Μίλαν Τόμιτς στο Gazzetta: «Στην Πόλη, ο κόσμος και η ομάδα "συνεννοηθήκαμε" για να πάρει το τρόπαιο ο Ολυμπιακός!»

Ο μακροβιότερος μπασκετάνθρωπος του Ολυμπιακού, με τους συνολικά 16 τίτλους, ξετυλίγει το φιλμ της 24χρονης διαδρομής του στον Πειραιά. 

H περίπτωση του είναι μοναδική στα χρονικά του ελληνικού αθλητισμού. Όχι μόνο είναι ο μόνος μη γηγενής αθλητής που συνδέθηκε τόσο έντονα και για τόσο μεγάλο χρονιά διάστημα (24 χρόνια) με μία ελληνική ομάδα, αλλά γιατί - παρ' ότι γεννήθηκε και ενηλικιώθηκε στην Σερβία - έκτοτε επέλεξε την Ελλάδα ως μόνιμο τόπο εγκατάστασης και εναρμονίστηκε πλήρως με τον ελληνικό τρόπο ζωής.

Ο λόγος για τον Μίλαν Τόμιτς, που μετά τα 14 χρόνια καριέρας σαν παίκτης με την «ερυθρόλευκη» φανέλα (1991-2005), πέρασε μία δεκαετία στον πάγκο του Ολυμπιακού σαν assistant-coach και σαν υπηρεσιακός προπονητής (2008-2018), κατακτώντας συνολικά 16 τίτλους. Εννέα σαν παίκτης και επτά σαν μέλος του staff.

Η 12η πρόκριση της ομάδας του Πειραιά σε Final 4, ξυπνάει μνήμες της εποχής που ο ίδιος ήταν ο βασικός point guard των «ερυθρόλευκων» στις δύο διαδοχικές αποτυχημένες προσπάθειες σε Τελ Αβίβ (1994) και Σαραγόσα (1995). Από τον θρίαμβο της Ρώμης (1997) και φυσικά από την τελευταία του παρουσία στο ετήσιο κορυφαίο ραντεβού του ευρωπαϊκού μπάσκετ στο Μόναχο, που ήταν το μοναδικό στο οποίο ο Σερβοέλληνας βετεράνος playmaker δεν έπαιξε στον τελικό.

Το Gazzetta συνάντησε τον επί σειρά ετών αρχηγό της του Ολυμπιακού και σας παρουσιάζει μία σπάνια εξομολόγησή του, που φωτίζει την πολυετή διαδρομή του στον χώρο του μπάσκετ. Μία διαδρομή που άρχισε σε ένα προάστιο του Βελιγραδίου και συνεχίζεται με διαρκή επιμόρφωση στον χώρο της προπονητικής, μέχρι τον επόμενο σταθμό της καριέρας του.

Κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλοι, στις 13.500 λέξεις που ακολουθούν, η ιστορία της μπασκετικής ζωής του Μίλαν Τόμιτς είναι εν πολλοίς συνυφασμένη με το μεγαλύτερο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας του μπασκετικού Ολυμπιακού. Καλή απόλαυση...

Τα παιδικά χρόνια στην Σερβία και το σημαδιακό ταξίδι στην Καβάλα

Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι των μπασκετικών αναμνήσεων της ζωής σου, από τα πρώτα σου βήματα στο άθλημα. Είσαι ένα παιδί που μεγάλωσε...

«... σε μία χώρα που όλα τα παιδιά ασχολούνταν με τον αθλητισμό! Στην παιδική μου ηλικία, θυμάμαι τον εαυτό μου να παίζω ποδόσφαιρο, μπάσκετ, αλλά και βόλεϊ! Μέχρι και τένις! Από την γειτονιά μου, στο Μπράτσε Γιέρκοβιτς, που βρίσκεται στο προάστιο Βόζντοβατς, έχω τρομερές αναμνήσεις... Θυμάμαι ότι υπήρχε ένα ανοιχτό γήπεδο του μπάσκετ, στο οποίο κάθε απόγευμα γινόταν το αδιαχώρητο! Φαντάσου ότι ήταν ανάμεσα σε μία σειρά από πολυόροφες πολυκατοικίες και τα παιδιά όλων των ηλικιών που έμεναν εκεί, έδιναν πάντα το παρών! Ειδικά την Κυριακή μπορεί να ήταν και 200 άτομα που περίμεναν την σειρά τους για να παίξουν ένα μονό τρεις εναντίον τριών. Από τους συνομήλικούς μου στην ηλικία των 13-15 ετών, μέχρι τις παρέες των 30άρηδων! Όλοι τους πολύ μπασκετικοί, μην φαντάζεσαι ότι υπήρχαν άσχετοι! Οπότε για να μείνει η δική σου ομάδα στο γήπεδο, έπρεπε να παλέψεις και να νικήσεις τους μεγαλύτερους και δυνατότερους... Κάπως έτσι έμαθα μπάσκετ! Έξω στον δρόμο, παίζοντας three on three με μεγαλύτερους!»

