπο. Κι έτσι επέστρεψα στην ΑΕΚ».

«Είπα ότι θα φέρω το Κύπελλο στην ΑΕΚ και το έκανα. Τέλος!»

Γιατί επέστρεψες στην ΑΕΚ;

«Δεν ήταν επειδή αγάπησα περισσότερο την ΑΕΚ από τον Ολυμπιακό, τον Πανιώνιο ή τον Ατρόμητο. Ο Ολυμπιακός δεν είχε ανάγκη το Κύπελλο συγκριτικά με το να πάρει ένα πρωτάθλημα. Εχει τα πάντα. Στην ΑΕΚ, ο κόσμος ήθελε να δει την ομάδα να κατακτά κάτι και έτσι είπα ότι έπρεπε να αποδείξω στον κόσμο ότι μπορώ να τους φέρω κάτι. Είπα "θα σας φέρω το Κύπελλο". Και το έκανα. Τέλος της ιστορίας».

Ποιο ήταν το μυστικό αυτής της ομάδας που είχε η ΑΕΚ τότε; Ήσουν ο ηγέτης της ομάδας.

«Το μυστικό ήταν ότι ήμασταν όλοι μας φίλοι. Είχαμε προπονητή τον Πογιέτ, ο οποίος έφυγε αργότερα... Ο κόουτς μου είχε πει τότε: "Ξέρω μόνο εσένα και τον Μπουανανότε, θα είστε οι αρχηγοί μου και θα παίξετε σ' όλα τα ματς". Δύο μέρες μετά βγάζει αποστολή, είμαι στον πάγκο, τρίτη αλλαγή. Με βάζει 5 λεπτά!. Δεν του λέω κάτι. Στο τέλος πήραμε το Κύπελλο και ήταν καλό για εμένα να τελειώσω έτσι. Ήμουν πρωταγωνιστής στον τελικό, πήρα την ομάδα από το χέρι και πήραμε το τρόπαιο».

Για τον Πογιέτ τί γνώμη έχεις;

«Κρατάω ότι ήταν ειλικρινής απέναντί μου. Δεν έχω παρακολουθήσει την Εθνική για να μπορώ να σου πω αν θα καταφέρει να αλλάξει κάτι ή όχι. Απλά όταν έχεις Μανωλά και Παπασταθόπουλο δεν θες κάτι άλλο, είναι κι οι δύο κορυφαίοι».

Μετά πήγες στον Άρη...

«Ναι υπογράψαμε τριετές συμβόλαιο, αλλά έγιναν κάποια πράγματα που δεν γούσταρα. Ο Άρης είναι μεγάλη ομάδα, απλά δεν ταιριάξαμε. Άλλο στόχο είχε η ομάδα κι εγώ ήθελα να κλείσω αλλιώς την καριέρα μου. Ήθελα να βοηθήσω την ομάδα να ανέβει και να κλείσω την καριέρα μου εκεί. Απλά ό,τι και να λέμε τα γόνατά μου δεν άντεχαν άλλο, έπρεπε να σταματήσω».

Πες μας για την εθνική Αλγερίας.

«Εδώ μιλάμε για την καρδιά μας. Εδώ είναι η ιστορία του Τζιμπούρ, είναι οι παππούδες μου... Όταν μπαίνουμε στην εθνική, μπαίνει η οικογένειά μας, την αγαπάμε πάνω απ' όλες τις ομάδες. Δεν υπάρχει περίπτωση να σου πει ένας παίκτης ότι αγαπάει την ομάδα του πάνω από την εθνική του. Πρέπει να δίνεις για την εθνική το 200%».

Θυμάσαι πώς ένιωσες όταν κλήθηκες για πρώτη φορά στην εθνική;

«Φίλε, πήρα φωτιά, αλλά ήξερα ότι θα φτάσω εκεί. Τότε ήμουν στον Ατρόμητο. Στην Αφρική είναι δύσκολα όμως. Οι παίκτες είναι καθαροί, αυτοί που διοικούν έχουν άλλα στο μυαλό τους. Παίζουμε με πάθος στην Αλγερία. Στην Ελλάδα το γήπεδο για την εθνική δεν γεμίζει».

