«Μια ζωή σαν θρύλος»

Η πρωτοπόρος, για την εποχή της, Λόλα Νταϊφά, βγάζει από το συρτάρι της απίστευτες ιστορίες για τον Ολυμπιακό και όχι μόνο!

Λόλα Νταϊφά. Μία κυρία που έχει σημαδέψει το χώρο των ελληνικών media αλλά και του ποδοσφαίρου μας με τα πιο υπέροχα χρώματα που μπορεί να βρει κάποιος σε μια βεντάλια.

Παιδί από μια οικογένεια που διέφερε για την εποχή, με πατέρα κυνηγημένο στην εξορία. Πάντα αυτό την πονούσε. Που δεν μπορούσε - όσο κι αν η ίδια ήθελε - να φωνάζει το επίθετό της: «Ρούσσου».

Η κ. Νταϊφά, σύζυγος του Ίωνα Νταϊφά, ξαδέρφου του ιστορικού προέδρου του Ολυμπιακού Σταύρου Νταϊφά, μίλησε στο Gazzetta ξετυλίγοντας το κουβάρι της πολυτάραχης ζωής της.

Τα παιδικά της χρόνια που τις φέρνουν στο νου τις μελωδίες της Κάλλας και της Μελίνας Μερκούρη. Τότε που κυνηγούσε πεταλούδες στην Αγία Παρασκευή. Το κορίτσι που ήθελε να γίνει καπετάνισσα σε εμπορικά πλοία, τελικά κυριάρχησε στα media. Οι εκπομπές της στο ραδιόφωνο με τις επικές συνεντεύξεις των Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, Καλδάρα, της Μπέλλου, του Πλέσσα και όχι μόνο... Το ΠΑΣΟΚ που ήρθε σαν... τιμωρός, ο ΑΝΤ1 κι η σχολή δημοσίων σχέσεων που ίδρυσε και διηύθυνε.

Και φυσικά ο Ολυμπιακός. Ό,τι κορόιδευε όχι μόνο το λούστηκε, όπως λέει κι ο θυμόσοφος λαός μας, αλλά παθιάστηκε μ' αυτό. Δεν ήξερε από μπάλα αλλά έγινε η πρώτη γυναίκα Υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων του ελληνικού ποδοσφαίρου. Και κάπως έτσι ξεκλειδώνει, για λογαριασμό του Gazzetta, τρελές ιστορίες: Ο σαρωτικός Νταϊφάς, ο φοβισμένος Κοσκωτάς που δυνάμωνε την τηλεόραση για να κάνει παράσιτα, ο Σαλιαρέλης που δεν είχε τα ρουμπίνια που έλεγε ότι είχε. Το σίριαλ της μεταγραφής του Αναστόπουλου με τη ράβδο χρυσού, τις ζάντες αυτοκινήτου και το διαμέρισμα για την αδερφή του. Η γονατιά από έναν πρόεδρο του ΟΦΗ κι ο Παναθηναϊκός που είχε τη στήριξη του Κίμωνα Κουλούρη.

Η Λόλα Νταϊφά ήταν χειμαρρώδης κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Απολαυστική, ευγενική. Μας διέκοπτε για να μας ρωτήσει αν θέλουμε κάτι να φάμε ή να πιούμε. Μία κυρία μιας άλλης εποχής. Ιστορίες από το ελληνικό και πολιτικό τοπίο μιας άλλης Ελλάδας. Ενός άλλου ποδοσφαίρου. Τότε που στα μάτριξ του σταδίου «Καραϊσκάκης» έβαζαν φωτογραφίες με παιδάκια για να τραβούν την προσοχή των φιλάθλων και να μην υπάρχουν σκηνικά βίας.

«Η μητέρα μου ήταν συμμαθήτρια της Κάλλας και της Μελίνας Μερκούρη. Ο πατέρας μου σκαστός από την εξορία»

Να ξεκινήσουμε από την παιδική σας ηλικία. Πώς τη θυμάστε;

«Τρελοκομείο». Μία οικογένεια περίεργη. Γιατί ο παππούς μου ήταν χρηματοδότης του Μεταξά και ο πατέρας μου - ο οποίος ήταν από τα πολύ μορφωμένα παιδιά της εποχής του- είχε σπουδάσει στη Γαλλία. Πόσοι σπούδαζαν στη Γαλλία τότε; Εν τω μεταξύ ήταν και με τον ΕΛΑΣ. Μεταξύ τους δεν τσακώνονταν ποτέ. Δεν είχα ακούσει ποτέ καυγά μεταξύ τους.

Όμως εάν η μοίρα η κακή τα έφερνε να βρεθούν στον ίδιο χώρο, νόμιζες ρε παιδί μου ότι πετάγονται σπαθιά στον αέρα. Δεν μπορούσες να σταθείς. Έλεγες κάτι κακό γίνεται εδώ μέσα. Και ήμουν μικρό. Δεν είχα αδέρφια. Στην Αγία Παρασκευή μεγάλωσα σ' ένα πολύ ωραίο νεοκλασικό σπίτι.

Γενικά εάν θέλουμε να σταθούμε στις μνήμες από τα παιδικά σας χρόνια, τι θα μπορούσατε να μας πείτε;

Γενικότερα δεν είναι καλές. Είναι καλές αν σκεφτείς «α, τι ωραία στην Αγία Παρασκευή που μάζευα λουλούδια και κυνηγούσα πεταλούδες», αλλά φανταστείτε ότι ήρθε μία φορά στο σπίτι ο πατέρας μου και δεν τον γνώρισα γιατί ήταν ντυμένος μανάβης. Λεγόταν «καπετάν - Λεωνίδας». Με φώναξε κι εγώ έφυγα. Ήταν πολύ στενοχωρημένος με αποτέλεσμα να το λέει μετά μέχρι να πεθάνει. Τότε ήμουν πολύ μικρή. Ήταν δύσκολες οι εποχές λόγω του εμφυλίου πολέμου.

Με τη μητέρα σας πώς ήταν η σχέση σας;

Είχαμε πολύ καλή σχέση. Πολύ καλή η μαμά μου. Άλλο «ανέκδοτο». Πολύ ευαίσθητη γυναίκα, έπαιζε πιάνο. Ήταν αυτό που λέμε «κορίτσι με γαλλικά και πιάνο». Ήταν συμμαθήτρια της Κάλλας. Είχα γνωρίσει την Κάλλας και τη Μελίνα Μερκούρη. Με την Κάλλας ήταν στο Ωδείο και με τη Μερκούρη στο Αρσάκειο. Και του πατέρα μου η οικογένεια, έτσι ήταν. Ο πατέρας μου πούλησε και τα σπίτια που είχε για το κόμμα. Είχαν ιδανικά οι άνθρωποι. Όχι "φτιάξε το πανό εσύ και εγώ να το κρατάω".

Πώς σας επηρέασε η παιδική σας ηλικία;

Στο να δουλεύω πολύ. Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια. Και φοιτήτρια στη νομική και φιλοσοφική. Μου έλεγαν «εάν θες μπορείς να γίνεις ιατροδικαστής». Εγώ δεν μπορούσα να δω αίμα. Δεν έγινα. Στην αρχή είχα πάει σε ναυτιλιακή. Δούλευα από πολύ μικρή. Φανταστείτε ότι από πολύ μικρή διάβαζα παιδάκια. Ήμουν στην 8η Γυμνασίου και τους έκανα αγγλικά και άλλα διάφορα μαθήματα.

Θέλατε να γίνετε καπετάνιος. Γιατί αυτό;

Είχα μεγάλη τρέλα να φύγω. Ήθελα να φύγω. Καμία σχέση η οικογένειά μου με αυτά. Ηθελα να γίνω καπετάνισσα σε φορτηγό. Να φεύγω μακριά.

Αυτό συνδέεται με τον πατέρα σας, λόγω του ότι σας πλήγωνε που δεν τον ζήσατε;

Ναι, ναι με τον πατέρα συνδέεται. Ενώ μου άρεσε ο τόπος μου, ήθελα να τον θυμάμαι όπως ήθελα εγώ. Με το τις πεταλούδες, τα λουλούδια, με τη βόλτα χεράκι - χεράκι με τον πατέρα μου.

«Στη Χούντα, είχα παράπονο ότι δεν μπορούσα να διαμαρτυρηθώ»

Υπήρχε βέβαια και η εποχή της Χούντας. Πώς τη βιώσατε εσείς;

Εμένα και η Χούντα και η φούντα μου φταίγανε. Δεν ήμουν και πριν ευχαριστημένη. Και με τη Χούντα ήμουν δυσαρεστημένη. Είχα λόγους να δουλεύω. Είχα το παράπονο ότι δεν μπορούσα να διαμαρτυρηθώ και να πάω σε συλλαλητήρια επειδή δούλευα.

Ήσασταν επαναστάτρια από μικρή;

Ναι, είναι σίγουρο. Ήμουν επαναστάτρια από μικρή. Δεν είναι να πληρώνεις το πανό ή να το πληρώνουν άλλοι και το κρατάς εσύ.

Η απογοήτευση της Κάλλας που δεν έπαιζα πιάνο και το «γιατί» της Μερκούρη που δεν είχε παιδιά

Αναφέρατε πριν τη Μελίνα Μερκούρη. Πώς ήταν;

Ήταν μία γυναίκα με προσωπικότητα, με δύναμη, αλλά θυμάμαι ότι είχε πει στη μαμά μου: «Πω, πω έχεις τόσο μεγάλη κόρη και εγώ τι έχω;». Το θυμάμαι σαν κουβέντα το «και εγώ τι έχω;». Θυμήθηκε ίσως τα χρόνια που κάπως αλλιώς ήθελε να ζήσει.

Η Κάλλας;

Η Κάλλας ήταν στο στιλ «μαθαίνεις μουσική»; Της λέω «όχι». Τόση απογοήτευση (εννοεί από τη μεριά της Κάλλας)... «Είσαι καλή μαθήτρια;». «Ναι είμαι». «Και με τι τελειώνεις;». «Με 10 στο δημοτικό». Και γυρίζει στη μαμά μου - έπαιζε πολύ ωραίο πιάνο η μαμά μου - για να την ρωτήσει γιατί δεν ασχολούμαι εγώ με τη μουσική. Η μαμά μου της απάντησε «Γιατί δεν θέλει. Εάν μπορέσεις να την πείσεις, πείσε την». Αλλά δεν με έπεισε ούτε η Κάλλας (γέλια). Εμείς την είδαμε που τραγουδούσε, όχι κοσμικά.

«Στο Παρίσι γνώρισα τον Σαρτζετάκη. Πολύ γρουσούζης άνθρωπος»

Το πρώτο σας ταξίδι στο εξωτερικό που ήταν;

Το πρώτο ταξίδι ήταν στη Γαλλία. Τότε κάνανε κάποια συλλαλητήρια. Φωνάζανε «γκεσταπό» και εγώ άκουγα «εσκαργκό», που θα πει σαλιγκάρι. Και λέω τι στο καλό φωνάζουνε για τα σαλιγκάρια; Είχα πάει για σεμινάριο. Στη Γαλλία είχα γνωρίσει τον Σαρτζετάκη. Τρώγαμε στο ίδιο εστιατόριο. Εστιατοριάκι που τρώνε οι φοιτητές. Ο μαγαζάτορας πολύ με είχε συμπαθήσει και την τελευταία ημέρα του είπα θα φύγω και τότε μου λέει «θα φύγεις; Ε τότε θα δεις». Μου φέρνει ένα πολύ ωραίο και ακριβό κρασί. Και του λέω «δεν πίνω». Με κοιτάζει και μου λέει: «Πόσο άρρωστη είσαι και δεν σου φαινόταν;». Νόμιζε ότι είμαι του θανατά. (γέλια)

Ο Σαρτζετάκης πώς ήταν;

Φαινόταν ένας πολύ κλειστός άνθρωπος. Δεν μιλούσε. Άκουγε ότι μιλούσα ελληνικά ή έβλεπε ότι είχα ένα ελληνικό βιβλίο μαζί μου. Είσαι βρε άνθρωπε σ' έναν ξένο τόπο, ε, πες ένα «γεια σου». Τι θα πάθεις; Τίποτα. Δεν ασχολήθηκε καθόλου. Ούτε και εγώ ασχολήθηκα: ήταν τόσο άσχημος. (γέλια)

«Σαν τον Χατζηδάκι κανένας. Πιο άνδρας απ' όλους»

Η τηλεόραση πώς μπήκε στη ζωή σας;

Πρώτα ήμουν στο ραδιόφωνο. Έκανα πολύ καλές εκπομπές στην ΕΡΤ. Μου άρεσε το ραδιόφωνο πολύ. Έχω γράψει κι ένα βιβλίο «Συνθέτες και Δημιουργοί του ελληνικού τραγουδιού» και είχα πάρει συνέντευξη απ' όλους. 39 στον αριθμό. Τον Θεοδωράκη, τον Χατζηνάσιο, τον Χατζηδάκι, τον Πλέσσα, τη Μπέλλου, τον Καλδάρα και τον Αντωνίου που έγινε μετά Ακαδημαϊκός και εδώ δεν τον ήταν τόσο γνωστός. Τη Νινή Ζαχά. Με την Ζαχά μιλούσαμε για τα τραγούδια της, για τη ζωή της, για την καριέρα της στο εξωτερικό. Είχε κάνει μεγάλες επιτυχίες, αλλά ήταν περίεργος χαρακτήρας.