Οι γονείς σου με τι ασχολούνταν;

«Ο μπαμπάς μου ήταν διευθυντής του εστιατορίου για τους εργαζόμενους μίας μεγάλης εταιρίας ρούχων και η μητέρα μου εργαζόταν στον ίδιο τομέα αλλά σε διαφορετικό πόστο. Ο αδελφός μου, που είναι έναν χρόνο μεγαλύτερός μου, ήταν κι αυτός κοντά στον αθλητισμό, αλλά δεν αποφάσισε ποτέ να ασχοληθεί πιο οργανωμένα και σοβαρά με κάποιο άθλημα.»

Εσύ πως το πήρες απόφαση;

«Η πρώτη μου επαφή με κάτι πιο οργανωμένο, υπό την μορφή της συμμετοχής σε μία ομάδα, έγινε στο ποδόσφαιρο. Είχα γραφτεί στην τοπική ομάδα της περιοχής μου, είχα ξεκινήσει προπονήσεις και μπορώ να σου πω ότι ήμουν αρκετά καλός.  Το μπάσκετ υπήρχε πάντα στο μυαλό μου, αλλά έπαιζα πιο πολύ στο σχολείο και στο ανοιχτό που ήταν δίπλα στο σπίτι μου. Μέχρι που κάποια στιγμή, με είδε να παίζω ο γυμναστής μας, ο οποίος ήταν και προπονητής στα τμήματα υποδομής της Ράντνιτσκι  και μου λέει “δεν έρχεσαι το βράδυ στην προπόνηση;”... Ήταν και κοντά στο σπίτι μου, οπότε είπα από μέσα μου “γιατί όχι;”...»

Τότε πόσο χρονών ήσουν;

«12 χρονών! Αλλά γενικά κυκλοφορούσα από πιο μικρός μόνος μου, γιατί δεν υπήρχαν σχολικά λεωφορεία, ούτε η δυνατότητα των γονιών να με πηγαινοφέρνουν. Πήγαινε-έλα από και προς το σχολείο αλλά και την προπόνηση με τα πόδια, το βράδυ για να επιστρέψω σπίτι έπρεπε να περάσω μέσα από ένα πάρκο που δεν είχε φώτα και είχε διάφορους περίεργους, οπότε είχα συνηθίσει. Έτσι ξεκίνησα να παίζω στην Ράντνιτσκι και μάλιστα, θυμάμαι ότι εκείνος ο προπονητής επέμενε πάρα πολύ και είχε έρθει και στο σπίτι για να μιλήσει τους γονείς μου και να τους πει ότι γιος τους έχει πολύ ταλέντο και πρέπει να γραφτεί στην ομάδα.»

Εκεί έπαιξες δηλαδή πέντε χρόνια. Από τα 12 έως τα 17;

«Ακριβώς! Και μάλιστα από τα 15 μου, έπαιζα ταυτόχρονα στους παίδες, τους έφηβους και τους άνδρες, όπου είχα προπονητή τον αδελφό του “Ντούντα”, τον Πίβα Ίβκοβιτς, ο οποίος με ξεκινούσε βασικό, παρ' ότι η ομάδα στόχευε στην άνοδο από την αντίστοιχη Β' Εθνική στην Α2 κατηγορία. Τι να σου πω τώρα για την εμπειρία του να έχω συμπαίκτη τον Σρέτσκο Γιάριτς (σ.σ.: ο πατέρας του Μάρκο Γιάριτς), ο οποίος ήταν 40 χρονών τότε, ήταν παίκτης και γενικός αρχηγός ταυτόχρονα. Στην Ελλάδα δεν είναι τόσο γνωστό ότι πολλοί τον συγκρίνανε και τον θεωρούσαν μεγαλύτερο ταλέντο από τον Κιτσάνοβιτς. Συμπαίκτες μου ήταν επίσης ο Ζάρκο Βουτσούροβιτς που είχε παίξει νωρίτερα σαν ξένος στο Παγκράτι και ο Σλάτζαν Στόϊκοβιτς, Τότε, λοιπόν, στα 16 μου, άρχισα να παίρνω τα πρώτα μου μηνιάτικα. Θυμάμαι ότι πρώτος μου μισθός ήταν κάτι σαν 100 γερμανικά μάρκα. »

 Η σύνδεση με την Ελλάδα και τον Ολυμπιακό αλλά και το σενάριο του ελληνικού διαβατηρίου πως προέκυψαν;

«Νομίζω ότι όλο αυτό που έγινε ήταν λίγο καρμικό! Έχοντας αποταμιεύσει τα περισσότερα από τα χρήματα που έπαιρνα, το καλοκαίρι αποφασίσαμε με τους φίλους μου από το σχολείο, να πάμε λίγες μέρες διακοπές μόνοι μας! Που να πάμε, που να πάμε; Έτσι όπως βολτάραμε μία μέρα στο Βελιγράδι, βλέπουμε ένα τουριστικό γραφείο και μία πινακίδα που έλεγε: “Kavala Greece”! Είδαμε κάτι φωτογραφίες με ξενοδοχεία δίπλα στην θάλασσα κι έτσι όπως είμαστε πιτσιρικάδες, μέσα στην τρέλα μας, αποφασίσαμε να πάμε στην Καβάλα! Πήραμε το λεωφορείο και μετά από 25 ώρες φτάσαμε στον προορισμό μας.»

