«Euro, νταμπλ, MVP: Δύσκολο να το διαχειριστείς»
Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος στο Gazzetta: Από τη Σοβιετική Ενωση στην Αθήνα και από εκεί στην κορυφή της Ευρώπης. Η ζωή του όλη μέσα από τη ψυχή του «Παπ».
Μια ποντιακή παροιμία λέει: «Για τον οκνέαν πάντα έξεργος έν’». Δηλαδή, για τον τεμπέλη είναι πάντα αργία. Και για τον Δημήτρη Παπαδόπουλο αυτή η μέρα δεν ήρθε ποτέ.
Γεννημένος στα σύνορα Ουζμπεκιστάν-Καζακστάν, ο άνθρωπος που έμαθε από πολύ μικρός πώς είναι να δουλεύεις πολύ σκληρά για να πετύχεις, κατάφερε στη μακρά διαδρομή του στο ποδόσφαιρο να τα ζήσει όλα.
Με την εικόνα να βλέπει το μπαμπά του να τρέχει για να μπει στο τρένο που μετέφερε εκείνον και την οικογένειά του από την πρώην Σοβιετική Ενωση στην Αθήνα - και συγκεκριμένα στο Αιγάλεω - να τον συντροφεύει, ο Δημήτρης ήξερε από παιδί ότι μόνο με την υπομονή και την επιμονή θα μπορεί να πετύχει.
Δεν τον λύγισαν οι δυσκολίες. Γαλουχήθηκε με πολλή αγάπη. Οι γονείς του άφηναν εκείνον και τα τρία αδέρφια του στο σπίτι για να πάνε στη δουλειά. Σήμερα αν τον ρωτήσεις για τι είναι περήφανος, δεν θα σου πει για το Euro του 2004, δεν θα σου μιλήσει για κάποιο γκολ, για κάποιον τίτλο. Θα σου πει για το πόσο χαρούμενος είναι που βλέπει τους γονείς του να είναι καλά.
Θα σου μιλήσει για τη σύζυγό του, την Αμαλία Κυπαρίσση η οποία, όταν χρειάστηκε, άφησε την καριέρα της για να σταθεί συνοδοιπόρος σε κάθε του βήμα στο εξωτερικό, χαρίζοντας στην οικογένεια δύο παιδιά, την Παυλίνα και τον Αχιλλέα.
Σήμερα, με το ρόλο του τεχνικού διευθυντή που έχει στην Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου, ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, κάνει τον απολογισμό της καριέρας και της ζωής του και βγάζει μέσα από τη ψυχή του όσα είχε κλειδωμένα.
Αυτός είναι ο Δημήτρης Παπαδόπουλος ως παιδί μεταναστών, ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ως Πρωταθλητής Ευρώπης, ως Νταμπλούχος Ελλάδας, ως MVP, ως γιος, σύζυγος, πατέρας. Αυτή είναι η φιλοσοφία κι η στάση ζωής που συντροφεύει πάντα έναν άνθρωπο που έμαθε με την ταπεινότητά του να βαδίζει μόνο μπροστά, έχοντας το βλέμμα του στην προσωπική του ανέλιξη.
To Gazzetta, με την υποστήριξη της Novibet, ταξίδεψε στην Κύπρο για να τον συναντήσει και να ξετυλίξει την ιστορία του.
«Κάναμε μια εβδομάδα για να έρθουμε από την Πρώην Σοβιετική Ενωση στην Ελλάδα»
Να πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Πώς θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια;
«Γεννήθηκα στην πρώην Σοβιετική Ένωση, στο Ουζμπεκιστάν - συγκεκριμένα στα σύνορα Ουζμπεκιστάν-Καζακστάν. Φαντάσου ότι το σόι της μητέρας μου ήταν στο Καζακστάν και του πατέρα μου στο Ουζμπεκιστάν. Άρα πηγαίναμε συχνά και στις δύο χώρες. Εγώ γεννήθηκα στο Γκαγκάριν, περίπου 2-3 ώρες από την Τασκένδη. Τα δύο μου αδέλφια, τα δίδυμα, γεννήθηκαν στο Καζακστάν κι εγώ με τη μεγάλη μου αδερφή στο Ουζμπεκιστάν».
Τέσσερα παιδιά...
«Τέσσερα αδέρφια, ποντιακής καταγωγής, η μητέρα μου κι ο πατέρας μου γεννήθηκαν κι αυτοί εκεί. Ο ένας παππούς μου ήταν από το Ορντού, στη Μαύρη Θάλασσα, στον Εύξεινο Πόντο. Και ο άλλος ήταν από την Τραπεζούντα. Καταλήξαμε, επί Στάλιν, στις άκρες της Σοβιετικής Ένωσης και το 1989 που άρχισε να διαλύεται η Σοβιετική Ένωση επί Γκορμπατσόφ, έπρεπε να φύγουμε, γιατί η κατάσταση ήταν περίεργη με τους ντόπιους, τους Ουζμπέκους - αν κι ο πατέρας μου είχε και έχει εκεί πολλούς φίλους και Καζάκους και Ουζμπέκους. Πηγαίνει συχνά στα μέρη που γεννήθηκα, εγώ δεν έχω πάει ακόμη».
Τα σπίτια των παππούδων σου υπάρχουν ακόμη;
«Όχι δεν υπάρχουν, δεν ξέρω πώς είναι. Εγώ θυμάμαι τα σπίτια που ήταν σε μια αποικία Ποντίων. Ήταν γύρω γύρω σπίτια και στη μέση είχαμε μια αλάνα όπου παίζαμε μπάλα. Χρησιμοποιούσαμε τα δέντρα για τέρματα και κάθε μέρα μετά το σχολείο παίζαμε εκεί όχι μόνο ποδόσφαιρο αλλά και χόκεϊ, το οποίο στη Ρωσία είναι πολύ διαδεδομένο».
Οι γονείς σου με τι ασχολούνταν;
«Ο μπαμπάς μου ήταν οδηγός σε πούλμαν κι αυτό έκανε όταν ήρθαμε στην Ελλάδα. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα σε νηπιαγωγεία».
Σε πίεζαν να διαβάζεις;
«Εκεί ήμουν μικρός, μόλις 7 ετών. Τελείωσα την πρώτη δημοτικού και μετά φύγαμε. Η γλώσσα που μιλούσαμε ήταν η ποντιακή κι η ρώσικη. Το '89 που ήρθαμε στην Ελλάδα κάναμε μια εβδομάδα με το τρένο, με τον υπερσιβηρικό. Στη Ρωσία ήμουν μικρός και το σχολείο το συνδύαζα πάντα με τον αθλητισμό».
Θυμάσαι αυτό το ταξίδι;
«Ναι, θυμάμαι ότι ήμασταν σε μια καμπίνα με τα κρεβάτια να είναι πάνω-κάτω. Ήταν μαζί κι οι παππούδες μου. Θυμάμαι ότι φεύγαμε τότε πολλοί για να έρθουμε στην Ελλάδα. Σε μια στάση, λοιπόν, κατέβηκε ο πατέρας μου ώστε να πάρει κάποια πράγματα αλλά βλέπαμε ότι αργούσε να επιστρέψει. Το θυμάμαι γιατί κοιτούσαμε με αγωνία έξω από το τζάμι ώσπου τον είδαμε να τρέχει να προλάβει να μπει και πάλι μέσα γιατί το τρένο άρχισε να φεύγει από το σταθμό. Μπήκε μέσα κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή τρέχοντας. Ετσι, περάσαμε από τη Θεσσαλονίκη - εκεί όπου κατέβηκαν οι πιο πολλοί. Εμείς, όμως, ήρθαμε στην Αθήνα γιατί είχαμε συγγενείς στο Αιγάλεω, οι οποίοι μπορούσαν να μας φιλοξενήσουν. Κι έτσι το Αιγάλεω είναι η περιοχή στην οποία μεγάλωσα».
«Οι Πόντιοι είναι μια φυλή πολύ δυνατή»
Ερχόμενος στην Αθήνα, τότε, πώς ήταν η κατάσταση για τους ανθρώπους που έπρεπε να ενσωματωθούν σε μια νέα κοινωνία;
«Είναι μια καλή ερώτηση. Οι Πόντιοι είναι μια φυλή πολύ δυνατή, μια φυλή που όταν την υποτιμούν από μόνοι τους φτιάχνουν περιοχές και μέσω της ένωσής τους παραμένουν δυνατοί. Όπως στο Ουζμπεκιστάν μέναμε σε μια περιοχή που ήμασταν αρκετοί Πόντιοι μαζί, έτσι και στην Αθήνα μέναμε σε μια περιοχή, που λέγεται "Ρώσικα". Φτωχική περιοχή. Αρχικά εκεί και μετά στο Μενίδι και στα Άνω Λιόσια.
Αργότερα, ο πατέρας μου βρήκε ένα οικόπεδο κι έφτιαξε ένα σπίτι στον Ασπρόπυργο, στην Τρύπα Αλεπού. Εγώ έπαιζα στην Ακαδημία του Ακράτητου και στα 16 μου πήγα στην πρώτη ομάδα. Το 1999 στο μεγάλο σεισμό, αν θυμάσαι, πολλά σπίτια είχαν υποστεί ζημιές - ένα απ' αυτά ήταν και το δικό μας. Ετσι μας έδωσαν ένα από τα κοντέινερ που παρείχαν τότε στις οικογένειες των οποίων τα σπίτια ήταν μη κατοικήσιμα».
Αρα το δικό σας σπίτι είχε χαρακτηριστεί «κόκκινο» από τους μηχανικούς που έκαναν τους σχετικούς ελέγχους;
«Ναι, βέβαια. Την πρώτη εβδομάδα φαντάσου μέναμε στο δρόμο, σε μια περιοχή όπου ζουν αρκετοί τσιγγάνοι. Και σας διαβεβαιώ ότι ήταν μια χαρά, δεν ισχύει απαραίτητα η αντίληψη που έχει ο κόσμος γι' αυτούς τους ανθρώπους. Μεγάλωσα με τουμπερλέκια και κλαρίνα ως τις τρεις τα ξημερώματα. Ήταν εντάξει.
Ο Ακράτητος στον οποίο έπαιζα, είχε δημιουργήσει μια δεύτερη ομάδα, η οποία έπαιζε στα ερασιτεχνικά, στη Γ' κατηγορία Αθηνών. Ανεβήκαμε και στη Β'. Τότε, ήμασταν 3-4 παιδιά τα οποία ο Παθιακάκης τα ανέβασε στην πρώτη ομάδα. Εκανα προετοιμασία, έπαιξα κάποια ματς και με τον Ακράτητο από τη Δ' ανεβαίναμε κατηγορίες κάθε χρόνο».
«Πολύ σκληρός και απαιτητικός ο Παθιακάκης. Εκείνος μου κανόνισε ραντεβού με τον Λούβαρη»
Ο κ. Παθιακάκης ήταν το πρώτο σημαντικό άτομο που συναντάς στην πορεία σου;
«Ήταν, ναι. Πολύ σκληρός και απαιτητικός ως προπονητής με τους παίκτες. Με βοήθησε πάρα πολύ, μου έδωσε χρόνο συμμετοχής και στη Γ' Εθνική. Ήταν κι ο άνθρωπος που κανόνισε το ραντεβού με τον Λούβαρη στα γραφεία του Ολυμπιακού στον Πειραιά.
Τότε ήμουν 16-17 ετών, άλλαξα τρία λεωφορεία για να πάω στο ραντεβού με τον Λούβαρη. Ήταν η χρονιά που ο Παθιακάκης από τον Ακράτητο πήγε στην ΑΕΚ, μιλάμε για 1998 ή 1999. Τότε, προπονητικά υπήρχε η τριάδα Κυράστας, Παθιακάκης, Μπάγεβιτς. Ήταν προπονητές που εκτιμούσαν και συμπαθούσαν ο ένας τον άλλον. Κι ο Μπάγεβιτς, τότε απ' όσο ξέρω είχε εγκρίνει για να γίνει η συνάντηση με εμένα. Μπαίνω, λοιπόν, στα γραφεία και όπως περιμένω το ασανσέρ, ανοίγει η πόρτα και βγαίνει ο Τάσος Μητρόπουλος. Τον κοίταξα, με κοίταξε. "Πάω πάνω", του είπα. "Οκ, πήγαινε", μου είπε. Ανέβηκα και ζήτησα το γραφείο του κύριου Λούβαρη. "Είναι εδώ δεξιά", μου απάντησαν. Εκανα το ραντεβού μαζί του, με ρώτησε κάποια πράγματα και το αφήσαμε ανοιχτό το ενδεχόμενο να προχωρήσει η μεταγραφή. Δεν μιλήσαμε για συμβόλαια. Φαντάσου δεν είχα στο ραντεβού ούτε μάνατζερ, ήμουν μόνος μου. Πέρασε το καλοκαίρι, δεν έγινε κάτι κι ο Μπάγεβιτς έφυγε από τον Ολυμπιακό. Εγώ συνέχισα να παίζω στον Ακράτητο, παράλληλα ήμουν μέλος της Ελπίδων, με την οποία έκανα πολύ καλά ματς με Αγγλία και Γερμανία και εν τέλει προκριθήκαμε στην τελική φάση ως δεύτεροι στα μπαράζ με την Τουρκία. Προπονητής μας ήταν ο Ανδρέας Μιχαλόπουλος».
