Ο Γιώργος Τουρσουνίδης
στο Gazzetta

«Μια εβδομάδα να παίζαμε, δεν κερδίζαμε Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό! Δεν μας άφηναν…»

Στο λεξικό, στη λέξη ΠΑΟΚ, μπορείς εύκολα να βάλεις δίπλα τη φωτογραφία του. Ο Γιώργος Τουρσουνίδης δεν ήταν ποτέ «ένας ακόμα παίκτης». Δεν είδε ποτέ τον ΠΑΟΚ ως μια ομάδα από την οποία βγάζει χρήματα παίζοντας.

Ο ΠΑΟΚ για τον Γιώργο είναι συναίσθημα. Είναι το τύμπανο που χτυπάει. Είναι το ταξίδι στη Νάπολη για να δει την ομάδα του κόντρα στον Μαραντόνα. Είναι το ταξίδι με τη μάνα του, την κυρά Ντίνα, στην Αθήνα για τον τελικό Κυπέλλου με την ΑΕΚ.

Είναι το 0-4 μέσα στο Χαριλάου. Είναι και πόνος. Όπως κάθε μεγάλη αγάπη, δεν γίνεται να μην έχει και πόνο.

Στη συνέντευξη της ζωής του στο Gazzetta, ο «Τουρσούν» κάνει τον απολογισμό της «ασπρόμαυρης» καριέρας και διαδρομής του στο ποδόσφαιρο. Σε άσπρο και μαύρο φόντο. Πάντα. Από τις γειτονιές της Τούμπας, μέχρι να γίνει ο παίκτης με το «10» στην πλάτη. Από τα 8 του χρόνια.

Κάποτε η αθλητική εφημερίδα «Φίλαθλος» τον έγραψε: «Μαραντόνα της Ελλάδας»! Δεν ήταν ακριβώς έτσι, ωστόσο όλοι αναγνωρίζουν ότι ο Γιώργος Τουρσουνίδης έγραψε τη δική του ιστορία στον ΠΑΟΚ και στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Δεν ήταν, μάλιστα, λίγοι εκείνοι που έτρεξαν να τον παρομοιάσουν με τον μεγάλο Γιώργο Κούδα όταν πρωτοεμφανίστηκε στα 18 του στην Τούμπα. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος, αν και στην περίπτωσή του υπήρχαν πολλές ομοιότητες.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο «Δικέφαλος του Βορρά» είχε ανάγκη από νέους ήρωες και αποθέωνε ένα πραγματικά δικό της παιδί, το οποίο κατάφερε να φορέσει το περιβραχιόνιο του αρχηγού, αλλά δεν μπόρεσε να κερδίσει κάποιον τίτλο με την αγαπημένη του ομάδα.

Εμεινε στην Τούμπα μέχρι τον Ιανουάριο του 2000, είναι ένας από τους ελάχιστους ποδοσφαιριστές που έχουν ξεπεράσει τις 300 συμμετοχές με την «ασπρόμαυρη» φανέλα (313 συμμετοχές - 41 γκολ), ενώ ως αλλαγή ήταν και η τελευταία του συμμετοχή σε επίσημο παιχνίδι με τη φανέλα του ΠΑΟΚ. Στις 13/10/1999 αγωνίστηκε, όχι στην Τούμπα, αλλά στο Καυτανζόγλειο Στάδιο, για 27’ στον αγώνα κυπέλλου, ΠΑΟΚ-Βέροια 1-0 υπό τις οδηγίες του Ολλανδού προπονητή, Άρι Χάαν.

Πήγε ως ελεύθερος στην Ξάνθη και αγωνίστηκε με τη φανέλα της για 1,5 χρόνο (45 συμμετοχές 2 γκολ) και τρεις φορές στην καριέρα του βρέθηκε αντίπαλος του ΠΑΟΚ, με πιο δύσκολη στιγμή της καριέρας του, έναν αγώνα ΠΑΟΚ-Ξάνθη (2-0) για το θεσμό του Κυπέλλου Ελλάδας, στις 21/02/01 στο γήπεδο της Τούμπας, όπου αγωνίστηκε για 61’ λεπτά και γνώρισε την αποθέωση από τους φίλους του «Δικεφάλου». Επέστρεψε το χειμώνα του 2002 στον ΠΑΟΚ για να κλείσει την καριέρα του με την «ασπρόμαυρη» φανέλα.

Τί λέει για τον Όλεγκ Μπλαχίν με τον οποίο μόνο που δεν έπαιξε μπουνιές, το χέρι του Μίρκο Τάκολα, το αλησμόνητο ματς στο Λονδίνο και την πρόκριση επί της Άρσεναλ. Το «πεθαμένα το 'χουμε» του Αγγελου Αναστασιάδη και το «μη σηκωθείς κοντέ, σε γ@μhσ@» του Ζαγοράκη.

Τί του είπε ο Αναστασιάδης όταν πήγε μετά από μπουζούκια σε μια προπόνηση; Ποια πλάκα θυμάται από τον Ζαγόρ κι ακόμη... τρέχει;

Ποιο περιστατικό με τους Σαραβάκο-Αποστολάκη έκανε να τον παίζουν οι ειδήσεις λες και ήταν καταζητούμενος;

Ο Γιώργος Τουρσουνίδης στο Gazzetta, με τον δικό του, μοναδικό τρόπο.

Reid Moore

Theresa Green

Sandy Overshot

Sandy Overshot

Reid Moore

Theresa Green

Sandy Overshot

Sandy Overshot

Από τις γειτονιές της Τούμπας, ξετυλίγοντας το φιλμ του ασπρόμαυρου ονείρου

Ποιος σε πρωτοέβαλε στο ποδόσφαιρο;

«Μεγάλωσα στις γειτονιές της Τούμπας, έπαιζα στις αλάνες ποδόσφαιρο μαζί με τα παιδιά της ηλικίας μου. Αρχές της δεκαετίας του ’80. Από μικρός το’ χα με την μπάλα, χωρίς κάποιος από την οικογένειά μου να έχει ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο. Ο άνδρας της αδερφής του πατέρα μου έπαιζε μπάσκετ στον ΠΑΟΚ, όλοι μας ήμασταν ΠΑΟΚ και πηγαίναμε όλοι μαζί στην Τούμπα να δούμε τους αγώνες».

Και πως βρέθηκες από την κερκίδα να παίζεις στα «τσικό» του ΠΑΟΚ;

«Κάποια στιγμή με πήγαν στο βοηθητικό γήπεδο, το ξερό απέναντι από τη Θύρα 1, για να δοκιμαστώ. Ήμουν δεν ήμουν οκτώ ετών. Με είδε ο Λευτέρης Παπαδάκης (σ.σ. θρύλος του ΠΑΟΚ τη δεκαετία του ’50, πιστός στρατιώτης του συλλόγου μέχρι που έφυγε από τη ζωή το 2013) και δεν με άφηνε να φύγω...».

Θυμάσαι κάποιες από τις πρώτες συμβουλές του; 

«Ο κ. Παπαδάκης ήταν ένας αξιόλογος άνθρωπος που ήξερε πολλά κιλά μπάλα. Αμέσως κατάλαβε τι είχε μπροστά του. Κάποια στιγμή με έπιασε και μου είπε επί λέξη: “μικρέ, εσύ δε θα φύγεις ποτέ απ’ αυτό το γήπεδο και μετά απ’ αυτό το γήπεδο με το χώμα, θα περάσεις απέναντι”! Σκεφτόμουν τα λόγια του αλλά δεν μπορούσα, λόγω ηλικίας, να αντιληφθώ τι ακριβώς μου έλεγε εκείνη την στιγμή. Κι όμως, εκείνος γνώριζε πολύ καλά τι έλεγε. Με βοήθησε πάρα πολύ στα πρώτα μου βήματα και δίπλα του έβαλα τις βάσεις για να κάνω πραγματικότητα το όνειρό μου». 

Τι ήταν από τότε ο ΠΑΟΚ για τον μικρό Γιωργάκη;

«Τα πάντα! Ένα όνειρο ζωής! Ένα ασπρόμαυρο φιλμ που άρχισε να ξετυλίγεται βήμα-βήμα. Από τα “τσικό”, στο παιδικό, στο εφηβικό, στους ερασιτέχνες κι από εκεί έφτασα κάποια στιγμή να γίνω ημιεπαγγελματίας και να μπω στην πρώτη ομάδα. Αυτό ήταν το ταξίδι μου…».

Ένα ταξίδι που είχε αρχίσει από νωρίς να σε βγάζει εκτός συνόρων και να ακούγεται έντονα το όνομά σου στο εξωτερικό.

«Αλήθεια είναι αυτό. Σε ηλικία μόλις 14 ετών αγωνίστηκα στην Εθνική παίδων. Φόρεσα το εθνόσημο. Τιμή. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε ένα διάσημο Χριστουγεννιάτικο Τουρνουά στο Ισραήλ που κρατούσε δύο εβδομάδες και εκεί  μαζευόταν η ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου στις μικρές ηλικίες. Συμμετείχα δύο φορές με την Εθνική ομάδα, τη μια χρονιά κατακτήσαμε το τουρνουά και την άλλη είχαμε βγει δεύτεροι, αλλά και στα δυο αυτά τουρνουά ανακηρύχθηκα MVP της διοργάνωσης και καλύτερος ποδοσφαιριστής στις συγκεκριμένες ηλικίες».