Ο Χατζηδάκις ως προσωπικότητα πώς ήταν;

Σαν τον Χατζηδάκι κανένας. Πιο άνδρας απ' όλους τους άνδρες. Χτυπούσε γροθιά και είχε δύναμη. Ανώτερος άνθρωπος. Και όταν εκδόθηκε το βιβλίο, ο γιος του ήθελε να σταματήσει την κυκλοφορία. Απ' ό,τι κατάλαβα, ο λόγος ήταν γιατί ήταν τελευταίο στη σειρά το όνομα του, Χατζηδάκις. Του λέω: «Κοιτάξτε, είναι ένα βιβλίο με αλφαβητική σειρά και με τι φόντα εγώ θα αξιολογούσα πρώτα αυτόν και μετά τον άλλον; Με τι φόντα; Και εάν βγάζαμε ένα λεξικό με συνθέτες Ελληνες και ξένους πρώτα θα γραφόταν το όνομα της Μπέλλου και μετά τον Μπετόβεν. Πώς το βλέπετε αυτό;». Και μετά αφού διάβασε ότι έγραφα ύμνους - γιατί αυτό αισθανόμουν - κυκλοφόρησε το βιβλίο.

Ο Πλέσσας;

Ο Πλέσσας ας πούμε... Είχα πάει στο σπίτι του Πλέσσα και με είχε ρωτήσει ο άνθρωπος: «Πόση ώρα θα είμαστε μαζί;». Ε, για να μην μου αρνηθεί τη συνέντευξη του είπα «ένα 20λεπτο». Εγώ, όμως, πήγα και αυτός ήταν πολύ καλός, ένας ποταμός, γιατί μιλάει ωραία ο Πλέσσας. Ε, κάποια στιγμή φαίνεται βαρέθηκε και ήθελε να με διώξει. Και είχε ένα πίνακα στον τοίχο. Με τον που τον είδα είπε: «Α, τι ωραίος πίνακας αυτός; Είναι του Γαΐτη;».

Μου λέει «ναι, αλλά δεν θα μιλήσουμε για πίνακες τώρα». Δηλαδή, σαν να μου λέει: «Αμάν φύγε». (γέλια)

Συνεχίστηκαν οι εκπομπές μου στο ραδιόφωνο επειδή αγαπήθηκαν από τον κόσμο. Ήταν πραγματικά πολύ καλές και είχαν μεγάλη ακροαματικότητα. Μετά έκανα και πολλές ζωντανές εκπομπές με αφιερώματα. Τότε είχαμε τα γράμματα που παίρναμε, γιατί βεβαίως δεν υπήρχε το κινητό τηλέφωνο.

Επαιρναν στο σταθερό του σταθμού και έλεγαν: «Α, ήταν ωραία η εκπομπή σήμερα» ή «Δεν ήταν, γιατί δεν έβαλες τον Πουλόπουλο». Άλλοι έλεγαν: «Γιατί δεν έβαλες τον Μαυρουδή;». Ο καθένας ήθελε τα δικά του. Ήταν ένα ειδικό κοινό που παρακολουθούσε τις εκπομπές μου. Δεν είχα βαριά λαϊκά. Ας πούμε δεν έβαζα Ζαμπέτα. Είχα τον Χριστόδουλο Χάλαρη, που ήταν πολύ καλός.

«Η Μπέλλου ήξερε το ανέκδοτο που έλεγαν για τον προστάτη»

Και ο Καλδάρας ως άκουσμα ήταν κάτι διαφορετικό.

Ναι, ο Καλδάρας ήταν κάτι το διαφορετικό, είχε το δικό του στιλ και το δικό του μεγάλο κοινό. Η Μπέλλου, όμως, που δεν μιλούσε σε κανέναν και δεν έδινε συνεντεύξεις, ήταν πάρα πολύ καλή μαζί μου. Είχα πάει τότε να την συναντήσω μ' ένα μικρό μαγνητοφωνάκι, το οποίο αντιμετώπιζε σαν να ήταν ένας «μικρός κατάσκοπος» ανάμεσά μας. Είχα πάει πιο νωρίς στο «Χάραμα» (σ.σ. εκεί που τραγουδούσε η Μπέλλου) για να δω το κλίμα, τι γίνεται και πώς είναι. Είχα πάει σε μια γωνιά, ήταν και σκοτεινά και δεν με έβλεπε κανείς. Βγαίνει στην πίστα λοιπόν η Σωτηρία και λέει: «Ε, τσογλάνια να είστε πολύ σοβαροί. Σε λίγο θα έρθει η Νταϊφά από το ραδιόφωνο. Μην αρχίσετε τις σαχλαμάρες». Και μάλιστα δεν είπε «σαχλαμάρες», αλλά άλλη λέξη. Τέλος πάντων. Οπότε μετά από λίγο της λέω «κυρία Μπέλλου εδώ είμαι». Μου απαντάει: «Α, καθίστε».

Επιβλητική παρουσία η Μπέλλου;

Όχι επιβλητική. Ήταν στακάτη!

Ψαρωτική δηλαδή;

Ναι, ήταν λίγο ψαρωτική. Κάποια στιγμή όμως... ξεφύγαμε. Μου είπε ότι το χωριό της το λένε Χάλια. Τη ρώτησα «γιατί το λέγανε Χάλια;». «Γιατί ήταν χάλια», μου λέει, «το πιο άσχημο χωριό στην Εύβοια» (γέλια). Μετά μου είπε ότι έβγαινε να τραγουδήσει πάντα με φούστα, πουκάμισο, πουλόβερ και εντελώς άβαφτη. Την υποχρέωσε μία φορά ο μαγαζάτορας να βάλει φουστάνι και κραγιόν. Μου διηγήθηκε, λοιπόν, ότι ο κόσμος δεν την ήθελε έτσι και της πετούσαν πετσέτες από τα τραπέζια για να την αποδοκιμάσουν. «Και μην νομίζεις ότι το ανέκδοτο που λένε δεν το ξέρω».

Το ανέκδοτο ήταν ως εξής: «Η Μπέλλου είναι άρρωστη: τι έχει; Έχει προστάτη». Η ίδια μού είπε: «Και αυτό το ξέρω». Πάντα με το κασετοφωνάκι να γράφει φτάσαμε στην ιστορία με τις εικόνες.

Δηλαδή;

Είχαν πει ότι είχε πάρει πολύ παλιές εικόνες. Όταν λοιπόν της είπα «εσείς κ. Μπέλλου είστε και πολύ θρησκευόμενο άτομο και έχετε και εικόνες» μου απάντησε: «Ναι ναι πολύ θρησκευόμενο, μυρμήγκι να δω θα πάω από δίπλα να μην το πατήσω» και της λέω «έχετε και ωραίες εικόνες». «Σσσσσς, ας τα αφήσουμε αυτά» μου απαντάει (γέλια). Νόμιζε εκείνη την ώρα ότι την ακούει ο κόσμος. Δηλαδή τρελάθηκε. Βγήκε από τα λογικά της. Αυτό ήταν το ραδιόφωνο, το ήθελα πάρα πολύ. Μετά πήγα στον ΑΝΤ1 και συνέχισα στον Ολυμπιακό.

«Εφυγα από την ΕΡΤ γιατί νόμιζαν ότι μέσω της εκπομπής μου θα διαφημίζω τη δουλειά μου στον ΑΝΤ 1. Σαχλαμάρες...»

Ποιος ήταν ο λόγος της αποχώρησή σας από το ραδιόφωνο;

Ο λόγος ήταν ότι ανέλαβα τις δημόσιες σχέσεις του ΑΝΤ1. Όπως είχα και στον Ολυμπιακό. Δεν τους άρεσε ότι ήμουν στον ΑΝΤ1. Νόμιζαν ότι θα διαφήμιζα το κανάλι μέσα από την εκπομπή μου - άκου τώρα μυαλά - από την εκπομπή μου. Άκου! Σαχλαμάρες. Υπάρχει και εδώ μία ιστορία:

Ήταν ένας βλαξ, ο οποίος είχε κάτι θερμοκήπια και τον έβαλαν διευθυντή στο ραδιόφωνο! Και όταν εγώ πια ήμουν στον ΑΝΤ1 με παίρνει τηλέφωνο αλλά δεν ήξερε το απευθείας νούμερό μου. Πήρε στο κέντρο, τον έδωσαν στο γραφείο μου και μετά η τρίτη σύνδεση ήμουν εγώ. «Α, κυρία Νταϊφά έχετε γίνει πολύ σπουδαία», μου είπε.

«Όχι», του λέω, «όπως ήμουν είμαι. Δεν έχω τίποτε περισσότερο». Μου λέει «θέλω τη βοήθειά σας». Του λέω «τι ακριβώς θέλετε;». Μου ζητάει, λοιπόν, «Να δώσει μία συνέντευξη στον ΑΝΤ1». Του λέω «πριν δώσετε συνέντευξη στον ΑΝΤ1 να σας πω κάτι -γιατί σας το χρωστάω -, επειδή με διώξατε και δεν μου είπατε ούτε το λόγο ούτε ένα γεια. Εγώ είχα μάθει ότι θα διώξουν αυτόν.

Του λέω λοιπόν: «Θυμάμαι μεν τη συμπεριφορά σας αλλά τελικά δεν με βλάψατε όπως βλέπετε, αλλά έχω να σας πω κάτι που θα σας στενοχωρήσει. Εγώ είμαι ντόμπρα και θα σας το πω: Όπου να' ναι θα σας διώξουν. Το έχω σίγουρο».

«Ποιος το λέει αυτό;». Λέω «εντάξει σε 2-3 μέρες θα μου πείτε εάν έχω άδικο». Πράγματι τον έδιωξαν. Μετά μου είπαν βέβαια και στον ΑΝΤ1 να κάνω εκπομπή.

«Ίδρυσα και διηύθυνα τη σχολή Δημοσίων Σχέσεων του ΑΝΤ1»

Εσείς ήσασταν που ουσιαστικά δημιουργήσατε και τη Σχολή Δημοσίων Σχέσεων του ΑΝΤ1.

Ναι, τη Σχολή δημοσίων Σχέσεων την ίδρυσα και τη διηύθυνα. Δούλευα για τον ΑΝΤ1 Κύπρου, Αυστραλίας και Αμερικής. Μία εποχή έφευγα το πρωί με τη Cyprus Airways και γύριζα με την Ολυμπιακή από την Κύπρο. Tην επόμενη μέρα στο γραφείο. Την άλλη στην Κύπρο. Αυτό κράτησε μέχρι να στηθεί η Κύπρος.

Η πρώτη γυναίκα με θέση στις Δημόσιες Σχέσεις στο Ποδόσφαιρο!

Ήσασταν και η πρώτη γυναίκα με τέτοια θέση για Δημόσιες Σχέσεις στο ποδόσφαιρο.