Σας αφήνανε οι γονείς σε τόσο μικρή ηλικία να πάτε μόνοι σας διακοπές;

«Εμένα μου είχαν εμπιστοσύνη, γιατί είχα ήδη αρχίσει να ταξιδεύω με την ομάδα στο εσωτερικό της Σερβίας, οπότε είχα αποκτήσει ένα είδος ανεξαρτησίας. Μεγάλωσα και ωρίμασα πολύ γρήγορα. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, τότε τα πράγματα ήταν και λίγο αθώα και χαλαρά. Μπορεί να υπήρχαν και τότε κίνδυνοι, αλλά δεν ήταν όπως τώρα, που όλα όσα τρομερά συμβαίνουν βγαίνουν αμέσως στα media και ο τρόμος του κόσμου πολλαπλασιάζεται. Υπήρχαν μόνο δύο κρατικά κανάλια και φυσικά ούτε λόγος για internet. Οπότε όλοι οι γονείς δεν είχαν τόσο μεγάλο άγχος.»

Η Καβάλα πως ήταν;

«Φανταστική! Δέκα μέρες περάσαμε καταπληκτικά και οι εντυπώσεις που αποκόμισα από το πρώτο ταξίδι μου στην Ελλάδα, ήταν εξαιρετικές.»

Τι σου άρεσε;

«Όλα! Η νοοτροπία, το πως ζει ο κόσμος, ο καιρός, το φαγητό, η θάλασσα, ήταν όλα τέλεια!

Η Κωνσταντίνα, ο Ρέμος και η εκμάθηση ελληνικών από τις ταινίες

Η συνέχεια ποια ήταν;

«Αυτό έγινε νωρίς το καλοκαίρι  και αμέσως μετά πήγα στην Πολωνία με την εθνική εφήβων στο Πανευρωπαϊκό, με προπονητή τον Ντέγιαν Σρζιτς (σ.σ.: ήταν βοηθός του Γιάννη Ιωαννίδη στον Άρη) και συμπαίκτες τον Μποντιρόγκα, τον Τομάσεβιτς, τον Μπεριτς και άλλους. Θυμάμαι ότι είχα καλή απόδοση και είχα αντιμετωπίσει και την Ελλάδα, που είχε τότε στην ομάδα τον Αλβέρτη, τον Οικονόμου, τον Γεωργικόπουλο, τον Μυριούνη και τον Μελή. Μόλις επιστρέψαμε, κλήθηκα από την διοίκηση της Ράντνιτσκι να υπογράψω το πρώτο μου επαγγελματικό συμβόλαιο. Ταυτόχρονα, είχα προτάσεις από την Παρτίζαν και τον Ερυθρό Αστέρα, οπότε βρισκόμουν σε μία κατάσταση συζητήσεων με τον εαυτό μου και τους γονείς μου – γιατί τότε ελάχιστοι παίκτες είχαν μάνατζερ – για το ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσω. Μιλούσα συνεχώς με τους ανθρώπους και των τριών ομάδων, ζύγιζα το ένα και το άλλο και δεν σου κρύβω ότι με είχε κυριεύσει ένα άγχος σχετικά με την απόφαση που θα έπαιρνα.»

Και ο Ολυμπιακός πως «ξεφύτρωσε»;

«Εντελώς ξαφνικά, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον Γκόραν Κάλινιτς, ο οποίος συμπτωματικά παραμένει ακόμη υπευθυνος αγωνιστικής λειτουργίας στην πρώην ομάδα μου, την Ράντνιτσκι. Τον είχε πάρει ο Σρζιτς και του είπε ότι είχε αναλάβει να προτείνει ένα νεαρό ταλαντούχο point-guard στον Ιωαννίδη, για λογαριασμό του Ολυμπιακού και επειδή ο coach με είχε στο Πανευρωπαϊκό, ήθελε να μάθει περισσότερα πράγματα για τον χαρακτήρα μου, για το πως θα έβλεπα το ενδεχόμενο να πάω στην Ελλάδα κλπ...»

Πως σου ακούστηκε εσένα αυτή η προοπτική τότε;

«Κοίτα, ο Ολυμπιακός τότε δεν είχε το μέγεθος, το όνομά και την ιστορία που έχει αυτή την στιγμή στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Σαν ελληνική ομάδα δεν τον ήξερα καν! Από την Ελλάδα τότε, όλοι ξέραμε τον Άρη και τον ΠΑΟΚ! Μου είπε, βέβαια ότι η ομάδα είχε αγοραστεί από έναν πολύ ισχυρό επιχειρηματία (σ.σ. Κόκκαλης), ότι είχε συμφωνήσει και ο Πάσπαλι και ότι υπήρχε η διάθεση για σοβαρή ενίσχυση του ρόστερ, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει το πρωτάθλημα. Εν τω μεταξύ, ο πατέρας μου είχε πεθάνει, οπότε όταν ρώτησα την μάνα μου, η απάντηση που πήρα ήταν “κάνε ό,τι νομίζεις, σου έχω εμπιστοσύνη!”...»