«Δεν πήγα στην Ιταλία γιατί ο πατέρας μου φοβόταν ότι θα του... κλέψουν το παιδί»

Τότε οι εφημερίδες έγραφαν ότι φεύγεις για την Ιταλία. Αλήθεια, πότε ήρθε η πρώτη ενόχληση για να φύγεις στο εξωτερικό;

«Ήμουν στα 16 μου και έπαιζα στην Εθνική ελπίδων. Είχαμε πάει στην Ιταλία για ένα φιλικό παιχνίδι και αφού τελείωσε το ματς και πήγαινα προς το λεωφορείο, με πλησίασε ένας Έλληνας και μου λέει “μικρέ να σε ενοχλήσω για ένα λεπτό”. Ήταν ο γνωστός μάνατζερ, ένας από τους κορυφαίους στο χώρο, ο Πασχάλης Παπαδόπουλος. Δεν είχα ιδέα τι είναι μάνατζερ και ποια η σχέση τους με το ποδόσφαιρο. Στην Ελλάδα δεν ξέραμε τίποτα, μιλάμε για το 1986, οπότε δεν ήξερα πως έπρεπε να τον αντιμετωπίσουμε ως οικογένεια. Πρόσφατα τον συνάντησα μετά από χρόνια και θυμηθήκαμε την ιστορία. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, το συζήτησα με τον πατέρα μου. Τρελάθηκε! Άρχισε να μονολογεί… “θα μας κλέψουν το παιδί, ποιος είναι αυτός, τι θέλει από μας” κι άλλα τέτοια. Δεν ξέραμε πως έπρεπε να αντιμετωπίσουμε την όλη κατάσταση, μας φαινόταν κάτι τελείως άγνωστο». 

Έκανες λάθος που δεν τον εμπιστεύτηκες τότε και ουσιαστικά απέρριψες την πρόταση του; 

«Εννοείται, ότι έκανα λάθος. Η πορεία μου, η καριέρα μου, η εξέλιξη μου θα ήταν πολύ διαφορετική. Θα με έπαιρνε δίπλα του από τα 16-17 και με τις γνωριμίες που είχε από τότε ο κ. Παπαδόπουλος νομίζω ότι θα με βοηθούσε να εκτοξευτεί η καριέρα μου».

Μιλάμε για μια εποχή στην οποία δεν έχεις κάνει ακόμη την εμφάνισή σου στην πρώτη ομάδα. 

«Σωστά. Ήμουν ακόμη στους ερασιτέχνες. Στην πρώτη ομάδα ήταν προπονητής ο Τάις Λίμπρεχτς. Κάθε Δευτέρα οι βασικοί έκαναν αποθεραπεία, έμεναν οι αναπληρωματικοί, οπότε ο Ολλανδός έπαιρνε παιδιά από την ερασιτεχνική ομάδα για να συμπληρώσει τα άτομα στην προπόνηση. Ο μόνιμος μικρός που ανέβαινε κάθε Δευτέρα ήμουν εγώ και στην ιδέα μόνο ότι θα κάνω προπόνηση με τους μεγάλους, την Κυριακή δεν έκλεινα μάτι. Κάπως έτσι έφτασα να υπογράψω το πρώτο μου ημιεπαγγελματικό συμβόλαιο».

Από τον παραλίγο δανεισμό στην Ξάνθη, στο ντεμπούτο με τον ΠΑΟΚ του Αλέφαντου

Από τον ΠΑΟΚ τι σου έλεγαν εκείνη την εποχή; 

«Ήθελαν να με δώσουν δανεικό. Να φύγω, να πάω να ψηθώ. Με ζήτησε η Ξάνθη, με πρόεδρο τον Θόδωρο Κοκκάλα, που ήθελε να με πάρει στην ομάδα. Η κουβέντα γίνεται πριν από τα Χριστούγεννα του 1987, ο ΠΑΟΚ είχε συμφωνήσει να με στείλει με υποσχετική έξι μηνών, κάτι που δεν ήθελα με τίποτα, τα είχα βάψει κυριολεκτικά μαύρα, αλλά κατάλαβα ότι δεν υπάρχει κάποιος άλλος δρόμος. Έπρεπε να πάω δανεικός. Είχα φτάσει μια ανάσα από το να φύγω».

Τι άλλαξε στην πορεία και δεν κατέληξες ποτέ δανεικός στην Ξάνθη;

«Ένα απόγευμα, έχουμε πάει με τον πατέρα μου στα παλιά γραφεία της ΠΑΕ ΠΑΟΚ, επί της Βασιλίσσης Σοφίας (σ.σ. η σημερινή Εθνικής Αμύνης), για να υπογράψουμε την υποσχετική, να μαζέψω τα μπογαλάκια μου και να φύγω για την Ξάνθη. Εκεί που περιμένουμε στο σαλόν, να μας φωνάξουν μέσα να υπογράψουμε, μαθαίνουμε ότι έχει αλλάξει ο προπονητής…». 

Ήταν τότε που ο Χάρης Σαββίδης πούλησε στον Ολυμπιακό του Κοσκωτά τον Λίμπρεχτς μαζί με τον Μπανιώτη, μετά το 6-1 στις Σέρρες; 

«Οντως έτσι έγινε. Έφυγε ο Λίμπρεχτς και στη θέση του ανέλαβε ως υπηρεσιακός προπονητής ο Μιχάλης Μπέλλης. Εμφανίζεται εκείνη την στιγμή στα γραφεία ο κ. Μπέλλης. “Μικρέ, τι θέλεις εσύ εδώ;”, με ρωτάει, γιατί δεν είχε προλάβει να ενημερωθεί. “Φεύγουμε για την Ξάνθη”, του απαντά ο πατέρας μου. “Ποια Ξάνθη, δεν έχεις να πας πουθενά”, μας λέει και με εντολή του ξεκινάει το σχέδιο της φυγής μου από τα γραφεία του ΠΑΟΚ». 

Δηλαδή; 

«Ο κ. Μπέλλης γυρνάει στον πατέρα μου και του λέει επί λέξη: "Πάρε τον μικρό και φύγετε από τα γραφεία χωρίς να σας πάρει κανείς χαμπάρι! Ανοίξτε την πόρτα και φύγετε. Εγώ αναλαμβάνω την ομάδα και τον μικρό τον θέλω στην ομάδα"».    

Κάπως έτσι έφτασες ένα βήμα πριν από το ντεμπούτο σου με τη φανέλα του ΠΑΟΚ. 

«Εξαιτίας του Μιχάλη Μπέλλη δεν έφυγα με υποσχετική στην Ξάνθη, υπέγραψα ημιεπαγγελματικό συμβόλαιο κι από την επομένη άρχισα να κάνω προπόνηση καθημερινά με την πρώτη ομάδα. Μέχρι που έφυγε ο κ. Μπέλλης και στη θέση του έρχεται ο συγχωρεμένος, ο Νίκος Αλέφαντος». 

Μιχάλης Μπέλλης

Μιχάλης Μπέλλης

Νίκος Αλέφαντος

Νίκος Αλέφαντος

Item 1 of 4

Μιχάλης Μπέλλης

Μιχάλης Μπέλλης

Νίκος Αλέφαντος

Νίκος Αλέφαντος

Αυτός ήταν ο προπονητής που σε έβαλε να παίξεις για πρώτη φορά…

«Μια μέρα με φωνάζει στο γραφείο του και μου λέει, “μικρέ, να ξέρεις την Κυριακή θα σε βάλω να παίξεις”. Και όντως την Κυριακή με έβαλε και έκανα ντεμπούτο με την πρώτη ομάδα».

Σε ποιο ματς πρωτοέπαιξες;

«Μπήκα ως αλλαγή σ’ ένα ΠΑΟΚ-Λεβαδειακός (σ.σ. ήταν 2 Απριλίου του 1989, πέρασε ως αλλαγή στο 86ο λεπτό στη θέση του Βραζιλιάνου Λουίς Φερνάντο), έκανα και το πρώτο μου ενενηντάλεπτο απέναντι στον Διαγόρα Ρόδου, με υπηρεσιακό προπονητή τον Σταύρο Σαράφη, που είχε αναλάβει την ομάδα μετά την απομάκρυνση του Αλέφαντου».

«Πριν από ένα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό, ο Αλέφαντος έβαλε τα κλάματα και άρχισε να μας λέει Σπαρτιάτες, Μακεδονομάχους»

Τι πήρες από τον Νίκο Αλέφαντο;

«Την εμπειρία της πρώτης συμμετοχής. Ότι με πίστεψε». 

Θυμάσαι κάποια ωραία ιστορία από τον Αλέφαντο; 

«Κάθε μέρα είχαμε και κάτι τρελό στην προπόνηση. Είχε τα κωλύματα του, μιλάμε για μεγάλη μορφή, με τις ιδιαιτερότητές του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό, όπου με έχει πάρει στην αποστολή. Πριν από την έναρξη, βάζει τα κλάματα και αρχίζει μια ομιλία περί… Σπαρτιατών, Μακεδονομάχων! “Εσείς είστε παλικάρια, πάμε να πολεμήσουμε”, φώναζε μέσα στα αποδυτήρια της Τούμπας». 

