«Δεν λειτούργησα εις βάρος του ΠΑΟΚ, ό,τι λάθος έκανα ήταν μόνο εις βάρος μου»
«Μου έμεινε η ρετσινιά στον ΠΑΟΚ είναι σαν την αγάπη που
στο τέλος γύρισε σε μίσος»
Λένε πως «το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει» κάτι που ισχύει (και) στην περίπτωση του Δημήτρη Σαλπιγγίδη. Άλλωστε ποιος πατέρας δεν έχει πάει με το γιο του για ποδόσφαιρο;
Παλιότερα σε μια αλάνα, σήμερα σε ένα γήπεδο 5Χ5. Στο μυαλό ποιου πατέρα δεν πέρασε έστω για λίγο η σκέψη το παιδί του να γίνει μια μέρα ποδοσφαιριστής; Όταν ένα παιδί έχει γεννηθεί μέσα... στο γήπεδο είναι δύσκολο να μην ακολουθήσει το δρόμο της μπάλας. Πόσο μάλλον όταν πατέρας του έχει παίξει ποδόσφαιρο. Στην περίπτωση του «Σάλπι», ο πατέρας του έπαιξε αριστερό μπακ στη Νίκη Ευκαρπίας, ομάδα από τα δυτικά της Θεσσαλονίκης, και στο Θεοδοσιακό, όπου ο μικρός Δημήτρης αποτελούσε τη μασκότ της ομάδας από το χωριό όπου κατάγονται οι γονείς του.
Ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης παραμένει ακόμη και σήμερα ένας χαμηλών τόνων άνθρωπος, σχεδόν ντροπαλός. Μένει συνειδητά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, όπως έκανε στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, αν και για έναν ανεξήγητο λόγο… τα τραβούσε πάνω του μ’ όλα όσα στραβά κι ανάποδα έγιναν στην σχεδόν εικοσαετή διαδρομή του.
Είχε την τύχη και την ευλογία να βρεθεί από την ακαδημία του Γιώργου Κούδα στους ερασιτέχνες του ΠΑΟΚ και να ξεκινήσει την πορεία του από την ομάδα της καρδιάς του. «Από μικρός ήμουν ΠΑΟΚ, υπήρξα επαγγελματίας που πήρε κάποιες αποφάσεις και συνεχίζω να είμαι ΠΑΟΚ», λέει ορθά-κοφτά στην άκρως αποκαλυπτική συνέντευξη του στο Gazzetta. «Σαν την αγάπη που γύρισε σε μίσος…»
Ποτέ του δεν υπήρξε ένας ποδοσφαιριστής με περίσσιο ταλέντο. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν ένας συνηθισμένος ποδοσφαιριστής. Με μια τεράστια διαφορά από εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά. Δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι, χάρη στη σκληρή δουλειά, τη συνέπεια, την πειθαρχία και την ταπεινοφροσύνη του έφτασε να τοποθετήσει το όνομά του ακριβώς πίσω από «ιερά τέρατα» του «Δικεφάλου». Ξέρει κι ο ίδιος ότι δεν διέθετε το ταλέντο του Κούδα ή του Σαράφη, αλλά ποτίζοντας το χορτάρι με τον ιδρώτα του και με τα γκολ του έφτασε να είναι ο τρίτος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου με 113 γκολ (σε όλες τις διοργανώσεις), αλλά και δεύτερος σκόρερ στην ιστορία του ΠΑΟΚ στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις με 14 τέρματα, συνδυάζοντας με γκολ το ντεμπούτο του με την «ασπρόμαυρη» φανέλα. Ήταν 30 Σεπτεμβρίου του 1999 όταν στο 62ο λεπτό της αναμέτρησης με τη Λοκομοτίβ Τιφλίδας είδε τον Άρι Χάαν να τον ρίχνει στο γήπεδο αντί του Ζήση Βρύζα. Δύο λεπτά πριν από το τέλος ο 18χρονος, τότε, Σαλπιγγίδης στέλνει την μπάλα στα δίχτυα και κάπως έτσι συστήθηκε στο ελληνικό φίλαθλο κοινό.
Εχει σχεδόν 600 παιχνίδια, 587 για την ακρίβεια, στην πλάτη και 202 γκολ στις επαγγελματικές κατηγορίες δίχως να υπολογίζονται σ’ αυτά οι 96 συμμετοχές και τα 15 γκολ με όλες σχεδόν τις εθνικές ομάδες.
Η… σούμα βγάζει το άκρως εντυπωσιακό νούμερο το 683 αγώνων και των 217 γκολ, κι όμως υπήρξαν στιγμές που «έβλεπα όνειρα ότι έβαλα γκολ και ότι ήμουν ανακουφισμένος. Ξυπνούσα και έλεγα "ω ρε γαμώτο. Δεν είναι αλήθεια"»! Ένας τέτοιος εφιάλτης ήταν και ο τελικός του Κυπέλλου Ελλάδας το 2014 απέναντι στον Παναθηναϊκό, που έχασε τα… άχαστα στο πρώτο μέρος, με αποτέλεσμα το κύπελλο να κάνει φτερά και να χαθεί η μεγαλύτερη ευκαιρία να αλλάξει το κλίμα γύρω από το πρόσωπό του.
Για μια μερίδα οπαδών του ΠΑΟΚ παραμείνει μέχρι και σήμερα ο «κοντός προδότης» που τούς… πούλησε και πήγε στον Παναθηναϊκό. Το λάθος του ήταν ότι δεν μίλησε. Κρατούσε μέσα του τη δική του αλήθεια, όπως για το περιβόητο πέναλτι στο ΟΑΚΑ ως παίκτης των «πρασίνων» απέναντι στη μεγάλη του αγάπη, τον ΠΑΟΚ. Ποτέ δεν μίλησε για τις αποδοκιμασίες που άκουσε το δύσκολο βράδυ της πρώτης επιστροφής στην Τούμπα ως αντίπαλος, αλλά και τις ύβρεις που άκουγε αφού επέστρεψε το καλοκαίρι του 2010 και ξαναφόρεσε την «ασπρόμαυρη» φανέλα μέχρι την στιγμή που αθόρυβα και δίχως πολλές εξηγήσεις αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.
«Η πίεση στον ΠΑΟΚ, όπου για ό,τι συνέβαινε δεχόμουν εγώ πρώτος τα πυρά, με έκανε να θέλω να σταματήσω»
Ο τρόπος με τον οποίο αποχώρησες από το ποδόσφαιρο ήταν απότομος. Δεν έβγαλες καν μια ανακοίνωση να πεις «σταματάω». Γιατί έγινε αυτό;
«Απότομη ήταν η λύση της συνεργασίας μου με την ομάδα. Είχε γίνει κάποια κουβέντα νωρίτερα, υπήρχε φημολογία από το τέλος της προηγούμενος σεζόν και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ότι θα λύσω τη συνεργασία μου. Επιδίωξα να κάνω εγώ μια επαφή για να ρωτήσω αν ισχύουν αυτές οι φήμες, ώστε να οργανώσω τις σκέψεις μου σχετικά με το τι θέλω να κάνω. Η απάντηση που πήρα από τον άνθρωπο που ήταν στην ομάδα, ήταν ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο κι ότι θα συνεχίσουμε κανονικά. Επομένως μπήκα κι εγώ στη διαδικασία να μη βασανίζω τις σκέψεις για το τι μέλλει γενέσθαι. Ξεκίνησα την προετοιμασία, έπαιξα και στο πρώτο ματς. Είχαμε ελλιπές ρόστερ και ήταν προγραμματισμένο να έρθουν ποδοσφαιριστές. Η ατμόσφαιρα στο πρόσωπό μου ήταν πολύ αρνητική. Για να σας δώσω να καταλάβετε: Το ματς στο οποίο έπαιξα ήταν στο Ζάγκρεμπ. Είχαμε λίγους φιλάθλους στο γήπεδο και καθώς μπήκαμε για προθέρμανση , άρχισαν να τραγουδούν εις βάρος μου. Χάσαμε, ήμασταν πολύ κακοί, έγινα αλλαγή στο 60' και σε εκείνο το σημείο ο κόσμος εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του προς το πρόσωπό μου.
Εκανα μια κουβέντα ξανά, μέσω του μάνατζέρ μου, με τους ανθρώπους της ομάδας και μου είπαν "όχι περίμενε". Συνέχισα να βρίσκομαι στην ομάδα, έκανα μια κουβέντα με τον προπονητή (σ.σ. Ιγκόρ Τούντορ). Του είχα πει ότι αν θέλει να φύγω, θα φύγω κι ότι δεν είχα πρόβλημα. Δεν είχα σκοπό να του δημιουργήσω πρόβλημα αν δεν με ήθελε στο ρόστερ. Αν από την άλλη ήθελε να είμαι στην ομάδα και να τον βοηθάω όποτε αυτός έκρινε, πάλι δεν είχα πρόβλημα. Δώσαμε τα χέρια, δεν πήρα κάποια απάντηση εκείνη την στιγμή και πέντε μέρες πριν λήξει η μεταγραφική περίοδος μού είπαν να λύσω το συμβόλαιο. Φανταστείτε ότι το διάστημα από 15 Ιουνίου μέχρι 25 Αυγούστου δεν είχε ξεκαθαριστεί τι θα γίνει με εμένα. Αυτός ήταν κι ο λόγος που σταμάτησα απότομα. Και σταμάτησα απότομα γιατί έλυσα τελευταία στιγμή το συμβόλαιό μου και από τις 25/8 μέσα σ' ένα πενθήμερο θα έπρεπε να πάρω μια απόφαση για το αν θα συνεχίσω την καριέρα μου στην Κύπρο. Είχα δύο προτάσεις από εκεί. Το σκέφτηκα αρκετά. Ήταν από τον Απόλλωνα Λεμεσού και την Ομόνοια. Αναφορικά με το οικονομικό σκέλος, ήμουν καλυμμένος, δεν είχα απαιτήσεις. Περισσότερο ήθελα να τα βρω με τον εαυτό μου για το αν ήθελα να αγωνίζομαι ή όχι.
Η άλλη μου εκκρεμότητα ήταν αφού έλυσα το συμβόλαιό μου με τον ΠΑΟΚ. Είχα μια εκκρεμότητα με την δεύτερή μου κόρη, γιατί εκείνες τις μέρες ήταν η βάπτισή της. Αυτό δεν επηρέαζε τόσο την απόφασή μου όσο η πίεση των ημερών εκείνων. Βασανίστηκα εκείνο το εξαήμερο και είπα να καθίσω ένα τετράμηνο - μέχρι τέλη Δεκεμβρίου - για να ξεδιαλύνω μέσα στο μυαλό μου τι θέλω να κάνω. Γι' αυτό δεν έβγαλα κάποια ανακοίνωση. Επί τρεις μεταγραφικές περιόδους συζητούσα με ομάδες, αλλά είχα αδειάσει τόσο πολύ μέσα μου από την πίεση που είχα εισπράξει, στη δεύτερη θητεία μου στον ΠΑΟΚ, σε σημείο που αυτό που αγαπούσα όσο οτιδήποτε άλλο, δεν ήθελα να συνεχίσω να το κάνω.
Μου άρεσε η οικογενειακή ζωή, η ελευθερία στην καθημερινότητά μου. Βέβαια και όσο ήμουν ποδοσφαιριστής δεν ένιωσα εγκλωβισμένος σ' ένα καβούκι γιατί μου άρεσε αυτή η ζωή. Η ζωή του ποδοσφαιριστή να ξυπνάς κάθε μέρα, να έχεις έναν συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας, πολλά ταξίδια και υποχρεώσεις. Ήμουν για μια δεκαετία μέλος της Εθνικής, τιμή και ευλογία για εμένα, αν και βέβαια με επηρέαζε πολύ στο χρόνο της ξεκούρασής μου. Κατά τη διάρκεια της χρονιάς υπήρχαν κάποια κενά στα προγράμματα και ξεκουράζονταν οι ομάδες. Εγώ ήμουν σε συνεχόμενα ταξίδια - το ίδιο και τα καλοκαίρια. Είχα την τύχη και τη χαρά να είμαι σε δύο Euro και δύο Μουντιάλ. Αυτό σήμαινε ότι καθόμουν τα καλοκαίρια 10-12 μέρες ενώ το σύνηθες ήταν 30.