Ο Παθιακάκης πώς και δεν σε πήρε στην ΑΕΚ;
«Ο Παθιακάκης δεν ήταν βέβαιο ότι θα έμενε στην ΑΕΚ - αν δεν κάνω λάθος είχε πάει ως υπηρεσιακός, οπότε λογικά δεν θα είχε νόημα να με πάρει κάπου όπου λίγο αργότερα δεν θα είναι ο ίδιος εκεί».
Στον Ολυμπιακό κατάλαβες γιατί τελικά δεν προχώρησε το θέμα;
«Δεν ξέρω. Είχε φύγει ο Μπάγεβιτς, ήρθε ο Μπιγκόν και εγώ πήγα στην Αγγλία. Όσον αφορά στην προσαρμογή στην Ελλάδα, που μου είπες πιο πριν, ήταν δύσκολη. Εγώ μιλούσα την ποντιακή διάλεκτο και τα ρώσικα. Έχασα έναν χρόνο στο σχολείο, υπήρξαν δυσκολίες και τα παιδιά μας έβλεπαν σαν ξένους. Είναι αυτό που λέει το τραγούδι του Καζαντζίδη: "Στα ξένα είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος". Τότε ίσχυε αυτό, τώρα νομίζω δεν είναι έτσι. Τώρα εκτιμούν περισσότερο τους Πόντιους».
Πριν πάμε στο κεφάλαιο Μπέρνλι, από τον Παθιακάκη θυμάσαι κάτι χαρακτηριστικό;
«Εκτός γηπέδου ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Να κάτσει μαζί σου, να σε κεράσει, να τα πείτε. Στο γήπεδο μέσα ήταν πάρα πολύ αυστηρός, ξεπερνούσε και τις κόκκινες γραμμές καμιά φορά, ειδικά με τους μικρούς, αλλά ήταν μόνο για καλό σκοπό. Αν έβλεπε ότι παίρνουν τα μυαλά σου αέρα, σε έβαζε κατευθείαν στη θέση σου».
Χρειάστηκε να το κάνει και σ' εσένα;
«Εγώ ήμουν ένα συνεσταλμένο παιδί, δεν πήγαινα ούτε για καφέ. Ημουν προπόνηση, σχολείο, σπίτι. Πήγα νυχτερινό λύκειο για να τελειώσω το σχολείο και να μπορώ να διαχειριστώ και το πρόγραμμα με τις προπονήσεις. Μπορώ να πω ότι ο Παθιακάκης ήταν για την ηλικία αυτή ο σημαντικότερος προπονητής που είχα. Όταν συγχωρέθηκε, ήμουν στην Αγγλία και πήρα άδεια για να μπορέσω να βρεθώ στην κηδεία του, η οποία έγινε στα Λιόσια».
«Αν ο Ακράτητος ήταν σχολείο, στην Αγγλία και στην Μπέρνλι ήταν Πανεπιστήμιο»
Ως παιδί, που ήρθε η κλήση σου στην Εθνική...
«Μπορώ να πω ότι ήμουν τυχερός. Τότε, υπήρχαν οι μικτές, δεν είχαν εξελιχθεί οι Ακαδημίες στο βαθμό που είναι σήμερα. Τότε, διάλεγαν για τις Εθνικές ομάδες παίκτες από τις μικτές Κ14 και Κ16. Οι ομάδες είχαν το εφηβικό τους, δεν ήταν ανά γενιά. Ετσι, με επέλεξαν από την Μικτή Αθηνών και έπαιξα στην Εθνική Παίδων όπου πήγαμε στα τελικά στην Σκωτία. Μιλάμε για ομάδα με Σαλπιγγίδη, Βύντρα... Πολλά παιδιά που συνεχίσαμε αργότερα να παίζουμε επαγγελματικά. Πέρασα απ' όλα τα κλιμάκια των εθνικών ομάδων κι έτσι έφτασα και στην Ελπίδων. Τότε στον Ακράτητο που ήμουν ερχόταν άνθρωπος από την Μπέρνλι και με παρακολουθούσε. Στο τελευταίο ματς με την Αγγλία είχε έρθει ο τότε προπονητής της Μπέρνλι, ο Σταν Τέρνερ. Σ' εκείνο το ματς τα πήγα εξαιρετικά, είχα γκολ, δοκάρι και ασίστ».
Ήξερες ότι είχε έρθει;
«Δεν το ήξερα, ο μάνατζερ μου μού είπε μετά το ματς ότι είχε έρθει και πως θα έπρεπε να τον συναντήσουμε μετά».
Θυμάσαι τι σου είπε ο Τέρνερ;
«Ναι. Θυμάμαι ότι μου είπε: "Σήμερα, αυτό που είδα είναι 30-40% πάνω σε σχέση μ' αυτό που έβλεπα στον Ακράτητο". Ετσι έκλεισε η συμφωνία, αν και το σκέφτηκα πολύ».
Πρόταση από ελληνική ομάδα υπήρχε;
«Όχι, δεν υπήρχε κάτι άλλο. Ήταν ευκαιρία και για εμένα και δεν συζητούσα για κάτι άλλο. Πήρα την απόφαση και έφυγα χωρίς να ξέρω αγγλικά. Εμενα στο Μάντσεστερ, μισή ώρα απόσταση από το προπονητικό και στην αρχή οι μετακινήσεις μου γίνονταν με οδηγό γιατί εκεί οδηγούν από δεξιά. Εμενα στο Μάντσεστερ και πήγαινα στο Μπέρνλι, όπου ο σύλλογος τότε βελτίωνε το προπονητικό του κέντρο. Το γήπεδο της ομάδας είναι το "Τερφ Μουρ", πολύ ποδοσφαιρική έδρα. Ήταν ένα Πανεπιστήμιο. Αν ο Ακράτητος ήταν σχολείο, στην Αγγλία ήταν Πανεπιστήμιο».
«Ηθελα να βοηθήσω την οικογένειά μου. Αυτό με κρατούσε όταν περνούσα δύσκολα στην Αγγλία»
Όπως είπες ήσουν ένα παιδί, καμία σχέση το ό,τι ζούσες εδώ με εκεί.
«Ήταν ένα πολιτισμικό σοκ. Ο καιρός, το φαγητό, ο τρόπος ζωής, η οδήγηση. Δεν είχα ζωή στην Αγγλία, όμως η αγάπη μου για το ποδόσφαιρο, η θέλησή μου να εξελιχθώ, ώστε να γίνω ένας σημαντικός ποδοσφαιριστής, ήταν το κίνητρό μου. Ήθελα να βοηθήσω την οικογένειά μου, να της προσφέρω μια καλύτερη ζωή. Αυτό με κρατούσε προσηλωμένο στο στόχο μου γιατί πέρασα πολύ δύσκολα. Μπορεί να είχα και ψυχολογικά. Θεωρώ ότι όλοι οι παίκτες περνούν ένα είδους κατάθλιψης. Κι αυτό εξηγείται από το ότι δεν είναι όλοι οι χαρακτήρες έτοιμοι για να διαχειριστούν όλες τις καταστάσεις. Ο ένας δεν παίζει, ο άλλος μπορεί να είναι μακριά από την οικογένειά του... Το ποδόσφαιρο πάντα επηρεάζει την αγωνιστική σου εικόνα και την παρουσία σου στην ομάδα. Πολύ περισσότερο όταν μιλάμε για ένα παιδί 19 ετών που ήταν σε μια νέα χώρα και μάθαινε μια νέα κουλτούρα.
Ξαφνικά έμπαινα σ' ένα γήπεδο που είχε 20.000 κόσμο. Στην Ελλάδα είχαμε 1.000-3.000 φιλάθλους στα γήπεδα και λέγαμε ότι είχε κόσμο. Αλλες παραστάσεις. Φαντάσου ένα γήπεδο φωτισμένο, με τον κόσμο να φωνάζει! Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Το θέμα που είχα ήταν πόσο πολύ με επηρέαζε ο κόσμος. Αισθανόμουν ότι ήμουν σ' ένα θέατρο κι όχι στην αλάνα. Ξαφνικά μπήκα μέσα στη βιτρίνα και ήταν δύσκολο να το διαχειριστώ όλο αυτό.
Όσον αφορά στα προσόντα που έπρεπε να βελτιώσω, σίγουρα είχα την ταχύτητα, αλλά έπρεπε να έχω πιο γρήγορη σκέψη μέσα στο παιχνίδι. Επίσης, δεν σφύριζαν εύκολα φάουλ. Εγώ ήμουν ένας γρήγορος παίκτης, δεν είχα τη δύναμη να βάλω πλάτη, αλλά ήμουν κινητικός. Μου πήρε έναν χρόνο να προσαρμοστώ. Επαιξα στη δεύτερη ομάδα και μετά πήγα στην πρώτη, όπου ο ρυθμός προπονήσεων ήταν ανεξέλεγκτος. Δεν υπήρχε κύκλος προπονήσεων, τότε δεν χρησιμοποιούσαν ακόμα τα gps. Εκεί το στιλ ήταν... παίζεις όσο αντέχεις».
Τότε υπήρχαν ψυχολόγοι στις ομάδες;
«Τότε όχι».
Αν υπήρχαν θα μπορούσαν να σε βάλουν και καλύτερα στο κλίμα.
«Σίγουρα. Σκέψου ότι τότε ήμουν ο μόνος ξένος μαζί μ' έναν Γάλλο στόπερ. Όλοι οι άλλοι ήταν Άγγλοι».
Ρατσισμός υπήρχε;
«Στους Αγγλους, από την εμπειρία μου, πρέπει να τους αποδείξεις ότι αξίζεις. Μετά και σε σέβονται και σε εκτιμούν περισσότερο ίσως και από τους δικούς τους. Για παράδειγμα, στην προπόνηση έπεφτα εύκολα. Μου φώναζαν οι συμπαίκτες μου να σηκωθώ. Οι ίδιοι οι συμπαίκτες σου σού έλεγαν "σήκω πάνω" γιατί οι διαιτητές δεν σφύριζαν. Αυτό έπρεπε να το βελτιώσω και μου πήρε περίπου έναν χρόνο. Στο δεύτερο χρόνο ήταν όλα πολύ διαφορετικά γιατί άρχισα να δείχνω πράγματα.
Στο μοναδικό θέμα που θέλω να σταθώ και βλέπω ότι ισχύει ακόμη είναι το εξής: Στην Αγγλία δεν αφήνουν τα παιδιά να πηγαίνουν στις εθνικές τους. Εγώ είχα να αντιμετωπίσω τη φιλοσοφία που είχαν: "Φεύγεις κάθε μήνα για την εθνική σου, χάνεις τη θέση σου". Τα ματς της Championship δεν σταματούν ποτέ, οπότε αν λείπεις για τις υποχρεώσεις της Εθνικής σου, χάνεις τη θέση σου. Αυτή η αντιμετώπιση βλέπω να υπάρχει και τώρα. Σέβονταν μόνο την Εθνική Ανδρών».
«Θεωρώ ότι η Εθνική είναι πάνω απ' όλα»
Εσένα, αυτή η στάση που είχαν, τι σου στέρησε;
«Μου στέρησε μόνο σε συλλογικό επίπεδο, διότι λόγω της αγάπης που είχα στην Εθνική πάντα ανταποκρινόμουν στις κλήσεις που είχα. Θεωρούσα ότι η Εθνική μού έδινε περισσότερα σε σχέση με την ομάδα. Δεν μπορούσε κανείς να μου πει: "Μην πας". Για εμένα η Εθνική σού προσφέρει πάρα πολλά. Το έζησα και ήμουν τυχερός και το είδα με τα μάτια μου με την ομάδα του Euro 2004. Δεν είναι τυχαίο αυτό που πέτυχε η Ελλάδα μ' αυτά τα παιδιά. Ζαγοράκης, Καραγκούνης, Νικοπολίδης, Χαριστέας... Ειδικά ο "Κάρα" έφευγε μέρες πριν από την ομάδα του για να είναι στην Εθνική. Μπορεί αυτή η αγάπη μου να μου στέρησε κάτι από την ομάδα, αλλά πήρα πολλά από την Εθνική. Θεωρώ ότι η Εθνική είναι πάνω απ' όλα και την αγαπούσα πολύ».