Ο καλύτερος προπονητής που είχες ποτέ;

«Για μένα ο καλύτερος προπονητής που έχει περάσει ποτέ είναι ο Άρι Χάαν. Μιλάω γι' αυτούς που είχα εγώ. Με διαφορά ο Άρι Χάαν. Αυτός με έμαθε ποδόσφαιρο. Ο μόνος προπονητής που μας έμαθε να στεκόμαστε στο γήπεδο ως ποδοσφαιριστές. Από κάποιους άλλους μπορώ να σας πω ότι ξεχνούσαμε κι αυτά που ξέραμε. Αυτά που έλεγε ήταν σωστά πράγματα, για μένα ο καλύτερος».

«Με πλοίο στη Νάπολη, δίπλα στο τύμπανο...»

Ως ημιεπαγγελματίας παίκτης του ΠΑΟΚ, λοιπόν, ταξίδεψες με το πλοίο για τη Νάπολι τον Οκτώβριο του 1988;  

«Που τα θυμάστε τώρα αυτά…». 

Έλα πες αυτά είναι που μένουν…

«Ποτέ δεν έκρυψα ότι πρώτα ήμουν οπαδός του ΠΑΟΚ και μετά ποδοσφαιριστής. Από μικρό παιδί πήγαινα και παρακολουθούσα τα παιχνίδια από τη Θύρα 4. Πήγαινα σε όλα τα ματς, είτε στο ποδόσφαιρο, είτε στο μπάσκετ. Έχω δει όλα σχεδόν τα μπασκετικά ντέρμπι ΠΑΟΚ-Άρης εκείνης της εποχής ως φίλαθλος στην κερκίδα. Ενεργός. Δίπλα στο τύμπανο. Συμμετείχα, μου άρεσε πολύ η ατμόσφαιρα, τα συνθήματα, αλλά μέχρι εκεί. Ε, όταν κληρώθηκε ο ΠΑΟΚ με τη Νάπολι του τεράστιου Ντιέγκο Μαραντόνα, δεν το σκέφτηκα ούτε λεπτό».

Τι έκανες με το που έμαθες ότι ο ΠΑΟΚ κληρώθηκε με τη Νάπολι του Μαραντόνα;

«Πήγα και γράφτηκα στην εκδρομή του Σ.Φ. ΠΑΟΚ Τούμπας για την Ιταλία. Τότε, στεγαζόταν σ’ ένα καφενείο απέναντι από το γήπεδο, ήξερα όλα τα παιδιά και αποφάσισα να πάω στην εκδρομή μαζί τους. Κανονικά, με το λεωφορείο του Συνδέσμου από τη Θεσσαλονίκη στην Ηγουμενίτσα, με το πλοίο για το Μπάρι και από εκεί στο Σαν Πάολο. Ήταν ένα ταξίδι όνειρο. Με τα όλα του! Κι όταν λέω με τα όλα του, το εννοώ. Ύπνο μέσα στο λεωφορείο, στα παγκάκια, φαγητό στα βενζινάδικα της ιταλικής autostrada». 

«Με τη μαμά μου, την κυρά Ντίνα στον τελικό του ΟΑΚΑ με την ΑΕΚ»

Ποιο ήταν το πρώτο παιχνίδι του ΠΑΟΚ που θυμάσαι ότι είδες από κοντά; 

«Το πρώτο δεν το θυμάμαι, αυτό που δεν πρόκειται να ξεχάσω είναι η εμπειρία που έζησα σε ηλικία 13 ετών στον τελικό του Κυπέλλου ΑΕΚ-ΠΑΟΚ στο ΟΑΚΑ. Ήταν ο πρώτος τελικός που έγινε ποτέ στο Ολυμπιακό Στάδιο και είχα βάλει λυτούς και δεμένους για να πάω σ’ αυτό το παιχνίδι. Ο μπαμπάς μου είχε δουλειά, οπότε η μάνα μου, η κυρά Ντίνα, αποφάσισε να με πάει στην Αθήνα, παρά τις αντιρρήσεις όλων των φίλων και γνωστών».

Κάτι παραπάνω θα ήξεραν όλοι αυτοί για να επιμένουν…

«Βρήκα τρόπο και γραφτήκαμε στην εκδρομή του Σ.Φ. ΠΑΟΚ Τριανδρίας. Το βράδυ της παραμονής του τελικού ανεβήκαμε στο λεωφορείο και ξεκινήσαμε για την Αθήνα. Με το που μπαίνουμε στην πόλη μας επιτίθενται με πέτρες και μας σπάνε όλα τα τζάμια του λεωφορείου. Εγώ χαιρόμουν, 13 ετών τα έβλεπα όλα ωραία, με τη μάνα μου να θέλει να βάλει τα κλάματα και να ακούει τους άλλους να της λένε “που τον πας τον μικρό, δε βλέπεις τι γίνεται, εμείς πάμε να πολεμήσουμε…”. Φτάνουμε στην Ομόνοια, όπου ήταν συγκεντρωμένοι χιλιάδες ΠΑΟΚτσήδες, εγώ συνέχιζα να ζω το όνειρό μου. Με το που φτάσαμε στο ΟΑΚΑ, έφυγα να κάνω εξωτερικά ένα γύρο το γήπεδο, να το δω από κοντά. Φάνταζε κάτι πολύ μεγάλο στα μάτια μου. Εκεί που περπατάω ακούω φωνές και βλέπω πάνω από 2.000 ΑΕΚτζήδες να τρέχουν προς το μέρος των οπαδών του ΠΑΟΚ. Όπου φύγει, φύγει ο Γιώργος… Έγινε ο κακός χαμός από πέτρες και καδρόνια, κανονική μάχη!».

«Εκείνα τα χρόνια, μια εβδομάδα να παίζαμε, δεν κερδίζαμε! Δεν μας άφηναν…»

Κλείνουμε την παρένθεση της οπαδικής νιότης και επιστρέφουμε στα καθαρά ποδοσφαιρικά. Ποιος ήταν ο προπονητής που σε καθιέρωσε στον ΠΑΟΚ; 

«Ο Ρομπ Γιάκομπς που με πίστευε πολύ από την αρχή, ωστόσο ήταν πολύ δύσκολο εκείνη την εποχή να εμπιστευτείς έναν 18χρονο σε μια ομάδα με παίκτες όπως ο Σκαρτάδος, ο Μαγκντί, ο Μπορμπόκης, ο Καραγεωργίου, ο Λαγωνίδης, ο Σμολ και πολλοί άλλοι έμπειροι». 

Να φανταστούμε ότι ένας Ολλανδός προπονητής, όπως ο Γιάκομπς δεν είχε θέματα με τις ηλικίες, απλά δεν υπήρχε χώρος για την ενδεκάδα; 

«Έπαιζα σε κάποια παιχνίδια, αλλά βασικό δεν μπορούσες να με πεις. Μέχρι που λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1989 τραυματίστηκε σοβαρά ο Νίκος Καραγεωργίου. Με πιάνει ο Γιάκομπς και μου λέει “μικρέ ετοιμάσου να παίζεις εσύ από εδώ και πέρα ως δεξί μπακ”. Είχε δει στις προπονήσεις και την ικανότητά μου με τη μπάλα, αλλά και την ταχύτητα που είχα στα πρώτα μου βήματα. Μέχρι τότε δεν είχα παίξει ποτέ μπακ. Πάντα ήμουν το δεκάρι ή εξτρέμ της ομάδας. Όμως, καθιερώθηκα στον ΠΑΟΚ, δεν ξαναβγήκα από την ενδεκάδα ως δεξί μπακ, χάρη στον Ρομπ Γιάκομπς. Εβγαλα τις πρώτες μου δύο γεμάτες χρονιές ως μπακ».

Κι ως δεξί μπακ έχεις κάνει μια φοβερή εμφάνιση απέναντι στον Ολυμπιακό σε ένα ματς κυπέλλου το 1990 μέσα στο παλιό Καραϊσκάκη.

«Παίξαμε φανταστικά σ’ εκείνο το ματς, αλλά όσο κι αν παίζαμε δεν υπήρχε περίπτωση να κερδίσουμε. Είχαμε ευκαιρίες, δύο δοκάρια, αλλά και έναν διαιτητή που έπαιζε 100-0 υπέρ του Ολυμπιακού. Ηταν από τη Θεσσαλονίκη, μάλιστα, ο Ζακεστίδης. Δεν έδωσε δύο καταφανέστατα πέναλτι. Ένα πάνω στον Λαγωνίδη και ένα πάνω σε μένα. Βγήκα απέναντι στον τερματοφύλακα, με τον Τσαλουχίδη να μου τραβάει τη φανέλα και να με ρίχνει κάτω. Ο διαιτητής δεν έδωσε τίποτα! Εκείνα τα χρόνια, μια εβδομάδα να παίζαμε, δεν κερδίζαμε! Δεν μας άφηναν…».