Όλη αυτή η δική μου ποδοσφαιρική ζωή - γιατί ο καθένας είχε τα δικά του όρια - με είχε γεμίσει τόσο πολύ. Η πίεση που ό,τι συνέβαινε στον ΠΑΟΚ ήμουν εγώ ο πρώτος που δεχόταν τα πυρά με είχε φέρει σε μία θέση που με έκανε να μην θέλω να συνεχίσω να παίζω ποδόσφαιρο. Πάλευα, όμως, επί τρεις μεταγραφικές περιόδους και όσο περνούσε ο καιρός συνειδητοποιούσα ότι δεν θέλω άλλο να παίζω ποδόσφαιρο».
Σ' αυτές τις μεταγραφικές περιόδους που αναφέρεσαι, ποια ήταν η πρόταση που σε έκανε να είσαι πιο κοντά στο «ναι»;
«Η μία ήταν από τον Απόλλωνα Λεμεσού, εκείνο το πενθήμερο. Λίγο πριν από την επόμενη μεταγραφική περίοδο - πρέπει να ήταν Νοέμβριος αν δεν κάνω λάθος - βρέθηκα πάλι με τον ιδιοκτήτη του και τα είπαμε. Η άλλη ήταν από τον Πανιώνιο. Αυτές ήταν οι προτάσεις που σκέφτηκα περισσότερο. Εβαλα τον εαυτό μου στη διαδικασία να πω ότι οι πιθανότητες είναι πολλές να συνεχίσω εκεί. Μετά προσπάθησα να ταιριάξω στο μυαλό μου πώς θα λειτουργήσω με την οικογένειά μου. Αν θα μπορούσα να τους έχω μαζί μου, να τους αλλάξω τις συνήθειές τους ή αν θα πήγαινα εκεί μόνος. Το θέμα της οικογένειας θα το βόλευα, θα τους έπαιρνα μαζί μου, γιατί δεν θα μπορούσα να ζήσω μακριά από τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου. Περισσότερο ρόλο έπαιξε ότι μάλλον δεν ήθελα να συνεχίσω άλλο. Ήμουν εντελώς άδειος. Θεωρώ ότι δεν θα ήμουν αυτός που θα μπορούσα υπό άλλες συνθήκες».
Τι σου έλεγε η γυναίκα σου εκείνο το διάστημα;
«Μου έλεγε ότι είναι μαζί μου σε όποια απόφαση κι αν έπαιρνα. Ποτέ δεν μου είπε τι να κάνω. Πάντα θα έλεγε τη γνώμη της, αλλά δεν ήθελε να με επηρεάζει. Περνώντας όμως τα χρόνια, μετανιώνει που δεν με πίεσε παραπάνω να συνεχίσω. Τη γυναίκα μου τη γνώρισα στη δεύτερη θητεία μου στον ΠΑΟΚ, το 2010, και υπήρξαν κάποιες στιγμές που θα μπορούσα να φύγω από την ομάδα, αλλά για διάφορους λόγους αυτό δεν γινόταν.
Μία φορά που θα μπορούσα να φύγω, δεν το πίεσα, αν και ήταν λάθος. Ήταν τον Γενάρη του 2012 αν δεν κάνω λάθος και είχα πρόταση από την Φούλαμ. Είχε φύγει ο Κοντρέρας και είχε πάει στην Κόλο Κόλο κι ο Βιεϊρίνια στην Βόλφσμπουργκ. Εγώ είχα αυτήν την προσφορά και δεν μπήκα στη διαδικασία να συζητήσω εγώ με την ομάδα, μόνο ο μάνατζέρ μου. Εκεί θα έπρεπε να έχω πιέσει. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν τότε η διοίκηση, είχαν ήδη δύο απώλειες και αν είχαν και μια τρίτη... Ποτέ δεν το κουβέντιασα. Είναι κάτι όμως που έχω μετανιώσει, θα μπορούσα να το έχω επιδιώξει».
«Τη στιγμή που έκαιγε η μπάλα,
ποτέ δεν είχα τη στήριξη
που έπρεπε να έχω»
Ήταν λάθος σου που το 2010 επέστρεψες στον ΠΑΟΚ;
«Όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Ό,τι λάθος έκανα το έκανα εις βάρος του εαυτού μου και όχι της ΠΑΕ. Απ' όταν έφυγα και μετά, δημιουργήθηκε ένα κλίμα εις βάρος μου για να βγάλουν τις ευθύνες από πάνω τους στην ουσία. Είμαι ξεκάθαρος σε αυτό που λέω: Δεν λειτούργησα εις βάρος της ΠΑΕ το 2006. Συνέχισα να κάνω λάθος και θεωρούσα ότι αυτό εδώ θα εξομαλυνθεί και θα σβήσει με την πορεία, ενώ φούντωνε όσο έλειπα και δεν μιλούσα. Πολλοί παίκτες έχουν φύγει από τον ΠΑΟΚ, έχουν πάει σε ομάδες της Αθήνας, επέστρεψαν και δεν συνέβη τίποτα. Και σε πολλές περιπτώσεις δεν ωφελήθηκε η ΠΑΕ. Στη δική μου πήρε χρήματα, ενώ οι παίκτες ήταν πολύ καιρό απλήρωτοι.
Το 2010 ήθελα να επιστρέψω στον ΠΑΟΚ, είχα μια δελεαστική πρόταση να πάω στην Αγγλία σε ομάδα της Premier League, ενώ είχα τη δυνατότητα να ανανεώσω το συμβόλαιό μου στον Παναθηναϊκό. Εισέπραξα πολλή αγάπη στον Παναθηναϊκό και τα χρήματα που μου πρόσφεραν, όπως και από την Αγγλία, ήταν περισσότερα. Η ομάδα από την Αγγλία ήταν η Μπέρμιγχαμ, η οποία εκείνη τη σεζόν που θα μπορούσα να είχα πάει, τελικά υποβιβάστηκε και έκτοτε δεν ανέβηκε ποτέ ξανά».
Ήταν, όμως, λάθος η επιλογή σου στον ΠΑΟΚ;
«Αγωνιστικά το πρώτο μου πέρασμα ήταν σαφώς καλύτερο από το δεύτερο. Παρόλα αυτά θα σας πω ότι δεν είχα μόνο άσχημες εμπειρίες από το δεύτερο πέρασμα αλλά κι όμορφες στιγμές. Είχα τους ανθρώπους μου και την οικογένειά μου δίπλα μου, γνώρισα τη γυναίκα μου, κάναμε μια πολύ όμορφη οικογένεια. Είχαμε κάποιες σημαντικές επιτυχίες, πέρασα πολύ όμορφα και απλά θεωρώ ότι αυτό που διαιωνίστηκε, ήταν επειδή τη στιγμή που έκαιγε η μπάλα, ποτέ δεν είχα τη στήριξη που έπρεπε να έχω. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να ηρεμήσει αυτή η κατάσταση και να μην πηγαίνει από γενιά σε γενιά, επειδή κατά τη δική μου άποψη ήταν άδικο και εξυπηρετούσε κάποιους σκοπούς. Δεν χρειάζεται να μπούμε πιο βαθιά, ο καθένας μπορεί να καταλάβει. Είναι πολύ εύκολο όταν συμβεί ένα λάθος σ' έναν οργανισμό, να αποδοθούν κάπου ευθύνες».
Στον ΠΑΟΚ υπάρχει και το συνήθειο να φταίνε πάντα οι Έλληνες.
«Πολλές φορές έχω κάνει μια τέτοια κουβέντα και η απάντηση που έπαιρνα με τα παιδιά που συζητούσαμε ήταν πως σε όλους έλεγαν: "Εσείς καταλαβαίνετε". Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τη δική μας λογική στους άλλους ούτε άλλοι τη δική τους λογική σε εμάς. Ο καθένας έχει έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης και θεωρεί ότι βάσει αυτού θα πρέπει να λειτουργεί και δεν μπορούμε να αλλάζουμε μυαλά».
Ο ρόλος του Ιβάν Σαββίδη ποιος ήταν στο ότι σταμάτησες τελικά το ποδόσφαιρο;
«Παίζαμε με την Ξάνθη την 1η αγωνιστική και έκανα ένα ραντεβού με τον πρόεδρο πριν από το ματς. Δεν είχαμε πολύ χρόνο γιατί έπρεπε να πάει στο γήπεδο».
«Δέχτηκα καψόνι από τον Τούντορ, δεν ξέρω από που προήλθε, μα δεν με ενδιέφερε να μάθω»
Αυτό το ραντεβού έγινε αφού σου έχουν πει «λύνεται το συμβόλαιό σου»;
«Εγινε πριν λύσουμε το συμβόλαιο. Πήγα και τον βρήκα, δυστυχώς δεν υπήρχε πολύς χρόνος, έπρεπε να πάει στο γήπεδο και μου είπε "έλα να τα ξαναπούμε μετά το τέλος του αγώνα". Αν δεν πήγαινα δεν ξέρω ποια θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων. Είχα μιλήσει με τον προπονητή. Σας είπα και πριν ότι θα έκανα ό,τι ήθελε. Δώσαμε τα χέρια και από τότε δεν κάναμε καμία κουβέντα. Δυο-τρεις μέρες πριν από το ραντεβού με τον κύριο Σαββίδη δέχτηκα καψόνι από τον προπονητή. Δεν ξέρω από πού προερχόταν αυτό, χωρίς να είχε μεσολαβήσει τίποτα. Εκανα μόνος μου προπόνηση και μαζί με 3-4 παιδιά που είχαν έρθει με μεταγραφή κάναμε κοιλιακούς και παίζαμε μόνοι μας. Δεν ρώτησα ποτέ γιατί μου το έκανε αυτό, δεν μπήκα καν στη διαδικασία να πιάσω τον προπονητή να του μιλήσω. Είχα τρομερά νεύρα. Πρώτη φορά τα λέω αυτά. Δεν είχα κόντρα με τον Τούντορ. Όταν μιλάς με έναν άνθρωπο ξεκάθαρα, του λες ξεκάθαρα τις προθέσεις σου, ότι "είμαι διαθέσιμος για όλα" και ξαφνικά σε βάζει στην άκρη δέκα μέρες πριν τελειώσει η μεταγραφική περίοδος για να κάνεις κοιλιακούς, δεν βγάζει άκρη. Τώρα αν αυτό προερχόταν από τον ίδιο ή από κάποιον άλλον δεν ρώτησα να το μάθω ποτέ γιατί δεν με ενδιέφερε κιόλας. Δεν ασχολήθηκα καν. Ενιωσα ότι δεν μου αξίζει κάτι τέτοιο, ούτε μου άξιζε να μπω στη διαδικασία να το ψάξω. Ποτέ δεν το έκανα αυτό στην καριέρα μου και το πλήρωσα. Δεν έψαξα γιατί με έβριζαν, γιατί γίνονταν πράγματα πίσω από την πλάτη μου, πολλές φορές έγραφαν πράγματα που δεν ίσχυαν. Είναι πολύ εύκολο να σε κρίνω σαν άνθρωπο αν δεν σε γνωρίζω. Όταν όμως σε γνωρίσω, τότε θα καταλάβω πόσο μ@λ@κ@ς είμαι ή δεν είμαι γι' αυτά που είχα στο μυαλό μου».
Το ραντεβού με τον Σαββίδη τελικά έγινε;
«Επιδίωξα να γίνει, γιατί έπρεπε να αντιμετωπίσω μια τέτοια κατάσταση. Όταν νιώθω ότι δεν είμαι ευπρόσδεκτος - κι αυτό φυσικά δεν είχε να κάνει με τον ιδιοκτήτη αλλά με τον προπονητή ή κάποιον άλλον μετά τον προπονητή - ήθελα να φύγω. Εκεί έγινε η κουβέντα και λύθηκε η συνεργασία. Ο πρόεδρος μού πρότεινε να δουλέψω στις Ακαδημίες, του απάντησα ότι σ' αυτήν τη φάση δεν θα ήθελα να δουλέψω στις Ακαδημίες γιατί μια μικρή μερίδα οπαδών ήταν απέναντί μου κι αυτό το εισέπραξα στους δύο προκριματικούς που παίξαμε. Είχαμε παίξει και στην Τρνάβα, στη Σλοβακία. Και εκεί είχαμε φιλάθλους. Όσοι δεν παίξαμε κάναμε κάποια ανοίγματα και εκεί με έβριζαν εν χορώ. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, που δεν με ήθελε ο προπονητής, γιατί να μείνω;
Του είπα λοιπόν: "Πρόεδρε, από τη στιγμή που δεν ξέρω αν θέλω να συνεχίσω να παίζω ποδόσφαιρο ή αν θέλω να σταματήσω, αυτός είναι ένας λόγος που δεν θέλω να δουλέψω στις Ακαδημίες κι ο άλλος είναι πως ήταν τόσο τεταμένη η ατμόσφαιρα, αν τελικά σταματούσα, που πάλι θα αντιμετώπιζα αυτήν τη μερίδα η οποία με κάθε ευκαιρία θα έβρισκε αφορμή για να είναι απέναντί μου".