«Ο Λιβαθηνός μού έκανε την πρόταση ενώ είχα σχεδόν κλείσει με την Ντιναμό Κιέβου. Τελικά, πήγα στον Παναθηναϊκό χωρίς τον μάνατζερ μου»
Η δεύτερη χρονιά, λοιπόν, στην Αγγλία πάει όπως περίμενες. Παίρνεις ματς στα πόδια σου, βάζεις γκολ και μετά τι γίνεται;
«Είχα συμβόλαιο για ακόμα έναν χρόνο, καθώς είχα τριετές και ήμουν στο δεύτερο έτος. Δεν μου ταίριαζε από την αρχή το στιλ παιχνιδιού εκεί, αλλά εγώ επέμενα. Και εν τέλει μου έκανε καλό γιατί δυνάμωσα. Δεν μου ταίριαζε και η ομάδα και το πρωτάθλημα. Αργότερα κατάλαβα πως το ιταλικό ποδόσφαιρο μού ταίριαζε περισσότερο. Ηθελα να αλλάξω περιβάλλον.
Στην Ελπίδων είχαμε στον όμιλό μας την Ουκρανία και ακολουθούσαμε το πρόγραμμά της. Στην Ουκρανία, λοιπόν, είχα κάνει ένα καλό ματς και και εκεί με ξεχώρισαν τα αδέρφια Σούρκις που ήταν στη Ντιναμό Κιέβου. Συγκεκριμένα, με είδαν στο ματς που είχε λήξει 1-1 εκτός έδρας ενώ είχα κάνει πολύ καλό ματς και στην Αθήνα, στο γήπεδο του Ακράτητου».
Σου πήγαινε αυτό το γήπεδο.
«Όντως! Είχε έρθει στο γήπεδο για να με δει ο πρόεδρος της ομάδας - την επόμενη μέρα η ανδρών έπαιζε με την Ουκρανία για το Euro. Εκεί, ο Σούρκις μού είπε: "Φεύγουμε μαζί για Ουκρανία, για να υπογράψουμε". Εκείνο το βράδυ με έψαχναν από τη Ντιναμό στο σπίτι των γονιών μου για να υπογράψουμε. "Μας πήραν στο σταθερό, σε ψάχνουν", μου είπαν οι δικοί μου. Τέλος πάντων, το επόμενο πρωί μου είπαν "φεύγουμε", αλλά δεν ήθελα να ακολουθήσω τόσο γρήγορα. "Οκ, αλλά να δούμε", τους απάντησα. Ο μάνατζερ μου μού είπε ότι πρόκειται για μεγάλο συμβόλαιο και με παρότρυνε να υπογράψαμε εκεί. Ήταν η εποχή που ο Σεφτσένκο είχε πάει στη Μίλαν. Δεν έφυγα με το τζετ για την Ουκρανία. Μία εβδομάδα μετά, μου έκλεισαν τα εισιτήρια ώστε να ταξιδέψω με το μάνατζερ μου και να ολοκληρωθεί εκεί η συμφωνία.
Όμως, μία μέρα πριν πετάξουμε με πήρε τηλέφωνο ο Σπύρος Λιβαθηνός και ζήτησε να βρεθούμε. Τον συνάντησα, μου είπε ότι ενδιαφέρεται ο Παναθηναϊκός, παρότι ο μάνατζερ μου μού είχε πει ότι δεν υπάρχει κάτι σοβαρό από Ελλάδα. Τον είχα ρωτήσει και μου είχε πει πως από Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, ΠΑΟΚ, ΑΕΚ δεν υπήρχε κάτι και πως τα λεφτά ήταν λίγα. Ήταν σαφές ότι εκείνος ήθελε να ανοίξει συνεργασία με μια νέα αγορά και γι' αυτό προσπαθούσε να κάνει τη μεταγραφή για την Ουκρανία.
Τέλος πάντων, ήρθε ο Παναθηναϊκός με τον οποίο ο μάνατζερ μου δεν πρέπει να είχε καλές σχέσεις, γι' αυτό και μου είχαν πει από την ομάδα ότι "θέλουμε να κάνουμε τη δουλειά μαζί κι όχι με το μάνατζερ σου". Εγώ τους εξήγησα ότι έχω πρόταση με ένα συγκεκριμένο ποσό από τη Ντιναμό Κιέβου και πως την επόμενη μέρα θα πήγαινα να μιλήσω για μια πρόταση με πολλά λεφτά. Ο κύριος Λιβαθηνός μού έκανε επίσης μια πολύ καλή πρόταση κι έτσι κλείσαμε τη συνάντηση αφήνοντας ανοιχτό το θέμα. Αν τα πράγματα δεν ήταν όπως μου τα είχαν πει οι Ουκρανοί, θα επέστρεφα στην Ελλάδα για να συζητήσουμε πάλι και να δώσουμε τα χέρια με τον Παναθηναϊκό. Πήγα στην Ουκρανία και έμεινα εκεί τρεις μέρες, μου έδειξαν τα πάντα: Τρομερές εγκαταστάσεις, γήπεδα, εστιατόρια, γυμναστήρια... Από τότε έδειχναν τι πλάνο είχαν και πώς ήθελαν να αναπτυχθούν στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο».
Στο να ακούσεις την προσφορά έπαιξε ρόλο ότι ήξερες και τη γλώσσα;
«Ναι, αλλά εμένα με είχε βάλει σε σκέψεις το ότι υπήρχε πολλή φτώχεια και δεν ήθελα να γυρίσω πάλι σε τέτοιες καταστάσεις. Η Ουκρανία τότε, το 2003, είχε πολλή φτώχεια και το περιβάλλον δεν ήταν αυτό που ήθελα. Πηγαίνοντας εκεί, μίλησα απευθείας εγώ με τους ανθρώπους επειδή ήξερα τη γλώσσα. Αρχίσαμε τις διαπραγματεύσεις και εκεί είδα πως τα ποσά που μου είχε πει ο μάνατζερ μου δεν ήταν αυτά που τελικά πρόσφεραν. Μπορώ να πω ότι στην τελική, τα χρήματα που μου έδινε ο Παναθηναϊκός ήταν περισσότερα. Και έτσι όπως πήγε η κουβέντα είπα: "Ευχαριστώ πάρα πολύ, δώστε μου 2-3 μέρες να πάω να μιλήσω με τους γονείς μου, δεν είναι μια εύκολη απόφαση".
Ο Σούρκις πίεζε για να κλείσουμε αμέσως. Μου είπε: "Θα φέρω εγώ τους γονείς σου εδώ ώστε να είστε όλοι μαζί", αλλά αρνήθηκα. "Δεν γίνεται αυτό, φύγαμε από τη χώρα μας, από τη Σοβιετική Ενωση και δεν είναι τόσο απλό. Δώστε μου λίγες μέρες", απάντησα κι έτσι έφυγα».
Όπως σε ακούω, νομίζω ότι έψαχνες έναν λόγο για να φύγεις.
«Ναι, γιατί υπήρχε στο τραπέζι η πρόταση του Παναθηναϊκού. Αν δεν υπήρχε θα το διαπραγματευόμουν διαφορετικά. Η Ντιναμό Κιέβου ήταν μια μεγάλη ομάδα που έπαιζε στο Champions League, αλλά τελικά προτίμησα να πάω στον Παναθηναϊκό».
Το μαγικό 2004...
Και υπέγραψες στον Παναθηναϊκό. Με τον Γιάννη Βαρδινογιάννη είχες κάποια σχέση;
«Είχα υπογράψει με τον Σπύρο Λιβαθηνό και στις υπογραφές γνώρισα και τον κύριο Γιάννη. Στη συνέχεια και ως αρχηγός είχα πολύ καλές σχέσεις μαζί του».
Το 2004 ήταν ένα όνειρο;
«Νταμπλ με τον Παναθηναϊκό, πρώτος σκόρερ του Παναθηναϊκού, δεύτερος του πρωταθλήματος, MVP του πρωταθλήματος, εθνική ομάδα, Euro 2004, Ολυμπιακοί Αγώνες και Confederation Cup. Πραγματικά ήταν μια απίστευτη σεζόν. Μερικές φορές ονειρευόμαστε μερικά πράγματα αλλά αυτό το πράγμα δεν μπορούσα καν να το διανοηθώ! Με τον Παναθηναϊκό ήταν κάτι που μπορούσε να γίνει αλλά αυτό με την Εθνική ήταν απίστευτο και καταφέραμε να ενώσουμε όλους τους Ελληνες. Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να βλέπεις όλους τους Ελληνες ενωμένους».
Στον Παναθηναϊκό, πώς θυμάσαι την πρώτη χρονιά, όπου μπήκες στα αποδυτήρια μιας τόσο μεγάλης ομάδας, με τεράστια ονόματα δίπλα σου και όπου έπρεπε να κάνεις πρωταθλητισμό.
«Πάντα έκανα πρωταθλητισμό. Από τον Ακράτητο ακόμα... Μέχρι και στην Μπέρνλι, παίξαμε για την άνοδο».
«Ακόμα και σε ένα φιλικό με την Βίλεμ υπήρχαν αντιδράσεις. Υπήρχε πίεση από τον κόσμο. Κι αυτό μου αρέσει»
Συμφωνώ, αλλά εκεί νιώθεις ουσιαστικά την πίεση μιας τόσο μεγάλης ομάδας που παίζει πάντα για το πρωτάθλημα.
«Ναι, ισχύει αυτό, γιατί ήταν η χρονιά μετά τη Ριζούπολη. Ο κόσμος είχε απογοητευτεί και ήθελε το πρωτάθλημα ακόμα πιο πολύ. Ακόμα και σε ένα φιλικό με την Βίλεμ, έβλεπες τις αντιδράσεις από τους φιλάθλους. Υπήρχε πάρα πολλή πίεση. Να σου πω την αλήθεια, μ' αρέσει η πίεση κι ο πρωταθλητισμός. Ζω μ' αυτό. Ηταν υπέρ μου όμως ότι σαν μικρός - καινούριος δεν υπήρχε σε μένα αυτή η πίεση. Συν το ότι πήγα σε μια έτοιμη ομάδα. Είχε φύγει ο Καραγκούνης για την Ιντερ, ο Λυμπερόπουλος στην ΑΕΚ και ο Κόλκα. Ήταν σημαντικό ότι πήγα σε μια ομάδα που είχε έτοιμο τον κορμό της. Κι οι συμπαίκτες μου με αφομοίωσαν καλύτερα αλλά και για μένα ήταν πιο εύκολο γιατί στην ουσία ήμουν το κερασάκι στην τούρτα. Θυμίζω ότι στην επίθεση ήταν παίκτες όπως ο Κωνσταντίνου, ο Ολισαντέμπε, ο Βλάοβιτς και ο Κριστόφ Βαζέχα».
Επίθεση «φωτιά»...
«Ναι, ξεκίνησα ως 5η επιλογή. Ακουγα ότι ήθελαν να με δώσουν δανεικό, αλλά έκανα μια πολύ καλή προετοιμασία και με τον Σουμ είχα μια ιδιαίτερη σχέση επειδή μιλούσαμε την ίδια γλώσσα - είναι Ουκρανοεβραίος και είχαμε μια επιπλέον επικοινωνία. Ημουν έτοιμος χωρίς να το καταλάβω! Μου έκανε πολύ καλό το πέρασμά μου από την Αγγλία. Ημουν μοντέρνος επιθετικός για την εποχή. Μπορούσα να πρεσάρω, να παίξω winger, να παίξω μέσα στην περιοχή, να είμαι all around. Με τις δυνάμεις μου και τα δύο χρόνια μου στην Αγγλία όπου βελτιώθηκα σχεδόν κατά 50%, μπορούσα να σταθώ εύκολα στο επίπεδο του Παναθηναϊκού. Μη σου πω ότι ήμουν πιο μπροστά και από άλλους όσον αφορά στην ένταση του παιχνιδιού. Κι έτσι έκανα μια πολύ καλή χρονιά και βοήθησα την ομάδα».
«Σ' όλες τις μεγάλες ομάδες υπάρχει αμφισβήτηση»
Υπήρχε και αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του Σουμ στην αρχή της χρονιάς, αν δεν κάνω λάθος.
«Καλά εντάξει, σ' όλες τις μεγάλες ομάδες υπάρχει αμφισβήτηση μέχρι να πετύχεις».
Εκείνη τη χρονιά τι άλλαξε ο Σουμ και ο Παναθηναϊκός πήρε το πρωτάθλημα;
«Νομίζω ότι έπαιξε ρόλο το πάντρεμα με τους Ζάετς-Λιβαθηνό, με τον Σουμ στην ουσία να διαχειρίζεται σωστά την ομάδα. Δεν ήταν ότι έκανε τη μοντέρνα προπόνηση και μας έβγαζε πράγματα. Η ομάδα ήταν έτοιμη κι εκείνος έκανε το πιο δύσκολο: Διαχειρίστηκε σωστά την ομάδα, έβαλε τους σωστούς παίκτες, για να ταιριάξουν μεταξύ τους ώστε να αποδώσουν. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό. Κι αυτό ο Σουμ το έκανε πολύ καλά με την υποστήριξη του Ζάετς, διότι υπήρχε πολύ καλή επικοινωνία μεταξύ τους. Σήμερα, βλέπουμε συχνά να συνεργάζονται αθλητικός διευθυντής, τεχνικός διευθυντής και προπονητής. Τότε δεν ήταν πολύ συνηθισμένο αυτό το μοντέλο. Σ' εμάς πέτυχε και βοήθησε πάρα πολύ. Τώρα για την πίεση και την αμφισβήτηση, θεωρώ ότι όλες οι μεγάλες δέχονται κάτι τέτοιο μέχρι να πετύχουν το στόχο τους. Είναι και στην κουλτούρα μας αυτό, ο κόσμος πάντα είναι απαιτητικός. Κρίνει και μέχρι να πετύχεις το στόχο σου θα είσαι υπό πίεση. Κι' αυτό είναι καλό».