Δεν σας άφηναν ως ΠΑΟΚ ή ήταν γενικότερα έτσι διαμορφωμένη η κατάσταση;  

«Δεν άφηναν τον ΠΑΟΚ. Οι “μεγάλοι” διαμόρφωναν τις καταστάσεις όπως ήθελαν αυτοί και όπως τους βόλευε. Δεν σε άφηναν να κερδίσεις. Έμπαινες να παίξεις ένα παιχνίδι με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό ή τον Ολυμπιακό. Ήξερες από τα πρώτα πέντε λεπτά πώς θα σφυρίξει ο διαιτητής. Είχαν τον τρόπο να διαμορφώσουν τις συνθήκες του αγώνα». 

Σήμερα βλέπεις διαφορά στο κομμάτι της διαιτησίας; 

«Δεν θα το έλεγα. Με το VAR έχουν βελτιωθεί πολύ τα πράγματα, αλλά και πάλι βλέπεις ότι υπάρχουν αποφάσεις που σου δίνουν να καταλάβεις ότι συνεχίζεται να υπάρχει ένα… σπρώξιμο μιας ομάδας από τη διαιτησία και το κυριότερο είναι ότι αντιλαμβάνομαι πως όλο αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει ποτέ στην Ελλάδα».

Μήπως, όμως, όλη αυτή η κουβέντα περί διαιτησίας αδικεί και την προσπάθεια των ποδοσφαιριστών; Είτε αυτοί παίζουν στον Ολυμπιακό είτε στον Παναθηναϊκό είτε στον ΠΑΟΚ;

«Ο ποδοσφαιριστής επειδή το αισθάνεται και το καταλαβαίνει εκείνη την ώρα που αγωνίζεται, τι γίνεται, έρχεται σ’ ένα σημείο και… σκάει. Μπαίνεις να παίξεις ένα παιχνίδι, ο καλύτερος θα νικήσει, αλλά πολλές φορές νιώθει να τον πνίγει η αδικία. Καταλαβαίνω και το ξέρω ότι ο μεγάλος παντού θα ευνοηθεί απέναντι στον μικρότερο αντίπαλο. Όμως, στην Ελλάδα είναι κάτι περισσότερο από μια απλή εύνοια Στα δικά μου τα χρόνια, τη δεκαετία του ’90, τα πράγματα ήταν πραγματικά πολύ δύσκολα από θέμα διαιτησίας». 

«Φοβούνται τον Σαββίδη, σέβονται πολύ περισσότερο τον ΠΑΟΚ» 

Γιατί ο ΠΑΟΚ της εποχής του Τουρσουνίδη δεν πήρε κάποιον τίτλο; 

«Ένα κομμάτι ήταν η διαιτησία, όπως είπα, όμως υπάρχει και ένα δεύτερο κομμάτι που δεν πρέπει να το παραβλέπουμε. Ο ΠΑΟΚ είναι μια ομάδα με τεράστια δυναμική λόγω του κόσμου του, αλλά δεν είχε τους ισχυρούς παράγοντες, όπως είναι τώρα ο Ιβάν Σαββίδης, για να κοντράρει και να μπει σφήνα στους μεγάλους της Αθήνας. Καλός παράγοντας ήταν και ο συγχωρεμένος ο Βουλινός κι ο Μπατατούδης, αλλά δεν είχαν την οντότητα και την οικονομική δύναμη για να κοντράρουν τους κάτω…». 

Ούτε ο Γιώργος Μπατατούδης; 

«Όχι, ούτε κι ο Μπατατούδης. Δεν μπορούσε να χτυπήσει σε καμία περίπτωση τον Σωκράτη Κόκκαλη. Δεν το λέω σαν δικαιολογία, αλλά στον ΠΑΟΚ δεν είχαμε τότε τους παράγοντες που έκαναν τη διαφορά σε θέματα οργάνωσης και στελέχωσης. Αυτό άρχισε να βελτιώνεται από την εποχή που ανέλαβε την ομάδα ο Θόδωρος Ζαγοράκης, που επίσης δεν είχε την οικονομική δύναμη να σταθεί απέναντί τους, ενώ η διαφορά βλέπουμε όλοι ότι έγινε από τη στιγμή που ανέλαβε την ομάδα ο κ. Σαββίδης».

Ο Ιβάν Σαββίδης θεωρείς ότι τώρα έχει κάποιο έλεγχο του παρασκηνίου, όπως υποστηρίζουν πολλοί; 

«Αλήθεια, δεν ξέρω αν έχει και σε ποιο βαθμό τον έλεγχο. Αυτό που ξέρω είναι ότι τον φοβούνται, κυρίως όμως σέβονται πολύ περισσότερο τον ΠΑΟΚ».    

Στα δικά σου τα χρόνια ο ΠΑΟΚ είχε την ομάδα για να διεκδικήσει πρωταθλήματα και κύπελλα στην Ελλάδα; 

«Αυτό είναι το παράπονό μου. Εκείνα τα χρόνια είχαμε πάρα πολύ καλές ομάδες. Γι’ αυτό μας έτρωγε μέσα μας η αδικία. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Μετά τη χρονιά του νταμπλ, ο ΠΑΟΚ δεν είχε και δεν έχει, ούτε φέτος, την ομάδα για να πάρει το πρωτάθλημα. Όμως, εμείς τότε είχαμε πραγματικά πολύ καλές ομάδες, άλλα πράγματα δεν είχαμε….». 

«Όσοι με έβλεπαν έλεγαν ότι ήξερα πολλά καντάρια μπάλα. Ο ΠΑΟΚ κάτι παραπάνω από μια ομάδα»

Ποιος ήταν ο καλύτερος συμπαίκτης σου, αυτός με τον οποίο χαιρόσουν όταν έπαιζες μαζί του; 

«Ο καλύτερος όλων ήταν ο Μαγκντί Τολμπά! Είχε τρομερή ποδοσφαιρική ποιότητα. Έμοιαζε στο δικό μου στυλ, μου άρεσε στα μάτια μου πάρα πολύ ο Αιγύπτιος. Ήταν αέρινος, έκανε τις… ποδιές του στο γήπεδο, δεν του έπαιρνες τη μπάλα με τίποτα». 

Ποιον ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του Γιώργου Τουρσουνίδη;

«Σίγουρα όχι η ταχύτητα, με εξαίρεση ίσως τα πρώτα χρόνια. Όλοι όσοι με έβλεπαν έλεγαν ότι ήξερα πολλά καντάρια μπάλα, είχα το ποδοσφαιρικό θράσος που το χρειάζεται κάθε παίκτης για να μπορέσει να σταθεί και να κάνει καριέρα». 

Υπήρχαν στιγμές που ένιωθες ο ηγέτης του ΠΑΟΚ μέσα στο γήπεδο;

«Ένιωθα τον ΠΑΟΚ κάτι παραπάνω από μια ομάδα. Αν δεν αγαπάς μια ομάδα, όσα περιβραχιόνια κι αν φοράς στο μπράτσο δεν μπορείς να βγάλεις στοιχεία του ηγέτη. Να μπεις μπροστά. Να είσαι πρώτος στη μάχη. Προσωπικά τον ζούσα αλλιώς τον ΠΑΟΚ απ’ ότι τον ζούσαν ή τον έζησαν πολλοί άλλοι ποδοσφαιριστές. Οk, αντιλαμβάνομαι ότι από την ομάδα πέρασαν παιδιά που δεν ήταν τόσο πολύ δεμένοι με τον ΠΑΟΚ, όσο εγώ ή κάποιοι άλλοι. Στα χρόνια μου είχαμε και ένα άλλο πολύ καλό στοιχείο. Ήμασταν δεμένοι. Φίλοι. Κάναμε παρέα και εκτός προπόνησης, μαζευόμασταν κάθε βράδυ στα σπίτια μας, με τις γυναίκες, τα παιδιά μας. Δεν ήμασταν επαγγελματίες με την πραγματική έννοια του όρου. Κι αυτό ήταν το μεγάλο λάθος μας…».

«Ο Ζαγοράκης μού έβαλε ένα περιστέρι στο ντουλάπι. Όταν το είδα έτρεχα γυμνός στην Τούμπα»

Μπήκαμε στο κομμάτι παρέες. Μπορείς να μας πεις πλάκες που κάνατε; Όμορφες στιγμές;

«Εντάξει, υπήρχαν όμορφες στιγμές. Υπάρχουν απίστευτες στιγμές που ζεις μέσα στο χώρο. Τότε, με τον Θόδωρο (Ζαγοράκη), με τον Μάκη τον Χάβο, τον Αλέξη τον Αλεξίου, ήμασταν μαζί από το πρωί μέχρι το βράδυ...

Θα σας πω τώρα ένα χαζό περιστατικό. Εγώ δεν τα μπορώ καθόλου τα πουλιά. Καθόλου! Αν κι ο πατέρας μου είναι χρόνια περιστεράς, εγώ δεν τα θέλω καθόλου τα πουλιά.  Τέλος πάντων, μια μέρα κάνουμε προπόνηση στην Τούμπα. Είχε χτυπήσει ένα πουλί και είχε πέσει μέσα στο γήπεδο – εγώ δεν το είχα δει. Ο Ζαγοράκης, που ξέρει ότι εγώ φεύγω  χιλιόμετρα αν δω πουλί, το πήρε και το έβαλε μέσα στο ντουλάπι μου. Τελειώνει η προπόνηση, πάω να ανοίξω το ντουλάπι και μόλις το είδα έτρεξα χιλιόμετρα. Όταν σας λέω χιλιόμετρα, χιλιόμετρα... Ετρεχα γυμνός στην Τούμπα. Λιώσανε οι άλλοι κανονικά».