Είχα αυτήν την τύχη, ναι. Ήμουν η πρώτη γυναίκα που ποδοσφαιρικά ασχολήθηκε με αυτή τη θέση. Και η πρώτη γυναίκα που ασχολήθηκε με τις δημόσιες σχέσεις στην ιδιωτική τηλεόραση. Ναι! Και το MEGA μετά έκανε δημόσιες σχέσεις. Πρώτα, όμως, ήταν ο ΑΝΤ1.

«Ενα κλείσιμο του ματιού από τον Μίνωα Κυριακού αρκούσε. Σε παρουσίαση προγράμματος του ΑΝΤ1 είχαμε 4.500 κόσμο στο Γκολφ»

Επειδή μιλάμε για τον ΑΝΤ1 πώς εισπράττατε την εμπιστοσύνη του Μίνωα Κυριακού;

Την εμπιστοσύνη; Κάθε μέρα. Κάθε μέρα την ανανέωνα. Δεν πήγαινα εκ του ασφαλούς. Κάθε μέρα ήταν μία άλλη αρχή. Μία καινούρια αρχή, δεν είχα τίποτα δεδομένο. Έτσι ήταν ο Κυριακού και μου έφτανε ένα κλείσιμο ματιού όταν κάτι πήγαινε καλά. Μου έκλεινε το μάτι στο στιλ «εντάξει, τα έκανες καλά και σήμερα». Αλλά δεν είχα κάτι δεδομένο. Έκανα μία παρουσίαση τότε... Παρουσίαση προγράμματος και είχαμε 4.500 κόσμο. Το φαντάζεστε; Στο Γκολφ της Βουλιαγμένης 4.500 κόσμο. Γεμάτο. Είχαμε φέρει τη Βίκυ Λέανδρος και τραγούδησε. Ήρθε όμως αμέσως γιατί είχε γίνει πια μεγάλος ο ΑΝΤ1.

Ο ΑΝΤ1 ήταν και ένα κανάλι που σε σχέση με άλλα δεχόταν και λιγότερη κριτική για τα δελτία του.

Ακούστε κάτι ωραίο που μου είχε πει ο Κίτσος Τεγόπουλος, που ήθελε να πάω στο MEGA. Ο Τεγόπουλος είχε την Ελευθεροτυπία και ήταν μέσα στους πέντε πιο ισχυρούς εκδότες. Είχε έρθει στο σπίτι μου και μου είχε πει: «Ξέρεις τι μου κάνει εντύπωση και το συζητάμε στα συμβούλια;». «Τι κ. Τεγόπουλε;», τον ρωτάω. «Εμείς είμαστε 5 εκδότες και η εφημερίδα μας δεν γράφει για το MEGA αλλά γράφουν για τον ΑΝΤ1. Τι διάολο κάνεις και τους έχεις και γράφουν για σένα;». Όχι για μένα. Για το κανάλι. Εγώ έμπαινα στη θέση του δημοσιογράφου, αυτό ήταν το μυστικό μου. Ήξερα πώς θα εξυπηρετώ τις ανάγκες των δημοσιογράφων.

Τότε στέλναμε φωτογραφίες. Το εβδομαδιαίο πρόγραμμα το έκανα σαν βιβλίο. Στέλναμε την εβδομάδα 2.500 φωτογραφίες από τις σειρές, τις ταινίες και από τις εκπομπές. Και σ' όλο το φάσμα των εφημερίδων και των περιοδικών. Εγώ τότε έκανα διάφορα. Όταν ήταν ας πούμε η γιορτή των ερωτευμένων δεν έβαζα στο εξώφυλλο καρδούλες και αηδίες. Έβαζα ας πούμε το φιλί του Ροντέν. Έβαζα τέτοια πράγματα. Έβαζα κάτι που θα σηματοδοτούσε την ημέρα εκείνη, αλλά όχι εξευτελισμένα. Όχι έτσι... «πάρε μία καρδιά, βάλε ένα τόξο».

«Το επίθετό μου ήταν Ρούσσου, αλλά δεν έπρεπε να το λέω λόγω του επαναστάτη πατέρα μου»

Με τον κ. Ίωνα, τον άνδρα σας, πώς ήρθε η γνωριμία σας; Το περάσαμε αυτό.

Το επίθετο το δικό μου τότε ήταν επίθετο που έπρεπε να το κρύβω. Να μην το λέω. Λόγω του πατέρα μου. Που εγώ δεν ντρεπόμουν για τον πατέρα μου. Δεν ντρεπόμουν καθόλου. Ίσα ίσα, μέσα μου ήμουν πολύ περήφανη που ο πατέρας μου δεν ήταν συμβιβασμένος, αλλά επαναστάτης και παράλληλα πολύ μορφωμένος.

Είχε σπουδάσει στη Γαλλία, που τότε δεν σπούδαζε κανείς. Δεν ήταν ένας τυχάρπαστος που μπήκε σε έναν χώρο για να υπάρξει απλά. Ίσα ίσα έδωσε στον χώρο πολλά. Ο παππούς μου ήταν από πολύ καλή και πλούσια οικογένεια.

Η οικογένεια του πατέρα μου είχε καταγωγή από τη Ρωσία, από την Οδησσό. Στη συνέχεια η οικογένειά μου πήγε στη Σαντορίνη, στη συνέχεια έμαθα γιατί βρήκα το οικογενειακό μας δέντρο.

Με τον Ίωνα πώς γνωρίστηκα λοιπόν...

Τον Ίωνα τον γνώρισα, λοιπόν, στη διαφημιστική εταιρία που εργαζόμουν ως φοιτήτρια κι εκείνος ήταν σκηνοθέτης.

Αργότερα, πήγα στο σπίτι του που γνώρισα τη μητέρα του. Είχα δει ένα πιάτο με τους Βασιλιάδες που είχαν στο σπίτι του. Παρατήρησα αυτό το πιάτο, ρώτησα τη μητέρα του τι πιάτο ήταν αυτό! Ήμουν και οργισμένο άτομο. Το κεφάλι του Βασιλιά ήθελα στο πιάτο. Και μου λέει η πεθερά μου: «Μου το έφερε μία παρακόρη, με κάτι χόρτα».

Όταν παντρεύτηκα με το γιο της, της το ζήτησα το πιάτο και μου είπε: «Έλα πάρ'το». Και από εκεί άρχισε η συλλογή μου. Από αυτό το πιάτο. Ο άνδρας μου ήταν ένας άνθρωπος που δεν μου έκλεισε ποτέ καμία πόρτα. Ποτέ! Δεν μου έκλεισε τον δρόμο. Να πάω στον Ολυμπιακό; Να πας. Στο ραδιόφωνο; Στο ραδιόφωνο. Εκείνος με έμπασε στο ραδιόφωνο γιατί εγώ δεν ήξερα. Είχε αυτός μία εκπομπή τότε, που λεγόταν «τα λόγια της οθόνης», γιατί ήταν σκηνοθέτης. Και αντί να πηγαίνει αυτός να την εκφωνεί, την έγραφε και την εκφωνούσα εγώ. Εγώ, όμως, έβαζα και τα δικά μου μέσα. Την έφερνα και λίγο πιο στα μέτρα μου. Και από τον σταθμό - που δεν πληρωνόμουν βέβαια - μου πρότειναν να κάνω μία εκπομπή.

Απάντησα: «Μία; Δύο, τρεις... πέντε. Όσες θέλετε». Και έκανα διάφορες εκπομπές. Μου άρεσε όμως το ραδιόφωνο. Από το ραδιόφωνο εγώ δεν θα έφευγα. Αυτοί με «φύγανε».

«Άσε το ραδιόφωνο, πιάνεις δουλειά στον Ολυμπιακό»

Κεφάλαιο Ολυμπιακός. Πώς μπαίνει στη ζωή σας;

Πριν τον ΑΝΤ1 ήταν ο Ολυμπιακός. Ναι το 1979. Η ιδέα ήταν του Σταύρου (Νταϊφά), καθόλου δική μου. Μόλις πήρε τον Ολυμπιακό, με πήρε τηλέφωνο και μου λέει «έλα, πιάνεις δουλειά». Και του λέω «εγώ είμαι στο ραδιόφωνο». «Άστα αυτά τώρα, πιάνεις δουλειά στον Ολυμπιακό». Και του λέω: «Ξέρεις, πρέπει να πάω το παιδί μου εξοχή». Η απάντησή του ήταν: «Ε, πήγαινέ το κι αυτό 5 μέρες και μετά έλα». Πέντε μέρες.

«Ο Νταϊφάς άργησε στο γάμο του γιατί έβλεπε τον Ολυμπιακό που είχε πάει στα πέναλτι»

Ο Σταύρος Νταϊφάς τι άνθρωπος ήταν;

Ο Σταύρος ήταν παθιασμένος με τον Ολυμπιακό. Ήταν «άρρωστος» Ολυμπιακός. Δεν έγινε δηλαδή επειδή είχε λεφτά και πήρε την ομάδα. Και μάλιστα έλεγε - εγώ εκείνη την περίοδο δεν τον ήξερα - ότι όταν παντρεύτηκε, αντί να καθυστερήσει η νύφη, καθυστέρησε αυτός γιατί η ομάδα έπαιζε Κύπελλο και είχε πάει στα πέναλτι. Και περίμενε τα πέναλτι! Ε, πήγε πιο αργά στο γάμο (γέλια).

Πόση ώρα άργησε;

Μισή ώρα; Ξέρω εγώ.... Και η νύφη η κακομοίρα φοβόταν ότι δεν θα πάει στο γάμο τους. Τελικά πήγε.

«Ο σύζυγός μου έγινε Ολυμπιακός λόγω της δικής μου φανατίλας»

Ο σύζυγός σας είχε σχέση με το ποδόσφαιρο;

Ο σύζυγός μου με το ποδόσφαιρο; Οχι πολλά. Ήταν Ολυμπιακός. Δηλαδή έγινε. Δεν ήταν. Με τη φανατίλα τη δική μου, έγινε.

Εσείς ήσασταν από πριν Ολυμπιακός;

Όχι δεν ήμουν τίποτα. Καμία σχέση. Και μάλιστα στις εκπομπές μου, κορόοϊδευα τότε αυτά που έλεγαν οι αθλητικές εφημερίδες. Μου το φύλαγε όμως ο Νικολαΐδης για τα σχόλια που έκανα: «Δεν ήταν Θεός, ήταν ημίθεος» (τίτλος σε πρωτοσέλιδο του Φωτός). Και του έλεγα του Νικολαϊδη: «Θόδωρε, δεν ήταν Θεός ήταν ημίθεος» και μου απαντούσε: «Τι καταλαβαίνεις εσύ από αυτά...».

Είχατε πει εσείς η ίδια ότι όλα αυτά που κοροϊδεύατε τα «λουστήκατε».

Ναι, μετά τα «λούστηκα». Τα «λούστηκα» εντελώς.

«Ο Πρωθυπουργός της Πορτογαλίας πήγε να μου φέρει καφέ. Όταν νικούσε η Μπενφίκα πετούσε τα παπούτσια του στον αέρα»

Και φυσικά περάσατε σ' άλλη κατάσταση με την ενασχόλησή σας με τον Ολυμπιακό.

Όταν είχαμε πάει στην Πορτογαλία με τη Μπενφίκα, θυμάμαι ότι ήταν η χειρότερή μου μέρα. Όταν έχασε ο Ολυμπιακός εκεί. Ήταν τότε ο Σοάρες Πρωθυπουργός της χώρας και είχε έρθει κι αυτός. Του είπαν ότι υπάρχει και μια γυναίκα στην αντίπαλη αποστολή, μία κυρία. Με είδε. Μου έκανε χειροφίλημα, μου έστειλε λουλούδια όταν είχαμε πάει στον «Τάφο του Ινδού», γιατί έτσι ήταν το γήπεδο της Μπενφίκα. Πήγε να μου φέρει και καφέ. Εγώ δεν έπινα καφέ. Τέλος πάντων, ήταν μέσα στην περιποίηση και στις αγάπες. Όταν όμως κέρδιζε η Μπενφίκα που πήγαν αυτές οι αγάπες; Από τη χαρά του πετούσε τα παπούτσια του στον αέρα. Πώς δεν με πήρε κανένα παπούτσι στο κεφάλι! Μετά έφυγε και ούτε με χαιρέτησε. Τίποτα. Τρελαμένος κι αυτός και το θυμάμαι πολύ καλά, γιατί είχαμε περάσει πολύ άσχημα τότε όπως κι οι ποδοσφαιριστές μας.