«Και στον Παναθηναϊκό υπήρχε το "Ελληνες-ξένοι", εγώ ήμουν στη μέση»
Το ματς σταθμός για εσένα στον Παναθηναϊκό ώστε να μην είσαι 2η-3η επιλογή;
«Τι 2η-3η... 5η ήμουν». (γέλια)
Πότε είπες, λοιπόν, «τώρα, είμαι βασικός»;
«Όλη τη χρονιά με στήριξαν πάρα πολύ και ο Αγγελος Μπασινάς και ο Αντώνης Νικοπολίδης και ο Γιάννης Γκούμας και οι ξένοι. Στον Παναθηναϊκό υπήρχε το ελληνικό "λόμπι" και το ξένο "λόμπι", όπως υπάρχει και παντού. Εγώ ήμουν πάντα κάπου ενδιάμεσα, μου άρεσε. Θεωρώ ότι αυτό είναι το υγιές».
Αυτό το παρεξήγησε κάποιος;
«Όχι, δεν θα μπορούσε να το παρεξηγήσει γιατί ήμουν αληθινός. Ημουν ένα νέο παιδί, αυθόρμητος που αυτό που σκέφτομαι το λέω. Αυτή είναι η νοοτροπία κι η στάση μου και σήμερα. Μέσα σε μια ομάδα υπάρχουν παρέες, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι για έναν στόχο παίζουμε όλοι. Εμένα μου άρεσε που ήμουν με όλους».
Εκανες καθόλου χαβαλέ;
«Όχι, χαβαλές ήταν ο Τάκης Φύσσας και στην ομάδα και στην Εθνική. Εγώ ήμουν πάντα πιο συνεσταλμένος. Πλάκες πάντα κάναμε, αλλά δεν ήμουν αυτός που θα έκανε κάτι για να φτιάξει την ατμόσφαιρα με πλάκες και διάφορα τέτοια».
«Ματς - σταθμός ήταν αυτά με τον Ολυμπιακό»
Θυμάσαι κάποια πλάκα που σου έκαναν;
«Κράτα αυτήν την ερώτηση για να σου πω για τα ματς-σταθμό. Όσο ήμουν στον Παναθηναϊκό, τα κομβικά ματς ήταν αυτά με τον Ολυμπιακό. Εκείνη τη χρονιά έπαιξα με τον Ολυμπιακό στη Ριζούπολη (1-1), στη Λεωφόρο και στον τελικό Κυπέλλου στη Νέα Σμύρνη. Στο 1-1 ήταν μια δικαίωση για εμένα, γιατί έκανα την ασίστ με το κεφάλι στον Μιχάλη Κωνσταντίνου που έκανε το 0-1. Στο δεύτερο ματς, κέρδισα το πέναλτι στην αρχή και το ματς έληξε 2-2. Απ' ότι έμαθα αργότερα, ο τελικός Κυπέλλου έπαιξε μεγάλο ρόλο στην κλήση μου στην Εθνική ομάδα. Θεωρώ ότι αυτά τα τρία ματς ήταν πολύ σημαντικά για την εξέλιξή μου και το τι θα ακολουθούσε στην Εθνική».
«Δεν περίμενα ότι θα έρθει η κλήση από τον Ρεχάγκελ»
Και έρχεται η κλήση από τον Ρεχάγκελ. Πώς αντιδράς;
«Ε, σαφώς και ήμουν πολύ χαρούμενος, αλλά δεν το περίμενα. Δεν ήμουν πολύ σίγουρος ότι θα είμαι τελικά στις τελικές του κλήσεις, γιατί ο Ρεχάγκελ είχε και τους σταθερούς παίκτες που προτιμούσε».
Ο Κατεργιαννάκης μας είπε στο Gazzetta ότι δεν τον έβαζε ούτε στα ματς των Legends. (γέλια)
«Τα παιδιά του Euro πέρασαν την κουλτούρα ότι η Εθνική είναι πάνω απ' όλα κι αυτό κρατάει μέχρι τώρα. Δεν περίμενα την κλήση μου, γιατί σκέψου ότι δεν είχα παίξει ούτε σ' ένα επίσημο ματς σ' αυτήν την ομάδα, εκτός από 3-4 φιλικά. Ήμουν στην προετοιμασία για το Euro, αλλά δεν ήμουν σίγουρος ότι θα είμαι στην τελική αποστολή. Πηγαίνοντας καλά στον Παναθηναϊκό ήρθε η κλήση. Πρώτη φορά με κάλεσε ο Ρεχάγκελ όταν ήμουν στην Μπέρνλι».
Πού ήσουν όταν σε πήραν πρώτη φορά τηλέφωνο για την Εθνική;
«Στο σπίτι μου στο Μάντσεστερ, σ' ένα διαμέρισμα. Με πήρε ο Τοπαλίδης και μου είπε: "Σε επέλεξε ο Ρεχάγκελ μαζί με τον Αμανατίδη από την Ελπίδων". Δεν το πίστευα. Στο φιλικό που έπαιξα μου είπε ο Ρεχάγκελ: "Σε είδαμε από την Ελπίδων αλλά για να είσαι εδώ θα πρέπει όπου και να πας να παίζεις". Για να είμαι ειλικρινής τα λόγια αυτά με έκαναν να ψάξω για μια ομάδα που θα πήγαινα και θα έπαιζα. Τελικά, όπως αποδείχθηκε, ο Ρεχάγκελ κράτησε το λόγο του».
«Δύσκολο να διαχειριστώ την επιτυχία του Euro»
Σε είχε ξεχωρίσει δηλαδή ο Ρεχάγκελ.
«Ναι, πριν πάω στον Παναθηναϊκό, από την Ελπίδων όπου είχα βάλει 11 γκολ. Είχα σκοράρει με Ουκρανία, Ισπανία και είχα πετύχει χατ-τρικ με την Βόρεια Ιρλανδία. Η πρώτη νίκη που είχαμε κάνει επί της Ισπανίας, πριν το ματς στη Σαραγόσα με τον Γιαννακόπουλο, ήταν αυτό, το ματς στη Ν. Φιλαδέλφεια. Βάλλας, Αγρίτης, Γιάννης Αμανατίδης, Σαλπιγγίδης, Βύντρα, ο Γιούρκας έπαιξε πριν πάει στην Ανδρών και κάναμε τη νίκη με 1-0 με το δικό μου γκολ. Ανέβηκαν 3-4 παιδιά από την Ελπίδων στην Ανδρών. Αυτή είναι κι η λογική: Η Ελπίδων πρέπει να προετοιμάζει τους παίκτες για την Ανδρών. Ημασταν πρώτοι στην Ελπίδων και τελικά δεν προκριθήκαμε γιατί έφυγαν πολλά παιδιά για την Ανδρών».
Εκείνη τη χρονιά νιώθεις ότι είσαι πλέον ένας σημαντικός παίκτης στο ελληνικό ποδόσφαιρο;
«Σίγουρα ναι. Το θέμα είναι πως το Euro έκατσε "καπάκι" και ήταν δύσκολο και για μένα να διαχειριστώ όλη αυτήν την επιτυχία. Ηρθε το πρωτάθλημα, ο τίτλος του MVP. Το... παρααισθάνθηκα όλο αυτό».
Αυτή ήταν η επόμενη ερώτησή μου. «Ξέφυγες» με την τόση επιτυχία;
«Προσπάθησα να μην ξεφύγω αλλά δεν τα κατάφερα απόλυτα. Αυτό το συζητάμε και μεταξύ μας όλα τα παιδιά του 2004, γιατί δεν είχε ξαναγίνει τέτοια επιτυχία. Γινόταν χαμός όπου κι αν πήγαινες. Να προσπαθείς να κρυφτείς για να αποφύγεις πράγματα. Για τέτοιες καταστάσεις μιλάμε και δεν ήμασταν έτοιμοι να το διαχειριστούμε όλο αυτό. Κι η ίδια η χώρα σε είχε βάλει ψηλά. Για εμένα προσωπικά ήταν δύσκολο να το διαχειριστώ. Προσπάθησα όμως γιατί ήμουν παιδί χαμηλών τόνων, όμως, αυτή η απρόσμενη και υπέρμετρη επιτυχία με έβγαλε κάπως από την πορεία μου».
«Κάθε χρόνο είχα 2-3 μυϊκούς τραυματισμούς λόγω του σωματότυπου μου»
Δηλαδή, που έπιασες τον Δημήτρη να κάνει πράγματα που δεν συνήθιζε;
«Ασυνείδητα θεωρείς ότι κάποια πράγματα τα έχεις δεδομένα που στην τελική δεν είναι έτσι. Αυτό φάνηκε και από την πορεία μου μετά. Δεν μπορώ να πω ότι δεν δούλευα, αλλά δεν ήμουν τόσο συγκεντρωμένος. Όταν δεν παίζεις αποπροσανατολίζεσαι, χάνεις το focus σου, δεν βγάζεις την ένταση εκεί που πρέπει - δηλαδή μέσα στο γήπεδο. Κάθε χρόνο είχα 2-3 μυϊκούς τραυματισμούς. Λόγω του σωματότυπου που είχα, ήμουν ταχύς κι η προπόνηση τότε δεν ήταν εξειδικευμένη για να με προσέξουν. Όταν παίζεις φουλ χρονιά, πας στην προετοιμασία του Euro, είσαι στο Euro, γυρνάς και πας διακοπές τρεις μέρες και παίζεις 10 μέρες στους Ολυμπιακούς Αγώνες, γυρίζεις και πας κατευθείαν προετοιμασία με τον Παναθηναϊκό και συνεχίζεις χωρίς καλή διαχείριση. Μοιραία βγήκαν τραυματισμοί. Εκείνη τη χρονιά έπαθα υποτροπή, μου πήρε τρεις μήνες να επανέλθω και όταν δεν κάνεις αυτό που αγαπάς, για να ξεφύγεις... εκεί είναι που ξεφεύγεις. Κι αυτό με επηρέασε στη συνέχεια. Μπορώ να πω ότι μετά δεν ήταν καλές οι χρονιές μου, πάντα είχα σκαμπανεβάσματα στην 5ετία μου στον Παναθηναϊκό. Σιγά σιγά ήρθε κι η αποχώρησή μου.
«Δεν ήταν δίκαιο αυτό που έγινε για την οικογένεια Βαρδινογιάννη»
Το ταξίδι αυτό ξεκίνησε σούπερ, αλλά μετά γιατί τα πράγματα δεν είχαν την ανάλογη συνέχεια; Ίσως έφταιξε κι η διοικητική αλλαγή;
«Σίγουρα. Ηρθε η πολυμετοχικότητα, ο κόσμος πίεζε και ήθελε πρωταθλήματα».
Εκανε και πορεία ο κόσμος με την οποία ζητούσε να φύγει η οικογένεια Βαρδινογιάννη.
«Νομίζω ότι αυτό δεν ήταν δίκαιο για την οικογένεια Βαρδινογιάννη και αυτό φάνηκε στην πορεία. Μετά υπήρξε κακή διαχείριση. Νομίζω ότι ο Παναθηναϊκός τώρα μπαίνει σιγά σιγά πάλι σε μια σταθερότητα.
Νομίζω ότι η τόση απρόσμενη επιτυχία, οι πολλοί τραυματισμοί κι η διαχείριση που δεν είχα εγώ ώστε να με προστατεύσουν με μια εξειδικευμένη προπόνηση ήταν οι λόγοι που είχα μια πορεία φθοράς. Στη συνέχεια, όταν υπέγραψα την ανανέωσή μου και έγινα αρχηγός, ήρθαν νέα παιδιά όπως οι Μάντζιος, Τζιόλης, Λεοντίου και αρκετοί ξένοι... Κάθε χρόνο άλλαζε το ρόστερ με αποτέλεσμα να χάσει λίγο την ταυτότητά του ο Παναθηναϊκός».