Δεν είχε νόημα να είσαι κάπου και να αντιμετωπίζεις καταστάσεις που δεν σου αξίζουν και δεν υπάρχει και λόγος. Όταν εργάζεσαι στις Ακαδημίες, πρέπει να περάσεις στα παιδιά τα δικά σου βιώματα, να τους μάθεις πράγματα και να τους δίνεις. Δεν πρέπει να έχεις απέναντί σου κάποιους που θα εξαπολύουν βέλη προς εσένα. Δεν θα μπορείς να είσαι ήρεμος. Ο τελικός αποδέκτης δεν θα ήμουν εγώ αλλά τα παιδιά. Αυτά είναι το μέλλον της ομάδας. Από εκείνο το διάστημα και μετά είχα τρεις συνομιλίες: Δύο με τον πρόεδρο και άλλη μία με τον γιο του προέδρου. Δεν έχει συμβεί κάτι άλλο».
«Δεν νιώθω ότι έχει κλείσει η πόρτα του ΠΑΟΚ, αλλά...»
Νιώθεις ότι η πόρτα του ΠΑΟΚ έχει κλείσει;
«Δεν νιώθω ότι είναι κλειστή η πόρτα του ΠΑΟΚ από την πλευρά του ιδιοκτήτη. Νας σας το γενικεύσω λίγο: Όταν είσαι στο σπίτι σου και έχεις κάποιους που δεν θέλουν να είσαι εκεί μέσα, δεν νιώθεις σαν στο σπίτι σου. Ετσι δεν είναι; Οι αποφάσεις που πρέπει να παίρνουμε δεν πρέπει να είναι βάσει του τι θέλουν οι άλλοι αλλά βάσει του τι θέλουμε εμείς και να τα ζυγίζουμε».
Αυτός είναι ο λόγος που δεν πηγαίνεις στο γήπεδο;
«Γήπεδο πηγαίνω πολύ σπάνια. Τα πρώτα χρόνια πήγαινα, 1-2 ματς τα έβλεπα. Στη φιέστα πήγα και μπορεί να πήγα μετά και σε κάποιο άλλο ματς. Όσο είναι η κατάσταση με τον κορονοϊό δεν έχω πάει. Εχω πάει όμως στο μπάσκετ. Δεν έχω πρόβλημα στο να πάω λόγω του κόσμου, μου αρέσει να βλέπω τα ματς με ησυχία στο σπίτι μου, με γεμίζει περισσότερο. Τα ματς της ομάδας κατά 90% τα βλέπω. Μόνο αν έχω κάποια οικογενειακή υποχρέωση δεν θα δω τους αγώνες του ΠΑΟΚ».
Είσαι οπαδός του ΠΑΟΚ;
«Δεν θέλω να λαϊκίσω, δεν υπάρχει λόγος. Χωρίς να υπονοώ ότι όποιος λέει τι ομάδα είναι λαϊκίζει. Ο καθένας έχει τα βιώματά του, δεν μου αρέσει να προκαλώ. Το μόνο πράγμα που γνωρίζουν όλοι είναι ότι από μικρός ήμουν ΠΑΟΚ, υπήρξα επαγγελματίας που πήρε κάποιες αποφάσεις και συνεχίζω να είμαι ΠΑΟΚ. Όλοι κρινόμαστε για αυτά που κάνουμε».
«Δεν περίμενα κάτι από τον Σαββίδη»
Πηγαίνοντας στο ραντεβού με τον Σαββίδη περίμενες να ακούσεις κάτι άλλο;
«Όχι. Όταν ο προπονητής σε βάζει στην άκρη, ξέρει τι συμβαίνει».
Δηλαδή δεν περίμενες μια πιο δυναμική στάση εκ μέρους του Σαββίδη;
«Μα δεν περίμενα κάτι. Δεν μπορώ να πω ότι έχω παράπονο από την οικογένεια Σαββίδη. Αν δεν σε θέλει κάποιος, δεν έχει νόημα να είσαι εκεί. Αν δεν σε θέλει ο προπονητής... Στη δική μου περίπτωση ή ο προπονητής δεν ήθελε ποτέ να μου πει ότι δεν με θέλει ή απλά έκανε το χατίρι κάποιου άλλου. Δεν ασχολήθηκα ποτέ, δεν με ενδιέφερε. Ποτέ δεν ήθελα να είμαι κάπου όπου δεν με ήθελαν».
«Εβλεπα όνειρα ότι έβαλα γκολ και ότι ήμουν ανακουφισμένος. Ξυπνούσα και έλεγα "ω ρε γαμώτο. Δεν είναι αλήθεια"»
Όλα αυτά τα χρόνια τι έχεις κρατήσει από τον ΠΑΟΚ;
«Τα πάντα, πολύ όμορφες στιγμές».
Ποια ήταν η πιο όμορφη;
«Πολλές, δεν ξέρω...
Η πρώτη στιγμή που έπαιξα σε επίσημο παιχνίδι και λίγο μετά έβαλα και το πρώτο γκολ, το Κύπελλο που πήραμε το 2003, παρότι δεν έπαιξα στον τελικό αλλά στα προηγούμενα παιχνίδια, η πρόκριση στο Ζάγκρεμπ, η χρονιά που βρήκαμε τρίτοι για προκριματικά στο Champions League, η νίκη στο Λονδίνο επί της Τότεναμ, το παιχνίδι με τη Φενέρμπαχτσε στην Κωνσταντινούπολη, θεϊκή βραδιά».
Ποιο είναι το πιο όμορφο γκολ σου με τον ΠΑΟΚ;
«Το ψαλιδάκι με την Κέρκυρα, ένα γυριστό κόντρα στον Ατρόμητο».
Το πιο μεγάλο γκολ;
«Ε, νομίζω κόντρα στην Τότεναμ. Και αυτό στο Ζάγκρεμπ».
Επειδή αναφέρθηκες στην πίεση και στις αποδοκιμασίες που δεχόσουν, ποιο είναι το γκολ που σημείωσες και το θεώρησες ως ανακούφιση και ως απάντηση;
«Εγώ έπρεπε να απαντάω συνέχεια».
Στην Ιρλανδία κόντρα στη Σάμροκ είχες βάλει δύο γκολ και σε έβριζαν. Στο δεύτερο γκολ είχες πάει και πανηγύρισες μόνος σου στον προβολέα.
«Και στην Τότεναμ το ίδιο είχα κάνει. Κοιτάξτε, όταν σε κάποιες φάσεις έγραφαν κάτι για εμένα, το οποίο το θεωρούσα πολύ άδικο, επεδίωξα να καλέσω αυτόν που το έγραψε για να τον ρωτήσω γιατί το έκανε. Δεν ζητούσα να μη με κρίνουν ή να μην γράψουν την άποψή τους, ακόμη κι αν διαφωνώ. Αλλά γιατί εξέφραζε κάτι που δεν ίσχυε και ήταν λάθος; Μου λέει "έτσι το είδα. Επειδή περιμένουμε πολλά από εσένα, θα πρέπει να είμαστε πιο αυστηροί". Έπειτα τι κουβέντα να κάνω; Την αυστηρότητα πρέπει να την έχεις στο ίδιο ζύγι για όλους. Όλοι παίζουμε μπάλα».
Ποια ήταν η στιγμή που έσκασες και είπες δεν αντέχω άλλο;
«Πολλές. Και ζήτησα πολλές φορές στη δεύτερη θητεία μου να λύσω το συμβόλαιο και να φύγω. Και πριν ζητήσω να φύγω, ζήτησα να με στηρίξουν και να πάρω αυτά που μου αναλογούν. Το μερίδιο της ευθύνης που μου αναλογούσε δηλαδή. Όταν αυτό δεν γινόταν, ζητούσα να φύγω, να βρίσκαμε μια λύση, να με πουλούσαν και να έφευγα. Κάθε φορά που δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα είχα δύο τηλεφωνήματα. Ένα από τη μητέρα μου και ένα από τη γυναίκα μου. Και οι δύο με ρωτούσαν αν μπήκα στο αμάξι για να γυρίσω στο σπίτι, γιατί φοβόντουσαν. Έχω φύγει με τον Κωστάκη τον Μιχαηλίδη τον φυσιοθεραπευτή και έχει φάει πέτρα στο αμάξι του. Υπήρχε μια κλούβα και το αμάξι ήταν ακριβώς έξω από τα αποδυτήρια. Μπήκαμε και φύγαμε σφαίρα. Όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, έβλεπα όνειρα ότι έβαλα γκολ και ότι ήμουν ανακουφισμένος. Ξυπνούσα και έλεγα "ω ρε γαμώτο. Δεν είναι αλήθεια". Δεν θέλω να περιαυτολογήσω, αλλά κάνοντας flash back στην ποδοσφαιρική μου ζωή, θεωρώ ότι είμαι ένας ποδοσφαιριστής που πέτυχε πολύ σημαντικά πράγματα, νιώθω ευλογημένος, χωρίς να είμαι ένας μεγάλος και ποιοτικός παίκτης. Ήμουν ωστόσο ένας ποδοσφαιριστής που πάλεψε πολύ για να κυνηγήσει τα όνειρά του και να πετύχει κάποιους στόχους. Θεωρώ ευλογία να παίξεις σε δύο Euro και σε δύο Μουντιάλ, να παίξεις σε μεγάλες ομάδες όπως ο ΠΑΟΚ και ο Παναθηναϊκός».
Είσαι και ο πρώτος Έλληνας που σκόραρες σε Παγκόσμιο Κύπελλο.
«Αυτό είναι ένα κομμάτι της ιστορίας που το κρατάω μέσα στην καρδιά μου και όταν το βλέπω στα social media ανατριχιάζω. Θα ξαναπώ ότι δεν ήμουν κάποιος που είχα περίσσιο ταλέντο. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά μου ήταν ότι έσκυβα το κεφάλι και δούλευα. Πήρα περισσότερα από αυτά που δικαιούμουν από θέμα ποιότητας. Προσπέρασα αυτό το κομμάτι με τη δουλειά και με το πόσο φιλότιμος ήμουν. Θυσιαζόμουν για ένα κοινό στόχο, του συνόλου. Γι' αυτό κατάφερα να σταθώ σε υψηλό επίπεδο για τόσα χρόνια. Δύσκολα θα άντεχε ένας άνθρωπος αυτό που έκανα εγώ, το να μείνω πέντε χρόνια στον ΠΑΟΚ στη δεύτερη θητεία μου στην ομάδα. Αν έβαζες 100 ποδοσφαιριστές, δεν ξέρω ποιος θα το κατάφερνε.
Εγώ νιώθω υπερήφανος για τον εαυτό μου. Δεν είναι δικαιολογία στο ότι δεν είχα καλή θητεία σε σχέση με την πρώτη. Πραγματικά δεν ήταν εύκολο και δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να αντέξει κάτω από αυτές τις συνθήκες».
«Ονειρευόμουν ότι είχα βάλει το γκολ στον τελικό Κυπέλλου εναντίον του Παναθηναϊκού»
Ποιο γκολ ονειρευόσουν ότι έβαλες και δεν είχες βάλει;
«Δύο. Παίζαμε τελικό Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό. Ήταν κομβικό σημείο που πραγματικά θεωρώ ότι αν παίρναμε το Κύπελλο θα άλλαζε η κατάσταση γύρω από το πρόσωπό μου και όχι για λίγο, θα είχε συνέχεια. Ήμασταν καλύτεροι στο πρώτο ημίχρονο. Έγινε μια σέντρα και ήταν ο κοντούλης (σ. εννοεί τον ίδιο) που πήδηξε για κεφαλιά στη μικρή περιοχή.