Σου είχαν αναφέρει ότι θα έπαιρνες την ελληνική υπηκοότητα;

«Όχι ακόμη! Μου είχαν, όμως, ζητήσει, να έρθω για λίγες μέρες στην Ελλάδα για μερικές δοκιμαστικές προπονήσεις. Έμεινα, λοιπόν, ένα ολόκληρο βράδυ ξύπνιος με σκοπό να πάρω μία απόφαση και το επόμενο πρωί  είπα στην μάνα μου ότι θα πάω στην Αθήνα.»

Δεν είχες κάτι να σε κρατήσει στο Βελιγράδι;

«Είχα και σχέση και πολλούς καλούς φίλους, αλλά πλέον είχα μπει στην διαδικασία ότι το μπάσκετ θα ήταν η δουλειά μου. Έστω κι αν με τον Ολυμπιακό δεν είχαμε μιλήσει για το οικονομικό. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες τρεις ομάδες, οι οποίες προσέφεραν και καλά χρήματα και αυτοκίνητο, κάτι που για ένα παιδί 18 χρονών, ήταν μεγάλο δέλεαρ.»

Για πες για το πρώτο σου ταξίδι...

«Κατ' αρχάς, μου είχαν ζητήσει από τον Ολυμπιακό να μην πω τίποτα σε κανένα. Ούτε στις ομάδες που με είχαν ζητήσει, ούτε στην ομάδα μου. Η πλάκα είναι ότι όπως φτάνω στο αεροδρόμιο για να πετάξω, συνειδητοποιώ ότι είμαι στην ίδια πτήση με την αποστολή του Ερυθρού Αστέρα που πήγαινε στην Αθήνα για φιλικά παιχνίδια. Με κοιτούσαν κάποιοι παίκτες που με ήξεραν – όπως ο Τάρλατς – και με ρωτούσαν “που πας;” και τους απαντούσα με μισόλογα, ότι δήθεν πήγαινα να δω έναν φίλο μου. Ήταν μεγάλο ρίσκο για μένα εκείνη η απόφαση.»

Και πως εξελίχθηκαν τα πράγματα;

«Όταν φτάσαμε, με περίμενε ο Σπύρος Αναλυτής και με πήγε στο ξενοδοχείο. Έκανα μερικές ατομικες προπονήσεις με τον Ιωαννίδη να βλέπει από το πλάι και μετά από 2-3 μέρες, μου ανακοίνωσαν ότι θα με υπογράψουν! Μου είπαν να πάω πίσω στο Βελιγράδι για να μαζέψω τα πράγματά μου και εν συνεχεία να έρθω στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση.»

Πως το εισέπραξες εσύ τότε;

«Χαρούμενος ήμουν. Πήγα πίσω και γύρισα, σχεδόν αμέσως βρήκα σπίτι, μιλήσαμε και για χρήματα και τότε ήταν που μου είπαν για πρώτη φορά ότι θα μου “φτιάξουν” και το διαβατήριο!»

Πως σου ακούστηκε αυτό;

«Δεν έδωσα και μεγάλη σημασία. Εμένα με ένοιαζε να υπογράψω και να παίξω, δηλαδή να μπω σε μία επαγγελματική και μπασκετική σειρά. Αλλά, παρ' ότι ξεκίνησα προπονήσεις, πολύ σύντομα ενημερώθηκα ότι θα έπρεπε να περιμένω το διαβατήριο για να αποκτήσω δικαίωμα συμμετοχής στο πρωτάθλημα. Οπότε αρχικά έκανα μόνο προπονήσεις και όταν ερχόμουν στους αγώνες και έβλεπα την ατμόσφαιρα στο ΣΕΦ, με έπιανε μεγάλη ανυπομονησία για να παίξω. Κάπως έτσι, έμεινα έναν χρόνο έξω. Αλλά προπονούμουν κανονικά με την ομάδα, πληρωνόμουν και βλέποντας την ομάδα να διεκδικεί στα ίσα τον τίτλο από τον ΠΑΟΚ, αφήνοντας τον Άρη στην 3η θέση, πείστηκα ότι κάτι σημαντικό θα γίνει στον Ολυμπιακό. Αυτό το mindset με βοήθησε να έχω υπομονή και να περιμένω την επόμενη σεζόν.»

Αν δεν κάνω λάθος, στα μέσα εκείνης της σεζόν (1991-1992) επέστρεψες στην Ράντνιτσκι, μέχρι να αποκτήσεις δικαίωμα συμμετοχής ως ελληνοποιημένος...

«Λίγο πριν τα Χριστούγεννα! Ήταν τότε που οι άνθρωποι της ομάδας μου ζήτησαν να επιστρέψω για 5-6 μήνες, χωρίς περαιτέρω δέσμευση! Είχαν κάποια προβλήματα με τραυματισμούς κι από την στιγμή που ο Ολυμπιακός συμφώνησε, γύρισα προσωρινά στο Βελιγράδι. Μου βγήκε σε καλό, όμως, γιατί γύρισα σαν δανεικός στην Σερβία κι έπαιξα σχεδόν μισή σεζόν. Είχα βαρεθεί να κάθομαι και αυτή η εξέλιξη ήταν ό,τι έπρεπε. Με το που τελείωσε η σεζόν, λύθηκε και το θέμα του διαβατηρίου, οπότε πήρα το πρώτο αεροπλάνο και γύρισα στο σπίτι μου στην Γλυφάδα...»