«Σίγουρα ο Παναθηναϊκός στα εξωαγωνιστικά, δεν ήταν δυνατός»
Αυτό το διάστημα δεν υπήρξε κάποιος προπονητής για να σας εμπνεύσει ή έλειψε κι αυτή η ζεστασιά προς τους παίκτες διοικητικά;
«Διοικητικά είχαμε τα πάντα. Εκείνη η ομάδα είχε την Παιανία, ως παίκτες είχαμε τα πάντα. Εξωαγωνιστικά σίγουρα ο Παναθηναϊκός δεν ήταν δυνατός. Δεν το συζητάμε αυτό. Τώρα, στην εποχή του VAR όλα είναι πιο ομαλά, όσον αφορά στη διαιτησία. Και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Ακόμα και στην Αγγλία. Το VAR βοηθάει και παρότι μπορεί κάτι να μην λειτουργήσει καλά κάποιες φορές, δίνει βοήθειες».
«Αυτό που έγινε με τον Κατσουράνη ήταν εξόφθαλμο»
Μη σταθούμε σε τίτλους, αλλά αν το VAR υπήρχε τότε, ποιο ματς θα είχε διαφορετικό αποτέλεσμα;
«Ας πούμε το ματς με τον Ολυμπιακό με τη φάση του Κατσουράνη, που ήταν εξόφθαλμη. Δεν θέλω να μπω σ' αυτήν τη διαδικασία, αλλά το VAR βοηθάει ώστε όλα είναι να δίκαια, πιο σωστά και πιο αξιοκρατικά για όλους».
Ενιωσες σε κάποιο ματς να «βγαίνεις από τα ρούχα» σου, ότι σου παίρνουν κάτι που αξίζεις;
«Σίγουρα, σίγουρα... Όμως, αδικίες γίνονται σε όλους και θεωρώ ότι στο ποδόσφαιρο αυτός που δικαιούται να πάρει κάτι, στο τέλος θα το πάρει. Ετσι είμαι ως άνθρωπος. Εγώ δεν είχα κάποιον να με βοηθήσει, απλά προσπαθούσα και έδινα τα πάντα. Αυτό κάποιοι το εκτίμησαν. Ακούω να λένε: "Αυτός έχει μέσο, έχει μάνατζερ". Αυτό δεν υπάρχει, καθρέφτης είναι το γήπεδο. Στο τέλος ο καθένας θα πάρει αυτό που αξίζει και θεωρώ ότι εγώ στο τέλος ως Δημήτρης Παπαδόπουλος, ως άτομο και ως ποδοσφαιριστής, πήρα αυτό που άξιζα από το ποδόσφαιρο. Και είμαι πάρα πολύ χαρούμενος και γεμάτος».
«Ημουν χαρούμενος στον Παναθηναϊκό, ράγισε το γυαλί αρχικά, αλλά μετά τα βρήκαμε»
Στα χρόνια που ήσουν στον Παναθηναϊκό είχες πρόταση να πας σε άλλη ομάδα;
«Στα χέρια μου δεν είχα. Από την ΤΣΣΚΑ Μόσχας υπήρχε ενδιαφέρον αλλά δεν συζητήθηκε. Ημουν χαρούμενος στον Παναθηναϊκό, μετά την πρώτη τριετία όπου και ανανέωσα είχα πρόταση από τον Φερνάντο Σάντος που είχε πάει στην Μπενφίκα».
Τότε, γραφόταν ότι είσαι έτοιμος να φύγεις;
«Ηταν τότε που είχα συμβόλαιο 2+1+1. Είχε βγει ένας νόμος που δεν ίσχυε αυτό όμως. Οπότε με το που τελείωσε ο τρίτος χρόνος μου, ήμουν ελεύθερος και το ήξεραν αυτό στον Παναθηναϊκό. Με πλησίασαν, εγώ ήμουν χωρίς μάνατζερ. Ο κ. Λιβαθηνός κανόνισε τη συνάντηση με τον κ. Βαρδινογιάννη. Δεν τα βρήκαμε αρχικά στο ποσό και κάπου ράγισε το γυαλί. Είχα μια πρόταση από τον κύριο Σάντος για την Μπενφίκα και ύστερα από ένα διάστημα 2-3 εβδομάδων, μέσα στις διακοπές, έγινε μια νέα συνάντηση με τον Παναθηναϊκό και εκεί ήρθαμε πιο κοντά».
Όταν, όμως, έρχεται η Μπενφίκα με έναν μεγάλο προπονητή...
«Ναι, δεν το συζητάμε, αλλά φαντάσου ότι τότε η Μπενφίκα δεν είχε ούτε βοηθητικά γήπεδα! Οταν ο Κατσουράνης είχε πάει στην Μπενφίκα άρχισαν να φτιάχνουν τα γήπεδα για την Ακαδημία. Θεωρούσα ότι Παναθηναϊκός και Μπενφίκα δεν είχαν μεγάλες διαφορές. Η Μπενφίκα σίγουρα είναι μεγάλος σύλλογος, έχει πάρει Champions League, αλλά έβαλα δίπλα - δίπλα τις προτάσεις κι οι διαφορές δεν ήταν μεγάλες και δεν αναφέρομαι μόνο στο οικονομικό. Σίγουρα, μπορεί να μου έδινε κάτι άλλο, αλλά δεν ήταν η τελική μου επιλογή».
«Αναγκαστικά πάμε στη φάση με το πέναλτι στον Νικοπολίδη»
Για να κλείσουμε το κεφάλαιο «Παναθηναϊκός» πώς φεύγεις; Ήθελες να μείνεις ή η πολυμετοχικότητα σε είχε «χαλάσει»;
«Θεωρώ ότι ήταν δύσκολη η περίοδος για εμένα. Αναγκαστικά πάμε στη φάση με το πέναλτι στο Καραϊσκάκης κι όλα αυτά...».
Πάνω σ' αυτό το μόνο που θα ήθελα να σε ρωτήσω είναι το εξής, γιατί γράφτηκε και για τον Νικοπολίδη ότι σου έκανε νόημα πού να εκτελέσεις το πέναλτι: Δεν θες να τα σπάσεις όλα διαβάζοντας και ακούγοντας όλες αυτές τις βλακείες;
«Ε, ναι, θες να τα σπάσεις όλα, αλλά με ποιον να τα βάλεις; Με φαντάσματα;
Κάποιοι δημοσιογράφοι, για παράδειγμα, προσπαθούν να κάνουν το δικό τους παιχνίδι για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Κάποιος πρέπει να την πληρώσει κι αυτό συμβαίνει σε κάθε ομάδα. Δεν λέω μόνο για τον Παναθηναϊκό, αλλά εγώ είδα ότι εκεί συνέβαινε περισσότερο εκείνη την εποχή σε σχέση με τον Ολυμπιακό. Γιατί; Επειδή έπαιρναν πρωταθλήματα και δεν είχαν τόσες πολλές κρίσεις. Όταν πήγα στον Παναθηναϊκό είχε να πάρει πρωτάθλημα η ομάδα 7-8 χρόνια. Την τελευταία 25ετία η ομάδα είχε πάρει 2 πρωταθλήματα. Φαντάσου μια τόσο μεγάλη ομάδα που είναι χωρίς τους τίτλους τους οποίους θα μπορούσε να είχε πάρει, πώς να διαχειριστεί όλη αυτή τη μάζα του κόσμου».
«Δεν έφυγα με τον τρόπο που θα ήθελα από τον Παναθηναϊκό»
Εφυγες με πίκρα;
«Σίγουρα δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο θα ήθελα. Ετσι όπως ξεκίνησα στην ομάδα την καριέρα μου, σκεφτόμουν ότι θα ήθελα να κλείσω την καριέρα μου στον Παναθηναϊκό, αλλά έτσι είναι η ζωή. Είναι τέτοιες οι καταστάσεις που σε αναγκάζουν να φύγεις. Σίγουρα δεν ήταν ο τρόπος που θα ήθελα να φύγω.
Πρόσφερα, ήμουν μέσα στην ομάδα που έδωσε το ένα από τα δύο νταμπλ που έχει η ομάδα τα τελευταία χρόνια και ήμουν σημαντικό κομμάτι. Το να φεύγεις και να αδιαφορούν σίγουρα δεν αρέσει σε κανέναν».
«Εκοψα τον τρίτο χρόνο συμβολαίου στον Παναθηναϊκό και πήγα στην Λέτσε»
Περίμενες ότι θα φύγεις;
«Είχα άλλον έναν χρόνο συμβόλαιο, με την πολυμετοχικότητα έμεινα εκτός όμως. Ανανέωση δεν μπορούσε να γίνει, γιατί οι συνθήκες δεν ήταν κατάλληλες. Εκοψα αυτόν το χρόνο και έφυγα κι έτσι βρήκα τη Λέτσε και πήγα στη Serie A».
Η Λέτσε είναι το κατάλληλο μέρος για να ισορροπήσεις και ψυχολογικά;
«Τότε γεννήθηκε κι η κόρη μου, φύγαμε όλοι μαζί για το Λέτσε, ένα πάρα πολύ ωραίο μέρος. Οι άνθρωποι εκεί αγαπούν πολύ το ποδόσφαιρο κι οι Ιταλοί ως άνθρωποι είναι σαν εμάς κι η πόλη είναι πολύ ωραία. Φλωρεντία του Νότου την αποκαλούν. Πολύ ωραίο φαγητό, θεωρώ ότι το πρωτάθλημα αυτό μου ταίριαζε. Εκανα λάθος που έφυγα και πήγα στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ - άλλη ιστορία κι αυτή».
Θα πάμε και εκεί, γιατί η παρουσία σου στην Ιταλία δεν είναι και μικρό πράγμα.
«Επαιξα κόντρα στην Ίντερ του Μουρίνιο, τον Ιμπραΐμοβιτς, τον Φίγκο... την Ιντερ που πήρε το τρεμπλ».
Το 2-2 με τη Γιουβέντους και το γκολ στη Ρόμα του Τότι
Πώς είναι να βρίσκεσαι ανάμεσα σ' αυτά τα μεγαθήρια; Γιατί ύστερα από μια κακή περίοδο με τον Παναθηναϊκό κάνεις το δικό σου statement και λες «είμαι και πάλι εδώ».
«Πραγματικά, ναι. Το ιταλικό ποδόσφαιρο έχει αμυντική τακτική. Αν δεν ακολουθήσεις τις οδηγίες του προπονητή δεν μπορείς να είσαι σ' αυτές τις ομάδες. Δεν είναι τυχαίο το πόσοι Ιταλοί προπονητές είναι στις ιταλικές ομάδες. Σχεδόν όλοι. Δεν σου λέω ότι είναι οι καλύτεροι, αλλά έχουν τη σχολή τους και εξελίσσουν τη φιλοσοφία τους. Τότε, για να μπεις σε ομάδα στην Ιταλία έπρεπε να ήσουν πολύ πειθαρχημένος τακτικά. Η κάθε σου κίνηση έπρεπε να είναι στο σωστό χρόνο ώστε να βλέπει ο προπονητής ότι αυτό που θέλει λειτουργεί. Οπότε εκεί είχα άλλη δυσκολία, θυμάμαι ότι πέρασα μία διετία στην Αγγλία που αν τρέχεις επιβιώνεις, αλλά εκεί δεν έφτανε το να τρέχεις. Δεν θέλει να τρέχεις ανεξέλεγκτα αλλά το πώς τρέχεις και πού τρέχεις. Είναι μια διαφορετική σχολή που νομίζω ότι μου ταίριαζε».
Κάποιο ματς που σου είχε μείνει;
«Το ματς με τη Γιουβέντους όπου έκανα την ασίστ και ήρθαμε 2-2, τα ματς Ίντερ, Μίλαν... Είχα βάλει γκολ στη Ρόμα για το 2-2 μέσα στο Ολίμπικο και στο τέλος χάσαμε το ματς με πέναλτι του Τότι, άσχετα που δεν υπήρχε πέναλτι. Καταλήγουμε στο πόσο καλό κάνει το VAR...».
Μου είπες ότι σε έμαθε το πώς να τρέχεις η Ιταλία. Κάτι άλλο;
«Ναι, είναι η κατανομή των παικτών στην ομάδα, δεν υπάρχει το ανεξέλεγκτο, η τακτική παίζει μεγάλο ρόλο. Είναι όλοι μαζί στην άμυνα και κοιτάνε το πότε θα βγουν στην επίθεση. Κοιτάζουν το πώς θα εκμεταλλευτούν το λάθος του άλλου. Θεωρώ ότι αυτό μου αρέσει περισσότερο και θα μπορούσα να κάνω μεγαλύτερη καριέρα εκεί».
Η αποβολή που δεν κατάλαβε πώς ήρθε μέσα σε μία φάση
Γιατί έφυγες;
«Πρώτον γιατί η ομάδα υποβιβάστηκε, σ' ένα ματς που το θυμάμαι: Μπολόνια-Λέτσε. Ημασταν 0-1 μπροστά στο σκορ και σε μία φάση, χωρίς να το καταλάβω, παίρνω δύο κίτρινες. Με μια χειρονομία που έκανα ο διαιτητής θεώρησε ότι του είπα "άντε γαμήσου". Αυτό με το χέρι που κάνουμε στο στιλ "έλα μωρέ", εκείνος σε ένα φάουλ μου δίνει κίτρινη και στα καπάκια που ξανακάνω έτσι το χέρι, μού δείχνει και δεύτερη κίτρινη. Αυτό με σημάδεψε, γιατί κι η ομάδα δεν ήταν σε καλή κατάσταση για να σωθεί. Εγινα σημαντικός κρίκος της ομάδας και ήταν άδικο αυτό που συνέβη με την αποβολή μου. Όταν το έκαναν αυτό οι Τότι κι οι άλλοι δεν τους έβλεπαν καν. Αυτή είναι η στιγμή που θυμάμαι».