Εσύ πλάκες έκανες;

«Ήμουν πολύ της πλάκας... Τότε, η καζούρα που κάναμε στους νέους ήταν να τους “βαφτίζουμε”. Όχι από μαγκιά όμως, ότι ήμασταν οι μεγάλοι. Τους κάναμε καζούρα. Μετά τα παιδιά αυτά τα είχαμε δικά μας, να μην τα πειράξει κανένας. Θυμάμαι, ο συγχωρεμένος ο Παναγιωτάκης, ο Γιώργος ο Χατζηζήσης, ο Κατσούρης... Στην προετοιμασία τα προσέγγιζα εγώ με ωραίο τρόπο και τους έλεγα: “το βράδυ να ξέρεις θα βαπτιστείς”. Τι ήταν η βάφτιση; Γεμίζαμε τη μπανιέρα με κρύο νερό και αρχίζαμε κανονικά: “Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού...”. Είχαμε και τον Μιχόπουλο που τους έπιανε από το κεφάλι και τους βουτούσε. Και έτσι γινόταν το νέο μέλος της ομάδας. Όμως, το ξαναλέω ότι όλο αυτό γινόταν καλοπροαίρετα.

Μία άλλη φορά κάναμε συνέντευξη... Ήμασταν με τον Ζαγοράκη στο αεροπλάνο. Πηγαίναμε προετοιμασία. Η ομάδα είχε φέρει έναν μικρό. “Γιωργάκη πώς αισθάνεσαι στον ΠΑΟΚ;”... Του παίρναμε συνέντευξη κανονικά... Σε κάποια φάση τον ρωτάει ο Ζαγοράκης: “Ποιος είναι ο καλύτερος παίκτης που έχει ο ΠΑΟΚ;”. Απαντάει “ο Τουρσουνίδης”, αυθόρμητα. “Ποιος Τουρσουνίδης ρε τρελέ;”, του λέει... Ωραίες στιγμές! Και στην Άρσεναλ...».


Το «πεθαμένα, το 'χουμε με την Άρσεναλ» του Αναστασιάδη και το «κοντέ, αν σηκωθείς σε γ@mhs@» του Ζαγοράκη

Για πες μας για την ομιλία του Άγγελου και τι προηγήθηκε πριν από αυτήν.

«Πάμε στο ξενοδοχείο. Εμείς είχαμε ομαδάρα τότε, αλλά Άρσεναλ σε καμία περίπτωση... Εντάξει, είχαμε νικήσει 1-0 στη Θεσσαλονίκη, αλλά ήμασταν δαγκωμένοι. Είχαμε πει ότι θα πάμε να παίξουμε κι ό,τι γίνει. 

Μας μαζεύει ο Αγγελος στο ξενοδοχείο. Κάθομαι εγώ, ο Ζαγόρ, ο Ζήσης ο Βρύζας... Μας λέει: “πεθαμένα, το 'χουμε το βράδυ το ματς, είστε πολύ καλύτεροι. Ποιοι είναι αυτοί; Ποιος είναι ο Όφερμαρς, ποιος είναι ο Μπέργκαμπ;”. Τον κοιτούσαμε και λέγαμε “άσε μας ρε Άγγελε, εμείς εδώ έχουμε τον νταλκά μας”. Γιατί εμείς ναι μεν λέγαμε ότι θα μπούμε να παίξουμε, αλλά μπορεί να φάμε και πέντε γκολ. Και πραγματικά το ματς ήταν για να φάμε πέντε γκολ. Εκείνος όμως το πίστευε, το πίστευε! Και μετά μπήκε να μιλήσει και έγινε το έλα να δεις. Μπήκαμε στα αποδυτήρια. Λέει, λέει, λέει... “τον Μπέρκαφτ”- έτσι τον έλεγε- “Ζαγοράκη θα τον καταπιείς”. “Πάμε, πάμε να τους διαλύσουμε. Το έχουμε το παιχνίδι”. Και δικαιώθηκε. Μπαίνουμε στο παιχνίδι και είμαστε κρεμασμένοι στα δοκάρια. Απ' όλο το Χάιμπουρι μας πυροβολούσαν. Εχει γύρει όλο το στάδιο. Στο 17'-20' γίνεται το 1-0 και λέμε “εντάξει, τελείωσε”. Στο 25' μου κάνουν ένα φάουλ, πέφτω κάτω και κάνω θέατρο. Είμαι ξαπλωμένος εγώ και έρχεται από πάνω μου ο Ζαγοράκης. “Κοντέ μη κάνεις καμία μ@λ@κία και σηκωθείς, θα σε γ@μησW”. Κάτσε εκεί και μη σηκωθείς, γιατί βλέπω ότι μας πυροβολούν”».

Σε εκείνο το ματς ξεκίνησε τον Ζαγοράκη δεξί μπακ.

«Ξέρεις γιατί το έκανε αυτό; Ήμουν εγώ δεξί χαφ. Σου λέει: “αυτός δεν μαρκάρει". Αριστερά έπαιζε ο Όφερμαρς. Εγώ δεν γυρνούσα πίσω. Πριν το ματς μας πιάνει και μας λέει: “Ζαγόρ, θα σε ξεκινήσω δεξί μπακ γιατί το άλλο το πεθαμένο (σ.σ. Τουρσουνίδης) δεν γυρίζει να μαρκάρει, ο άλλος είναι γρήγορος και τουλάχιστον θα πέφτει πάνω σου, εσύ θα τον καταπιείς”. Οπότε του λέει ο Ζαγόρ: “Πλάκα μας κάνεις ρε; Βάλε με στη θέση μου”. Ο Αναστασιάδης επέμενε όμως, γιατί ήξερε ότι εγώ δεν θα μάρκαρα και τουλάχιστον πιο ξεκούραστος όπως θα ήμουν μήπως έκανα κάτι μπροστά. 

Ξεκινάει το ματς, δεν του βγαίνει αυτή η κίνηση, τρώμε και το γκολ νωρίς. Κάνει αλλαγή. Βάζει τον Σιδηρόπουλο δεξί μπακ και βάζει τον Ζαγόρ 6άρι. Αυτό έγινε με το που φάγαμε το γκολ. Σε εκείνο το ματς ο Ζαγόρ έχει βγάλει πάνω από τη γραμμή με το πόδι, με τα χέρια... 

Εκείνη τη μέρα ο Θεός ήταν μαζί μας. Ο Ζαγόρ, αυτός ο μ@λ@κ@ς, έλεγε αστεία την ώρα του αγώνα. Θέλαμε να γελάσουμε. Σε μία φάση κερδίζουν κόρνερ. Τότε γυρίζει και μας λέει: “Μ@λ@κεS, μη στήνεστε, πάμε να κρεμαστούμε από τα δοκάρια”. Τώρα να παίζεις κι ο άλλος να σου λέει αυτά τα πράγματα. Αυτά που ζήσαμε με τον Ζαγοράκη δεν υπάρχουν.

Στην προπόνηση μού έλεγε: “Κοντέ θα έρθεις να τρέξεις μαζί μου”. Του έλεγα εγώ: “Βρε άντε στο διάολο, άσε με”. Αφού δεν έτρεχα, είμαι τεμπέλης. Αυτός ο πούστης... σκύλος. Ε, πήγαινα, κατευθείαν στο τέλος. Με έψαχνε».

«Με τον Μπλαχίν μόνο στα χέρια δεν πιαστήκαμε»

Μπορείς να μας περιγράψεις το πρόσωπό σου όταν ο Μπλαχίν σού είπε ότι στο Άρης-ΠΑΟΚ δεν παίζεις;

«Ερχεται το ματς με τον Άρη... Ο Άρης είχε επιστρέψει από τη Β' Εθνική, το ματς ήταν για την 2η αγωνιστική. Για εμένα το ματς με τον Άρη ήταν όλη μου η ζωή. Πρώτα αυτό και μετά ο αγώνας με τον Ολυμπιακό. Αυτά τα δύο ματς. Ως ΠΑΟΚτσής αυτά ήταν. Όχι ως ποδοσφαιριστής. 

Ο Μπλαχίν το 1994 ήταν και πάλι στον ΠΑΟΚ, τότε που ήταν η Εθνική να πάει στο Μουντιάλ. Τότε είχαμε σκοτωθεί. Ήμασταν σκοτωμένοι. Είχε δίκιο, όμως. Είχα κάνει εγχείρηση εγώ στην κλείδα κι ο Παναγούλιας μου είχε πει πως αν μπορούσα έστω λίγο να παίξω, θα με έπαιρνε στην αποστολή. Τότε έπαιζα κανονικά και στα προκριματικά, απλά ήθελε έστω και λίγο να παίξω. Στα 24 μου ήταν όνειρο να πάω στο Μουντιάλ της Αμερικής. Τέλος πάντων, ο Μπλαχίν δεν με έβαλε να παίξω. Είχε δίκιο, αλλά σκοτωθήκαμε, βριστήκαμε άσχημα. Ε, φεύγει ο Μπλαχίν και τον φέρνουν πάλι το 1998 αντί του Αναστασιάδη. 