Από όσα είχες ζήσει 4 μήνες στην Ελλάδα, σου άρεσε η ζωή εδώ;

«Πάρα πολύ! Μέχρι να βρω το σπίτι έμενα σε ένα ξενοδοχείο στον Πειραιά και θυμάμαι ότι τα βράδια πήγαινα βόλτα στο Πασαλιμάνι και δεν πίστευα ότι βρίσκομαι σε ένα τόσο όμορφο μέρος! Και μετά εγκαταστάθηκα στην Γλυφάδα που είναι ακόμη πιο κοσμοπολίτικη, οπότε όπως καταλαβαίνεις, κάπως έτσι βρήκα τον δικό μου παράδεισο!»

Με τα ελληνικά πως τα πήγες; Τα έμαθες εύκολα;

«Μέσα σε έξι μήνες! Όχι να μιλάω τέλεια, αλλά μπορούσα να συνεννοηθώ στα βασικά. Ήξερα και λίγα αγγλικά, οπότε όταν δεν κατάφερνα στο ελληνικά, έβαζα και λίγο τα αγγλικά σε κάθε πρόταση. Το σημαντικό είναι ότι δεν έκανα ποτέ μαθήματα. Αυτό που με βοήθησε πολύ ήταν η τηλεόραση και οι ξένες ταινίες που έβλεπα, διαβάζοντας από κάτω τους ελληνικούς υπότιτλους. Και φυσικά τα ελληνικά τραγούδια! Ήξερα όλα τα λόγια, τα τραγουδούσα κανονικά, αλλά δεν ήξερα τι σημαίνουν! Άκουγα παντού μουσική! Στο αυτοκίνητο, στο σπίτι, στα ακουστικά! Ο Ρέμος και η Κωνσταντίνα ήταν οι αγαπημένοι μου!»

Με τον Τάρλατς πότε κολλήσατε;

«Εκείνη την χρονιά! Ο “Τάκης”ήρθε λίγο αργότερα από μένα και ο Ζάρκο (σ.σ.: Πάσπαλι) μας πήρε κάτω από τους φτερούγες του! Αλλά δεν ήμασταν μόνο οι τρεις μας, που κάναμε παρέα. Βγαίναμε με όλα τα παιδιά, τον Σιγάλα, τον Παπαδάκο, τον Ελληνιάδη... Γενικά είχαμε τρομερό κλίμα!»

Τα μπινελίκια του «ξανθού» και το κλάμα του Καμπούρη στα ντους!

Και ακολούθησε η σεζόν 1992-93, οπότε και πήρε το βάπτισμα του πυρός σε έναν προκριματικό γύρο για το Κύπελλο Πρωταθλητριών, με αντίπαλο την Ολίμπια Λιουμπλιάνας...

«Ήταν ίσως το πιο ονειρεμένο ντεμπούτο στο ΣΕΦ! Θυμάμαι ότι ήμουν 19 ετών, έπαιζα σε γεμάτο γήπεδο, είχα βάλει 22 πόντους και είχα ακούσει για πρώτη φορά το όνομά μου σε σύνθημα από την εξέδρα! Το είχα 'χάσει τελείως! Απερίγραπτα συναισθήματα χαράς! Νόμιζα ότι ζούσα σε όνειρο και δεν σκεφτόμουν ούτε χρήματα,  ούτε τίποτε!»

Η σχέση σου με τον Ιωαννίδη, από το ξεκίνημά της, ήταν μία στο καρφί και μία στο πέταλο...

«Έτσι λειτουργούσε όταν γούσταρε κάποιον! Ήταν πολύ σκληρός αν σε πίστευε και σου το έλεγε στην μούρη! Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν πολύ απαιτητικός προπονητής, αλλά συνάμα ήταν και εκπληκτικός άνθρωπος! Τον θυμάμαι σαν τώρα να λέει: “Τι γκρινιάζετε πως σας φωνάζω και σας πιέζω; Όταν σταματήσω να φωνάζω και να ασχολούμαι, τότε είναι που πρέπει να αρχίσετε να ανησυχείτε ότι κάτι δεν πάει καλά. Ακριβώς επειδή ενδιαφέρομαι για σας, γι' αυτό το κάνω!”... Του οφείλω πάρα πολλά, γιατί δεν του ήταν εύκολο να εμπιστευτεί έναν 19χρονο στην βασική πεντάδα και να τον έχει στο παρκέ για 35 λεπτά. Ήταν μεγάλο ρίσκο γι' αυτόν.»

Το οποίο, όμως, του βγήκε από την άποψη ότι κατέκτησε το πρωτάθλημα μετά από 15 χρόνια και έχασε την πρόκριση στο Final 4, από το πάτημα γραμμή του Πάσπαλι στο Game 3 των playoffs με την μετέπειτα πρωταθλήτρια Ευρώπης (στο ΣΕΦ), Λιμόζ...