Στην Ελλάδα, μας αρέσει να στηρίζουμε μόνο όταν πηγαίνει καλά η ομάδα.

«Είναι σαν να μου λες ότι θα πας στον πόλεμο μόνο αν τον νικήσεις. Αυτό δεν είναι καλό».

Είχες την ευκαιρία να παίξεις για άλλη ομάδα στην Ελλάδα;

«Ναι, αλλά δεν χρειάζεται να μιλήσουμε για κάτι που δεν έγινε».

Και σήμερα ποιος είναι ο ρόλος σου στον Απόλλωνα Λάρισας;

«Ο πρόεδρος, γνωρίζοντας την προσωπικότητά μου και το δίκτυο των ανθρώπων με τους οποίους είμαι σε επαφή, μου ζήτησε να τον βοηθήσω και να μάθω και εγώ καλύτερα τη δουλειά του τεχνικού διευθυντή. Θέλω να μάθω αυτή τη δουλειά σε βάθος. Το δίκτυο μου έχει παίκτες στην Αφρική, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία... Μπορώ να φέρω παίκτες που θα κάνουν τη διαφορά στη Β' Εθνική και από εκεί να πάνε στην Super League. Όμως κι εγώ πρέπει πρώτα απ' όλα να κατανοήσω κάποια πράγματα. Ήδη κάποιοι παίκτες μου έχουν δείξει την αξία τους και έχω στα χέρια μου πρτάσεις γι' αυτούς».

«Εχω προτείνει παίκτες σε ελληνικές ομάδες όταν ήταν άγνωστοι και σήμερα κοστίζουν 15 εκατ. ευρώ»

Υπάρχουν παίκτες που πρότεινες στις ελληνικές ομάδες, οι οποίες δεν ασχολήθηκαν και τώρα αυτές οι επιλογές σου είναι απλησίαστες για τα ελληνικά δεδομένα;

«Έχω προτείνει νεαρούς ποδοσφαιριστές στις ελληνικές ομάδες, όταν ακόμα ήταν φθηνοί και δεν τους ήξερε σχεδόν κανένας. Ο Ατάλ της Νις για παράδειγμα, ο οποίος πλέον έχει χρηματιστηριακή αξία 15.000.000 ευρώ. Επίσης τον Μπενσεμπαϊνί, τον οποίο αγόρασε η Γκλάντμπαχ από τη Ρεν αντί 8.000.000 ευρώ. Τον επιθετικό Νταβίντ Ντάτρο Φοφανά που παίζει πια στη Μόλντε, τον Μπραϊμί. Πίστευα ότι αυτοί οι παίκτες θα μπορέσουν να κάνουν καριέρα στην Ελλάδα και μετά να πουληθούν ακριβά. Έχουμε καλές διασυνδέσεις όμως και μπορούμε να προετοιμάσουμε το μέλλον. Μιλάμε με Παρί, Μπορντό, Μονακό, Ναντ, Ίντερ, Σεβίλλη. Εγώ θέλω να βοηθήσω το ελληνικό ποδόσφαιρο και το ελληνικό marketing. Θα μπορούσα να ζήσω στο Παρίσι ή αλλού, αλλά μου αρέσει η Ελλάδα, την αγάπησα και μένω εδώ. Υπηρέτησα τις μεγάλες ομάδες ως ποδοσφαιριστής και νιώθω τώρα πως μπορώ να υποστηρίξω το πρότζεκτ του τεχνικού διευθυντή σε αυτές».