Ήμασταν στην προετοιμασία, στην Αυστρία; Στην Ολλανδία; Δεν θυμάμαι που...  Και μας ανακοινώνουν τον Μπλαχίν. Τότε είχαμε τον Σαράφη. Του λέω: “Σταύρο, βγάλε μου εισιτήριο φεύγω. Βριστήκαμε μ' αυτόν. Μάνες, παιδιά... όλα. Τι να κάνουμε. Μόνο στα χέρια δεν πιαστήκαμε, μ' αυτόν εγώ δεν κάνω”. Ο Μπλαχίν ήρθε στο ξενοδοχείο και ήθελε να μας μιλήσει. Η πρώτη ομιλία. Εγώ δεν κατέβηκα, είχα πει “τέλος” και παρακαλούσα να μου βγάλουν εισιτήριο για να γυρίσω στην Ελλάδα. Με παρακαλούσαν να ηρεμήσω. Μετά με φωνάζει και καθόμαστε και μιλάμε. Δίνουμε τα χέρια και τα βρίσκουμε. Όχι μόνο τα βρίσκουμε, έχουμε γίνει και κολλητοί. 

Ε, έρχεται το ματς με τον Άρη. Φτάνει το περιβόητο αυτό ματς. Η Θεσσαλονίκη ”βράζει”, περίμενε αυτό το ματς. Με φωνάζει ο Μπλαχίν στο ξενοδοχείο και μου λέει: “δεν θα σε βάλω να παίξεις”. Του λέω: “Κόουτς, άσε τις μ@λακίες, αν θες να μη σκοτωθούμε πάλι. Αν θες μη με βάλεις σε άλλο ματς, εγώ αυτό περιμένω”. 

Εκείνος επέμενε να μην παίξω και ήμασταν σε μια αντιπαράθεση. Ήθελε να με προστατεύσει από κάτι που είχε στο μυαλό του. Την Κυριακή πριν τον αγώνα μου είπε πάλι ότι δεν θα με βάλει. Του λέω “εντάξει κόουτς φεύγω, παίρνω την τσάντα μου”. Μου λέει: “Ελα εδώ ρε, έχω το λόγο μου, δεν θέλω να σε βάλω”. Του είπα: “Κάνε ό,τι θες να κάνεις αλλά το πρώτο όνομα που θα πεις γι' αυτό το ματς θα είναι “Τουρσουνίδης”. Κατεβαίνουμε στα αποδυτήρια για να μας πει την 11άδα και 'χω στο μυαλό μου ότι αν δεν πει το όνομά μου θα τον πλακώσω στο ξύλο, θα γίνει της πουτ@ν@ς μέσα στα αποδυτήρια. Τέλος πάντων, κάνει την 11άδα και με έχει μέσα. Μετά μ' έκανε πρώτη αλλαγή. Τρελάθηκα! Τελικά, χάσαμε το ματς 1-4 και ήρθε πάλι ο Αναστασιάδης. Τελειώνει το ματς και ήταν η χειρότερή μου στιγμή στον ΠΑΟΚ. Μας περίμεναν απ' έξω 5.000 κόσμος για να μας λιντσάρουν κανονικά. Την ώρα που μας την έπεφταν φώναζαν όλοι “Άγγελος, Άγγελος”. Φύγαμε από την Τούμπα ύστερα από 3-4 ώρες. Δεν προλαβαίνω να μπω στο σπίτι και με παίρνει κάποιος από την ομάδα όταν μου είπαν “φέρνουμε τον Άγγελο πίσω”. Όμως, ήθελαν να πάρω εγώ τον Αγγελο τηλέφωνο και να του πω ότι είναι αποδεκτός στα αποδυτήρια. Εγώ δεν τον πήρα τηλέφωνο ποτέ. Την επόμενη μέρα τον έφεραν».

«“Αφού μας γ@mhses  που μας γ@mησεS, πάρε και τα σώβρακά μας”»

Πες μας για το περιβόητο ματς με τον Τάκολα και το χέρι με τον Ολυμπιακό.

«Αλλο και εκείνο... Είναι από τα ματς που λες “όσο και να παίζω δεν θα κερδίσω ποτέ”. Το αν χτύπησε ή δεν χτύπησε ακόμη δεν ξέρουμε. Και τον Τάκολα που ρωτήσαμε μετά στα αποδυτήρια δεν ήξερε αν χτύπησε. 

Σ' εκείνο το ματς είμαι αρχηγός. Γίνεται το χέρι και κάνουμε πέσιμο στον διαιτητή. Μιλάμε για χοντρό πέσιμο. Αυτοί (οι διαιτητές) ήταν ψυχροί κι ο διαιτητής φαινόταν ότι ήθελε να διακόψει. Κάποια στιγμή από την αγανάκτησή μου και το βρίσιμο που έριχνα, κάτι μου λέει. Δεν θυμάμαι τι... Βγάζω τη φανέλα μου και του λέω: “Αφού μας γάμησες που μας γάμησες, πάρε και τα σώβρακά μας, πάρε και τη φανέλα μου”. Και δεν μου δίνει ούτε κάρτα ούτε τίποτα. Τίποτα! Φυσικά, μετά μπήκε ο κόσμος μέσα και το ματς έληξε στο 83'. Μία εβδομάδα να παίζαμε δεν θα κερδίζαμε. Αν υπήρχε το VAR σε εκείνη τη φάση θα ήταν ξεκάθαρο για το αν ήταν ή δεν ήταν χέρι».

Εκείνα τα χρόνια στην Τούμπα ήταν αλλιώς τα πράγματα; Ήταν πιο εύκολο να νικήσει ο ΠΑΟΚ;

«Κοιτάξτε να δείτε. Ο Ολυμπιακός βάσει ιστορίας έχανε. Οι διαιτητές αν ήθελαν να σε σφάξουν, είχαν τον τρόπο. Σου έκοβαν τα φτερά. Υπήρχαν ματς που δεν υπήρχε περίπτωση να νικήσεις. Ενα απ' αυτά ήταν με τον Τάκολα. Και όχι για το χέρι, αλλά για την όλη αντιμετώπιση. 

Είχαν τον τρόπο να σε εκνευρίσουν. Ήξεραν ότι ο ΠΑΟΚ είχε τον κόσμο που ήταν τρελαμένος».

Dustin Johnson

«Τότε υπήρχαν παιδιά που έτρεμε το φυλλοκάρδι τους για να μπουν στην Τούμπα»

Για την Τούμπα τι έχεις να μας πεις;

«Σαν την Τούμπα δεν έχει! Δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Ποιο Καραϊσκάκη; Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω, την ένταση και τον παλμό της Τούμπας δεν την έχει».

Θυμάσαι δύσκολες στιγμές στην Τούμπα;

«Πάρα πολλές. Το ματς με τον Άρη, που είπαμε ήταν μια δύσκολη στιγμή. Με την Παρί ήταν επίσης μια πολύ δύσκολη στιγμή. Οι συνθήκες τότε ήταν πολύ δύσκολες για εμάς και αγωνιστικές και με τον κόσμο. Τώρα δεν υπάρχει αυτή η πίεση. Τώρα χάνεις και σε χειροκροτά η Τούμπα. Τότε δεν είχε τέτοια. Τότε ερχόντουσαν στο σπίτι σου, στις καφετέριες. Θυμάμαι ότι χάσαμε μια φορά και μιλούσαμε οι παίκτες μεταξύ μας το πρωί για το πώς θα πάμε στο γήπεδο. Τότε μέναμε όλοι μας γύρω από την Τούμπα. Σε κάθε γωνία υπήρχαν 5-10 που μας περίμεναν. Εμένα, εντάξει, με αγαπούσαν και δεν πέρασα και πολλά. Υπήρχαν όμως παιδιά που έτρεμε το φυλλοκάρδι τους για να μπουν και να κάνουν προπόνηση. Υπάρχει και το καλό που ο κόσμος σε αποθεώνει, σε εκτιμά και σε σέβεται. Τότε ήμασταν δεμένοι, ήμασταν ένα. Τώρα είναι πιο απρόσωπα».

 Η σχέση σου με τον κόσμο χάλασε ποτέ;

«Όχι ποτέ. Πήγε λίγο να χαλάσει ίσως με τη μεταγραφή στον Παναθηναϊκό γιατί θεωρούσαν ότι εγώ ήθελα να φύγω. Δεν γνώριζαν. Κάποιοι έγραφαν ότι εγώ ήθελα χρήματα για να φύγω».

Για ένα παιδί 20 ετών πώς ήταν να διαχειριστεί τη δημοφιλία του;

«Είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστείς τη δημοσιότητα, τα χρήματα. Ότι θα ξεφύγεις είναι σίγουρο. Το θέμα είναι αν θα ξεφύγεις πολύ ή λιγότερο. Τώρα έχεις τον μάνατζερ και το επιτελείο σου που θα σου πουν “άραξε”. Τότε δεν είχαμε τέτοια».