«Ήταν απίστευτο κατόρθωμα! Αυτό που μου έχει μείνει περισσότερο στο μυαλό από εκείνη την πρώτη μαγική σεζόν, είναι το πόσο γρήγορα καθιερωθήκαμε ως ανερχόμενη δύναμη στην Ευρώπη και πόσο σπουδαία πορεία κάναμε εντός και εκτός Ελλάδας. Η σειρά με την Λιμόζ έδειξε ότι ακόμη απείχαμε μερικά κλικ από το να θεωρηθούμε διεκδικητές του ευρωπαϊκού τροπαίου. Δεν μπορώ να ξεχάσω την στενοχώρια που αισθανθήκαμε μετά το ματς στο “Μπομπλάν”, αλλά ξέρεις κάτι; Στο πίσω μέρος του μυαλού όλων μας, υπήρχε και ένας ενθουσιασμός γιατί όλοι πιστεύαμε ότι θα χτίσουμε κάτι μεγάλο για αρκετά χρόνια! Γι' αυτό και το ξεπεράσαμε γρήγορα! Έστω κι αν, όταν έφτασε η ώρα για τους αγώνες στο ΣΕΦ, μας ξαναέπιασε μία μελαγχολία!»

Δεν αργήσατε να διαπιστώσετε τι σημαίνει Final 4, πάντως...

«Η επόμενη χρονιά ήταν φανταστική! Με Τάρπλει και Φασούλα, δίπλα στον Τάρλατς, η frontline ήταν αχτύπητη, ο Σιγάλας ήταν αμυντικός εξολοθρευτής και σταμάτησε τον Γκάλη, ο Πάσπαλι δεν χρειαζόταν να βάζει συνέχεια 30 πόντους, και ήταν ακόμη πιο επικίνδυνος, οπότε καταλαβαίνεις... Αλλά στο Τελ Αβίβ, μπλέξαμε στην παράνοια του εμφυλίου ημιτελικού, που ισοδυναμούσε με μία αδιανόητη ατμόσφαιρα μέσα κι έξω από το γήπεδο, πριν και τα την διάρκεια των αγώνων, που μόνο με τα ντέρμπι Παρτίζαν-Ερυθρού Αστέρα μπορώ να τα συγκρίνω. Πολλοί με ρωτάνε τα ντέρμπι του τώρα και του τότε, όπως και για τους παίκτες του τότε και του τώρα. Δεν μπορεί να γίνονται τέτοιες συγκρίσεις. Άλλο μπάσκετ τότε κι άλλο τώρα. Επίσης, τότε η ατμόσφαιρα στα ντέρμπι ήταν πιο ωραία και πιο μπασκετική, γιατί στο γήπεδο υπήρχαν φίλαθλοι και από τις δύο ομάδες. Ήταν πιο όμορφο και να παίζεις μπροστά σε ένα τέτοιο κοινό.»

Ο συγχωρεμένος ο Ταρπλεϊ, πως ήταν σαν συμπαίκτης;

«Φοβερός σε όλα του. Τρομερός άνθρωπος και πολύ καλός παίκτης! Στο παιχνίδι του είχε τα πάντα! Ήταν ένας playmaker με ύψος 2,15 που μπορούσε να κάνει τα πάντα και ταίριαζε πάρα πολύ με τον Ζάρκο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, τότε, το είχα εγώ γιατί ως point-guard, έπρεπε να μοιράσω όσο περισσότερο γινόταν τις προσπάθειες σε όλους, την ώρα που ο Πάσπαλι και ο Ρόϊ την ζητούσαν συνέχεια. Ήταν δική μου ευθύνη να είναι ευχαριστημένοι όλοι, αλλά στο τέλος πάντα κάποιος έμενε παραπονεμένος. Συνήθως αυτοί ήμασταν εγώ και ο Γιώργος (σ.σ.: Σιγάλας), στους οποίους έμεναν τα... σπόρια! Γιατί έτσι ήθελε ο προπονητής και όπως αποδείχτηκε στο τέλος, ήταν και το σωστό.»

Τελ Αβίβ 1994;

«Η αίσθηση που μου έχει μείνει είναι ότι τότε, ο κόσμος διψούσε πολύ πιο πολύ για το μπάσκετ και είναι και λογικό. Ατελείωτο χάος στον ημιτελικό και πολύ δύσκολο ματς από πλευράς διαχείρισης. Ο περισσότερος κόσμος έλεγε “δεν μας νοιάζει το τρόπαιο, αρκεί να κερδίσετε τον Παναθηναϊκό”, οπότε αντιλαμβάνεσαι τι επακολούθησε στο ξενοδοχείο, μόλις πήραμε την πρόκριση για τον τελικό. Οι οπαδοί δημιούργησαν το αδιαχώρητο και η ατμόσφαιρα ήταν σαν να ήμασταν ήδη πρωταθλητές Ευρώπης, με αποτέλεσμα να αποσυντονιστούμε, να χάσουμε μεγάλο μέρος της απαιτούμενης συγκέντρωσης για την μάχη με την Μπανταλόνα και να το πληρώσουμε ακριβά.»