Χτύπησε η μπάλα στο οριζόντιο δοκάρι κι έφυγε έξω. Εκείνη ήταν μια φάση, μια στιγμή που πραγματικά λέμε "δοκάρι κι έξω κυνηγμένος, δοκάρι και μέσα Θεός". Άλλη μια φάση στο ίδιο παιχνίδι. Έκανε ο Λούκας μια προσπάθεια στο ίδιο ημίχρονο από αριστερά, έβγαλε τη σέντρα, η μπάλα κόντραρε και άλλαξε πορεία. Έτρεξα να την προλάβω με προβολή, αλλά αυτή πέρασε σύριζα από το πόδι μου και δεν πρόλαβα να τη σπρώξω μέσα. Αυτό είναι παιχνίδι που θα ήθελα να το ξαναπαίξω. Εν τω μεταξύ την επόμενη μέρα βάπτιζα τη μεγάλη μου κόρη στη Θεσσαλονίκη, λίγο έξω. Τη μεθεπόμενη είχαμε επίσκεψη στη Νέα Μεσημβρία. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Κάποιους τους αποθέωναν».
Στη βάπτιση όμως δεν είχες προβλήματα έτσι;
«Όχι, όχι».
Και στη Θεσσαλονίκη όμως, από τη στιγμή που επέλεξες να ζήσεις εδώ, δεν νομίζουμε πως είχες προβλήματα με τους οπαδούς...
«Πολύ μεμονωμένα και πολύ αραιά. Τον χαζό θα τον συναντήσεις παντού. Δεν θα άλλαζα και τη ζωή μου για 10-20-50 ανθρώπους».
«Μου έλεγαν υποτιμητικά "ο επαγγελματίας" όταν πήρα μεταγραφή στον Παναθηναϊκό»
Τι θυμάσαι από τις μέρες που είχε προκύψει η πρόταση από τον Παναθηναϊκό;
«Ουσιαστικά εγώ δεν μιλούσα με κάποιον από τον Παναθηναϊκό, μόνο με τον μάνατζέρ μου, τον Ευαγγελόπουλο και τον Αγγελή. Ο Ευαγγελόπουλος μιλούσε με τον Παναθηναϊκό».
Ήταν μια περίοδος που είχαν διαστρεβλωθεί πολύ τα πράγματα.
«Μιλάμε για ένα επαγγελματικό ποδόσφαιρο, για μια πώληση ποδοσφαιριστή, πήρε η ομάδα 2 εκατ. ευρώ, τρεις παίκτες πληρωμένους, όλο το προσωπικό του γραφείου και οι παίκτες πήραν σε μια μέρα οφειλές επτά μηνών. Δεν έχει λογική αυτό. Μου έλεγαν υποτιμητικά "ο επαγγελματίας". Ναι επαγγελματίας είμαι, γιατί το λες υποτιμητικά; Με πικάρεις; Επαγγελματίας είμαι, το λένε τα χαρτιά και η πορεία μου. Άσχετα αν είμαι ΠΑΟΚ. Όλοι αυτοί οι επαγγελματίες που παίζουν σε ομάδες, δεν υποστηρίζουν κάποια ομάδα; Απλά εγώ είχα την τύχη και την ευλογία να ξεκινήσω από την ομάδα που υποστήριζα. Το θεωρώ τύχη και ευλογία, άσχετα που μου γύρισε μπούμερανγκ».
Γι' αυτό εκτέλεσες και το πέναλτι στο πρώτο ντέρμπι Παναθηναϊκός - ΠΑΟΚ μετά τη μεταγραφή σου;
«Τα χτυπούσε ο Δημήτρης Παπαδόπουλος κι εγώ. Έτσι ήταν η σειρά. Πάω να του πω καλή επιτυχία και μου λέει "βάρα το". Το εκτέλεσα εγώ. Τι να του έλεγα; Δεν το χτυπάω; Εκείνη τη στιγμή ο Δημήτρης μπορεί να ήθελε να το κάνει αυτό προς όφελός μου. Δεν ήξεραν τα παιδιά στην Αθήνα τι επικρατεί σε μια άλλη πόλη. Μόνο εγώ σε όλο τον πλανήτη χτύπησα πέναλτι σε βάρος πρώην ομάδας μου; Γιατί να μην εκτελέσω το πέναλτι; Αφού με πληρώνει ο άλλος. Ο προπονητής έχει πει είναι "αυτός κι αυτός"».
«Και τι δεν άκουσα όταν επέστρεψα στην Τούμπα»
Γι' αυτό πιστεύεις πως ήταν δύσκολη η πρώτη φορά που επέστρεψες στη Θεσσαλονίκη για να παίξεις πρώτη φορά τον ΠΑΟΚ ως αντίπαλος; Έπαιξες για 45 λεπτά και έγινες αλλαγή...
«Μου λέει ο Μουνιόθ στο ημίχρονο: "Είσαι καλά; Μπορείς;". Του λέω "ναι". Και μου απαντά: "Ok, κάτσε έξω". (γέλια). Έβραζε η Τούμπα. Εντάξει, ήταν δύσκολο».+
Ποιο ήταν το χειρότερο πράγμα που άκουσες εκείνο το βράδυ;
«Και τι δεν άκουσα. Είχαν ρίξει και φέιγ βολάν στη γειτονιά μου στην Πολίχνη να τα δουν οι γονείς μου. Δεν θυμάμαι τι γραφόταν πάνω σ' αυτά. Ήμουν στο ξενοδοχείο και μου το είπαν».
Θυμάσαι να σου είπαν κάτι οι δικοί σου;
«Ποτέ δεν έβγαλαν αυτό που ενδεχομένως εισέπρατταν ή ένιωθαν. Ποτέ δεν με φόρτωσαν παραπάνω σχετικά με αυτά που συνέβαιναν στη Θεσσαλονίκη ενώ εγώ βρισκόμουν στην Αθήνα».
Σ' εκείνους δεν έτυχε κάτι άσχημο στη Θεσσαλονίκη έτσι;
«Απ' όσο γνωρίζω όχι. Έχω ακούσει μόνο από τρίτους. Ο πατέρας μου ήταν στο ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, ενεργός άνθρωπος, συνέχεια κυκλοφορούσε. Έχω ακούσει κατά καιρούς από τρίτους ότι κάποιοι ανεγκέφαλοι έβριζαν ενώ ήταν μέσα ο πατέρας μου, εσκεμμένα, για να τα ακούει αυτός. Μου το έχουν πει 2-3 άνθρωποι, αλλά ποτέ δεν ήρθε να μου το πει ο πατέρας μου».
«Η Αθήνα με τρόμαζε, δεν ήξερα που θα βάλω βενζίνη αν πάω να μείνω»
Πώς θυμάσαι τις πρώτες ημέρες στην Αθήνα; Ποιες ήταν οι διαφορές που βίωσες σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη και ποιες διαφορές παρατήρησες σε σχέση με τις ομάδες;
«Η Αθήνα με τρόμαξε στην αρχή. Φτάνω στην Αθήνα και λέω "ωχ Παναγία μου αν πάω να μείνω από βενζίνη πού θα βάλω;". Ένα τέτοιο πράγμα. Λες και είχα κατέβει από το βουνό στην πόλη. Σιγά σιγά άρχισα να τη συνηθίζω. Πολύ όμορφη πόλη, γρήγοροι ρυθμοί, πολύ το άγχος. Πρέπει να έχεις τη δυνατότητα να επιλέξεις ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωή για να είσαι ευτυχισμένος.
Στη Θεσσαλονίκη αυτή η δυνατότητα σου δίνεται πιο εύκολα. Είναι πιο μικρή, έχει λιγότερο άγχος. Αυτό το "χαλαρά" με δύο "λ" δεν βγήκε τυχαία. Αν θες να επιλέξεις μια ήρεμη οικογενειακή ζωή σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο, προσφέρεται γι' αυτό η Θεσσαλονίκη. Αν θέλεις να ζεις στα όρια και στα κόκκινα, η Αθήνα είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία. Αν είσαι βιοπαλαιστής, ναι μεν οι ευκαιρίες στην Αθήνα είναι περισσότερες, αλλά είναι προτιμότερο να βρίσκεται κανείς στη Θεσσαλονίκη. Και οι δύο είναι όμορφες πόλεις, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Ο Παναθηναϊκός ήταν μια υγιής ομάδας, νοικοκυρεμένη, η οποία προστάτευε αρκετά τους αθλητές. Υπήρχε η ομπρέλα του Βαρδινογιάννη. Υπήρχε μια ηρεμία. Σου πρόσφεραν τα πάντα κι εσύ απλά έπρεπε να παίζεις ποδόσφαιρο. Όσον αφορά τις ομάδες, και θα αναφερθώ στις περιόδους που τις έζησα εγώ διότι αν μιλήσουμε για το σήμερα, ο ΠΑΟΚ είναι ένα επίπεδα πάνω από τον Παναθηναϊκό, ουσιαστικά έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι το πώς έζησα εγώ τα πράγματα σε σχέση με το πώς είναι σήμερα. Στην τετραετία μου στον Παναθηναϊκό η ομάδα ήταν υπό την ομπρέλα του Βαρδινογιάννη και εν συνεχεία του Πατέρα.
Είχες την Παιανία όπου σου πρόσφεραν τα πάντα. Είχες ασφάλεια από το φαγητό, μέχρι το κρεβάτι και τον ύπνο. Δεν νιώσαμε ιδιαίτερη πίεση από πλευράς κόσμου, παρότι τα προηγούμενα χρόνια είχαν. Ο ΠΑΟΚ της πρώτης μου θητείας σε σχέση με τη δεύτερη είχε ταράστια διαφορά στην εξέλιξη των πραγμάτων. Όταν επέστρεψα προ Ιβάν Σαββίδη βρήκα σαφώς πολύ καλύτερα τα πράγματα. Όταν δούλευαν στα γραφεία 3-4 άτομα, ξαφνικά τα 4 έγιναν 44-64. Πιο οργανωμένη κατάσταση. Έμπαιναν τα πρώτα λιθαράκια της μεταμόρφωσης και της αλλαγής της ομάδας. Σήμερα ο ΠΑΟΚ μαζί με τον Ολυμπιακό είναι οι καλύτερες ομάδες στην Ελλάδα, αγωνιστικά και οργανωτικά. Έχουν την οικονομική δυνατότητα να προσφέρουν τα πάντα στους αθλητές».
Τι άνθρωπος ήταν ο Βαρδινογιάννης;
«Μια - δυο φορές μίλησα μαζί του, ανταλλάξαμε δυο - τρεις κουβέντες. Την ημέρα της μεταγραφής και άλλες δυο φορές στην Παιανία. Είναι άνθρωπος ο οποίος κερδίζει τον σεβασμό σου. Δεν μπορείς εύκολα να πας να του μιλήσεις. Πολύ σοβαρός κύριος και επιχειρηματίας. Αυτή είναι η εικόνα που έχω εγώ».
Ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟΚ προσπαθούν να μαζεύουν ό,τι καλύτερο υπάρχει στην Ελλάδα; Μπορεί ο ΠΑΟΚ να ξαναβγάλει έναν ποδοσφαιριστή όπως εσύ;
«Όχι μόνο έναν. Βγαίνουν παίκτες κατά καιρούς που αγωνίζονται στην πρώτη ομάδα και είναι βασικοί σε σύνολο που διεκδικεί πρωτάθλημα.
«Εμείς ήμασταν με το walkman και το game boy και τώρα είσαι με ένα κινητό που έχεις μέσα σ' αυτό το πάντα»
Στην Ευρώπη δεν είχε ο ΠΑΟΚ να δηλώσει γηγενείς, δήλωσε 23 παίκτες. Κι αυτό φαίνεται να είναι συνολικό για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο αναπληρωματικός πρόεδρος της ΕΠΟ Παναγιώτης Δημητρίου πρόσφατα έκανε μια δήλωση, σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να υπάρχουν 4 Ελληνες στην 11άδα.
«Αυτό είναι θέμα συντονισμού. Όταν έχεις την αφρόκρεμα της Ελλάδας όσον αφορά στις αναπτυξιακές ηλικίες, από εκεί και πέρα είναι θέμα συντονισμού για να έχεις κάποια παιδιά στην πρώτη ομάδα. Ταλέντο υπάρχει, σε τι επίπεδο υπάρχει κι ανάλογα τη φουρνιά, οι άνθρωποι που είναι μέσα στην ομάδα έχουν πιο σαφή εικόνα και μπορούν να απαντήσουν καλύτερα».