«Με τον Γκόρσκι θα είχαμε περάσει την Μπενφίκα»

 Ήταν μία ήττα που «πόνεσε» αγωνιστικά.

Ναι, «πόνεσε», γιατί έκανε λάθη κι ο Σταύρος. Είχε πάει με το στιλ «θα τους πατήσουμε, θα τους κάνουμε και θα τους δείξουμε». Είχαμε τότε έναν προπονητή... Όχι τον Γκόρσκι! Εάν ήταν ο Γκόρσκι δεν θα ήταν έτσι τα πράγματα, θα περνούσαμε.

Ήταν μεγάλη του αγάπη ο Γκόρσκι.

Ο Γκόρσκι ναι, όλων ήταν. Ρε παιδί μου ήταν άνθρωπος που σου μιλούσε στα ίσα και δεν έλεγε σαχλαμάρες. Δεν παρασυρόταν. Δεν του έλεγε ψέματα του Σταύρου.

Δεν του έβαζε υποψίες στο κεφάλι στο στιλ: «Α, μπορεί αυτός να τα έχει πάρει», όπως του είχαν πει για έναν παίκτη, με αποτέλεσμα να γινόταν ο κακός χαμός από τον Σταύρο και να ζητούσε να αλλάξει ο τερματοφύλακας με αποτέλεσμα να φάμε δύο γκολ. Ο Γκόρσκι δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Ήταν πολύ σοβαρός και πολύ θετικός. Εξαιρετικός. Εκείνο το βράδυ στη Λισαβόνα είχε φέρει ο Σταύρος τον Παναγούλια από την Αμερική, τον Πετρόπουλο και τον Παπαποστόλου από την Εθνική.

«Κοσμοπολίτης και κοινωνικός ο Παναγούλιας»

Και ο Παναγούλιας ήταν αδυναμία του.

Ναι, ήταν κι ο Παναγούλιας. Και δική μου. Ε, ήταν άλλη ιστορία. Ας πούμε ότι ο Γκόρσκι και ο Παναγούλιας δεν ταίριαζαν. Άλλος χαρακτήρας ο ένας και διαφορετικός χαρακτήρας ο άλλος. Ο Παναγούλιας ήταν πιο κοσμοπολίτης και πιο κοινωνικός. Ο Γκόρσκι ήταν εκεί, στο καθήκον. Όχι ότι δεν ήξερε να φερθεί. Δεν τόσο εκρηκτικός όσο ο Αλέφαντος ας πούμε. Ήταν αλλιώς. Μαθημένος σ' ένα σοβιετικό καθεστώς, αλλά ήταν εξαιρετικός.

«Όλοι οι εφοπλιστές, τότε που έβαζαν τα λεφτά τους, έγιναν "τρελοί" με τον Ολυμπιακό»

Έπαιζε ρόλο σ' αυτήν την ομάδα των ανθρώπων, που ήταν τότε στον Ολυμπιακό και έβαζαν χρήματα, πως ο κ. Νταϊφάς ήταν τόσο ευθύς;

Ναι, ναι. Εγιναν όλοι παθιασμένοι. Εγιναν όλοι «τρελοί» με τον Ολυμπιακό. Θυμάμαι τον Λουκά Χατζηϊωάννου τον πατέρα, ο οποίος ρωτούσε: «Τι θα κάμνομεν σήμερα; Θα κάμνομεν τίποτα καλό ή να φύγω;». Ξέρετε με την κυπριακή προφορά. Και όλοι οι άλλοι εφοπλιστές. Ο Νομικός, ο Χανδρής, ο Μένης - Αριστομένης - Καραγιώργης, ο Γουρδομιχάλης. Μεγάλα ονόματα.

Ο Καραγιώργης έπαθε και μεγάλη ζημιά με τον Ολυμπιακό, γιατί έδωσε ένα καράβι του προκειμένου να πάνε οι φίλαθλοι να δουν την ομάδα και μόνο που δεν του το βουλιάξανε. Είχαν πάει στην Ιταλία. Εσπασαν χερούλια, πόμολα και πιάτα από την κουζίνα...

«Ναι, ο Βαρδινογιάννης πήρε τον Παναθηναϊκό γιατί έχασε το στοίχημα από τον Νταϊφά»

Πώς το εισπράξατε στην οικογένεια όταν ο κ. Νταϊφάς είπε ότι παίρνει τον Ολυμπιακό;

Δεν το ήξερα, το είχα διαβάσει στις εφημερίδες. Δεν ρώτησα κανέναν και δεν μου το είπε. Αλλά ήταν Ολυμπιακός και είχε την τρέλα. Ήταν και η πρώτη φορά που οι ΠΑΕ έγιναν Ανώνυμες Εταιρίες. Βεβαίως αγοράστηκε ο Παναθηναϊκός από τον Βαρδινογιάννη λόγω Νταϊφά.

Ισχύει πως ήταν φίλοι και πως ο Νταϊφάς είπε στον Βαρδινογιάννη να πάρει τον Παναθηναϊκό σε μια παρτίδα τάβλι;

Επαιζαν τάβλι, αυτό το ξέρω. Εμαθα ότι ο Σταύρος είπε στον Βαρδινογιάννη: «Εγώ θα πάρω τον Ολυμπιακό». Δεν υπήρχε περίπτωση να πάρει άλλη ομάδα. «Εσύ Παναθηναϊκός δεν είσαι;», τον ρώτησε... «Είσαι», του λέει. Αλλά εντάξει, το είχαν βάλει στοίχημα και έγινε η συμφωνία. Δηλαδή, ότι αν ο Βαρδινογιάννης έχανε στο τάβλι θα αγόρασε τον Παναθηναϊκό - όπως και έγινε. Αν έχανε ο Σταύρος δεν υπήρχε αυτή η περίπτωση.

Οι σχέσεις τους μετά άλλαξαν πάρα πολύ;

Δεν μιλιόντουσαν. Εχθροί. Και όταν έφυγαν από το ποδόσφαιρο έπιασαν το νήμα από εκεί που το είχαν αφήσει. Επαιζαν και πάλι τάβλι μαζί.

Το πανό «Μπάρμπα Στάθη εσύ τα φασολάκια σου, με αφορμή τη μεταγραφή του «Μπουμπλή»

Έγινε κάτι συγκεκριμένο μεταξύ τους;

Όχι. Λόγω των ομάδων. Και λόγω της υπόθεσης «Ρότσα / Μπουμπλή», που τότε είχε γίνει «κόλαση». Τότε, ήταν Υπουργός Αθλητισμού ένας Στάθης. Ο Στάθης καθόταν απέναντι από το σπίτι μου. Εγώ δεν τον ήξερα φατσικώς. Με αφορμή την υπόθεση Μπουμπλή σκέφτηκα να κάνει η Θύρα 7 ένα πανό το οποίο έγραφε:

«Μπάρμπα Στάθη εσύ τα φασολάκια σου και άσε τις ομάδες». Γιατί τότε ήταν ο Μπάρμπα Στάθης με τα κατεψυγμένα λαχανικά. Τότε, αυτός (σ.σ. ο Στάθης), είχε συναινέσει ότι δεν είναι «Ρότσα» το επίθετό του αλλά 'Μπουμπλής'. Δηλαδή, τότε ο Στάθης είχε συναινέσει για την ελληνοποίησή του. Εγώ δεν ήξερα ότι καθόταν απέναντί μας. Πού να το ξέρω! Ούτε και το πρόσωπό του ήξερα. Και μία μέρα με βλέπει στον δρόμο και μου λέει: «Με ξέρετε;». Του λέω «όχι, αλλά και γιατί να σας ξέρω». Μου απάντησε: «Ε, πώς δεν με ξέρετε; Να πάρω φασολάκια και να καθαρίζω;». Του απάντησα: «Είστε ο Μπουμπλής;». «Όχι, δεν είμαι ο Μπουμπλής», μου λέει. Δεν του άρεσε καθόλου το «είστε ο Μπουμπλής».

«Τρελάθηκε ο Βεσελίνοβιτς όταν του ζήτησα την 11άδα»

Όταν αναλάβατε στον Ολυμπιακό τι θέλατε να αλλάξετε;

Να οργανώσω τα πράγματα όσο καλύτερα μπορούσα. Πήρα μια ατζέντα και έγραψα το πρώτο τηλέφωνο. Τις πρώτες μέρες υπήρχε δυσκολία. Ήταν στην Κουντουριώτου τα γραφεία τότε. Ήμουν άσχετη, δεν ήξερα. Και μία μέρα με τον Βεσελίνοβιτς προπονητή συνέβη το εξής: Εγώ μέσα στην αγωνία μου να κάνω τη δουλειά μου καλά, παίρνω τηλέφωνο τον Βεσελίνοβιτς και του λέω: «Κόουτς, πείτε μου την 11άδα».

Μου λέει «τι τη θέλετε; Ποιος σας είπε να μου τη ζητήσετε;». Λέω «εγώ».

«Σας είπε ο κ. Σταύρος να δώσω την 11άδα;». «Όχι, εγώ τη ζητάω για να τη δώσω στους δημοσιογράφους». «Πού θα τη δώσετε;» 

Τρελάθηκε ο άνθρωπος γιατί τότε είχαν την 11άδα επτασφράγιστο μυστικό. Εγώ δεν είχα ιδέα και νόμιζα ότι για να κάνω καλά τη δουλειά μου έπρεπε να δώσω τις συνθέσεις. Και μετά μου εξήγησαν ότι δεν μιλάμε γι' αυτά.

Εσείς ήσασταν και στο γήπεδο για να μοιράσετε και τις 11άδες;

Όχι. Τις 11άδες στους δημοσιογράφους της έδινε ο διευθυντής της ομάδας. Εγώ όμως ήμουν στα γήπεδα. Είχα κάνει πολλά. Είχαμε ένα μάτριξ, έναν πίνακα.

«Με τα Ολυμπιακάκια που δείχναμε στα μάτριξ του Καραϊσκάκης, σταματήσαμε το ξύλο και τη βία»

Θυμάμαι σ' ένα ματς κάναμε μια προσπάθεια για την καταπολέμηση της βίας - πρωτοβουλία για τον οποία με έχουν τιμήσει και βραβεύσει ουκ ολίγες φορές. 

Τότε, είχα ζητήσει απ' όσους είχαν παιδί να το ντύσουν Ολυμπιακάκι και να μου φέρουν τις φωτογραφίες. Στο ημίχρονο προβάλλαμε τις φωτογραφίες στα μάτριξ. Ο κόσμος - πάντα την παράσταση την κλέβουν τα παιδιά - χάζευε τα παιδιά με τα κασκολάκια τους, που έπαιρναν διάφορες πόζες. Ετσι γλιτώσαμε τα πλακώματα και το ξύλο. Θεωρήθηκε πρωτοποριακό για εκείνη τη στιγμή. Και άλλα πράγματα κάναμε. Και με τη Θύρα 7, δεν το κουβεντιάζω...

Η ιστορία με το κόκκινο τρένο στη Θεσσαλονίκη 

Ήσασταν πρωτοπόρος και για θέματα Συνδέσμων όσον αφορά στη σύστασή τους.

Ναι, βέβαια. Εάν δείτε πόσες πλακέτες έχω από Συνδέσμους αυτή τη στιγμή...

Πείτε μας για την ιστορία με το τρένο που είχατε βάψει κόκκινο;

Το είχα βάψει εγώ (γέλια). Παίζαμε τότε με τον ΠΑΟΚ στις Σέρρες και μας είχαν πει να μην πάμε. Βέβαια, δεν μας ενημέρωσε κανείς επίσημα. Επρεπε να μην πάμε με αυτοκίνητα γιατί θα μας περίμεναν ΠΑΟΚτσήδες στα Τέμπη για να μας πλακώσουν στο ξύλο και δεν θα μας άφηναν να περάσουμε.