Τι επακολούθησε στα αποδυτήρια;

«Αυτό που μου έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο ως ανάμνηση, ήταν το σοκ του Αργύρη (σ.σ.: Καμπούρη) που είχε πάει στα ντους για να μην τον βλέπουν όλοι κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί! Όλα ήταν γραφτό να πάνε λάθος σε αυτό το ματς. Ο Τάρπλεϊ αποκοιμήθηκε γιατί είχε βγει το προηγούμενο βράδυ με τον Ρέλφορντ και δεν κατέβηκε στην ώρα του για να φύγουμε, με αποτέλεσμα να χαλάσει το κλίμα. Ήμασταν το μεγάλο φαβορί και είχαμε πάρει μεγάλη διαφορά, αλλά μείναμε χωρίς καλάθι για σχεδόν 5 λεπτά και στο τέλος μας τιμώρησε το τρίποντο του Τόμπσον. Γι' αυτό και στο μπάσκετ, δεν πρέπει να είσαι ποτέ σίγουρος για τίποτε και εκείνο το παιχνίδι αποτελεί το τέλειο παράδειγμα.»

Γνωρίζοντας τον Ομπράντοβιτς από την Σερβία, φοβόσουν την επίδρασή του;

«Δεν θα το έλεγα! Τότε ήμουν 20 χρονών και έπαιζα σε τελικό της Euroleague, οπότε δεν σκεφτόμουν κανέναν, πέραν της ομάδας μου και της ευκαιρίας που είχαμε να πάρουμε την κούπα! Είχα μεγαλώσει βλέποντας τους τελικούς από την τηλεόραση και κάνοντας όνειρα για να ζήσω κι εγώ μία ανάλογη στιγμή. Και μέσα σε λίγο χρόνια, ως δια μαγείας αυτό το παιδικό όνειρο γίνεται πραγματικότητα και παίζω για το βαρύτιμο τρόπαιο. Επομένως σκεφτόμουν μόνο αυτό που ζούσα εκείνη την στιγμή...»

Σας είχαν πειράξει οι πανηγυρισμοί των Ελλήνων παικτών του Παναθηναϊκού, που είχαν φανεί στην τηλεόραση, μετά το τέλος του τελικού;

«Είχε γίνει ένας σχετικός θόρυβος, τότε, αλλά προσωπικά ούτε που ασχολήθηκα, ούτε που έδωσα σημασία. Σκέψου ότι με τον Αλβέρτη, ειδικά που ήταν και Γλυφαδιώτης, συναντιόμασταν συχνά-πυκνά σε μαγαζιά έξω και τα λέγαμε καλά. Ίσως ήταν μία νεανική μ@λ@κία της στιγμής, αλλά δεν μας απασχόλησε και πάρα πολύ...»

Ένα ακόμη πράγμα που θέλω να σε ρωτήσω πριν φύγουμε από το Final 4 του Τελ Αβίβ, είναι αυτό που συνέβη στον Πάσπαλι με τις βολές. Και από 'κει που ήταν άχαστος, άρχιζε να βάζει τις μισές ή και λιγότερες...

«Ήταν κάτι πολύ παράξενο για όλους μας και είχε να κάνει με τα δύο τελευταία δάχτυλα της παλάμης του στο αριστερό του χέρι. Δεν ήταν ούτε ψυχολογικό, ούτε θέμα τραυματισμού. Απλά από ένα σημείο και μετά δεν άνοιγε όπως πρώτα το χέρι και δεν μπορούσε να έχει την σωστή επαφή με την μπάλα.» 

Η φυγή του «μεγάλου αδελφού» και το μυστικό για το 73-38!

Το περίμενες που έφυγε και πήγε στον Παναθηναϊκό; Σε επηρέασε; Γιατί κακά τα ψέματα, για σένα και τον Τάρλατς, ειδικότερα, δεν ήταν ένας απλός συμπαίκτης, αλλά κάτι σαν δεύτερος πατέρας και μεγάλος αδελφός, έτσι δεν είναι;

«Ο Ζάρκο μας βοήθησε πάρα πολύ και να προσαρμοστούμε σε μία ξένη χώρα που ήμασταν μόνοι. Εκείνος βρισκόταν εδώ με την οικογένειά του και τα παιδιά του και ο “Τάκης” κι εγώ είχαμε περάσει άπειρες ώρες στο σπίτι του για μπιλιάρδο ή έξω για φαγητό. Τεράστια προσωπικότητα, ασύλληπτος παίκτης και χωρίς υπερβολή, δεν πιστεύω ότι θα ξαναβγεί άλλος μπασκετμπολίστας στην Ευρώπη, που θα βάζει την μπάλα τόσο εύκολα στο καλάθι. Με χίλιους δύο τρόπους! Μπορεί να ξαφνιαστήκαμε, αλλά δεν μπορούσαμε παρά να σεβαστούμε την απόφασή του, ειδικότερα από την στιγμή που βασιζόταν σε αμιγώς επαγγελματικά κριτήρια. Δηλαδή θα διακόπταμε την φιλία μας, για τα χρώματα των ομάδων; Επειδή αποφάσισε να συνεχίσει στον Παναθηναϊκό;»

Στην θέση του, πάντως, ήρθε ένας εκπληκτικός σουτέρ, όπως ο Έντι Τζόνσον...

«Ο “Fast Eddie” ήταν μαζί με τον Ρίβερς οι δύο καλύτεροι Αμερικανοί που έπαιξαν ποτέ στον Ολυμπιακό. Άλλος εκπληκτικός χαρακτήρας με μεγάλη ευγένεια και σεβασμό στον λόγο και διάθεση να μεταδώσει την εμπειρία του.»