Εσύ πώς ξέφυγες;

«Εγώ, το μεγαλύτερο λάθος που έκανα είναι ότι δεν ήμουν επαγγελματίας. Με βάση το ταλέντο μου, δεν ήμουν συγκεντρωμένος σ' αυτό. Δεν έτρωγα σωστά, δεν κοιμόμουν σωστά. Εγώ έκανα τα αντίθετα απ' αυτά που έπρεπε. Και πάλι έπαιζα γιατί είχα το ταλέντο».

«Το 1-4 από τον Άρη με πείραξε πολύ, το 0-4 στο Χαριλάου το πανηγύρισα ως ΠΑΟΚτσής κι όχι ως παίκτης»

Ποια ήττα με τον Άρη σε πείραξε πολύ;

«Αυτό το 1-4 με τον Αρη με πόνεσε πάρα πολύ, αλλά υπήρξαν και ήττες που δεν τις άξιζες».

Αντίθετα η νίκη που πανηγύρισες περισσότερο;

«Αυτό που μου έχει μείνει είναι το 0-4 μέσα στο Χαριλάου, που έβαλα και δύο γκολ και το πανηγύρισα όπως ήθελα. Ως ΠΑΟΚτσής κι όχι ως παίκτης. Πήγα στα κάγκελα και τους έκανα χειρονομίες, δεν το μετανιώνω».

Όταν ο Αναστασιάδης τού είπε: «Πήγαινε κοιμήσου αντί να μου πεθάνεις εδώ»

Από μπουζούκια καμία ωραία ιστορία;

«Ναι να πούμε... Εντάξει, κοίτα μου άρεσαν και μου αρέσουν. Και τώρα σε όλους αρέσουν, μη το γελάτε. Όλοι πάνε! Αντε ας πούμε οι περισσότεροι. Εμένα μου άρεσαν τα μπουζούκια και πήγαινα. Παρασκευή δεν πήγαινα. Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη πηγαίναμε. Κι αν όχι στα μπουζούκια, στα μπαράκια της Τούμπας με τους φίλους, πηγαίναμε. Κι άλλοι παίκτες πήγαιναν απλά εγώ πήγαινα μπροστά και όχι πίσω, στα καμαρίνια. Εβγαινα κάρτα».

Μετά από ήττα; Πηγαίνατε μπουζούκια;

«Σπάνια. Να σου πω για μένα, που πήγαινα περισσότερο από τους άλλους, δεν θυμάμαι τον εαυτό μου μετά από ήττα να πήγαινα στα μπουζούκια. Τότε μαζευόμασταν σε σπίτια ή σε μπαράκια που θα ήταν πολύ δικοί μας και δεν θα έμπαινε κανείς μέσα να μας κράξει».

Σε ποιους τραγουδιστές σ' άρεσε να πηγαίνεις;

«Δεν είχα πρόβλημα, πήγαινα παντού. Όπου ήθελε η παρέα».

Στα μπουζούκια έκανες ακρότητες;

«Εγώ είχα τρέλα με τα λουλούδια, πετούσα συνέχεια».

Μεγάλοι λογαριασμοί;

«Μεγάλοι. Είχα αυτήν την τρέλα».

Εχεις πάει σε προπόνηση μεθυσμένος ή σχεδόν μεθυσμένος;

«Ε, ναι... Όταν πας 5 το πρωί σπίτι σου και στις 8 πρέπει να πας για προπόνηση...».

Θυμάσαι κάτι που σου έχει ο προπονητής;

«Μια μέρα ο Άγγελος... Εν τω μεταξύ του έχω πει πριν την προπόνηση: “Χθες ξενύχτισα....”. Βγήκαμε για προπόνηση, εγώ περιφερόμουν και κάποια στιγμή μου λέει: “Πεθαμένο πήγαινε κοιμήσου αντί να μου πεθάνεις εδώ”».

«Τί είναι για μένα ο ΠΑΟΚ; Η ζωή μου όλη»

Γιώργο, τί είναι για σένα ο ΠΑΟΚ;

«Η ζωή μου όλη! Δεν έχω κάτι άλλο να πω. Είναι η ζωή μου όλη. Ακόμη και τώρα που είμαι 51 ετών περιμένω να έρθει η Κυριακή να τον δω. Πηγαίνω και έξω και τον βλέπω. Τον ΠΑΟΚ τον βλέπω ως έρωτα και δεν θα αλλάξει ποτέ μέχρι να πεθάνει».

Δεν ξενέρωσες ποτέ;

«Ποτέ! Μπορεί να είμαι πικραμένος κάποιες φορές αλλά ποτέ δεν ξενέρωσα όπως το εννοείτε. Για τον ΠΑΟΚ δεν μπορώ να κρατήσω κακία. Θέλω να πάω στο γήπεδο να τον δω γιατί είναι ο ΠΑΟΚ, όποιος κι αν είναι πρόεδρος. Πάω για την ομάδα, πάω για τον κόσμο του, πάω για την παρέα του. Και να σας πω και κάτι; Εγώ όταν πάω στο γήπεδο, δεν κάθομαι στους επίσημους, πάω με τους ΠΑΟΚτσήδες. Δεν πάω στο γήπεδο για τη φωτογραφία, αλλά γιατί το γουστάρω. Εχω πάει σε όλους τους τελικούς και δεν έκατσα στους επισήμους. Δεν είμαι με τις απονομές αλλά με τον κόσμο, γιατί μου αρέσει».

Όταν σταμάτησες τη μπάλα ήσουν και στην ομάδα.

«Όταν σταμάτησα, ναι. Για 7-8 χρόνια ήμουν στις Ακαδημίες ως προπονητής και μετά ως υπεύθυνος. Μετά ανέβηκα στα γραφεία και με τον Θόδωρο ως πρόεδρο και μετά όταν ήρθε ο Σαββίδης έγιναν κάτι αλλαγές και σταμάτησα».

Ο Τουρσουνίδης έχει θέση στον ΠΑΟΚ ή μάλλον οι «Τουρσουνίδηδες» του ΠΑΟΚ θα πρέπει να έχουν θέση στην ομάδα;

«Νομίζω πως πρέπει. Και θα σας πω γιατί πρέπει: Ο Τουρσουνίδης και κάποια άλλα παιδιά μπορούν να περάσουν το μήνυμα για το τι εστί ΠΑΟΚ. Αυτό δυστυχώς έχει χαθεί τα τελευταία χρόνια από την ομάδα. Αυτό με λειπεί και με στεναχωρεί. Δέχομαι να είσαι επαγγελματίας και έτσι πρέπει να είναι. Αλλά με την οντότητα που έχει ο ΠΑΟΚ, υπάρχουν 5-10 άνθρωποι που μπορούν και πρέπει να είναι εκεί. Βάλτους εκεί.  Εχεις τους ανθρώπους. Μπορείς να τους χρησιμοποιήσεις».

Σε ποια θέση θα ήθελες να είσαι ή πού θα μπορούσες να βοηθήσεις;

«Κοιτάξτε, ένα κομμάτι που μ' αρέσει πολύ είναι το να βλέπω παιδιά. Νομίζω ότι το έχω αυτό. Ενα άλλο κομμάτι που θα μου άρεσε είναι η επικοινωνία με τον κόσμο, να είμαι ο συνδετικός κρίκος. Θα σας πω ένα απλό παράδειγμα: Κάνει ένας σύνδεσμος μια εκδήλωση ή γίνεται μια εκδήλωση γενικότερα για τον ΠΑΟΚ. Γιατί να μην είναι ο Τουρσουνίδης εκεί; Ας επιλέξουν ποιος θα είναι, απλά θέλω να είναι παιδί που θα ξέρει ο κόσμος. Είναι αλλιώς να βλέπουν έναν υπάλληλο της ΠΑΕ. Αν πάω εγώ, δεν θα είμαι “ένας υπάλληλος της ΠΑΕ”. Μπορεί να υπάρχει η υπαλληλική σχέση αλλά εγώ το βλέπω αλλιώς».


«Όταν βγήκαμε στη Θεσσαλονίκη με Σαραβάκο-Αποστολάκη, μας έδειχναν στον ΑΝΤ1 σαν καταζητούμενους»

Εθνική ομάδα.

«Καλό κεφάλαιο η Εθνική αλλά πονεμένο. Εγώ είχα την τιμή να παίξω μικρός, 20 ετών. Με Σαραβάκο, Μανωλά, Αποστολάκη, Σαργκάνη και με πολύ μεγάλα ονόματα.

Τραγικές συνθήκες από άποψη οργάνωσης και από το γεγονός ότι από τη Βόρεια Ελλάδα μόνο από τον ΠΑΟΚ πήγαιναν. Ο Σάββας Κωφίδης που πήγε, ήταν στον Ολυμπιακό τότε.  Εγώ, ο Μπορμπόκης, ο Καραγεωργίου, μετά ο Ζαγόρ πηγαίναμε συνέχεια. Επαιξα για 5 χρόνια συνεχώς και μετά ήταν επιλογή μου όταν είπα “δεν θέλω να ξαναπαίξω στην Εθνική ομάδα”».