Νιώθεις ότι κυριαρχούν οι ξένοι σε σχέση με τους Ελληνες; Ασε τον ΠΑΟΚ, γενικά για τις ελληνικές ομάδες.
«Η οικονομική κρίση σίγουρα δίνει ευκαιρίες σε κάποια παιδιά, που άλλες εποχές δεν τις είχαν. Το θέμα είναι κατά πόσο αυτό μπορεί να γίνει πράξη και πόσο συμβαίνει στις ομάδες. Αυτή η κρίση δίνει την ευκαιρία στις ομάδες να αγοράσουν και πιο φθηνά από την Ευρώπη. Είναι θέμα πολιτικής της κάθε ομάδας όμως, συντονισμού και οργάνωσης».
Ο Κούτσιας βλέπεις να έχει την εξέλιξη που περιμένουν όλοι να έχει;
«Είναι πολύ καλός ποδοσφαιριστής, είναι το μεγαλύτερο ταλέντο. Τον έχω δει, τον έχω παρακολουθήσει. Εχει πολύ καλή σχέση με την αντίπαλη εστία, σκοράρει εύκολα, είναι πιτσιρίκος, είναι εκρηκτικός, έχει καλή επαφή με τη μπάλα.
Είναι ποιοτικός και μακάρι να έχει συνεχή ανοδική πορεία. Απλά αυτό που θα σας πω είναι ότι έχει ανοίξει τόσο πολύ η αγορά στο ποδόσφαιρο που αυτά τα παιδιά που έχουν φτάσει στο σημείο να παίζουν, να θέλουν να κάνουν το άλμα της Ευρώπης. Είναι πολύ φυσιολογικό αυτό να συμβαίνει».
Όλη αυτή η κουβέντα για τα «wonderkids», ότι έρχονται να τα δουν Ντόρτμουντ, Ίντερ... τα βγάζουν έξω από την πορεία των παιδιών;
«Εγώ είμαι άνθρωπος που θέλω να προσαρμόζομαι με την εξέλιξη των πραγμάτων. Όταν ακούω να λένε: "Εμείς στην εποχή μας τότε...", μου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο. Δεν μου αρέσει. Τα πράγματα εξελίσσονται, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο αλλά και στη ζωή. Εμείς ήμασταν με το walkman και το game boy και τώρα είσαι με ένα κινητό που έχεις μέσα σ' αυτό το πάντα. Ετσι είναι και το ποδόσφαιρο. Τα ερεθίσματα είναι τόσα πολλά, κάνουμε κάτι αυτήν τη στιγμή κι αν κάνω live, μπορεί να με δει 100.000 κόσμος - ανάλογα με τους ακολούθους που έχει ο καθένας. Η δημοφιλία ενός αθλητή παίρνει τέτοια διάσταση που πραγματικά είναι ασύλληπτη σε σχέση με τότε. Όταν ένα παιδί που ασχολείται με τον αθλητισμό και είναι από μια μεσαία τάξη, την αστική, και ξαφνικά αποκτά φήμη και χρήμα, πόσο εύκολο είναι να το διαχειριστεί αυτό; Πρέπει να υπάρχουν βάσεις από την οικογένειά του και να μπορεί να τα διαχειριστεί αυτά εδώ, να τα κοντραλάρει. Και πάλι είναι δύσκολο. Επομένως, είναι εύκολο να κατηγορήσεις ένα παιδί για το πώς το χειρίζεται αυτό που του συμβαίνει, αλλά εσύ ως 18χρονος πιθανόν να μην μπορούσες ούτε εσύ να το ελέγξεις».
Μπορεί να κάναμε και χειρότερα...
«Το πιο πιθανό είναι να κάναμε, όλοι μας. Επομένως δεν θα έλεγα ότι είναι κάτι φυσιολογικό, αλλά κάτι που είναι πολύ δύσκολο να το διαχειριστείς. Όταν σου δίνεται από πολύ μικρός η δυνατότητα να αποκτήσεις δημοφιλία, χρήματα, να έχεις μια αξία... Η διαφήμιση, ακόμα και το scouting, έχει εξελιχθεί τόσο πολύ, που γι' αυτά τα παιδιά ξέρουν από τα 15 - 16 τους αν ξεχωρίσουν. Παλαιότερα έπρεπε να παίξεις, να κάνεις τη διαφορά. Σου δινόταν πιο δύσκολα η ευκαιρία. Γιατί να μην πάει στην Ευρώπη και να δοκιμάσει εκεί τις αντοχές του;».
«Ο Πατέρας σεβάστηκε την επιθυμία μου να επιστρέψω στον ΠΑΟΚ»
Πάμε στον Παναθηναϊκό. Πώς βίωσες την προσαρμογή σου σε μια νέα ομάδα που είχε στόχο να επιστρέψει στην κορυφή;
«Ήταν εύκολη γιατί είχα την τύχη να ξεκινήσω πάρα πολύ καλά. Ήμουν εκεί μόλις τρεις μέρες και με φώναξε ο προπονητής, ο Μπάκε. Μου λέει "πώς είσαι;". Με ξεκίνησε βασικό στο πρώτο παιχνίδι και έβαλα τρία γκολ. Είχα την τύχη λοιπόν να ξεκινήσω πολύ δυναμικά και αμέσως να δημιουργήσω μια συμπάθεια προς το πρόσωπό μου και κύλησε έτσι.
Νομίζω ότι η σχέση που είχα με τον κόσμο και την ομάδα του Παναθηναϊκού ήταν μια σχέση ειλικρίνειας και σεβασμού και αυτό ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος παρότι στην τελευταία χρονιά υπήρξε περίεργο κλίμα όσον αφορά στο δικό μου μέλλον, όχι στη σχέση μου με την ομάδα. Ήταν η χρονιά του νταμπλ που όλα πήγαιναν καλά, αλλά εγώ είχα ήδη πάρει την απόφασή μου να γυρίσω στον ΠΑΟΚ.
Η αλήθεια είναι ότι δέχτηκα πολλή πίεση. Εκτιμώ ιδιαίτερα την κουβέντα που είχα κάνει με τον κύριο Πατέρα. Κάποια στιγμή είχε φτάσει ο κόμπος στο χτένι και έπρεπε να του δώσω μια απάντηση. Του είπα: "Πρόεδρε, έχω πάρει την απόφασή μου, θέλω να επιστρέψω στον ΠΑΟΚ". Και μου είπε: "Το σέβομαι απλά προσπάθησε μην το μάθει κανένας, γιατί θα σε κυνηγούν και εδώ και στη Θεσσαλονίκη. Συγκεντρώσου εδώ να εκπληρώσουμε τους στόχους μας".
Αυτό εγώ το εκτίμησα πολύ. Ουσιαστικά με ξαλάφρωσε πάρα πολύ. Δεν με πίεσε και ήξερα ότι δεν θα βιώσω κάποιο πόλεμο».
Ήταν και μια χρονιά που η ομάδα πήρε το νταμπλ.
«Υπήρχαν επιλογές, θα μπορούσα να μπω στο περιθώριο και θεωρώ ότι επειδή υπήρξε μια σχέση σεβασμού και ειλικρίνειας το εκτίμησαν αυτό που τους είπα».
Και η διοίκηση σε χρησιμοποίησε σωστά όμως.
«Θεωρώ ότι κι ο κύριος Πατέρας αλλά κι ο προπονητής, ο κύριος Νιόπλιας, είχαν μια εκτίμηση στο πρόσωπό μου. Το εισέπραττα αυτό».
«Μου έμεινε η ρετσινιά στον ΠΑΟΚ, ήταν αγάπη που γύρισε σε μίσος»
Στον Παναθηναϊκό πήρες την αγάπη που ενδεχομένως να μην έλαβες στον ΠΑΟΚ;
«Κοιτάξτε, επικεντρωθήκαμε πιο πριν στα αρνητικά κομμάτια. Ο κόσμος του ΠΑΟΚ εμένα μού έχει δείξει απίστευτη αγάπη. Και ξέρετε τι γίνεται; Από τη στιγμή που εισπράττεις πολλή αγάπη, όταν θα πάρεις και το κακό, θα είναι αυτό που θα μείνει στην επιφάνεια και θα δημιουργήσει περισσότερη φασαρία. Προσπαθείς όμως να το διαχειριστείς. Ακόμη και σήμερα ο κόσμος με πλησιάζει και μου εκφράζει την αγάπη και το σεβασμό του. Απλά, όταν υπάρχει μια μικρή μειοψηφία που θέλει να σου δημιουργήσει πρόβλημα, είναι πολύ δύσκολο να πας απέναντί τους και να τους αντιμετωπίσεις. Είναι αυτό που μένει μέσα σου και σε τρώει. Πραγματικά έχω εισπράξει πολλή αγάπη από τον ΠΑΟΚ και από τον Παναθηναϊκό, αλλά πιο έντονη είναι από τον κόσμο του ΠΑΟΚ. Το διάστημα που ήμουν στον Παναθηναϊκό με αγάπησαν και με εκτίμησαν. Αυτό φάνηκε και μετά που έπαιξα αντίπαλός τους. Πάντα με χειροκροτούσαν και ήταν αυτό το αληθινό που έμενε στα 90'. Με τον κόσμο του ΠΑΟΚ ήταν μια στοργική σχέση αγάπης για το 90% και για το άλλο 10% ήταν μια αντίδραση στην αγάπη που είχαν στο πρόσωπό σου γιατί πίστευαν ότι τους πρόδωσες. Κι αυτό ήταν αγάπη που γύρισε σε μίσος».
Προδοσία που έφερε πάνω απί1.600.000 ευρώ στα ταμεία της ομάδας.
«Εντάξει, πλέον έχουν αλλάξει τα πράγματα απλά σε 'μένα έμεινε αυτή η ρετσινιά.
Όμως, το είπα και πριν, δεν λειτούργησα ποτέ εις βάρος της ομάδας ούτε έκανα προσφυγή για να μην πάρει λεφτά η ομάδα και να φύγω μέσα σε μία νύχτα - κάτι που μπορούσα να κάνω, αλλά είχα δώσει εντολή στο μάνατζέρ μου και του είχα πει: "Δεν θέλω να φύγω ελεύθερος αλλά με ψηλά το κεφάλι". Επρεπε να φύγω με το κεφάλι ψηλά και ανοιχτό το στόμα, αλλά έφυγα με ψηλά το κεφάλι και κλειστό το στόμα μου. Αυτό ήταν το λάθος».
Η ομάδα του νταμπλ στον Παναθηναϊκό, ήταν το πιο δυνατό σύνολο στο οποίο έπαιξες ή όχι;
«Ναι, νομίζω ναι. Κι η Εθνική ομάδα βέβαια αλλά όσον αφορά σε συλλογικό επίπεδο ναι. Ήταν και στη χρονιά της επιστροφής μου στον ΠΑΟΚ που είχαμε πολύ καλή ομάδα. Απλά ο ανταγωνισμός ήταν τόσος μεγάλος που κι οι ομάδες της Αθήνας είχαν πολύ καλές ομάδες».
Είναι άδικο για τους παίκτες να ακούν ότι οι ομάδες τους παίρνουν τα πρωταθλήματα με τη βοήθεια της διαιτησίας; Αποδομείται η αξία του παίκτη;
«Κοιτάξτε, είναι ένα κομμάτι στο οποίο ο αθλητής δεν μπορεί να μεσολαβήσει. Ο αθλητής μπαίνει μέσα, τα δίνει όλα για τη νίκη και πάντα μέσα σε αθλητικά πλαίσια. Το τι γίνεται έξω απ' αυτές είναι ένα κομμάτι που δεν μπορεί να αγγίξει τον αθλητή. Τίποτα δεν μπορεί να μειώσει ή να αδικήσει αυτήν του την προσπάθεια. Ο αθλητής τα δίνει όλα για 90'.
Αξιολογείται γι' αυτό που κάνει, τον βλέπει η κερκίδα. Καμία αρνητική ενέργεια εκτός αγωνιστικής γραμμής μπορεί να υποτιμήσει την προσπάθεια ενός αθλητή».
Τελικά είναι δύσκολο να παραμείνεις στην κορυφή; Είδαμε τον Παναθηναϊκό να κατακτά το νταμπλ, όπως κι ο ΠΑΟΚ αργότερα και μετά ειδικά ο Παναθηναϊκός να έχει άσχημη πτώση.