Δεν πήγαινα σχεδόν ποτέ στα εκτός έδρας στην Ελλάδα. Την ομάδα δεν θα άφηναν να περάσει. Την ομάδα και τους οπαδούς. Για την ομάδα εξασφαλίστηκε ότι θα πάει μία χαρά με το αεροπλάνο. Οι οπαδοί όμως ούτε για αστείο δεν θα μπορούσαν να περάσουν. Και είχαμε κάνει αυτό το τρένο. Είχα ντουντούκα. Ιστορίες μεγάλες. Και έφυγε τότε το κόκκινο τρένο.

Μία φορά στο γήπεδο είχε χτυπήσει παίκτης αντίπαλης ομάδας. Με τη Λάρισα νομίζω παίζαμε. Απαγόρευαν αυστηρά να μιλήσεις στη διάρκεια του παιχνιδιού και είναι λογικό. Εγώ όμως μίλησα τότε παραβαίνοντας όλους τους κανόνες και μου είπαν «μπράβο». Είπα: «Φίλαθλοι των δύο ομάδων ο παίκτης τάδε είναι καλά στην υγεία του και συνεχίζουμε όλοι όπως αρχίσαμε. Όλοι γεροί». Και είχε γράψει τότε ο Γαβαλάς, ο Νικήτας: «Αυτές είναι δημόσιες σχέσεις». Ναι, υπήρχε τότε αποδοχή. Ο κόσμος τα ήθελε αυτά.

Είχατε και έναν άνθρωπο που σας άφηνε να κάνετε αυτά που θέλατε.

Βεβαίως. Τότε ερχόταν ο κόσμος και «βαφτίζαμε» τα παιδιά τους «Ολυμπιακούς». Θυμάμαι πως επί των ημερών μας «βαφτίσαμε» πολλά παιδιά. Για να γίνει Ολυμπιακάκι το παιδάκι, του έδινα έναν κόκκινο σταυρό και ένα κασκολάκι και ήταν έτσι ήταν «βαφτισμένο». 

«Ο πρόεδρος του ΟΦΗ, με τους μαυρισμένους κύκλους στα μάτια, που μου έριξε γονατιά»

Μια φορά στο Ηράκλειο, την πρώτη που είχα πάει μαζί με την αποστολή ήταν πρόεδρος ο Κοσκωτάς. Εγώ είχα νοικιάσει ένα δωμάτιο στον τρίτο όροφο και ένα δωμάτιο στο ισόγειο που έβλεπε σε στενό. Είχα πάρει μαζί μου δύο μεγάλες κούτες με καπελάκια και με κασκόλ. Όλοι οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού στην Κρήτη είχαν έρθει στο παραθυράκι εκείνο και εγώ με ημίκλειστα τα παντζούρια τους έδινα ένα καπελάκι και ένα κασκόλ. Όταν μπήκαμε στο γήπεδο του ΟΦΗ, ήταν κάτι ασύλληπτο. Όλο το γήπεδο ήταν ερυθρόλευκο! Τότε, ήταν πρόεδρος ένας με μαύρους κύκλους στα μάτια.

Δήθεν με πήρε για να με διαφυλάξει, όπως μου είχε πει, γιατί πετούσαν από πάνω τσιμεντότουβλα (για την υποδοχή). Με πήρε έτσι δήθεν να με φυλάξει από τη μέση - τα αποδυτήρια τότε ήταν χαμηλά κάτω - και την ώρα που κατέβαινα φαίνεται πως κάτι φώναξε η εξέδρα και μου δίνει μία γονατιά στη μέση και έπεσα κάτω. Πόνεσα. Τρελάθηκα στον πόνο αλλά δεν έκλαψα με τον παλιάνθρωπο. Μην νομίζει ότι πόνεσα κιόλας.

Τόσο πολύ δηλαδή.

Ναι, και μετά ήρθαν και μου έβγαλαν ακτίνες και έμεινα περισσότερο στην Κρήτη. Αργότερα έγινε δικαστήριο. Εγώ δεν πήγα, πήγαν φίλαθλοι. Και πλήρωσε η διοίκηση του ΟΦΗ κάτι λεφτά για την ιστορία αυτήν.

Καταλάβατε γιατί τελικά το έκανε αυτό;

Γιατί κάτι του φωνάξανε από την εξέδρα. Και καλά «την προστατεύεις». Και για να πουλήσει αντριλίκι αυτός μου έδωσε τη γονατιά. Και νόμιζε δεν θα το δει κανείς. Όταν έπεσα κάτω ήταν κι οι δημοσιογράφοι που το είδαν. Δηλαδή, δεν ήταν μια ιστορία που την διηγήθηκα ή επινόησα εγώ. Και του είχα πει εγώ: «Μην πείτε τώρα πως αυτές τις μαυρίλες κάτω από τα μάτια σας τις έκανα εγώ, δικές σας είναι». (γέλια) 

Εγώ δεν πήγαινα στα εκτός έδρας. Εκεί πήγα επειδή ο Κοσκωτάς έλεγε πως έπρεπε να κερδίσουμε οπωσδήποτε και πήγα για τους φιλάθλους μας. Είχε γράψει τότε ο Μανώλης Ρασούλης: «Πώς να σε υποδεχθούμε κυρά μας, με γλυκά ή με ασπίδες;».

Το σίριαλ με τον Αναστόπουλο, οι ζάντες για το αμάξι του πατέρα του, το διαμέρισμα για την αδερφή του, η... ζαλάδα και η ράβδος χρυσού

Υπάρχει και η ιστορία με τις ράβδους χρυσού.

Ναι! Τότε, ήταν να πάρουν τον Αναστόπουλο. Και είχε γίνει πια «κόλαση» με αυτόν τον Αναστόπουλο. Ήταν όλοι οι εφοπλιστές οι οποίοι τηρούσαν το λόγο τους. Τους έλεγε ο Αναστόπουλος: «Θέλω τόσα λεφτά». Εκείνοι κοιτάζονταν μεταξύ τους και έλεγαν «εντάξει, ΟΚ, υπόγραψε». 

«Α, όχι δεν υπογράφω. Αύριο θα έρθω πάλι», απαντούσε. Αυτό συνεχιζόταν... Και κάθε φορά έλεγε «αύριο». 

«Γιατί ρε παιδάκι μου δεν υπογράφεις;». Ερχοταν την επόμενη μέρα πάλι κοτζάμ εφοπλιστές. Άφηναν τις δουλειές τους και τα καράβια τους. Ζητούσαν συγγνώμη εάν δεν μπορούσαν να έρθουν. Κοτζάμ Χανδρής και ζητούσε «συγγνώμη» που είχε δουλειά. «Καιγόταν» και δεν μπορούσε να έρθει. Ερχόταν ο Αναστόπουλος. «Πού είχαμε μείνει; Τόσα θέλω γιατί έχω και τον μπαμπά μου», έλεγε. 

«Πόσα θες ρε παιδάκι μου;». Έλεγε αυτός μία τρέλα. Κοιτάζονταν μεταξύ τους. «Ρε παιδί μου, είσαι στα συγκαλά σου; Τόσα λεφτά θέλεις; Δεν τα βγάζουμε εμείς με τις δουλειές μας, τα καράβια μας», του έλεγαν. Σκασίλα του αυτός. Ήξερε ότι τον θέλουμε. Τελικά, του είπαν «ναι και τέλος, να δώσουμε τα χέρια». Εκείνος όμως ήθελε κι άλλα γι' αυτό και έλεγε: «Εντάξει θα τα δώσουμε». 

«Άντε να υπογράψεις». Απαντούσε, ωστόσο: «Όχι, αύριο». Μόνος του ερχόταν. Μετά έλεγε: «Εχω την αδελφούλα μου που δεν έχει σπίτι και πως ο πατέρας μου δεν έχει ζάντες στο αυτοκίνητο. Πώς θα πηγαίνει!». Συζήτηση για ζάντες, για αυτοκίνητα.... Δεν μπορείς να φανταστείς.

«Η αδερφή μου κάθεται σε ένα υπόγειο και δεν μπορεί να νοικιάσει σπίτι. Να νοικιάσει; Τι να νοικιάσει; Μικρή κοπέλα είναι. Να αγοράσει σπίτι», μας έλεγε. 

Εν τω μεταξύ, κάτω από τα γραφεία μαζευόταν κόσμος. Να φωνάζουν «Νίκος, Νίκος! Πάρε μας τον Νίκο!». Μετά έρχεται ο Αναστόπουλος και μου λέει «ζαλίζομαι». 

«Τι θέλεις; Ένα καφέ;», τον ρώτησα. «Ζαλίζομαι δεν είμαι καλά», μου απάντησε. Πάω μέσα τους λέω: «Ζαλίζεται θα φύγει». Ο Καραγιώργης είπε: «Ε, όχι δεν θα φύγει. Έλα ρε παιδί μου να υπογράψεις». Λέει: «Αύριο, στο λόγο μου». Την επόμενη μέρα έρχεται πάλι.

Μου λέει ο Καραγιώργης πριν έρθει: «Βρε Λόλα - ήταν ευγενέστατος - Λόλα μου σε παρακαλώ φέρε αυτό το πακετάκι από εκεί». Το πακετάκι, ε, υπολογίζεις ότι είναι κάτι ελαφρύ. Πάω να σηκώσω το πακετάκι και μένει το χέρι μου εκεί. Δεν μπορούσα να το σηκώσω. Ήταν μέσα σε μία παλιοεφημερίδα, γαλλική. Την είχαν φέρει από την Ελβετία. Μου λέει: «Δεν μπορείς να το σηκώσεις; Δεν έχεις δύναμη;». Του απάντησα πως δεν μπορούσα. Μου λέει: «Δεν πειράζει άνοιξέ το». Και το ανοίγω. Καταύγαζε ο χρυσός! Νόμιζες ότι ρε παιδί μου ότι ζεις σε παραμύθι. Ήταν σαν μια πλάκα σαπούνι, αλλά μεγάλο. Βαρύ! Και ήταν κατάχρυσο! Τρελάθηκα. Πού να το σηκώσω; Και ήταν για να πληρώσουν τον Αναστόπουλο. Εφεραν ράβδους χρυσού! Πήγαινε πολύ η μεταγραφή. Θυμάμαι του έλεγε η γυναίκα του, του Σταύρου: «Καλά δεν μπορείς να πάρεις τον Αναστόπουλο;». Επαιρναν τηλέφωνο οι οπαδοί και στο σπίτι και τους έβριζαν! Έπαιρνε ένας και μου έλεγε: 

«Κ. Λόλα τι έγινε;».

«Τίποτα βρε αγόρι μου ακόμη». 

«Καλά τα λέμε σε λίγο». Σε πολύ λίγο... είχε ξαναπάρει. 

«Ρε 'συ δεν έχουν περάσει 10 λεπτά». 

«Ναι αλλά πρέπει να το μάθω». Έπαιρνε συνέχεια. 

«Βρε αγόρι μου, από πού παίρνεις και χαλάς όλα σου τα λεφτά;». 

«Από το Αννόβερο κυρία Νταϊφά». Έπαιρνε από τη Γερμανία ο τρελός. Και κάθε πέντε λεπτά. Στα γραφεία και μάλιστα στο δικό μου το τηλέφωνο. Παίρνανε πολλοί, αλλά αυτός έπαιρνε άρρωστα. Κανένα πεντάρι μέρες σίγουρα.

Πάντως, απ' ότι αποδείχτηκε χαλάλι τα λεφτά που δόθηκαν. Αυτά που έκανε στο γήπεδο ήταν ασύλληπτα.

«Για τον Ντέταρι έπεφταν στάσεις λεωφορείων, νοίκιαζαν μπαλκόνια για να έχουν ορατότητα στην υποδοχή του»

Πώς έγινε το deal με τον Ντέταρι; Πώς ξεκίνησε να... ψήνεται αυτή η μεταγραφή;

Α, δεν ξέρω. Εγώ δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο Ντέταρι. Είχα ακούσει ότι υπάρχει ένας Ντέταρι, αλλά ως εκεί. Τα λεφτά κι όλα αυτά ήταν του Γιώργου Κοσκωτά.

Όχι δεν θέλουμε να μας πείτε για τα λεφτά.