Ο Ολυμπιακός υπήρξε πάλι ως προοπτική για σένα; Κάτι είχε γραφτεί νομίζω.
«Τότε που ανανέωνα με τον Παναθηναϊκό, έγραφαν οι εφημερίδες χωρίς να υπάρχει κάτι. Δεν είχα όμως κάποια κρούση. Πάντα έγραφαν - και ειδικά όταν χαλούσε η ανανέωση».
«Μέσα στο παιχνίδι δεν τα πηγαίναμε καλά με τον Μάντζουκιτς. Εγώ ήμουν πειθαρχημένος»
Και έτσι μετά τη Λέτσε, έρχεται η Ντιναμό Ζάγκρεμπ.
«Είχε έρθει στην Αθήνα να με βρει ο Μάμιτς, για τον οποίο είχα ακούσει ότι αν θέλει κάτι αυτός το καταφέρνει. Εγώ δεν το σκεφτόμουν πολύ σοβαρά, είχα μείνει χωρίς ομάδα και δεν μπορούσα να περιμένω πολύ. Μου έφερε μια μεγάλη πρόταση, η ομάδα ήθελε από τότε να παίξει στο Champions League και είχε παικταράδες όπως ο Μάντζουκιτς».
Τι σου είπε για να σε πείσει;
«Ότι η ομάδα είναι σε πολύ καλή κατάσταση, αλλά ΟΚ το πρωτάθλημα δεν είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο. Βέβαια, σ' αυτό θέλω να πω ότι περίπου το 70% των παικτών των ομάδων είναι Κροάτες - κάτι που δεν γίνεται στην Ελλάδα. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά - μπορεί το πρωτάθλημα να μην είναι ανταγωνιστικό αλλά βγαίνουν παίκτες. Τότε που είχα πάει ήταν οι Κράμαριτς, Μάντζουκιτς, Κόβατς, Μπίστσαν... παίκτες που έπαιξαν σε Μουντιάλ, Euro».
Δικαιωμένος για την απόφασή σου πήρες και τίτλο...
«Ναι δεν ήταν και το level αυτό που ήθελα. Ήταν όμως μια μεγάλη ομάδα, ήταν φαβορί για το πρωτάθλημα, παίξαμε στα προκριματικά του Champions League, μετά περάσαμε στους ομίλους του Europa».
Από τον Μάντζουκιτς τι θυμάσαι;
«Αλάνι κανονικό, από τα "κακά" παιδιά ποδοσφαιρικά. Είχε αυτό το "εγώ είμαι εδώ!". Ήταν ένας παίκτης που μπορούσε να παίξει και στα άκρα, με πολλές δυνάμεις, πολλά φυσικά προσόντα και "κίλερ". Μαζί δεν τα πηγαίναμε καλά από την άποψη ότι εγώ ερχόμενος από την Ιταλία είχα μάθει να παίζω στη θέση μου. Εκείνος ήταν παντού. Για παράδειγμα, εγώ ξεκινούσα να παίζω πίσω από τον επιθετικό και εκείνος μπορεί να ήταν αριστερά, δεξιά... Και εγώ στην ουσία έμενα μόνος μου. Η' αμυντικά εγώ μπορεί να έτρεχα να πιέζω κι εκείνος να ήταν αριστερά».
Θυμάσαι κάποιο πείραγμα που είχατε; Κάτι ωραίο;
«Μέσα στο παιχνίδι υπήρχε αυτό το "που πας, δεν ξέρεις τη θέση σου"; Είχε και χαρακτήρα ισχυρό και ήξερε ότι θα πετύχει. Ήταν και το αστέρι. Φαινόταν τι εξέλιξη θα έχει».
«Η οικογένειά μου δεν περνούσε καλά στην Κροατία και φύγαμε για τη Θέλτα»
Εκεί γιατί έμεινες μόνο για έναν χρόνο;
«Η οικογένειά μου δεν περνούσε καλά, είχε πολύ κρύο. Είχα και τη μικρή μαζί και επειδή δεν ήμασταν καλά, φύγαμε και πήγα στη Θέλτα».
Από το κρύο στη ζέστη.
«Σ' ένα λιμάνι στον Ατλαντικό».
Δύσκολη απόφαση να πας σε ένα πρωτάθλημα β' κατηγορίας;
«Δεν είχα πολλές επιλογές τότε και πήρα το ρίσκο να πάω σε μια μεγάλη και γνωστή ομάδα, αλλά ήταν στη Β' Κατηγορία. Ηθελα να ανέβω και 'γω μαζί της. Ηταν ωραίο το πρότζεκτ. Η ομάδα είχε χρέη και χρειαζόταν έναν ξένο με όνομα. Με όποιο τεράστιο συμβόλαιο... Στην ομάδα τότε είχα τον Ιάγκο Ασπας που έχει παίξει εθνική Ισπανίας και Λίβερπουλ, είχε τον Μάγιο... Με ήθελαν γι' αυτό, ως όνομα, αλλά εγώ ήθελα να παίξω, να αποδείξω και να συνεχίσω την καριέρα μου. Ημουν 29 ετών μόλις. Στη Θέλτα ήθελαν να είμαι κομμάτι της ομάδας ασχέτως απόδοσης, χωρίς να τους νοιάζει εάν παίζω. Γι' αυτό και έμεινα λίγο παραπάνω από δύο χρόνια. Με ήθελαν πολύ ακόμη κι αν δεν έπαιζα. Εμένα αυτό δεν μου ταιριάζει. Θέλω να παίζω! Ετσι, εγώ αποφάσισα να φύγω και επέστρεψα στην Ελλάδα. Πανθρακικός, Ατρόμητος, ΠΑΟΚ, Αστέρας, Ατρόμητος και Παναιτωλικός».
«Αν δεν παίξω ως τον Οκτώβριο στον Πανθρακικό, θα φύγω μόνος μου και δεν θα μείνω για 40.000 ευρώ»
Γιατί Πανθρακικός, λοιπόν;
«Εντάξει, τη διετία που ήμουν στη Θέλτα τα νούμερά μου δεν ήταν καλά. Φαντάσου ότι πολλοί πίστευαν ότι τελείωσα το ποδόσφαιρο και ήμουν μόλις 30 χρονών. Τέλος πάντων, έκανα ατομικές προπονήσεις. Ο Πανθρακικός ανέβηκε με τον Σάββα Παντελίδη, με τον οποίο είχαμε παίξει αντίπαλοι σε ένα Προοδευτική-Ακράτητος. Με θυμόταν και μέσω του κουμπάρου μου, Λεωνίδα Παναγιωτάκου, ο οποίος ήταν κοινός γνωστός μας, έγινε η επαφή.
Εκείνος τον πήρε τηλέφωνο και του είπε: "Θες τον Δημήτρη Παπαδόπουλο;", με τον Παντελίδη να του λέει: "Πώς θα έρθει; Εμείς εδώ δεν έχουμε τόσα λεφτά" και εκείνος του εξήγησε ότι το μόνο που ήθελα τότε ήταν να παίξω. "Πες του να ανέβει", του είπε κι έτσι βρεθήκαμε. Μου εξήγησε ξανά ότι δεν υπάρχουν λεφτά και εγώ ήμουν ξεκάθαρος λέγοντάς του: "Κόουτς, εγώ ήρθα για να παίξω. Δεν θέλω ούτε λεφτά ούτε τίποτα".
Από τη διοίκηση μού είπαν: "Η πρόταση είναι 40.000 ευρώ, τα 10.000 μέχρι τα Χριστούγεννα και αν παίξεις θα πάρεις και τα άλλα 30.000 ευρώ". Εγώ τους είπα: "Αν δεν παίξω μέχρι τον Οκτώβριο θα φύγω μόνος μου, δεν θα κάτσω εδώ για να πάρω 40.000 ευρώ. Ό,τι είναι δώστε μου". Αυτό άρεσε πολύ και στον Σάββα, γιατί είδε ότι είχα κίνητρο. Ηθελε να δει ότι ήμουν ένας παίκτης που ακόμα είχα κίνητρο. Εκανα εργομετρικά - τα πρώτα δύο ματς τα είχα χάσει. Όταν ρώτησα τον Σάββα για το πώς ήταν τα αποτελέσματα των μετρήσεων μού είπε: "Είσαι πολύ καλά, είσαι καλύτερα απ' αυτούς που έχουμε" (γέλια).
"Μου λέει: "Παίζεις με τον Παναθηναϊκό. Ξεκινάς". Τότε ήμουν εγώ κι ο Βαϊρουά. Μας έβαλε μπροστά μαζί. Εγώ είχα να παίξω 90λεπτο έναν χρόνο τουλάχιστον σε επίσημο ματς. Το ματς πήγαινε όπως πήγαινε, αλλά ένιωθα καλά. Κουρασμένος αλλά... πήγαινα. Και βάζω τελικά το γκολ στο 83' και νικάμε στο ματς».
Και να μην πιστεύεις, άρχισες να πιστεύεις στα σημάδια;
«Επέστρεψα εκεί που με είχαν όλοι τελειωμένο. Και στον Ατρόμητο που ήταν να πάω δεν με ήθελαν γιατί με είχαν όλοι τελειωμένο και στο 6μηνο ήθελε να με πάρει. Τέλος πάντων, αυτή ήταν η επιστροφή μου με τον Σάββα, με ομάδα που όλοι θεωρούσαν ότι θα πέσει. Εβαλα 12-13 γκολ και σώθηκε η ομάδα. Τα Χριστούγεννα με ήθελαν κι άλλες ομάδες - όπως ο Ατρόμητος - αλλά εγώ ήμουν σαφής ότι θα μείνω εκεί ως το καλοκαίρι και μετά θα το έβλεπα».
«Ο Καραολάνης ντρεπόταν και ερχόταν να μου δώσει κρυφά λεφτά»
Φαντάζομαι ότι για τα λεφτά θα υπήρξε άλλη κουβέντα μετά.
«Αυτός που έβαζε τα λεφτά τότε ήταν ο συγχωρεμένος ο Καραολάνης. Από την ντροπή του ερχόταν και μου έδινε έξτρα λεφτά. "Ελα εδώ, πάρ'τα και μη το πεις πουθενά". Αυτά τα λεφτά τα έπαιρνα και κάναμε τραπέζια με την ομάδα. Δόξα τω Θεώ οικονομικά ήμουν και είμαι καλά, πέρασα από ομάδες που μου έδωσαν καλά συμβόλαια και δεν είχα θέματα. Πραγματικά το έβλεπα όλο αυτό ως κίνητρο για την επιστροφή μου. Mε την επιστροφή μου στην Ελλάδα ήθελα να τελειώσω την καριέρα μου όσο το δυνατόν καλύτερα και έκανα ένα δυνατό comeback. Βγήκα MVP του πρωταθλήματος, κάτι που νομίζω ότι δεν το έχει κάνει κάποιος άλλος, δηλαδή να παίζει σε ομάδα που παλεύει για την παραμονή και να βγαίνει κορυφαίος στη σεζόν συνολικά».
«Αν πήγαινα στο Μουντιάλ της Βραζιλίας, θα βοηθούσα, δεν θα μου έκαναν χάρη»
Μετά Ατρόμητος...
«Μετά πήγα στον Ατρόμητο του κ. Σπανού με τον οποίο έχω πολύ καλές σχέσεις μέχρι και σήμερα. Είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει το ποδόσφαιρο, έχει το μικρόβιο. Είναι εκεί γιατί αγαπάει και ξοδεύει λεφτά. Από παλιά με είχε καψούρα για να με πάρει στην ομάδα του και τότε ήταν καλό το timing. Και εκεί έδειξα πράγματα και διεκδίκησα να πάω στο Μουντιάλ με τον Φερνάντο Σάντος. Επαιξα δύο φιλικά και εκεί με γνώρισε ο Σάντος, είδε τι είμαι».
Σε ήθελε και στη Μπενφίκα.
«Ναι, απλά εκεί με έζησε. Τελικά όμως δεν πήγα στη Βραζιλία, δεν ήμουν στη λίστα».