«Είναι ξεκάθαρο αυτό. Είναι δύσκολο για έναν αθλητή να φτάσει σ' ένα υψηλό επίπεδο, όπως και για τις ομάδες. Φτάνεις στην κορυφή με πολύ κόπο. Ο ΠΑΟΚ, ο Ολυμπιακός κι ο Παναθηναϊκός είναι πολύ μεγάλες ομάδες, θεωρώ μια κλίμακα πιο κάτω και να με συγχωρέσουν γι' αυτό ομάδες όπως ο Άρης κι ο Ηρακλής. Είναι ιστορικές ομάδες, έχουν φεγγάρια. Πιο μεγάλη συνέπεια όσον αφορά στα πρωταθλήματα δείχνει ο Ολυμπιακός αλλά κανείς δεν μπορεί να αλλάξει στη συνείδηση του κόσμου το "για μένα πιο μεγάλη ομάδα είναι ο ΠΑΟΚ, για σένα είναι ο Παναθηναϊκός, για σένα είναι η ΑΕΚ". Τραβάνε τόσο κόσμο. Η δύναμη του κόσμου δείχνει το μεγαλείο της ομάδας. Η εικόνα της ομάδας σε βάθος χρόνου δείχνει τα φεγγάρια που περνάει. Σ' όλα αυτά τα χρόνια τη μεγάλη συνέπεια την δείχνει ο Ολυμπιακός».
Είναι κι αυτό που λένε εδώ ότι η μεγάλη ομάδα είναι κι αυτή που πληρώνει;
«Πληρώνει ακριβά; Ή επηρεάζουν άλλοι παράγοντες; Άμα αγοράσεις κάτι κινέζικο και κάτι άλλο δεν λέμε "ό,τι πληρώσεις παίρνεις"; Όσο περισσότερα χρήματα δώσεις θα πάρεις όλο και καλύτερο ποδοσφαιριστή. Αν έχεις λιγότερα χρήματα θα πας σε λύση ανάγκης ή σε λύση βάσει της τσέπης σου. Όμως, τα λεφτά δεν κάνουν πάντα την ομάδα».
Κι ο ΠΑΟΚ του Σαββίδη των πρώτων ετών αυτό έδειξε.
«Ε, δεν είναι εύκολο να μπεις σε μια ομάδα και με το "καλημέρα" να τα σαρώσεις όλα. Είναι δύσκολο, δεν γίνεται. Πρέπει να κάνεις λάθη, να μάθεις απ' αυτά να θωρακίσεις τα θεμέλιά σου και μετά να ανέβεις».
Τα Παναθηναϊκός - Ολυμπιακός πώς τα έζησες;
«Πολλή ένταση. Κοιτάξτε, είναι σαν τα ΠΑΟΚ - Αρης, ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός. Είναι πολύ έντονα ντέρμπι, πολύ όμορφα».
Τα έχεις στην ίδια κατηγορία αυτά τα ματς; Λένε ότι στην Ελλάδα ντέρμπι είναι τα Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός.
«Ο καθένας όπως τα βλέπει. Να σου πω ότι για μένα τα ΠΑΟΚ - Άρης ήταν πολύ σημαντικά, όπως τα ΠΑΟΚ - Ολυμπιακός. Ήταν ματς που χαίρεσαι να παίζεις. Αυτό εκφράζει κυρίως τους φιλάθλους Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού».
«Δεν ζήτησα συγγνώμη για το κωλοδάχτυλο σε οπαδούς του ΠΑΟΚ που με έβριζαν σε κεκλεισμένων»
Υπήρξε ντέρμπι με τον Ολυμπιακό στο Φάληρο, που έκανες χειρονομίες στην εξέδρα των Ολυμπιακών;
«Νομίζω... Εχω κάνει πολλές χαζομάρες στην καριέρα μου.
Θυμάμαι ότι στη Νέα Σμύρνη, με τον ΠΑΟΚ, μούτζωσα τους δικούς μας επειδή μας έβριζαν. Όπως επίσης θυμάμαι ένα ματς με τον Παναθηναϊκό στην Τούμπα. Κεκλεισμένων των θυρών. Εχω κρατήσει ότι είναι 15 φίλαθλοι και έβριζαν μόνο εμένα. Στο τέλος τους έκανα κ@λοδάχτυλο. Την άλλη μέρα παντρευόμουν. Ήρθαν μετά από τα γραφεία και μου είπαν να πάω να ζητήσω συγγνώμη. Λέω "να ζητήσω εγώ συγγνώμη που σε κεκλεισμένων των θυρών βρίζουν μόνο εμένα και δεν κάνετε τίποτα; Και επειδή εγώ αντέδρασα θα πρέπει να ζητήσω συγγνώμη επειδή είμαι αθλητής; Όχι δεν θα ζητήσω συγγνώμη". Την άλλη μέρα παντρεύτηκα και είχα ασφάλεια. Ούτως η άλλως θα είχα αλλά λίγο παραπάνω...».
Με τον Ολυμπιακό τι είχε γίνει;
«Ε, βγήκαμε για ζέσταμα και μας έβριζαν. Με έβριζε η 7 και κάποια χαζομάρα θα έκανα. Δεν θυμάμαι ακριβώς».
«Σε τετ α τετ με προπονητή ακούς μ@λ@κίες»
Εχεις συνεργαστεί με πολλούς προπονητές. Ποιος ήταν ο καλύτερος ή από ποιον πήρες τα περισσότερα; Κάποιο τετ α τετ που είχες μαζί του και σου έχει μείνει;
«Κοιτάξτε, συνήθως, ο προπονητής που σε αντιμετωπίζει δεν είναι ειλικρινής γιατί το τετ α τετ που θα έχεις θα είναι για δυσάρεστο λόγο. Δεν θα σου πει πράγματα που δεν θες να ακούσεις γιατί θέλει να σε έχει ζεστό στην περίπτωση που στην πορεία μπορεί να σε χρειαστεί παρόλο που δεν σε υπολογίζει. Μπορεί να βρεθεί στην ανάγκη να σε χρησιμοποιήσει. Συνήθως, συγγνώμη για τη λέξη, ακούς μ@λ@κίες. Το θέμα είναι πόσο χαζός είσαι να τις πιστέψεις ή όχι. Και 'γω αν ήμουν προπονητής θα σου έλεγα αυτά που έπρεπε να ακούσεις κι όχι αυτά που πίστευα γιατί μπορεί στην πορεία να σε χρειαζόμουν. Θα σας πω, μια κουβέντα που είχα με τεχνικό διευθυντή.
Μου λέει: "Γιατί είσαι έτσι";. Του απάντησα "πώς να είμαι από τη στιγμή που σε τρία συνεχόμενα ματς είμαι στον πάγκο". Μου λέει: "Όχι, θα παίξεις". Και την άλλη μέρα, ό,τι είπαμε το διάβασα πρωτοσέλιδο στην Γάτα. Τον πιάνω την άλλη μέρα και του λέω: "Ό,τι είπαμε τα διάβασα στη Γάτα". Μου λέει: "Μη δίνεις σημασία αυτοί είναι πονηροί". Δεν θα βγάλεις άκρη.
Ο καλύτερος προπονητής που συνεργάστηκα είναι ο Φερνάντο Σάντος. Ενας άνθρωπος του ποδοσφαίρου από άποψη οργάνωσης, τακτικής, προετοιμασίας. Ενας άνθρωπος που κερδίζει τον σεβασμό σου, δεν το απαιτεί. Ενας άνθρωπος που είναι μακριά σου και συνάμα δίπλα σου. Τον έζησα μόνο στην Εθνική δυστυχώς. Ξέρω ότι με είχε σε εκτίμηση...».
Ο Σάντος εισηγήθηκε να γυρίσεις και στον ΠΑΟΚ.
«Ναι... Παρότι υπήρξαν φεγγάρια που θεωρώ ότι θα έπρεπε να παίξω παραπάνω ή να ξεκινήσω βασικός και τελικά δεν έπαιξα καθόλου, έχω μόνο καλά να πω γι' αυτόν τον άνθρωπο».
«Ο Σάντος μού "πέταξε ένα κουβά με παγάκια στο κεφάλι" πριν το ματς με την Πολωνία»
Το γκολ με τη Ρουμανία σου έχει μείνει από τη συνεργασία του μαζί του;
«Στο Euro του 2012...».
Μα σ' αυτό με Ρουμανία παίρνουμε την πρόκριση στο Μουντιάλ.
«Ακούστε να σας πω τώρα... Το 2012 είναι μια χρονιά που έχω κουραστεί πολύ. Νιώθω κάπως τους κοιλιακούς μου. Κάνουμε προετοιμασία για να πάμε στο Euro και νιώθω πολύ καλά τον εαυτό μου, είμαι σε καλή κατάσταση. Μετά το τέλος μιας προπόνησης βάζω πάγο στον προσαγωγό μου, στους κοιλιακούς. Εκεί έχεις μια χαλαρότητα όσον αφορά στην προπόνησή σου. Είχαμε μια μπασκέτα για σουτάκια, άλλος έκανε μασάζ, άλλος έβαζε πάγο. Εγώ έβαζα πάγο γιατί είχα το θέμα μου. Μετά την προπόνηση όλο αυτό κρατάει περίπου μία ώρα. Ερχεται και μου λέει ο προπονητής, "ήρεμα, ήρεμα...". Λέω "εντάξει", έχοντας την ασφάλεια ότι με υπολογίζει για βασικό.
Πάμε στην Πολωνία και βλέπω το γήπεδο, ίσως το πιο ωραίο που έχω βρεθεί. Λέω "πω πω τι γηπεδάρα". Ξεκινάει το Euro, Πολωνία - Ελλάδα. Δίνει φανελάκια βασικού και είμαι εκτός 11άδας. Με πιάνει μια στεναχώρια, μια απογοήτευση. Με πιάνει μια τρέλα. Αρχίζω να πειράζω τον Λουκά Βύντρα και τον Σπυρόπουλο. Ελεγα ηλιθιότητες για να μου φύγει η στεναχώρια. Κάνεις την προετοιμασία, πιστεύεις ότι σε υπολογίζει ο προπονητής για βασικό και μία μέρα πριν το ματς σου ρίχνει τον κουβά με τα παγάκια στο κεφάλι. Ε, πάμε στο ματς το οποίο δεν πήγαινε καλά... Βάζει το γκολ ο Λεβαντόφσκι, χιαστό ο Αβραάμ και δεν θυμάμαι αν φάγαμε και κόκκινη. Στο ημίχρονο μπαίνω αλλαγή, γίνεται η αναμπουμπούλα, πετάγομαι και κάνω το 1-1.
Εκείνη ήταν μια ωραία στιγμή με τον Σάντος. Μετά έβαλα άλλο ένα γκολ το οποίο ακυρώθηκε για οριακό οφσάιντ, κερδίζω και το πέναλτι το οποίο το έχασε ο Καραγκούνης. Τέλος πάντων ήρθε 1-1, ήταν μια έντονη στιγμή.
Και φυσικά στη Ρουμανία... Ήταν ένα ζευγάρι αμφίρροπο, ήταν 50-50. Βγάζω τη σέντρα, κάνει το γκολ ο Μήτρογλου και μετά έρχεται η ισοφάριση, η ψυχρολουσία. Ακολούθως γίνεται η σέντρα, την κάνει τέλεια ο Τοροσίδης και βρίσκομαι από δεξιά - ούτε εγώ ξέρω πώς βρέθηκα εκεί - κάνω την προβολή... Νομίζω ότι παρόλο που ήταν καταλυτική η παρουσία μου σ' αυτά τα δύο ματς και φυσικά όλη ομάδα έκανε τρομερή δουλειά, αν πρέπει να ξεχωρίσω έναν αυτός είναι ο Μήτρογλου.
Ήταν μια τέλεια προσπάθεια, δύο πολύ όμορφες βραδιές για την Εθνική αλλά η εκτελεστική δεινότητα του Μήτρογλου ήταν αυτή που μας οδήγησε στο Μουντιάλ της Βραζιλίας».
Το γκολ στην Ουκρανία;
«Αυτό ήταν με τον Ότο Ρεχάγκελ.