Εχω την αίσθηση, αλλά αυτό είναι εκτίμηση και δεν έχω κάτι χειροπιαστό, ότι ο Ντέταρι θα ήταν η ασπίδα για τον Κοσκωτά, καθώς έβλεπε ότι έρχονται στριμώγματα. Θυμίζω ότι ο Ντέταρι όταν ήρθε, τον παρέλαβαν μηχανές της Αστυνομίας. Δεν ήρθε έτσι. Ήταν το αυτοκίνητο του Κοσκωτά, ένα αυτοκίνητο συμβατικό για να μην καταλαβαίνουν ποιος είναι ο Κοσκωτάς και ποιος ο Ντέταρι και τα υπόλοιπα οχήματα ήταν της Αστυνομίας. Κινήθηκε το ελληνικό κράτος. Υπήρχε κόσμος σε στέγες λεωφορείων οι οποίες έπεσαν. Μπορεί να άντεχε για 20 άτομα και ανέβαιναν 50. Νοίκιαζαν μπαλκόνια, για να έχουν ορατότητα στην υποδοχή του. Και όταν βγήκε ο Ντέταρι...

«Τον έβγαλα με πλάτη για να φανεί το 10»

Καλά! Αισθάνθηκα ότι κάτι πολύ παράξενο έχει γίνει. Ο Ανδριανόπουλος μού είπε ότι δεν θα υπάρξει ξανά τέτοια υποδοχή. Και ξέρετε, τον Ντέταρι εγώ δεν τον έβγαλα «μπαμ», φάτσα. Τον έβγαλα πλάτη, να φανεί το 10. Ήταν η σύζυγός του κι ο πεθερός του μαζί, ένας τύπος του αισχίστου είδους, κατά τη γνώμη μου. Εγώ είχα πει του Γιώργου Κοσκωτά ότι ήταν περίεργος.

Αυτός ήταν ο Κόμορα, για τον οποίο μας είχε πει ο Νίκος Αναστόπουλος στο Gazzetta ότι έκανε ηλιοθεραπεία στον Ρέντη.

Ναι... Κύριος ήταν ο Κέσλερ. Γερμανός. Είχα πάει να πάρω τον Κέσλερ με το αυτοκίνητό μου, μ' ένα Volkswagen μια στάλα. Του λέω: «Ήρθα μ' αυτό για να μη μας καταλάβει ο κόσμος». Μου είπε: «Δεν πειράζει». Όμως υπήρχε πολύς κόσμος. Κάποια στιγμή που φτάσαμε κοντά στο Καραϊσκάκης, μου είπε: «Δεν οδηγείτε καλά, κάτι γίνεται». Είχαν σηκώσει το αυτοκίνητο! Εγώ κι ο Κέσλερ ήμασταν μέσα, η γυναίκα του ήταν σε άλλο όχημα, κι οι ενθουσιασμένοι φίλαθλοι σήκωσαν το αυτοκίνητό μας!

«Ο κύριος Βαρδής μού είχε πει: "Περισσότερο φοβόντουσαν εσένα"»

Από παράγοντες της εποχής τι θυμάστε; Με Βαρδινογιάννη είχατε ποτέ καμία κόντρα;

Προσωπικά όχι, αλλά θυμάμαι να λένε: «Να δούμε τι θα μας κάνουν πάλι αυτοί». Κι όταν είχα γνωρίσει τον κύριο Βαρδή μού είχε πει: «Περισσότερο φοβόντουσαν εσένα». Από την άποψη του τι τέχνασμα θα έκανα, όπως αυτό με το τρένο, με τα φασολάκια... Όμως, τότε, με τον Ντέταρι είχαμε πετάξει λουλούδια, κόκκινα και λευκά γαρύφαλλα και είχαμε κάψει πολλά βεγγαλικά. Είχε γίνει κόλαση για να πιάσουν ένα γαρύφαλλο. Μετά ήρθε η Αστυνομία και μου είπε να μην ρίξουμε άλλα γιατί θα είχαμε θύματα.

Αυτή η υποδοχή θύμισε νίκη Παπανδρέου.

Μα μου είχε πει τότε ο Ανδριανόπουλος ότι δεν θα ξαναγίνει τέτοιο πράγμα στον Πειραιά και στην Ελλάδα.

Ο Ανδριανόπουλος τι άνθρωπος ήταν;

Μετρημένος, φιλικός και πολύ - πολύ Ολυμπιακός. Είχε δώσει τότε όλο το Δημαρχείο και του στοίχισε, γιατί δεν είπαν ότι το έδωσε για τον Ντέταρι αλλά ότι το έδωσε στον Κοσκωτά. Είχαμε και μια μεγάλη σημαία που την είχαν φτιάξει 20 μοδίστρες, ήταν από τις δικές μου ιδέες. Είχαμε ενώσει αυτά τα κόκκινα-άσπρα πανιά και είχαμε τυλίξει το Δημαρχείο. Απ' αυτήν τη σημαία δεν έμεινε ούτε κομματάκι, την ξήλωσαν όλη και την έκοψαν για να έχουν κάτι απ' αυτήν την παρουσίαση και αυτήν τη σημαία.

Θυμάστε παράλογες απαιτήσεις παικτών από το εξωτερικό κυρίως;

Νομίζω ότι ο Νταϊφάς αυτά δεν τα σήκωνε. Δεν του έκαναν τσαλίμια. Ήταν ευθύς κι αυτά που έταζε τα έδινε, όπως τα πριμ και τα λεφτά γενικότερα. Αυτά τα μυρμιρίσματα δεν τα επέτρεπε.

Όταν έφυγε ο Νταϊφάς σας το ανακοίνωσε;

Όχι. Το έμαθα την ημέρα που έγινε η κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Κοσκωτά. Ο Σταύρος στενοχωρήθηκε που συνέχισα να είμαι στον Ολυμπιακό.

Ψυχραθήκατε;

Όχι, δεν ψυχραθήκαμε, αλλά ένα «γιατί» το είχε. Όμως, εγώ ήμουν τρελαμένη με τον Ολυμπιακό. Τρελάθηκα!

Πώς κολλήσατε τόσο πολύ;

Δέθηκα πολύ με την ομάδα! Και αν δεν ήταν ο Σαλιαρέλης δεν επρόκειτο να φύγω από τον Ολυμπιακό, αλλά μόλις μου είπαν ότι ήρθε εκείνος, δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να παραμείνω. Μάλιστα, λίγο πριν ο Σαλιαρέλης, ο Χάρης Παπαγεωργίου - επειδή δεν ερχόταν κανείς στο γραφείο - είχε γράψει «νυχτερίδες κι αράχνες στον Ολυμπιακό κι η Λόλα στο γραφείο μόνη».

Αυτό πότε το έγραψε;

Μετά τον Κοσκωτά και ώσπου να δούμε τι θα γίνει παρακαλούσα να μην κληρωθεί ο Ολυμπιακός σε εκτός έδρας γιατί δεν είχαμε λεφτά. Ο Γιώργος είχε φύγει και δεν είχαμε καθόλου λεφτά. Πού να τα βρω εγώ; Πώς θα στέλναμε την ομάδα εκεί;

Εσείς φύγατε με το που ήρθε ο Σαλιαρέλης;

Εγώ έφυγα με το που με πήρε τηλέφωνο ο δικηγόρος, ο Σπύρος Φωκάς και μου είπε: «Ξέρεις, κέρδισε ο Σαλιαρέλης, θα πάρει την ομάδα». Τότε δεν είχαμε κομπιούτερς, είχαμε τέλεξ. Μπορούσες στο τέλεξ να μη γράψεις το όνομά σου, να μην αναφέρεις τον αποστολέα. Εγώ πήγα και έγραψα: «Παραιτούμαι» και τίποτα άλλο. Και το όνομά μου φυσικά. Μετά, που έγιναν τα δικαστήρια κι όλα αυτά δεν είχα καμία ανάμειξη. Ποτέ δεν βρέθηκε ένας να πει ότι πήρα μία δραχμή. Θεωρώ ότι αυτό είναι μία γλυκιά σκέψη για τον εαυτό μου, είναι μια κατάκτησή μου.

Εσείς πήγατε για τον κύριο Νταϊφά και μετά ήσασταν με τον Κοσκωτά, με τον οποίο έγινε κι ό,τι έγινε....

Μη νομίζετε ότι ήταν χειρότερος απ' όλους αυτούς του ΠΑΣΟΚ τότε. Κι αν δεν είχε αρρωστήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν θα γινόταν όλο αυτό. Εγώ πήγα και τον είδα στη φυλακή εδώ στην Ελλάδα. Μου είπε μάλιστα ο διευθυντής των φυλακών: «Κυρία Νταϊφά, λυπάμαι πολύ, αλλά το όνομά σας πρέπει να γραφτεί ότι ήρθατε στο επισκεπτήριο». Του απάντησα: «Να γραφτεί, δεν ντρέπομαι».

Ποια είναι η δική σας γνώμη για τον Γιώργο Κοσκωτά;

Ήταν ένα φοβισμένο άτομο. Φιλόδοξος βέβαια, πολύ φιλόδοξος.

Κοιτάξτε να δείτε... Η Μελίνα Μερκούρη μάς είχε στείλει έναν σοφέρ της για να τον φροντίσουμε επειδή η γυναίκα του ήταν άρρωστη. Τότε ο Κοσκωτάς την έστειλε στην Αμερική και ανέλαβε όλα τα έξοδά της. Γυρνώντας για να τον ευχαριστήσει, έφερε έναν τενεκέ λάδι. Ο Κοσκωτάς δεν το δέχτηκε, όχι γιατί υποτίμησε το δώρο, αλλά γιατί φοβόταν το λάδι μη και τον σκοτώσουν! Ήταν φοβισμένος. Και πάρα πολλές φορές με έπαιρνε τηλέφωνο όταν ήμουν στα γραφείο και μου έλεγε: «Μόνη είστε;». «Ναι μόνη» του απαντούσα. «Να στείλω έναν άνθρωπο;», με ρωτούσε. «Όχι να μη στείλετε, δεν κινδυνεύω από κανέναν». «Την κλείσατε την πόρτα;». «Όχι ανοιχτή την έχω», του έλεγα. «Να την κλείσετε σας παρακαλώ, πείτε ότι σας το λέει ο ιδιοκτήτης του Ολυμπιακού. Πώς αλλιώς να σας το πώ; Κλείστε την πόρτα!». Μια φορά μου είχαν σπάσει τα τζάμια του αυτοκινήτου. Εκατσα στη θέση του οδηγού και άρχισε να τρέχει αίμα πάνω μου. Είχα κοπεί, δεν είχα πάρει είδηση τι είχε γίνει. Ο Κοσκωτάς μού είχε πει: «Μην το ψάχνετε, αυτό ήταν δικό μου».

Απέναντί σας πώς ήταν;

Δεν είχα κανένα παράπονο. Το μοναδικό παράπονο που είχα ήταν ότι όταν πήγαινα να μιλήσω μαζί του, ρωτούσε για να δει πώς πάμε με τους φιλάθλους. Αυτός δεν ερχόταν, αισθανόμουν ότι ήταν σε άμυνα. Ο Νταϊφάς ήταν άλλος άνθρωπος... όργωνε. Όσες φορές πήγαινα στο γραφείο του, έβαζε δυνατά την τηλεόραση. Εγώ εκνευριζόμουν. Ελεγα: «Με καλεί να μιλήσουμε και βάζει δυνατά την τηλεόραση;». Όμως, μετά έμαθα ότι την έβαζε τόσο δυνατά για να κάνει παράσιτα, επειδή φοβόταν ότι τον παρακολουθούσαν.