Θυμάσαι πότε έγινε αυτό;

«Ναι, έγινε το 1995 με προπονητή τον Κώστα Πολυχρονίου».

Γιατί;

«Γιατί σε εμάς της Θεσσαλονίκης δεν έδιναν σημασία, είχαν προτεραότητα τ' άλλα παιδιά. Εμείς ήμασταν οι παρατρεχάμενοι. Βλακεία μου βέβαια, εννοείται, γιατί οι προπονητές αλλάζουν. Εγώ όμως ήμουν παρορμητικός. Αν εκείνη τη στιγμή μου καρφωνόταν κάτι, έτσι θα γινόταν».

Να πούμε για το συμβάν το 1992;

«Τι έγινε τότε;».

Αβαντάζ. (γέλια)

«Τα μπουζούκια; Ναι, να το πούμε, γιατί να μην το πούμε... Παίζει η Εθνική στη Θεσσαλονίκη . Είναι αυτό που λένε “καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα”. Εγώ έβγαινα στα μπουζούκια τότε, δεν το συζητώ. Στην Αθήνα, εμείς της Θεσσαλονίκης πηγαίναμε Κυριακή βράδυ και τα παιδιά της Αθήνας ερχόντουσαν στο ξενοδοχείο την Δευτέρα το πρωί. Συνήθως, το βράδυ της Κυριακής βγαίναμε έξω εκεί στην Αθήνα, είχαμε το ελεύθερο. Ε, κάποια στιγμή ανακοινώνουν ότι το ματς με την την Ολλανδία των Ράικαρντ, Γκούλιτ, Φαν Μπάστεν θα γίνει στο Καυτανζόγλειο. Μόλις ανακοινώνεται, τα παιδιά των Αθηνών με παίρνουν τηλέφωνο: “Αντε χωριάτες να δούμε και τη Θεσσαλονίκη σας, που θα πάμε το βράδυ...”, μου λένε κάνοντάς μου πλάκα. Μέναμε στο Μακεδονία Παλλάς. Προπονητής ο Αντώνης Γεωργιάδης. Με το που έρχονται τα παιδιά μαζεύομαστε. Ο προπονητής μάς είπε: “Να κάνετε μία βόλτα, αλλά ήσυχα, μην αργήσετε, κατά τις 00.00 να είστε εδώ”. 

Στην παρέα ήμασταν εγώ, ο Λαγωνίδης, ο Μπορμπόκης, ο Καραγεωργίου. Τον Λαγωνίδη τον είχε καλέσει για πρώτη φορά. Από την Αθήνα ήταν ο Αποστολάκης κι ο Σαραβάκος. Μ' αυτούς κάναμε παρέα. 

Μου ζήτησαν να βγούμε. Εγώ για πρώτη φορά στη ζωή μου τους κάνω πρόταση να μην πάμε στα μπουζούκια, αλλά χαλαρά για ένα ποτάκι. “Μ@λ@κες, εδώ είναι Θεσσαλονίκη, πιο κλειστά τα πράγματα”. Ε, αρχίζουν και μας κράζουν. Τέλος πάντων βγαίνουμε στη ζούλα. Εχουμε τ΄ αμάξια μας έτοιμα. Φεύγουμε, πάμε σ' ένα κλαμπάκι εδώ στο κέντρο και είναι εντελώς άδειο. Τρώμε ένα κράξιμο, δεν μπορείτε να φανταστείτε... Πολύ κράξιμο! Καθόμαστε μία ώρα, πίνουμε ένα ποτό και φεύγουμε. “Πού θα πάμε τώρα;”, μας λένε, ενώ εγώ πρότεινα να πάμε στο ξενοδοχείο να κοιμηθούμε.  

Πετάγεται, ο Καραγεωργίου, ο οποίος είχε τρέλα με τον Τερζή. Είχε τρέλα με τον Τερζή, ο οποίος τότε τραγουδούσε στην Σοφούλη στο Στορκ. 

Ε, λέω αν είναι να πάμε στα μπουζούκια θα σας πάω εκεί που ξέρω εγώ. “Αν είναι να πάμε, να πάμε...”. Αλλά τους είχα πει ότι δεν πρέπει και ότι θα ξεφτιλιστούμε. Τότε είχα μια κοπέλα, η οποία τραγουδούσε εκεί. Μετά έγινε γυναίκα μου. Πήρα το αφεντικό και του είπα να μας βάλει ένα τραπέζι σε μια γωνία πίσω. Όντως, μας βάζει σ' ένα τραπέζι πίσω. Με το που μπαίνουμε στο μαγαζί και έχουν καταλάβει ότι είναι μαζί μας ο Σαραβάκος, είναι όλοι από πάνω μας. Ο Σαραβάκος ήταν το μεγαλύτερο όνομα, δεν υπάρχει. Από πάνω μας είναι όλο το μαγαζί. Αυτόγραφα, φωτογραφίες... Λέω: “τώρα τη γ@μhSame”. Στους φωτογράφους έχω πει να μην κάνουν καμία μ@λ@κι@ και μας τραβήξουν. 

Ε, κάποια στιγμή φεύγουμε... Ο Σαραβάκος με τον Αποστολάκη πάνε στο ξενοδοχείο. Εγώ παίρνω την κοπέλα μου και πάμε αλλού. Την ώρα που φτάνουν στο ξενοδοχείο, είναι όλη η ΕΠΟ κάτω. Κάποιος μας είδε και μας ρουφιάνεψε. Εγώ τα έμαθα μετά. Γίνεται ένα σκηνικό.... Κατά τις 8 το πρωί πάω στο ξενοδοχείο, κύριος. Παίρνω το πρωινό μου και μετά πάω στο δωμάτιο. Εμενα με τον Λαγωνίδη τότε. Τον βλέπω σε μια καρέκλα να κουνάει το κεφάλι του. “Λαγέ τί έχεις; Γιατί δεν κοιμάσαι;”, του λέω. “Μαλακισμένο, πάρε τις τσάντες. Φεύγουμε”. Ε, και μου εξηγεί την ιστορία. 

Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έγινε το 3ήμερο. Από την Δευτέρα μέχρι την Τετάρτη δεν έχει ακουστεί τίποτα. Πιστεύαμε ότι την “πηδήξαμε”. Φανταστείτε ότι τότε μέχρι κι ο Βαρδινογιάννης μεσολάβησε για να μη βγει το θέμα προς τα έξω. Τελειώνει το ματς... 0-3. Φεύγουμε, πάμε σπίτια μας. Ξυπνάω το πρωί, πίνω καφέ και βλέπω ΑΝΤ1. Και εκεί που βλέπω τηλεόραση κι έχω στο μυαλό μου ότι την περάσαμε τη φάση, ακούω... “Τα κοπρόσκυλα της Εθνικής”. Περνούν οι φωτογραφίες μας με τη σειρά, λες και ήμασταν καταζητούμενοι. Πώς δείχνουν τους δολοφόνους; Ετσι! Και οι έξι ήμασταν μέσα. Μας έχουν ξεφτυλίσει κανονικά. Μιλάμε για πολύ κράξιμο. Για έναν μήνα δεν μπορούσαμε να πάμε πουθενά.

Α! Δεν σας είπα το καλύτερο. Ο Γεωργιάδης τι είχε κάνει; Τους τρεις τους είχε στην αποστολή και τους άλλους τρεις εκτός. Εμένα, τον Σαραβάκο και τον Μπορμπόκη αν δεν κάνω λάθος μας είχε μέσα. Και τον Αποστολάκη, τον Λαγωνίδη κι έναν ακόμα... τον Καραγεωργίου ή τον Μπορμπόκη, έξω. Ακου ηλίθιο σκεπτικό! Και εκεί που ήμασταν στον διάδρομο, ο Αποστολάκης τον πιάνει από το λαιμό του λέει: “Εμένα, ρε, γιατί με άφησες εκτός αποστολής;”». 

Τουρσουνίδη θα δούμε ξανά στον ΠΑΟΚ;

«Νομίζω ναι, έρχεται σύντομα. Εχω τον ανιψιό μου, ο μικρός γιος του αδερφού μου ο οποίος είναι προς τα 14. Είναι Τουρσουνίδης και στο όνομα αλλά και ποδοσφαιρικά. Τα δικά μου δεν πήραν καθόλου, αλλά του αδερφού μου του Ζαχαρία ο γιος είναι εξαιρετικός. Να είναι γερό και τυχερό και θα χαρώ πολύ να φοράει το 10 μέσα στην Τούμπα. Είναι στην ίδια θέση με εμένα. Είναι στην Κ14 του ΠΑΟΚ και γεννήθηκε για να παίζει μπάλα. Δεν το λέω επειδή είναι ανιψιός μου. Για τα παιδιά μου λέω ότι δεν το έχουν, αλλά αυτός το έχει. Είναι για να παίξει μπάλα».


Ευχαριστούμε την Citroen 
για την παραχώρηση
του αυτοκινήτου
C3 Aircross SUV

art direction:
Χρήστος Ζωίδης
φωτογραφίες:
Ραφαήλ Γεωργιάδης