Παίζουμε στην Αθήνα, στο ΟΑΚΑ και έρχεται το ματς 0-0. Εκεί έπαιξα. Από τον Ότο εισέπραττα εκτίμηση αλλά στο βαθμό 5 ή 6. Τι εννοώ: Θα παίξει ο νούμερο 1, ο νούμερο 2, νούμερο 3, ο 4, εσύ θα παίξεις 5ος ή 6ος. Βέβαια, ποτέ δεν με άφησε εκτός, αλλά ποτέ δεν ένιωσα βασικός. Εκεί, λοιπόν, είχαμε απουσίες και έπαιξα στο ματς της Αθήνας. Δεν μου έχει μείνει τίποτα από το ματς αυτό.
Η ατμόσφαιρα ήταν ότι πάμε εκεί για να χαιρετίσουμε. Πάμε στην Ουκρανία, υπήρχε και η γρίπη των πουλερικών τότε και ήμασταν όλοι με μάσκες. Πάμε στο Ντόνετσκ, βγαίνω τετ α τετ, κάνω ένα τελείωμα σαν τον τσέλικα. Μετά μου βγάζει την ασίστ ο Γιώργος και κάνω το 0-1. Μετά τρώγαμε ξύλο, σφυροκόπημα, αλλά... Κι αυτή με τον Ότο ήταν τρομερή στιγμή. Όμως ωραία εμπειρία με τον Ότο ήταν το ματς με την Νιγηρία. Παίζουμε με την Κορέα, αγωνίστηκα ένα μισάωρο, μας κέρδιζαν ήδη 2-0. Ήμασταν μέτριοι. Στο επόμενο κάνει αλλαγές ο κόουτς, με βάζει και κάνω το 2ο γκολ.
Είναι από τα ματς που ευχαριστήθηκα πολύ και θα ήθελα να ξαναπαίξω, το χαρήκαμε όλοι τόσο πολύ και στο ματς και στην εξέλιξη που κερδίσαμε. Πάμε να παίξουμε το ματς της Αργεντινής των Μαραντόνα - Μέσι. Περιμένω να παίξω και δεν είμαι στην 11άδα. Μου μίλησε γι' αυτό. Μου είπε "να είσαι έτοιμος, θα παίξεις" και τελικά δεν έπαιξα. Χάσαμε 2-0, ήταν το τελευταίο του ματς».
«Στο ματς με Νιγηρία, στο ημίχρονο, ο Γκέκας μπήκε στο ματς με σαπουνάδες»
Στο ημίχρονο του αγώνα με τη Νιγηρία τι έγινε;
«Λέει στον Γκέκα "βγαίνεις". Πάει να βγει αυτός, βγάζει τη φανέλα και πάει να κάνει μπάνιο. Μετά του λέει ο Ρεχάγκελ: "Δεν βγαίνεις, μπαίνεις". Και έτρεχε να περάσει πάλι στο ματς με τις σαπουνάδες» (γέλια).
Το ελληνικό ποδόσφαιρο έχασε μετά το καλοκαίρι του 2014, μετά και τη φυγή του Σάντος;
«Σίγουρα κέρδισε ο Σάντος που έφυγε. Αυτό που εισέπραττα εγώ ήταν πως ο Σάντος ήθελε να μείνει. Δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί που αποφάσισαν να φύγει. Δεν θα σας πω τι συνέβαιναν μέσα στην ομάδα γιατί αυτά μένουν εκεί. Έξω από την ομάδα όλος ο κόσμος ήθελε να μείνει. Όλοι».
Θεωρείς όμως πως ήταν χαμένη ευκαιρία για το ελληνικό ποδόσφαιρο η φυγή του;
«Ξέρω 'γω ρε παιδιά. Εσείς δηλαδή θεωρείτε ότι η Εθνική ομάδα και η πορεία της καθορίζει την πορεία του ελληνικού ποδοσφαίρου; Διαφωνώ εγώ».
Ήθελε όμως να κάνει κάποια πράγματα. Ήθελε να εφαρμόσει ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα.
«Θα τον άφηναν πιστεύετε;».
Τώρα, πια, από το 2014 έχουμε να προκριθούμε σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης...
«Από το 2002 μέχρι το 2014 περνούσαμε στις τελικές φάσεις σε Euro και Παγκόσμιο Κύπελλο. Μόνο στο Παγκόσμιο του 2006 δεν πήγαμε, όπου κι εκεί ήμασταν καλοί. Τελευταία αγωνιστική αν κερδίζαμε την αδιάφορη Δανία, θα πηγαίναμε στα μπαράζ. Χάσαμε εκτός έδρας με 1-0. Είχα μαλώσει με τον Γκράβεσεν θυμάμαι».
Είχαμε ξεκινήσει αυτήν την προκριματική φάση με ήττα στην Αλβανία.
«Ήμουν σ' αυτό το παιχνίδι, στην κερκίδα. Χάσαμε 2-1 και ερχόμαστε στην Αθήνα και φέρνουμε 0-0 με τους Τούρκους. Μετά το Euro του 2004 και σε δύο παιχνίδια είχαμε ένα βαθμό. Εντάξει, η Αλβανία ήταν ένα επίπεδο κάτω, με την Τουρκία ήταν ένα ντέρμπι που έπρεπε να το πάρουμε. Φτάσαμε μέχρι την πηγή αλλά δεν ήπιαμε νερό. Αν είχαμε ξεκινήσει καλύτερα σε αυτά τα προκριματικά, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά».
Σε κάποια αποστροφή του λόγου σου, μας είπες νωρίτερα ότι στη Βραζιλία έγιναν κάποια πράγματα για τα οποία θα μπορούσε να γραφτεί βιβλίο. Θα ήθελες να μας πεις κάτι περισσότερο;
«Ήμασταν στο Αρακαζού, σε μια παραθαλάσσια περιοχή.
Μας είχαν πει να μην κουνιόμαστε από εκεί, να μην βγαίνουμε έξω γιατί ήταν επικίνδυνα. Ερχόταν κόσμος απέξω που μας κοιτούσε, μας φώναζαν να βγούμε έξω για φωτογραφία. Ένα βράδυ θυμάμαι που βγήκαμε έξω και πήγαμε να φάμε σε μια ταβέρνα. Ήρεμα τα πράγματα. Δεν υπήρχε εγκληματικότητα, αλλά υπήρχε φόβος. Αν συνέβαινε κάτι, θα έπαιρνε παγκόσμιες διαστάσεις. Δεν είναι ότι απειλούμασταν, αλλά ήμασταν περιορισμένοι. Ήταν η βάση μας το Αρακαζού και παίζαμε παιχνίδια σε άλλες πόλεις. Παίρναμε το αεροπλάνο και κάναμε 2-3 ώρες πτήση. Παίζαμε και γυρίζαμε. Θυμάμαι ότι το αθλητικό μας κέντρο μύριζε μέσα πλαστικό. Τα είχαν ανακαινίσει και βρωμούσαν όλα μέσα. Είχε και ζέστη και δεν άντεχες να είσαι μέσα. Έλεγες δηλαδή "άντε να αλλάξω και να βγω". Απορώ πώς κάποιοι κάθονταν μισή ώρα εκεί και έκαναν μασάζ. Κάποιο αστείο έτσι περιστατικό δεν θυμάμαι να σας πω. Υπήρχε όμως ένταση. Θα φτάναμε στους «8» του κόσμου, ήταν ασύλληπτο και αν ζούσατε την κατάσταση στα αποδυτήρια σε σχέση με το τι ευκαιρία μας παρουσιάστηκε, ήταν τεράστια επιτυχία κι αυτό που κάναμε. Αυτό που λειτούργησε σε εκείνη την ομάδα ήταν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το μέταλλο του καθενός ξεχωριστά. Δεν υπήρχε ομάδα όσον αφορά τις σχέσεις των ποδοσφαιριστών. Νομίζω ότι ήταν η περίοδος που πήγε το Εθνόσημο στην πλάτη και το όνομα στο στήθος. Ξεκάθαρα. Το είχαμε χάσει. Αυτό μας οδήγησε εκεί. Η πορεία των πραγμάτων μετά το Μουντιάλ το απέδειξε αυτό. Το τελευταίο πράγμα που κρατούσε αυτή την ομάδα, γιατί ο ποδοσφαιριστής λειτουργεί και με το εγώ του, ήταν ο προπονητής που τελικά έφυγε».
Δεν είναι κάπως για έναν ποδοσφαιριστή να μη βλέπει τον προπονητή του να επιστρέφει μαζί τους;
«Αυτό πραγματικά είναι το τελευταίο. Εδώ μας έλεγαν ότι θα φύγουμε ξεχωριστά κι εμείς οι παίκτες. Τελευταία στιγμή φύγαμε όλοι μαζί».
Γιατί ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα στην Εθνική;
«Κατ' αρχήν ο Σάντος ήταν να μείνει ή να φύγει πριν πάμε στο Μουντιάλ. Δημιουργήθηκαν τριγμοί, δημιούργησαν τριγμούς οι ομάδες και τα social media. Φυσικά δεν ήθελαν και πολύ οι ποδοσφαιριστές να ακολουθήσουν».
«Και για ένα πέναλτι χάσαμε πρόκριση στα προημιτελικά...»
«Ο Φάνης το εκτέλεσε μια χαρά. Το πέναλτι μπορείς να το εκτελέσεις άσχημα και να σου πει ο άλλος "θα μας τρελάνεις ρε μεγάλε; Τον έχεις απέναντι και του δίνεις πάσα;". Η ψυχολογική κατάσταση γι' αυτόν που εκτελεί το πέναλτι είναι πολύ δύσκολη. Απεναντίας ο τερματοφύλακας δεν έχει να χάσει τίποτα.
Ο Φάνης το χτύπησε πάρα πολύ καλά. Στο πρώτο ημίχρονο είχα χάσει εγώ μεγάλη ευκαιρία. Για την ακρίβεια το 'βγαλε ο Νάβας, ο τερματοφύλακας της Κόστα Ρίκα. Κάνει μια σαραντάρα ο Χολέμπας, τη βρίσκω στην κίνηση και τη στέλνω στη γωνία, απλώνει το πόδι ο Νάβας και η μπάλα περνά έξω, με τον αμυντικό ταυτόχρονα να μου κάνει τάκλιν, να με σηκώνει στον αέρα κι εγώ να σκάω μπαμ στο έδαφος με την πλάτη. Αν δεν έβρισκα τη μπάλα θα έδινε σίγουρα πέναλτι. Αν κερδίζαμε πέναλτι και μπαίναμε μπροστά στο σκορ, δεν θα χάναμε. Αυτό το παιχνίδι δεν έπρεπε καν να πάει στα πέναλτι, έπρεπε να το είχαμε καθαρίσει νωρίτερα».
Το γκρουπ "όχι άλλο ο Κατσουράνης στην Εθνική" θεωρείς ότι επηρέασε τον Κώστα;
«Αυτό καλύτερα θα σας το απαντήσει ο ίδιος. Η αλήθεια είναι πως όταν συμβαίνει κάτι σε έναν αθλητή, σε έναν άνθρωπο για να το πω καλύτερα, και λέει πως δεν τον νοιάζει, δεν ξέρω πόση δουλειά πρέπει να έχει κάνει με τον εαυτό του για να το λέει πραγματικά και να το εννοεί συνειδητά και υποσυνείδητα. Σίγουρα σε επηρεάζει. Εσείς που είστε δημοσιογράφοι, αν κάθεστε πάνω από έναν υπολογιστή και έρχεται ο άλλος δίπλα και αρχίζει να σας φωνάζει "τι είναι αυτό που γράφεις; Θα σε διώξω, σήκω φύγε"». Πόσο ήρεμος μπορείς να μείνεις, να μην επηρεαστείς και να το διαχειριστείς;
Θεωρείς ότι αυτό που σου έκανε ο Τούντορ τον κατατάσσει ως τον χειρότερο προπονητή που είχες;
«Μου είναι πραγματικά αδιάφορο. Για τον προπονητή Τούντορ δεν έχω άποψη. Για τον χαρακτήρα του θα σου πω πάλι δεν έχω γιατί δεν ξέρω αν η στάση του εξέφραζε τον ίδιο ή άλλους. Αν εξέφραζε τον ίδιο δεν είναι καθόλου ειλικρινής άνθρωπος. Αν εξέφραζε την άποψη ενός άλλου θα σας πω ότι έχει κατανόηση από εμένα, γιατί βρισκόταν σε μια ομάδα μόλις δύο μήνες, δεν ήθελε να έρθει σε σύγκρουση με τον αξιωματούχο της ομάδας που πήρε αυτήν την απόφαση και θέλει απλά να μεγαλώσει το όνομά του».