Με τον Κοσκωτά όμως γιατί μείνατε και όχι με τον Σαλιαρέλη;

Καμία σχέση ο ένας με τον άλλον. Ο Κοσκωτάς δεν ξέρω τι έκανε, αλλά δεν νομίζω ότι έκανε λιγότερα από τα τέρατα που έχουν κάνει άλλοι Υπουργοί στην Ελλάδα. Ο Σαλιαρέλης φορούσε ένα χρυσό ρολόι, σαν ξυπνητήρι ήταν. Ελεγες «Παναγία μου». Δεν μπορούσα να μείνω στιγμή μαζί του γιατί είχε κάνει ένα σωρό ιστορίες. Ήταν ένας σύλλογος, οι «Ε.Γ.Ε.». Αυτόν το σύλλογο γυναικών τον είχε πάει με ένα σάπιο αεροπλάνο πάνω από την Κένυα και έδειχνε τις εκτάσεις και έλεγε: «Όλα αυτά είναι δικά μου, δεν υπάρχει πρόβλημα». Είχε πάρει μια δημοσιογράφο Θεός σχωρέστην, την Μαργαρίτα Παπανδρέου, αυτή ήταν η πρόεδρος στις «Ε.Γ.Ε.». Πήγε να τους δείξει κάτι φυτείες με σχοινόφυτα. Εχω μάθει φοβερές ιστορίες για τον Σαλιαρέλη. «Ρουμπίνια» δεν τον έλεγαν; Είχε βάλει ο Νταϊφάς δικηγόρους να ψάξουν την περίπτωσή του. Το δικηγορικό γραφείο λεγόταν «Άσσος». Στο φάκελο, λοιπόν, με τις αναφορές, υπήρχε ένα έγγραφο που έλεγε ότι ο Σαλιαρέλης είχε αγοράσει μόνο ένα μικρό ρουμπινορυχείο το οποίο δεν λειτούργησε ποτέ. Ανάθεμα κι αν φορούσε κάνα ρουμπίνι στα χέρια του! Μου είχαν πει και για μια άλλη ιστορία με κάτι βάρκες που έκαναν γαριδοψάρεμα στην Κένυα... Ας μη τα πω, όμως, γιατί δεν τα έχω διασταυρώσει.

Μαζί του δεν μιλήσατε ποτέ;

Όχι αρνιόμουν. Δεν έμαθα ποτέ την οικογένειά του, τι παιδιά είχε και τι δεν είχε... Δεν με ενδιέφερε. Θυμάστε τον παράγοντα, τον Τσαχειλίδη; Ο γιος του έγινε και διαιτητής, δεν ξέρω τι απέγινε. Ο Τσαχειλίδης ήταν τελωνειακός. Τότε που ο Νταϊφάς είχε τη διαμάχη με τον Σαλιαρέλη, είχαν έρθει στο γραφείο πολλοί δημοσιογράφοι: Ο Σταύρος Τσώχος, ο Κώστας ο Μυλωνάς, ο Χάρης Παπαγεωργίου, ο Μιχάλης Νομικός κι ο Άγγελος Βουτσέλης... Αναμέναμε τα αποτελέσματα για να δούμε τι θα γίνει με τον Σαλιαρέλη. Ο Τσαχειλίδης άρχισε να λέει: «Ας τον πάρει ο Σαλιαρέλης τον Ολυμπιακό», ενώ ήταν με την πλευρά του Νταϊφά. Το «μεγάλε πρόεδρε» πήγαινε σύννεφο. Όμως, είχε καταλάβει ότι η πλάστιγγα θα γείρει προς τον Σαλιαρέλη και άρχισε να... κάνει νερά. Ο Τσαχειλίδης ποτέ δεν κάπνιζε. Εκείνη την ημέρα άναψε τσιγάρο. Του λέει ο Θωμόπουλος: «Μανώλη καπνίζεις; Δεν το ξέραμε». Και του απαντάω εγώ: «Δεν ξέραμε ότι καπνίζει, αλλά δεν ξέραμε και τι καπνό φουμάρει».

Όσο ήταν ο Σαλιαρέλης στον Ολυμπιακό, γήπεδο πηγαίνατε;

Μια φορά που ήταν ένας κρίσιμος αγώνας, σε ένα ματς Κυπέλλου, πήρα το αμάξι και έφτασα μέχρι το Σούνιο και μετά φοβόμουν να επιστρέψω γιατί δεν είχε φώτα. Πάντα ενδιαφερόμουν για τον Ολυμπιακό και οι φίλαθλοί μας μάλιστα με είχαν κάνει επίτιμη πρόεδρο των συνδέσμων του Ολυμπιακού. Τα 'χω όλα αυτά.

Μετά τον κύριο Σαλιαρέλη, γύρισε κι ο κύριος Σταύρος Νταϊφάς για λίγο. Εσείς δεν επιστρέψατε;

Όχι, είχε τελειώσει το θέμα. Εγώ από τον Ολυμπιακό τελείωσα όταν ήρθε ο Σαλιαρέλης.

Γιατί έφυγε ο Νταϊφάς από τον Ολυμπιακό;

Γιατί δεν ήθελε να βάζει άλλα λεφτά. Οι Ολυμπιακοί είχαν κακοσυνηθίσει. Ο κόσμος τού έλεγε ότι είχε καβούρια και του κακοφάνηκε πολύ, τον πείραξε πολύ αυτό. Ο Σταύρος ήταν αυτοδημιούργητος. Ελεγε: «Εγώ είμαι πλούσιος και εσύ είσαι μορφωμένη. Εγώ έχω σπουδάσει στη σχολή Τζελέπη». Ο Σταύρος πρώτη φορά ξανοίχτηκε και έδωσε τόσα πολλά λεφτά. Αφήστε δε που και οι άλλοι εφοπλιστές απομακρύνθηκαν και δεν ήθελαν να δώσουν άλλα λεφτά, δεν ήθελε κανένας πια να δώσει. Ο Σταύρος δεν μπορούσε να το αντέξει μόνος του και έφυγε με μια πικρία.

Του στοίχισε;

Αφάνταστα. Εφυγε με πικρία.

Θυμάστε ένα ευτυχισμένο βράδυ του;

Στον Βόλο, μετά το ματς πήγε με τον Παναγούλια στα μπουζούκια. Εκαιγαν, έκαναν σαματά μεγάλο.

Εσείς μαζί του ποια φιέστα θυμάστε;

Εγώ δεν πήγαινα ποτέ στα μπουζούκια και σε φιέστες.

Με τον άντρα σας μαζί δεν πήγατε;

Ο Ίων δεν πήγαινε στα μπουζούκια και εγώ με τον Σταύρο δεν πήγαινα ποτέ σε μπουζούκια. Εκεί πήγαιναν οι ποδοσφαιριστές, εγώ ποτέ. Εμένα δεν ήταν η δουλειά μου αυτή. Εκείνοι είχαν νικήσει. Εδιναν λεφτά και τα έκαιγαν. Εγώ δεν είχα καμία συμμετοχή σ' αυτό, γι' αυτό δεν είχα και λόγο.

Ε, ως μέλος της ομάδας.

Μη λέμε κι ό,τι θέλουμε - δεν ήμουν μέλος της ομάδας. Και πολύ μου κακοφάνηκε που στο μουσείο του Ολυμπιακού μια μικρή κοπέλα που είχαν εκεί μου λέει: «Ποιος είναι ο γεράκος αυτός που σας μιλούσε;». Ήταν ο Μπάμπης Κοτρίδης, ένας από τους Θρύλους του Ολυμπιακού. Μου κακοφάνηκε που δεν ήξερε τον Μπέμπη. Εγώ όλους αυτούς τους έμαθα εκ των υστέρων, βέβαια αλλά τους σεβάστηκα και τους τιμώ όλους.

Απ' όλα αυτά που ζήσατε, κάνοντας την αναδρομή σας τι είναι αυτό που έρχεται στο μυαλό σας;

Οι στιγμές στο Καραϊσκάκη, τα κασκόλ που πετάγονταν στον αέρα, ο Αττίλιο κι ο κόσμος... Αυτό το κόκκινο κύμα που πάλλεται είναι κάτι που δεν θα μου φύγει από το μυαλό. Και δεν μιλάμε για τη μαύρη σελίδα με τη Θύρα 7 και για τα θύματα...

Πώς ήταν τότε;

Το ΠΑΣΟΚ τον πρώτο καιρό είχε έρθει σαν τιμωρός. Εγώ τότε ήμουν στην ΕΡΤ. Είχα πάει να μπω στην είσοδο του κτιρίου και είδα κάποιους κορδωμένους ανθρώπους στην πόρτα. Μου είπε κάποιος: «Καλημέρα δεν λες; Από τώρα είμαστε εμείς αυτοί που κάνουμε κουμάντο, είμαστε τα συντρόφια». Μετά έβαλαν και κάποιον που ήταν διευθυντής της τηλεόρασης. Υπήρχε τρόμος. Μπήκε αυτός να μιλήσει στο στούντιο. Ο τεχνικός μού είπε: «Ρε 'συ, αυτός μιλάει στο πορτατίφ, δεν του έχουμε βάλει μικρόφωνο». Του είπα: «Μη μιλάς καθόλου, άσε τον να τελειώσει». (γέλια)

Ε, έλεγε, έλεγε, έλεγε... Κάποια στιγμή τελείωσε. Βγαίνει και με ρωτάει: «Πώς τα πήγα;». Του απάντησα: «Πάρα πολύ καλά, αλλά επειδή υπήρξαν 1-2 στιγμές αδυναμίας, ίσως και λόγω τεχνικού θέματος, θα έλεγα να πιείτε λίγο νεράκι, να ξεκουραστείτε και να σας φωνάξουμε να τα πείτε ξανά». Ετσι έγινε. Αυτός τα έλεγε στο πορτατίφ χωρίς να το καταλάβει και μετά είχε και άποψη. Ήξερε, υποτίθεται, και διόρθωνε και τους τεχνικούς. Και ποτέ δεν έμαθε ότι μιλούσε στο πορτατίφ.

Πείτε μας για την τραγωδία της Θύρας 7.

Ήμουν πολύ κοντά. Τότε οι σύνδεσμοι ξεφύτρωναν ο ένας μετά τον άλλον. Στον Κολωνό... παντού! 

«Αυτοδημιούργητος ο Σταύρος Νταϊφάς, μπεσαλής ο Μιλτιάδης Μαρινάκης»

Τον Μιλτιάδη Μαρινάκη πώς τον θυμάστε;

Εξαιρετικός κύριος. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, του έγραφα και τους λόγους. Ήταν Βουλευτής τότε με τη Νέα Δημοκρατία. Μπεσαλής, βαθιά Ολυμπιακός, είχε σεβασμό για τους ανθρώπους. Όταν ήταν με τον Νταϊφά και ενώ ήταν φίλοι και μιλούσαν στον ενικό, μπροστά σε άλλους πάντα τον αποκαλούσε «πρόεδρο». Τον αγαπούσαν οι ποδοσφαιριστές. Ήταν ανοιχτοχέρης, να τους κεράσει, να τους καλοπιάσει... Όταν νευρίαζε ο Σταύρος Νταϊφάς, πήγαινε να τους μιλήσει και να διορθώσει τα πράγματα. Πάρα πολύ καλός.

Ο Σταύρος Νταϊφάς τι άνθρωπος ήταν;

Ο Σταύρος ήταν ένας άνθρωπος αυτοδημιούργητος, που του άρεσε να το λέει αυτό. Ήθελε να λέει ότι εκεί που έφτασε, έφτασε με τη δουλειά του και την αξία του. Λεφτά δεν βρήκε, έμεινε από πολύ μικρός ορφανός με δύο αδερφές και τα κατάφερε μόνος του. Δεν ήταν πονηρός, δεν είχε διπλωματία, δεν μπορούσε να ελιχθεί κι αυτό ήταν το ελάττωμά του.

Του έλεγαν για παράδειγμα: «Ο τάδε τα έχει πάρει, μην τον βάλεις». Δεν σκεφτόταν: «Γιατί, ρε παιδί μου, αυτός μου είπε κάτι τέτοιο; Τι δουλειά έχει;». Ε, πήγαινε και έλεγε: «Ο τάδε δεν θα παίξει». Και μετά θύμωνε: «Ο αλήτης που μου είπε για τον παίκτη μας». Ο Σταύρος ήταν πολύ καθαρός άνθρωπος, δεν σκεφτόταν τις λαμογιές. Επειδή ήταν Ολυμπιακός, τον παραμύθιαζαν λέγοντάς του: «Κύριε Σταύρο, εμείς που είμαστε Ολυμπιακοί τα ξέρουμε αυτά...» και τους άκουγε.