Σου έμεινε αυτό;
«Ναι, όλοι θα ήθελαν κάτι τέτοιο. Θα ήταν το τέλειο να συνδυαστεί το comeback μου με την παρουσία μου στη Βραζιλία. Θα βοηθούσα κιόλας, δεν θα μου έκανε χάρη κάποιος. Οκ, για τους δικούς του λόγους πήρε νέα παιδιά όπως οι Σάμαρης, Μήτρογλου και παίκτες που είχε και θα ήταν δύσκολο να τους αφήσει εκτός. Δεν θα ήθελε έναν έξτρα επιθετικό και πήρε τελικά τον Σάμαρη, όπου το παιδί τα πήγε και πολύ καλά. Εβαλε γκολ με την Ακτή Ελεφαντοστού και εξελίχθηκε πολύ καλά».
Με τον Ατρόμητο έπαιξες και Ευρώπη.
«Ναι, παίξαμε με την Αλκμααρ. Χάσαμε 1-3 εδώ, όπου έβαλα εγώ το γκολ και πάμε στην Ολλανδία. Κόκκινη για την Αλκμααρ στο 2', έχασα εγώ το πέναλτι στο 20' και στο 53' έκανα το 0-1 και κάπου στο 60' έπιασε φωτιά το γήπεδο. Μείναμε μια επιπλέον μέρα, την επόμενη μέρα λίγο πριν την κλήρωση παίξαμε, κάναμε το 0-2 και είχαμε δοκάρια... Και τι δεν χάσαμε!».
«Η φιλοσοφία μου είναι να είμαι καλά προετοιμασμένος, να βγαίνω μπροστά ως leader για να συμπαρασύρω κι άλλους»
Στον Ατρόμητο ήσουν πρωταγωνιστής, στον Πανθρακικό MVP, στη Θέλτα ήσουν αυτός γύρω απ' αυτόν ήθελαν να χτίσουν κάτι σημαντικό. Πώς το διαχειρίζεσαι όλο αυτό;
«Σου είπα και πριν ότι από μικρός, από τις δυσκολίες της ζωής και από την αγάπη για το ποδόσφαιρο, ήμουν πάντα πολύ συγκεντρωμένος στο στόχο. Δεν μου άρεσε να χάνω. Ήθελα να κάνω τα πάντα για να κερδίζω. Πρώτος ήθελα να είμαι καλά εγώ, να είμαι σωστός στις προπονήσεις, να βελτιώνομαι, να είμαι εκεί και να ηγούμαι. Η φιλοσοφία μου ως άνθρωπος είναι να είμαι καλά και να είμαι leader, να με ακολουθούν. Για να είσαι ηγέτης πρέπει να είσαι σωστός σε όλα. Και δεν θα το απαιτήσεις, θα το κερδίσεις. Οκ, θα το απαιτήσεις αν δεις κάποιον που είναι τεμπέλης ή δεν ενδιαφέρεται ή δεν σκέφτεται την ομάδα. Προσπαθώ να παρασύρω μαζί μου όλους όσους έχουν έναν στόχο. Κάποιοι θα θέλουν να ακολουθήσουν. Με τον τρόπο μου... Κάποιες φορές μπορεί να μην ήταν και σωστό να το κάνω αυτό».
Τα... έχωνες δηλαδή;
«Ε, χρειάζεται κι αυτό. Θεωρώ ότι όλα χρειάζονται, αναλόγως και το άτομο που έχεις δίπλα σου. Η εμπειρία μου από μεγάλες, μεσαίες, μικρές ομάδες με βοηθάει και στη μετά καριέρα μου. Δηλαδή, τώρα ως τεχνικός διευθυντής, προσπαθώ με τον τρόπο μου να φέρω ανθρώπους που θέλουν να πετύχουν. Είτε είσαι σε μια ομοσπονδία είτε σε μια ομάδα, πάντα θα υπάρχουν προβλήματα, πάντα θα υπάρχει κάποιος που δεν ενδιαφέρεται πολύ και εσύ θα πρέπει να τον φέρεις. Πάντα ήμουν πολύ ανταγωνιστικός».
«Στον ΠΑΟΚ κατάλαβα ότι έρχεται το τέλος»
Και στον ΠΑΟΚ που πήγες νομίζω ότι είχες έναν ανάλογο ρόλο.
«Ναι, ήμουν εγώ, ο Σαλπιγγίδης... Με τον κύριο Αναστασιάδη κάναμε πρωταθλητισμό. Ημασταν πρώτοι να θυμίσω. Ο Βρύζας ήταν τεχνικός διευθυντής και στην ομάδα με ήθελε ο Αναστασιάδης και έτσι πήγα στον ΠΑΟΚ. Στόχος μου ήταν να επανέλθω, ήταν η συνέχεια μετά το πέρασμά μου από Πανθρακικό και Ατρόμητο. Ο ΠΑΟΚ είναι μια ομάδα από τη φύση της ποντιακής καταγωγής, μια ομάδα που με εκφράζει σαν ομάδα, σαν λαός. Μου άρεσε και νομίζω το χάρηκα πολύ. Μου έδωσε δύναμη και ευχαρίστηση και με τον τρόπο μου εκεί προσπάθησα. Από τον ΠΑΟΚ κατάλαβα ότι έρχεται το τέλος, στα 34-35 μου. Αντιλήφθηκα ότι έπρεπε να διαχειρίζομαι τις δυνάμεις μου».
«Με τον Σαββίδη είχαμε ξεχωριστό δέσιμο. Αγαπάει πολύ τον ΠΑΟΚ και τους Πόντιους»
Ο Σαββίδης τι άνθρωπος είναι;
«Πόντιος. Αγαπάει πολύ τον Πόντο, αγαπάει πάρα πολύ τον ΠΑΟΚ, έχει κάνει πάρα πολλά για την ομάδα, έχει αλλάξει την ιστορία της ομάδας. Αγαπάει πολύ τους Πόντιους και τον ΠΑΟΚ. Αυτό είναι κάτι που μου αρέσει και εκφράζει και εμένα. Εχουμε πολύ καλές σχέσεις, μπορεί να έχουμε καιρό να μιλήσουμε αλλά όσο ήμουν εκεί, με την καταγωγή μας, τα ρώσικα και ποντιακά μας, ανταλλάζαμε απόψεις... Ήταν οι ρίζες μας, είχαμε ξεχωριστό δέσιμο και πάντα όταν συναντιόμασταν ήμασταν πολύ δυνατοί. Χαίρομαι που είναι ένας άνθρωπος στον ΠΑΟΚ μ' αυτό το DNA».
Θυμάσαι να σου είπε κάτι ξεχωριστό για να σε κερδίσει;
«Θυμάμαι ότι ήταν πολύ απαιτητικός, η ομάδα ό,τι ήθελε το είχε. Να κρατήσω κάτι... Θα κρατήσω ότι μου είχε πει: "Ό,τι θες η πόρτα μου είναι ανοιχτή". Και ξέρω πως το εννοεί. Όπως αισθάνομαι εγώ, αισθάνεται κι αυτός».
«Αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του ο Αναστασιάδης και προσπαθούσε να βρει δύναμη μέσα από τη θρησκεία»
Αγγελος Αναστασιάδης; Μου έχουν πει ότι μιλάει για νοήματα πέρα από το ποδόσφαιρο.
«Ο Αγγελος Αναστασιάδης είχε ένα σοβαρό πρόβλημα με τη γυναίκα του, η οποία δυστυχώς συγχωρέθηκε. Αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του και προσπαθούσε να βρει δύναμη μέσω της θρησκείας. Κι εγώ πιστεύω, όπως κι όλοι μας πιστεύουμε στη θρησκεία μας. Η θρησκεία είναι αυτή που σε ηρεμεί και σου δίνει δύναμη. Απλά ο Αγγελος Αναστασιάδης από ένα σημείο και μετά, επειδή εξελίσσεται το ποδόσφαιρο κι οι εποχές, έδινε πολύ μεγάλη βάση στο πνευματικό κομμάτι της ομάδας και άφηνε λίγο στην άκρη το προπονητικό κομμάτι».
Από τον ΠΑΟΚ τι κρατάς;
«Γνώρισα ανθρώπους, φίλους και τον κύριο Σαββίδη. Αυτό είναι που κρατάω».
Aπό στιγμές;
«Το πρώτο μου γκολ με τη Ντιναμό Μινσκ, σε ματς Europa League. Σκόραρα το πρώτο μου γκολ στην Ευρώπη μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα και ένιωσα 20 χρονών παιδί. Το δήλωσα κιόλας».
Σκοράρεις στην Ευρώπη με τον ΠΑΟΚ. Εκείνη τη στιγμή, πώς νιώθεις; Εχουν γράψει για σένα ό,τι έχουν γράψει; Δεν σου βγαίνει κάτι ξεχωριστό;
«Είναι όπως τα λες. Ο ποδοσφαιριστής δίνει εξετάσεις κάθε εβδομάδα. Τη μία Κυριακή μπορεί να κάνεις χατ τρικ, την άλλη μπορεί να σκοράρεις και να χάσεις κι αυτή είναι η ομορφιά του ποδοσφαίρου. Το να σκοράρεις και να δίνεις νίκες, κάνοντας τον κόσμο χαρούμενο είναι ιδιαίτερο συναίσθημα. Γι' αυτό κι εκείνοι που δεν σκοράρουν είναι ιδιαίτεροι. Για να βάζεις γκολ δεν είναι μόνο η ποιότητα, πρέπει να έχεις και ψυχικά αποθέματα. Όταν σκοράρεις πρέπει να βάζεις τη ψυχή σου. Ακόμα και το εύκολο γκολ θέλει ψυχή. Εχουν χαθεί γκολ πάνω από τη γραμμή. Το γκολ δεν είναι εύκολο, θέλει να έχεις το ένστικτο, την πίστη... Συναντώ στις νέες γενιές αυτό το πράγμα, είναι πολλά πράγματα που γίνονται μηχανικά. Όλα αυτά που δημιουργείς, αν δεν μπει η μπάλα μέσα, είναι σαν να μην έγιναν. Εσύ κι ο τερματοφύλακας είστε στο επίκεντρο συνέχεια».
«Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι θα είμαι στον πάγκο. Ενιωσα ότι είμαι πρόβλημα»
Στον ΠΑΟΚ, λοιπόν, αντιλαμβάνεσαι ότι... έρχεται το τέλος, αλλά σου είναι δύσκολο να το αποδεχθείς;
«Ναι, είναι πολύ δύσκολο αυτό. Μετά τον ΠΑΟΚ, πηγαίνοντας στον Αστέρα, μετά στον Ατρόμητο πάλι και μετά στον Παναιτωλικό, η όρεξή μου κι ο χαρακτήρας μου κι η ανταγωνιστικότητά μου με έκαναν να μην μπορώ να δεχτώ ότι είμαι στον πάγκο. Γι' αυτό και άλλαζα ομάδες. "Αφού δεν είμαι εδώ καλά, δεν μπορώ να προσφέρω", αυτό ένιωθα. Ετσι είναι ο χαρακτήρας μου, θέλω να είμαι κάπου και να προσφέρω. Κι όταν βλέπεις ότι τον 20χρονο δεν μπορείς να τον φτάσεις, είναι πολύ σημαντικό να βρεις γρήγορα τι θες να κάνεις μετά, διότι μετά είσαι πρόβλημα. Κι οι προπονητές δεν επιλέγουν παίκτες μεγάλους σε ηλικία γιατί ξέρουν ότι αυτός θέλει να παίζει κι αν δεν παίζει θα υπάρχει δυσκολία».
Εσύ ένιωσες ότι ήσουν πρόβλημα;
«Ναι, ήμουν, γιατί εγώ δεν μπορούσα να προσφέρω».
Οι ομάδες που ήσουν όμως είναι σύλλογοι με οικονομική ηρεμία, που είναι στη Super League τόσα χρόνια. Δεν έκανες... ό,τι να 'ναι επιλογές.
«Όχι, είχα μετά και προτάσεις από τη Β΄ Εθνική αλλά δεν μπορούσα να το κάνω. Ηθελα να είμαι σε υγιείς ομάδες, με σωστές συνθήκες και να μπορώ να προσφέρω κιόλας».
Το οριστικό κλικ για το τέλος και το πρόγραμμα της UEFA που τον βοήθησε για την επόμενη ημέρα
Πού έγινε το οριστικό κλικ στον Παναιτωλικό και είπες «τέλος»;
«Το οριστικό κλικ έγινε γιατί εκείνη την εποχή είχε ξεκινήσει η UEFA να κάνει ένα course, το MIP (Μaster for Ιnternational Players) για ποδοσφαιριστές και τη διαχείριση ομάδων και ομοσπονδιών. Γνωρίζοντας από την εθνική ομάδα τον Θόδωρο Θεοδωρίδη που για όσους δεν το ξέρουν ήταν ένα πολύ σημαντικό στέλεχος για την πορεία μας στο Euro 2004, συμβουλευτικά συζήτησα μαζί του και αποφάσισα να ακολουθήσω αυτό το δρόμο, ουσιαστικά να "φοιτήσω" σ' αυτή τη σχολή προκειμένου να κάνω το επόμενο βήμα μετά την ολοκλήρωση της καριέρας μου. Από τον Παναιτωλικό είχα δει ότι ήθελαν να με κρατήσουν, αλλά άργησαν λίγο να μου κάνουν κάποια πρόταση. Δεν είχα και κάτι άλλο στα χέρια μου κι έτσι αποφάσισα να ξεκινήσω αυτό το πρόγραμμα. Ακολούθησε το UEFA B, A και Pro στην προπονητική».