«Προπονητής μού είπε: "Εσύ θα παίξεις στην Λάρισα;"»
Υπάρχει προπονητής που δεν θέλεις να ξαναδείς στα μάτια σου;
«Υπήρχε προπονητής στη Λάρισα που μου είπε υποτιμητικά: "Εσύ θα παίξεις μπάλα στη Λάρισα;". Καιρό αργότερα είχαμε παίξει με την Εθνική φιλικό στη Σερβία και είχα κάνει το 0-1. Πάω στο λεωφορείο, με πλησιάζει ένας και μου λέει: "Ε, Σαλπιγγίδη τι κάνεις;". Του απαντώ: "Καλά, ποιος είστε;". (σ. εννοεί τον Νεμπόισα Λιτσάνιν). Με τον Στέφενς έπαιζα πάντα. Μπορεί να ήμουν ο MVP, αλλά στο 60' θα γινόμουν αλλαγή. Στα Γιάννινα είχα ένα ξέσπασμα, πετούσα τις φόρμες. Κάποια στιγμή μου φώναξε και μου ζήτησε την άποψή μου γιατί δεν πήγαινε καλά η ομάδα. Του την είπα την άποψή μου. Φάνηκε ικανοποιημένος και μου λέει: "Καλά που κάναμε αυτήν την κουβέντα, για το καλό της ομάδας". Μετά βγήκαμε για προπόνηση». Από εκείνη τη στιγμή και για τρία ματς με είχε στον πάγκο. Η αλήθεια είναι ότι στο δεύτερο πέρασμά μου από τον ΠΑΟΚ δεν είχα πάντα σταθερότητα, αλλά παρόλα αυτά οι προπονητές με χρησιμοποιούσαν. 90%-95% έπαιζα βασικός. Ο Στέφενς ήταν αυταρχικός, αυστηρός, τα έβαζε εύκολα με τον Λούκας, είχαν κόντρα. Δεν δουλεύαμε πολύ σε τακτικό κομμάτι. Δεν αναλωνόταν πολύ σ' αυτό. Ήμασταν αμφιβόλου ταυτότητας όσον αφορά στο χτίσιμο του παιχνιδιού εκείνη την περίοδο, αλλά είχαμε καλούς ποδοσφαιριστές για να παρουσιάσουμε κάτι καλό».
Χάσατε την πρόκριση στους ομίλους του Champions League από τη Σάλκε στην Τούμπα...
«Αυτό με τη Σάλκε ρε παιδιά. Πηγαίνει καλά το παιχνίδι. Δέχεται κόκκινη ο Αμερικάνος της Σάλκε για ένα τάκλιν που μου έκανε και κάνει αλλαγή και εμένα και τον Κλάους. Νωρίτερα μου φωνάζει ο Λούκας: "Πάμε μπροστά τώρα". Του απαντώ: "Ήρεμα". Αν θυμάμαι καλά χρειαζόμασταν ένα γκολ για να περάσουμε. Δεν ξέρω πώς το είδε ο Στέφενς. Είμαι στον πάγκο και βλέπω τον Ντράξλερ να κουτσαίνει. Δεν θυμάμαι ποιος έπαιζε δεξιά και του φώναζα: "Βγες ρε μπροστά, αυτός κουτσαίνει, δεν μπορεί" Λίγο μετά γίνεται μια φάση, περνάει και τον τερματοφύλακα και βάζει γκολ. Χάσαμε κιόλας».
Ο δύσκολος Τεν Κάτε και το αμάξι του Κλέιτον που έκανε... βουν βουν
Ο Τεν Κάτε πώς ήταν;
«Δύσκολος άνθρωπος, πολύ. Τι έκανε αν δεν πήγαινε κάποιος καλά; Ερχόταν ας πούμε σε εμένα και μου έλεγε "δεν πάει καλά αυτός". Φαντάζομαι πως όταν δεν έπαιζα εγώ καλά, θα το έλεγε στους άλλους. Θυμάμαι που είχαμε παίξει με τη Σπάρτα Πράγας. Δεν νομίζω ότι με έβλεπε με καλό μάτι. Χάσαμε 3-1, είχα βάλει εγώ το γκολ εκεί. Εκείνη την περίοδο ήμουν σε καλή κατάσταση, είχα ξεκινήσει καλά. Θεωρώ ότι θα ήμουν ο πρώτος που θα με έστελνε, αλλά η εικόνα μου με κράτησε εκεί και αργότερα ρόλαρε το πράγμα. Ήταν αιχμηρός άνθρωπος. Μια μέρα είχε αργήσει στην προπόνηση ο Κλέιτον και άρχισε να φωνάζει. Πάει ένας από την ομάδα και του κάνει "ήρεμα ρε κόουτς". Και απαντά ο Τεν Κάτε: "Άσε με. Και δεν μπορώ να ακούω κι αυτό το απαίσιο αμάξι του, βουν βουν...».
Ποιος είναι ο καλύτερος φίλος που κράτησες από το ποδόσφαιρο;
«Ο φίλος μου, που δεν έπαιξε τελικά, δεν είχε πορεία στο ποδόσφαιρο, είναι ο Χρήστος Θαμνίδης. Από εκεί και πέρα ήταν παιδιά με τα οποία έπαιξα μαζί, όπως τον Βύντρα, τον Σπυρόπουλο, τον Φωτάκη. Είναι παιδιά που τα έχω στην καρδιά μου».
Υπήρξε αντίπαλος που δεν άντεχες να παίζεις εναντίον του;
«Είχε ο Ατρόμητος έναν αμυντικό, έναν Ολιβέιρα, που χτυπούσε άσχημα και με εκνεύριζε. Τσακωνόμουν μαζί του γιατί φοβόμουν, ήταν επικίνδυνος. Οι συμπαίκτες του μου έλεγαν ότι εκτός γηπέδου είναι πολύ νορμάλ παιδί, αλλά εντός γηπέδου ήταν επικίνδυνος. Ο κακομοίρης ο Ιτάνζ σε ένα παιχνίδι μας την πλήρωσε. Τον έβρισα πολύ άσχημα και μετά πήγα στα αποδυτήρια να του ζητήσω συγγνώμη. Αργότερα γίναμε και συμπαίκτες στον ΠΑΟΚ. Φοβόμουν επίσης πολύ τον Μπρούνο Άλβες, ήταν πολύ δυνατό παιδί. Ήξερα ότι αν ήσουν έτοιμος να τον περάσεις, θα σε έστελνε. Θυμάμαι παίζαμε ένα φιλικό με την Πορτογαλία, επί Σάντος. Παίξαμε σε ένα όμορφο γήπεδο. Φέραμε 0-0. Ήρθε σε μια φάση και μου έριξε μία... Είπα να μην τον πλησιάσω ξανά γιατί αν θα μου την έριχνε, θα έχανα τη διοργάνωση (γέλια)».
«Όλα τα παιδάκια είχαν πιο χαμηλές κάλτσες, εμένα μου έφταναν ψηλά - ψηλά»
Σε ποιον οφείλεις την ποδοσφαιρική σου διαδρομή;
«Στον πατέρα μου. Έτσι νομίζω. Στάθηκε δίπλα μου και η μητέρα μου, αλλά ο λόγος που ξεκίνησα το ποδόσφαιρο ήταν ο πατέρας μου. Μια μέρα μου λέει "έλα πάμε στο γήπεδο". Μου έβαλε τις δικές του κάλτσες, που μου έφταναν ψηλά στο πόδι. Ήμουν 10 ετών. Όλα τα παιδάκια είχαν πιο χαμηλές κάλτσες, εμένα μου έφταναν ψηλά - ψηλά».
Έπαιζε μπάλα ο πατέρας σου;
«Ερασιτεχνικά. Έπαιζε στον Θεοδοσιακό, στην ΕΠΣ Μακεδονίας. Τα Θεοδόσια, από όπου κατάγονται οι γονείς μου, υπάγονται στο Κιλκίς, αλλά η ομάδα ανήκε στην ΕΠΣ Μακεδονίας. Πήγαινα και τον έβλεπα. Έχω φωτογραφία την ενδεκάδα του Θεοδοσιακού, στην οποία υπήρχα κι εγώ με μπούκλες. Παιχνίδι, προπόνηση εκεί, μετά στο καφενείο».
Τι θέση έπαιζε;
«Αριστερό μπακ, αν και δεξιοπόδαρος. Παλαιότερα έπαιζε στη Νίκη Ευκαρπίας, δεν τον πρόλαβα εκεί, δεν ζούσα. Επειδή από μικρός ήμουν στην ΕΠΣΜ, στην Εθνική, προπόνηση στη Μίκρα, στη Νεάπολη, στον Θερμαϊκό, με πηγαινοέφερνε ο πατέρας μου, η μητέρα μου. Αν δεν με στήριζαν, δεν θα μπορούσα να είχα κάνει αυτή την πορεία. Αν δεν πήγαινα στις προπονήσεις, θα σταματούσα. Προ ποδοσφαίρου, είχα γραφτεί στην πάλη, εντελώς τυχαία. Η αδερφή μου ήταν γραμμένη στην ενόργανη και μετά από μια προπόνηση ήρθε ένας συμμαθητής μου, ο οποίος μου είπε ότι γράφτηκε στην πάλη. Έτσι πήγα κι εγώ. Πάλευα τέσσερα χρόνια. Ένα φεγγάρι πέρασα από στίβο, αλλά χωρίς να συνεχίσω. Ποδόσφαιρο έπαιζα από μικρός. Η μητέρα μου είχε σκίσει ένα σωρό μπάλες με το μαχαίρι, δεν την άφηνα να κοιμηθεί».
Καλός μαθητής ήσουν;
«Του 15 - 16. Ήμουν καλός, δεν ήμουν κακός. Μια μέση κατάσταση».
Ο γιος σου θέλεις να γίνει ποδοσφαιριστής;
«Τον Ιούνιο θα γίνει 4. Θα τον πάω σε ένα φίλο μου, αλλά δεν θα τον πιέσω. Αν του αρέσει καλώς. Θα του δείξω εγώ τον δρόμο. Θα του πω να πάει στο ποδόσφαιρο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα τον πιέσω. Θεωρώ ότι είναι ματαιόδοξο να γίνει ένα παιδί αυτό που θέλει ο πατέρας χωρίς να το ρωτήσει. Ας κάνει ό,τι αγαπάει. Εγώ θέλω να είναι ευτυχισμένα. Θέλω να είναι στον αθλητισμό. Τώρα κάνουν τένις, χορό, κολυμβητήριο. Κάθε χρόνο τα ρωτάω πού θέλουν να πάνε και συνήθως θέλουν να κάνουν τα πάντα. Εγώ τους λέω πως δεν θα προλαβαίνουμε να τα κάνουμε όλα. Κερδίζεις πολλά από τον αθλητισμό και στόχος δικός μου είναι να είναι ευτυχισμένα».
Ο κορονοϊός επηρέασε τη ζωή σου;
«Καθόλου. Έχουμε την τύχη να έχουμε κήπο στο σπίτι μας, στο Ωραιόκαστρο. Πηγαίναμε στο πάρκο, έκαναν ρόλερ τα παιδιά, πήγαινα με φίλους και τρέχαμε στο βουνό. Θα ήμουν αχάριστος αν έλεγα ότι επηρεάστηκε η ζωή μου. Υπάρχουν άνθρωποι που ήταν μέσα κλεισμένοι σε ένα διαμέρισμα και περνούσαν δύσκολα».
Προπονητής θα γίνεις;
«Όχι. Έχω δύο διπλώματα, θέλω να πάω στο Α, αλλά μέχρι εκεί. Δεν θέλω να λέω μεγάλα λόγια. Θέλω να ασχοληθώ με τον χώρο του ποδοσφαίρου, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός μου. Αν προκύψει, θα το κάνω με χαρά».
Ποιος είναι ο ρόλος που θα σε ευχαριστήσει;
«Ας πούμε διευθυντής σε ένα ποδοσφαιρικό τμήμα. Θα μου άρεσε ένας γενικός ρόλος. Η αγορά είναι όμως τόσο κλειστή στα μάτια μου, που κοιτάζοντάς το ρεαλιστικά δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να δουλέψω. Ποτέ δεν ξέρεις».