Η άποψή σας για τον Βαγγέλη Μαρινάκη ποια είναι;

Ο πατέρας του θυμάμαι ότι τον καμάρωνε, έλεγε ότι είναι πολύ σπουδαίος. Η γνώμη μου είναι πως μεγάλωσε σε μια οικογένεια που ο πατέρας του ήταν Ολυμπιακός. Ήταν αναπόφευκτο να γίνει Ολυμπιακός. Τώρα κρατάει το τιμόνι εκείνος και δείχνει ότι έχει μεγάλες φιλοδοξίες για το σύλλογο. Εύχομαι να πραγματοποιηθεί το όνειρό του και να διαπρέψει η ομάδα μας και στην Ευρώπη ακόμα περισσότερο.

Με την πολιτική δεν ασχοληθήκατε ποτέ;

Ποτέ. Μου είχαν πει να κατέβω στη Β' Πειραιά αλλά ποτέ δεν ήθελα. Τώρα ήρθε κι αυτή η ασύλληπτη τραγωδία στα Τέμπη. Θα ήθελα να ήξερα ποιος είναι ο σύμβουλος της Προέδρου, της Δημοκρατίας. Ποιος είπε να σταματήσουν οι εργασίες για να αφήσει ένα τριαντάφυλλο; Ο άλλος καίγεται να βρει κομμάτια από το παιδί του και εκείνοι σταμάτησαν τις εργασίες; Απορώ!

Πάντως, ήσασταν πρωτοπόρα για την εποχή. Δημιουργήσατε μια θέση που ουσιαστικά δεν υπήρχε.

Να είστε καλά. Θυμάμαι μού έλεγε ο Κοσκωτάς: «Θέλετε κάποιον κοντά σας;». Του έλεγα πάντα «όχι». Θυμάμαι ότι είχαμε πάει μια φορά στην Κάλυμνο με ένα βαρκάκι. Αναρωτήθηκα: «Τόσο μικρό νησάκι και έχει προξενείο;». Φυσικά, ήταν ο σύνδεσμος του Ολυμπιακού.

Από τον κόσμο...

Από τον κόσμο; Όταν κάποιος με χαιρετάει λέγοντάς μου «καλημέρα κ. Λόλα», ξέρω ότι είναι από τον Ολυμπιακό, «καλημέρα κ. Νταϊφά», ξέρω ότι είναι από την τηλεόραση. Δηλαδή, ο κόσμος του Ολυμπιακού με φωνάζει με το μικρό μου όνομα.

Με τον κύριο Μώραλη τι σχέση τι έχετε;

Πολύ καλός, πολύ ευγενικός, πολύ άξιος. Όποτε με βλέπει είναι πολύ εντάξει. Είχε έρθει και στην παρουσίαση του βιβλίου μου με τα πιάτα, που την είχα κάνει στο Δημαρχείο του Πειραιά. Και πάντα είναι πολύ ζεστός μαζί μου.

Είχατε κάνει αγώνα για την εξάλειψη της βίας. Με αφορμή τη δολοφονία του Αλκη Καμπανού, γιατί δεν προχώρησε ποτέ η καταγραφή μητρώων στους συνδέσμους;

Ακόμα και στη Θεσσαλονίκη που είχαμε σύνδεσμο, εγώ είχα σε ένα ντοσιέ όλα τα ονόματα των ανθρώπων των συνδέσμων. Δηλαδή: Σύνδεσμος Ηλιούπολης, Κολωνού, Κερατσινίου.... Όλα τα ονόματα. Και ήταν καλά παιδιά και πολύ συνεργάσιμα. Ο Τάσος Παπαδόπουλος που ήταν στη Θύρα 7, ήταν πολύ καλός και φίλος. Νέο παιδί, πολύ δυνατός. Δεν ήταν κάποιος να τον φυσήξεις να πέσει κάτω. Θα μπορούσε τη δύναμή του να τη χρησιμοποιήσει ρίχνοντας καρπαζιές σε 10-15 άτομα στη σειρά. Δεν το έκανε. Πραγματικά αγωνιστήκαμε για τη βία στα γήπεδα. Αν ξαφνικά όμως θες να κάνεις τους φίλους του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού της ΑΕΚ προσωπικό στρατό, τότε δεν πας καλά. Τότε ήταν πολύ δύσκολο να τους καταγράψεις όλους και όμως εμείς τους είχαμε όλους. Είχαμε τηλέφωνα, διευθύνσεις. ΟΛΟΥΣ.

Οι άλλες ΠΑΕ το είχαν κάνει αυτό;

Δεν το ξέρω.

Δεν είχατε μιλήσει με άλλους ομολόγους σας;

Δεν υπήρχαν. Με ποιους; Κάποια στιγμή υπήρξε μόνο η Λιάνα Κανέλλη στον Παναθηναϊκό. Στις μεγάλες ομάδες μπερδεύονται πολλά πράγματα, οι μεγάλες ομάδες είναι δύναμη.

Να σας πω και ένα άλλο ωραίο που δεν το ξέρει κανείς. Ήταν ένα παιδί που θα έχανε το μάτι του, θα τυφλωνόταν. Βάλαμε στο εισιτήριο μια δραχμή παραπάνω και μαζέψαμε τα λεφτά για να το στείλουμε στην Ισπανία και αυτό το παιδί βλέπει και είναι σοφέρ σε μια πολιτικό. Τον φώναζαν «Περσία» γιατί έμοιαζε στον Μελέτη. Εχω χαρτί που μου λέει «κυρία Λόλα βλέπω με τα δικά σας μάτια!».

Δεν μας είπατε για την τραγωδία της Θύρας 7. Ξεκινήσαμε να λέμε γι΄αυτό, αλλά δεν το ολοκληρώσαμε. Πώς βιώσατε εκείνη τη μέρα και εκείνες τις τραγικές στιγμές;

Κοιτάξτε να δείτε, εγώ την τραγωδία της Θύρας 7 την αισθάνθηκα ως δικό μου πένθος. Και εδώ έπαιξε ρόλο κι ο Νταϊφάς. Κάποιοι, άσχετοι με τις οικογένειες τον πλησίασαν για να του ζητήσουν λεφτά. Τις κηδείες τις είχαμε πληρώσει, αλλά είχαν έρθει και κάτι λαμόγια και ζητούσαν για την ίδια κηδεία ξανά λεφτά! Τονίζω ότι ήταν άσχετοι με τις οικογένειες. Ο Νταϊφάς δεν ήταν και ηλίθιος. Εδινε αλλά με μέτρο.

Με είχε πάρει ο Κίμωνας Κουλούρης με ύφος και μου είπε: «Πότε θα γίνει το μνημόσυνο; Δεν μου στείλατε πρόσκληση». Του λέω: «Γιατί θα έρθετε;». Μου απαντάει «βεβαίως». Τον συμβούλεψα να μην έρθει γιατί ο κόσμος ήταν εξαγριωμένος μαζί του. Εκείνος δεν το κατάλαβε. «Μαζί μου είναι εξαγριωμένος; Πού με ξέρουν;». Του εξήγησα ότι τον ξέρουν και ότι λόγω της θέσης του καλό θα ήταν να μην έρθει. Μου λέει νευριασμένος «ευχαριστώ» και κλείνει το τηλέφωνο. Ήρθε τελικά ντυμένος με ακριβές μάρκες... Και έπεσαν πάνω του οι μάνες, που είχαν χάσει τα παιδιά τους, σαν ερινύες, με μαύρα και μαντήλια, για να τον σκίσουν. Τότε δεν υπήρχε η τροχαία να τον πάρει. Οι αστυνομικοί τον πετούσαν για να τον σώσουν. Ο Κουλούρης, γνωστός Παναθηναϊκός και εξυπηρετούσε την ομάδα όποτε και όπως μπορούσε.

Θύρα 7... Κι ακόμη δεν έχει βρεθεί ποιος το έκανε αυτό; Ενας υπεύθυνος δεν υπήρχε;

Η ΠΑΕ Ολυμπιακός τι είχε κάνει γι' αυτό;

Είχαμε κάνει δικαστήρια. Και οι οικογένειες είχαν κάνει.

Η ομάδα είχε βάλει δικό της άνθρωπο στο τουρνικέ;

Δεν μπορούσαμε να βάλουμε. Το στάδιο άνηκε στο Υπουργείο Αθλητισμού. Δεν βρέθηκε ποτέ, ρε παιδί μου, ποιος φταίει. Ήταν ένα παιδί από τη Μυτιλήνη. Ο Στρατής ο Λούπης. Είχε χτυπήσει πολύ. Αν τον έβλεπες, δεν φαινόταν τίποτα, αλλά μέσα του είχαν σπάσει όλα. Τον είχαν γυμνό και μόλις άνοιξε η πόρτα για να μπω, είχε κλειστά τα ματάκια του. Του έριξαν ένα σεντόνι πάνω του. «Κυρία Λόλα εσείς;», με ρώτησε. Άκουσε τη φωνή μου όταν του είπα: «Στρατάκο μου». Όταν τον ρώτησα τι κάνει, μου είπε: «Εγώ καλά είμαι κυρία Λόλα, την Κυριακή να δούμε τι θα κάνουμε». Ο καημένος. Ενώ μιλούσαμε οι δείκτες ανέβαιναν. Μου έκαναν νόημα οι γιατροί να φύγω. Του είπα να ξεκουραστεί και τον χαιρέτησα. Εκλεισε τα μάτια του και αποκοιμηθήκε. Βγαίνοντας έξω, ρώτησα τον γιατρό πώς ήταν η υγεία του. «Αν δεν σας πάρουμε τηλέφωνο απόψε και δεν σας πάρουμε και αύριο, να έρθετε την Τετάρτη με γλυκά», μου είπαν. Και το βράδυ με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι έφυγε. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα. Πήγα σε όλες τις κηδείες. Μόνο σε μία δεν πήγα, γιατί δεν πρόλαβα επειδή συνέπεσε με μία άλλη. Όταν έφτασα εκεί, είχε τελειώσει. Γινόταν στα Μέγαρα. Είχα κάνει ιατρικά συμβούλια για να σώσουμε όσους μπορούσαμε. Στο Τζάνειο υπήρχε ένας γιατρός, ο Καλαγιάς, ο οποίος ήταν πολύ Ολυμπιακός. Είχε «σκιστεί» πραγματικά. Είχε ενεργοποιήσει όλους τους γιατρούς, δούλευαν όλο το βράδυ. Ήταν μια συγκλονιστική νύχτα. Δεν μπορώ να θυμηθώ χειρότερη. Η επόμενη χειρότερη στιγμή μου ήταν όταν είπα «φεύγω».

Όταν γράψατε στο Telex το «φεύγω» πώς νιώσατε;

Δεν μπορούσα να συνεργαστώ με τον Σαλιαρέλη. Τι να έλεγα; Να λέγαμε μαζί τα ψέματα; Να κάναμε μαζί τις κομπίνες; Αφού είχε αποδειχτεί ότι δεν είχε τίποτα από τα ρουμπίνια που έλεγε ότι είχε.

Σήμερα τον Ολυμπιακό τον παρακολουθείτε;

Ναι, βέβαια. Το μόνο που θα ήθελα είναι γενικότερα να πέσουν οι εντάσεις από όλες τις πλευρές και είμαι κάθε χρόνο όλα τα χρόνια στο μνημόσυνο της Θύρας 7.

Σήμερα με τι ασχολείστε;

Εχω τα βιβλία μου, τώρα βγήκε και το τελευταίο. Εχω κάνει μια έκθεση στη Θεσσαλονίκη. Ήταν να τελειώσει 30/9 του 2022 και τελείωσε στις 31/1/2023, είχε μεγάλη επιτυχία. Η συλλογή με τα τάματα έχει πολλή ενσυναίσθηση. Για να μαζεύεις τάματα πάει να πει ότι έχεις δει και την άγρια πλευρά της ζωής.

Και σε εσάς ποιο ήταν το άγριο πρόσωπο της ζωής;

Ε, όταν ήμουν μικρή. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν δύσκολα...

Item 1 of 6

Φωτογραφίες: Τζίνα Σκανδάμη / intime / αρχείο Λόλας Νταϊφά

Art direction / συνθέσεις: Χρήστος Ζωίδης