Ανακοίνωση είχες βγάλει;
«Ναι, είχα πάει και στη Nova με την Λίλα Κουντουριώτη. Δεν ήταν προγραμματισμένο, αλλά με είχαν καλέσει στην εκπομπή και ήταν η εβδομάδα που είχα αποφασίσει ότι θα σταματήσω. Ετσι, πριν πάω στην εκπομπή είχα κάνει το ποστ και ενημέρωσα ότι θα ήταν καλό να μιλήσουμε και γι' αυτό. Δεν έγινε στα γήπεδα».
Τη στιγμή που έγραφες τα λόγια στο ποστ αυτό, τι ένιωσες;
«Προσπάθησα να βάλω σε τρεις εικόνες όλα όσα έζησα. Κατ' αρχάς η απόφαση ήταν δύσκολη αλλά με βοήθησε ότι είχα βρει γρήγορα το τι θέλω να κάνω. Είχα μπει στη διαδικασία ότι σταματάω και μπαίνω σε κάτι καινούργιο. Κι αυτό είναι καλό για όλους: Να βρουν τι θέλουν να κάνουν κι αν μπορούν να το υποστηρίξουν. Κι αυτό είναι καλό. Μ' άρεσε πάρα πολύ αυτό που έκανα, για δύο χρόνια αφοσιώθηκα σ' αυτό και έκανα μεταπτυχιακό, ώστε να εμπλουτίσω τις γνώσεις μου στη διοίκηση του ποδοσφαίρου».
«Ενας παίκτης με 20 χρόνια στην πλάτη του είναι ο ιδανικότερος άνθρωπος για να πει σε έναν πρόεδρο "αυτός εδώ είναι ο κατάλληλος για την ομάδα σου"»
Ησασταν μεγάλα ονόματα του ποδοσφαίρου σ' αυτό το πρόγραμμα.
«Μεντιέτα, Γκαρθία, Μάξγουελ, Τζορκάεφ με τον οποίο είμαστε και πολύ φίλοι - είναι Αρμένιος και έχουμε μια σύνδεση - μιλάμε για άτομα που είναι οικείοι. Εκεί, όλοι ξεκινήσαμε από το μηδέν, μπαίναμε σε μια διαδικασία συναγωνισμού. Ημασταν μια ομάδα, ανταλλάσσαμε απόψεις για το ποδόσφαιρο, για τη θέση του leader μέσα στο ποδόσφαιρο, για το καλό του παίκτη και της ομάδας προς όφελος του αθλήματος. Ενας leader πρέπει να ξέρει να αξιολογεί το παιχνίδι, τον παίκτη, τον προπονητή, τον γυμναστή, τον αναλυτή. Ενας παίκτης με 20 χρόνια πίσω του τα έχει ζήσει όλα αυτά, άρα ξέρει. Άρα είναι ο ιδανικότερος άνθρωπος για να πει σε έναν πρόεδρο "αυτός εδώ είναι ο κατάλληλος για την ομάδα σου". Το άλλο σημαντικό βέβαια είναι το οικονομικό θέμα, που σ' αυτή την διαδικασία μπαίνεις για να παντρέψεις το οικονομικό με το αγωνιστικό. Κι αν μπορέσω με τα οικονομικά δεδομένα που έχω να κάνω μεγαλύτερο το στόχο, τότε μιλάμε για επιτυχία».
«Ο κάθε πρόεδρος θέλει να κερδίζει η ομάδα του κάθε εβδομάδα, το θέμα είναι να τον πείσεις να σε εμπιστευτεί»
Πάνω σ' αυτά που είπες έχω δύο ερωτήσεις. Τι κέρδισες σ' αυτή τη διετία που συμμετείχες σ' αυτό το πρόγραμμα έχοντας στο πλευρό σου εξίσου τόσο μεγάλες προσωπικότητες; Και μπορεί στην Ελλάδα ένας πρόεδρος να εμπιστευτεί έναν άνθρωπο με γνώσεις και παιδεία όπως έχεις εσύ ή ο πρόεδρος γίνεται προπονητής, τεχνικός διευθυντής, φυσιοθεραπευτής, αναλυτής;
«Μη το πας μόνο στην Ελλάδα. Και στο εξωτερικό το 90% λειτουργεί έτσι: Με έναν πρόεδρο που βάζει τα λεφτά του και είναι δύσκολο να εμπιστευτείς κάποιον...».
Συγγνώμη, αλλά νομίζω ότι στην Ελλάδα αυτό είναι πιο έντονο.
«Μπορεί να είναι κάπως παραπάνω, αλλά αν πας προς τα έξω... Για παράδειγμα, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έχει τεχνικό διευθυντή; Εχει έναν CEO, ο οποίος δεν έχει ιδέα από μπάλα και είναι ένα θέμα προς συζήτηση. Πρέπει να βρουν τεχνικό διευθυντή και ακούγεται το όνομα του Μαλντίνι. Πάνω κάτω παντού υπάρχει αυτό: αυτός που βάζει τα λεφτά έχει πάντα έναν λόγο παραπάνω. Εμείς θέλουμε να είμαστε οι ενδιάμεσοι. Σκεφτόμαστε το ποδόσφαιρο και τα οικονομικά και το θέμα είναι το πώς θα τους πείσουμε. Αυτό απαιτεί κι ένα διάστημα, δεν γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη. Όλοι πάνε για το αποτέλεσμα αλλά χρειάζεται υπομονή. Ετσι, το ζήτημα είναι το πώς εσύ θα τους πείσεις. Κατ' αρχήν πρέπει να ξέρω τι θέλει ο κάθε πρόεδρος - πέρα από το ότι θέλει να κερδίζει κάθε εβδομάδα ή να μη χαλάει πολλά λεφτά. Θέλει το μίνιμουμ έξοδο. Αρα θα πρέπει κάποιος να τους εξηγήσει και να του αναλύσει το στόχο που πρέπει να έχει βάσει του μπάτζετ που έχει. Για παράδειγμα, ως Ατρόμητος ή Αστέρας δεν μπορείς να πας να συγκριθείς με τον ΠΑΟΚ ή την ΑΕΚ. Θα πρέπει να έχεις στόχο την 6η θέση. Άρα πας να κοντράρεις τον ΟΦΗ, την Λαμία, το Βόλο. Εκεί θα πρέπει να επικεντρωθούν κι όσοι θέλουν να ασχοληθούν μ' αυτό - βάζω και τον εαυτό μου μέσα - πρέπει να δουν το πώς θα πείσουν για να ακολουθηθεί αυτό το πλάνο».
«Στην Ομοσπονδία της Κύπρου είμαι υπεύθυνος για τους προπονητές»
Σήμερα είσαι στην Ομοσπονδία της Κύπρου. Θες να μας εξηγήσεις το ρόλο σου;
«Ενας τεχνικός διευθυντής σε μια Ομοσπονδία είναι υπεύθυνος και για τις σχολές και τις εθνικές ομάδες. Εγώ δεν είμαι στο κομμάτι των σχολών που δίνουν τα διπλώματα. Εκεί υπάρχει ένας άλλος άνθρωπος, ο κύριος Σάββας Κωνσταντίνου, ο οποίος είναι υπεύθυνος μαζί με τον κύριο Μάριο Κωνσταντίνου. Εγώ είμαι υπεύθυνος για την Εθνική Ελπίδων και κάτω, Κ19, Κ17, Κ15 και μετά έχουμε τις Γυναίκες Κ19 και Κ17 αλλά και το Futsal. Είμαι πιο πολύ στις μικρές ηλικίες. Η δουλειά μου είναι αρχικά να φτιάξω τα σταφ: προπονητή, βοηθό, γυμναστή και προπονητή τερματοφυλάκων. Πρέπει να οργανώσω αυτό το κομμάτι ώστε να έχει ο προπονητής ό,τι χρειάζεται. Από εκεί και μετά οι προπονητές είναι υπεύθυνοι για το σκάουτινγκ. Ενας προπονητής που έχει μια γενιά μπορεί να καλύψει και να δει κάθε Σαββατοκύριακο 3-4 ματς, να δει ο βοηθός δύο επιιπλέον παιχνίδια ακόμα κι ο προπονητής τερματοφυλάκων να δει για τερματοφύλακες. Άρα αυτό το κομμάτι καλύπτεται έτσι. Εγώ παρακολουθώ τη δουλειά των προπονητών. Εγώ έχω μια άποψη, όταν θα δω μια κλήση θα ψάξω το πόσο τον έχει δει αυτόν τον παίκτη. Υπάρχει μια πλατφόρμα που ο κάθε προπονητής καταγράφει τα report του. Αρα υπάρχουν δεδομένα για το τι καλύπτει ένας προπονητής και τι βλέπει. Οπότε εγώ παρακολουθώ αυτό ακριβώς το κομμάτι».
Η περηφάνια για τους γονείς του και η Αμαλία που ήταν εκεί όταν έκλεισαν τα φώτα
Σ' όλη αυτή τη διαδρομή που είχες ως προπονητής και τώρα ως τεχνικός διευθυντής είχες κι έναν άλλον ρόλο. Το ρόλο του πατέρα και του συζύγου. Πόσο σημαντική ήταν η βοήθειά τους σ' όλα αυτά βήματα που έχεις κάνει μέχρι σήμερα και συνεχίζεις να κάνεις;
«Να ξεκινήσω με τους γονείς μου, που μεγάλωσαν τέσσερα παιδιά με πάρα πολλές δυσκολίες. Μας άφηναν μόνα μας στο σπίτι για να πάνε στη δουλειά τους, είναι οι ήρωές μας, γιατί μέσα από πολλές δυσκολίες στη ζωή τους, κατάφεραν να είναι χαρούμενοι άνθρωποι και είναι ευχαριστημένοι μ' αυτά που έχουν. Κι εγώ είμαι ευχαριστημένος που είναι καλά και είμαι περήφανος γι' αυτούς.
Η σύζυγός μου είναι ένας σημαντικός άνθρωπος για εμένα, μου χάρισε τα δύο παιδιά μου. Την Παυλίνα και τον Αχιλλέα. Η γυναίκα μου με έχει βοηθήσει πάρα πολύ, γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο για έναν ποδοσφαιριστή να βρει μία σύντροφο που θα τον στηρίζει και θα τον καταλαβαίνει. Πάρα πολύ δύσκολο! Και ειδικά όταν σβήνουν τα φώτα, που όλοι σταματούν να ασχολούνται μαζί σου και εσύ ως σύζυγος αισθάνεσαι μέρους αυτού. Ξαφνικά κλείνουν τα φώτα και κλείνουν τα φώτα και για σένα και είναι πάρα πολύ δύσκολο και για τη σύζυγο να το διαχειριστεί. Για εμένα, κατάλληλος άνθρωπος ήταν και είναι η Αμαλία Κυπαρίσση που έχει περάσει και από ομάδες και από την πολιτική και από τα media. Ενας πολυταλαντούχος άνθρωπος, με πολλές γνώσεις και ταίριαξε μαζί μου, που είμαι το άλλο άκρο. Εγώ ήμουν ένας άνθρωπος της αλάνας επί της ουσίας, που έμαθα μόνο να παίζω ποδόσφαιρο και μ' αυτό πορεύομαι και είχα έναν συγκεκριμένο στόχο, ενώ εκείνη είναι πολυπολιτισμικό άτομο. Υπάρχει μια χημεία μεταξύ μας, ο ένας συμπληρώνει τον άλλον και μου έχει σταθεί πάρα πολύ και σε δύσκολες στιγμές. Είναι μια πολύ καλή σύζυγος και σύντροφος, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για εμένα».
Επαιξε ποτέ ρόλο σε απόφασή σου να πας ή όχι σε ομάδα;
«Όχι, οι ποδοσφαιρικές μου αποφάσεις - κι αυτό το λέει κι η ίδια - ήταν δικές μου».
Ξέρεις, πολλές φορές διαβάζουμε ότι χάλασε μια μεταγραφή γιατί «δεν ήθελε η σύζυγός του».
«Όχι και γ' αυτό σου λέω ότι ήταν πολύ σημαντικό το ότι με στήριζε και με ακολουθούσε. Αφησε την καριέρα της, μια μεγάλη καριέρα, σε σημαντικά πόστα και ήρθε μαζί μου. Κι αυτό μετράει! Ακόμη και τώρα, που είμαι σε μια άλλη φάση της ζωής μου με στηρίζει και είναι μαζί μου».
Φωτογράφιση: Βασίλης Τσίγκας
Αrt direction/Design: Χρήστος Ζωίδης
Φωτογραφίες αρχείου: InTime, Eurokinissi, Αρχείο Δημ. Παπαδόπουλου