Σου αρέσει περισσότερο το πόστο του τεχνικού διευθυντή ή απλά του μάνατζερ ποδοσφαιριστών;

«Όταν είσαι τεχνικός διευθυντής είσαι υπεύθυνος και για την επιτυχία της ομάδας, αλλά και για την αποτυχία της. Όταν είσαι μάνατζερ, ας πούμε τα προβλήματα που μπορούν να παρουσιαστούν, κρύβονται. Μπορεί ο προπονητής για παράδειγμα να μην θέλει τον παίκτη μου. Η επιτυχία ή αποτυχία μιας ομάδας εξαρτάται από εμένα ως τεχνικός διευθυντής. Αποτυπώνεται στη δουλειά μου. Ως μάνατζερ το τί θα συμβεί δεν εξαρτάται μονάχα από εμένα. Σκέψου όμως ότι δύο παίκτες είχα προτείνει στον Μαρινάκη, τον Μανωλά και τον Αμπντούν, οι οποίοι έφεραν χρήματα στα ταμεία της ομάδας. Ok, δεν ήμουν εγώ που τους πούλησα, αλλά ήταν σημαντικός και ο δικός μου ρόλος σε όλο αυτό. Δεν λέω ότι είναι εύκολη δουλειά, αλλά νιώθω ότι μπορώ να την ελέγχω. Οργάνωση χρειάζεται, διασυνδέσεις υπάρχουν. Το δύσκολο κομμάτι στην Ελλάδα είναι η επικοινωνία και ο ρόλος των media. Υπάρχει πίεση. Υπάρχει ένα γκρουπ δημοσιογράφων που μπορεί να είναι με τη μία πλευρά κι ένα άλλο με άλλους».

Τι άλλο δεν σου αρέσει στο ελληνικό ποδόσφαιρο;

«Δεν προωθούν τους μικρούς Έλληνες ποδοσφαιριστές και θέλω να το αλλάξω. Η Μπαρτσελόνα που μεγαλούργησε δεν είναι μεγάλο κλαμπ που έβαζε να παίζουν 18ρηδες ή 19ρηδες; Ο Άγιαξ; Η Μπενφίκα; Εδώ στην Ελλάδα οι μικρομεσαίες ομάδες αντί να βάλουν μέσα 1-2 ταλέντα, τα οποία μετά μπορούν να πουλήσουν, φέρνουν μόνο μεγάλους σε ηλικίες παίκτες και το χειρότερο είναι ότι κάθε χρόνο τους αλλάζουν και φέρνουν άλλους. Όταν μιλάς σε έναν ξένο, προτιμά να πάει στην Πορτογαλία, στην Ολλανδία, στην Ελβετία ή στο Βέλγιο από το να έρθει στην Ελλάδα. Αυτό πρέπει να διορθωθεί. Πρέπει να αλλάξει. Δεν είναι καλύτεροι, απλά έχουν καλύτερα γήπεδα και καλύτερη οργάνωση. Στις ελληνικές ομάδες θα πρέπει να αγωνίζονται περισσότεροι Έλληνες. Εγώ για παράδειγμα θα μπορούσα να στείλω Ελληνόπουλα σε μεγάλες ομάδες, αν φυσικά διακρίνω ότι έχουν το ταλέντο και μπορούν να σταθούν. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης πριμοδοτούν τις ομάδες να χρησιμοποιούν ντόπιους παίκτες, όπως στην Ουγγαρία».

Πες μου και για την εταιρεία που έχεις δημιουργήσει.

«Ο συνέταιρός μου, αλλά και αδελφός μου, είναι ο Γιώργος Κολοβός. Είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο έχω περάσει πολλές στιγμές της ζωής μου. Είναι από τους παλιούς μάνατζερ στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, έχει εμπειρία. Θέλω να πω κάτι: Όλοι οι μάνατζερ καλοί είναι. Όλοι έχουν τις διασυνδέσεις τους. Το θέμα είναι ποιος είναι ειλικρινής, τίμιος και ποιος το γνωρίζει το ποδόσφαιρο. Το θέμα είναι ποιος λέει την αλήθεια. Με τον Κολοβό κολλήσαμε από την πρώτη στιγμή. Σ' αυτές τις δουλειές είναι σημαντικό να υπάρχει τιμιότητα, ειλικρίνεια και χημεία. Εγώ τρέχω κυρίως για το εξωτερικό και ο Γιώργος ελέγχει την ελληνική αγορά. Έχουμε γραφείο εδώ και ένα ακόμα στο Παρίσι».

Art Direction: Χρήστος Ζωίδης
Φωτογραφίες: Χρήστος Λώλος