Από την Σαραγόσα και το Final 4 του 1995, τι θυμάσαι;

«Μία το ίδιο χαοτική κατάσταση πριν τον ημιτελικό με τον Παναθηναϊκό. Έχω καταλήξει ότι τόσο στο Τελ Αβίβ, όσο και στην Σαραγόσα, αν δεν υπήρχε η ψυχοφθόρα διαδικασία του εμφυλίου ημιτελικού, τότε ίσως να μην είχαμε χάσει στον τελικό. Χάσαμε πολλή ενέργεια σε αυτά τα δύο “αιώνια” ντέρμπι και αδειάσαμε τόσο πολύ ψυχολογικά και σωματικά, με αποτέλεσμα να επηρεαστούμε αρκετά. Πάλι όμως, νικήσαμε τον Παναθηναϊκό και διεκδικήσαμε την κούπα, όμως αυτή την φορά η αποστολή μας ήταν πολύ πιο δύσκολη, γιατί η Ρεάλ ήταν τότε ένα κλικ πιο πάνω από μας. Θεωρώ, όμως, ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκαν τα πράγματα ήταν ιδανικός, γιατί αν είχαμε νικήσει το 1994 ή το 1995, ίσως να μην καταφέρναμε το 1997 και η νομοτελειακή πτωτική πορεία της ομάδας, να άρχιζε νωρίτερα!»

Και ακολουθεί η σεζόν που ο Παναθηναϊκός, έγινε η πρώτη ελληνική ομάδα που κατέκτησε το ευρωπαϊκό τρόπαιο με τον Ντομινίκ Γουίλκινς κι εσείς είδατε το Final 4 του Παρισιού, από τον καναπέ...

«Μόνο και μόνο η παρουσία του Ντομινίκ στον Παναθηναϊκό, έλεγε πάρα πολλά! Μιλάμε για έναν παίκτη που βλέπαμε σε βιντεοκασέτες και στα ανοιχτά γήπεδα προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τα καρφώματά του με την φανέλα των Ατλάντα Χοκς και ξαφνικά τον είδαμε μπροστά μας ως αντίπαλο. Δεν ήταν στα ντουζένια του, βέβαια, όταν ήρθε και πάλι, όμως, έκανε την διαφορά! Δεν σου κρύβω ότι βλέποντας τους αντιπάλους μας να το σηκώνει στο Παρίσι, πειραχτήκαμε και πεισμώσαμε πολύ και αποκτήσαμε το μεγαλύτερο δυνατό κίνητρο. Δεν θα σου πω ότι εκεί οφειλόταν το εντυπωσιακό 73-38 στον 5ο τελικό. Νομίζω ότι σημαντικότερο ρόλο έπαιξε το ότι ήμασταν μία οικογένεια και ξέραμε πως να αντιδράσουμε σαν σύνολο. Δεν υπήρχε ούτε ένας αδύναμος χαρακτήρας που θα τον έπαιρνε από κάτω επειδή ο Παναθηναϊκός πήρε την Euroleague και φυσικά θεωρώ ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο, που τότε δεν υπήρχαν social media. Αν υπήρχαν τότε, ίσως να είχαμε επηρεαστεί σε έναν βαθμό απ' όλα όσα θα διαβάζαμε και να μην είχαμε φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.»

Το θυμάσαι καθόλου εκείνο το ματς;

«Ναι αμέ! Δεν ήταν τόσο χάλια ο Παναθηναϊκός για να χάσει με τόσο μεγάλη διαφορά! Απλά εμείς ήμασταν εκπληκτικοί και μας βγήκαν όλα! Θυμάμαι και τον Θύμιο τον Μπακατσιά, που έλεγαν ότι δεν έχει σουτ – που αυτό δεν ίσχυε γιατί μία χαρά τα έβαζε στην προπόνηση – και σε εκείνο το ματς είχε βάλει 2 ή 3 τρίποντα! Δύο ώρες να παίζαμε εκείνο το βράδυ, δεν θα χάναμε με τίποτε!»

Το τέλος εποχής του Ιωαννίδη και η βραδιά στα μπουζούκια μετά την ήττα από τον ΒΑΟ!

Και κάπως έτσι ήρθε το 4ο σερί πρωτάθλημα, αλλά μετά από λίγες μέρες ήρθε και το τέλος της πρώτης εποχής του Ιωαννίδη...

«Στενοχωρηθήκαμε όλοι τότε, γιατί είχαμε περάσει 5 χρόνια με τον coach, γεμάτα χαρές και λύπες, τίτλους και αποτυχίες. Ήταν μία ζωή ολόκληρη! Θυμάμαι ότι στα αποδυτήρια μας είχε χαιρετήσει όλους, έναν προς έναν και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν παράξενη και ασυνήθιστη. Ειδικότερα μετά από τόσο πανηγυρική κατάκτηση του πρωταθλήματος. Αργότερα όταν έγινε γνωστό ότι θα φύγει, είχαμε μιλήσει πολύ στο τηλέφωνο και του είχα πει όλα όσα ήθελα...»

Θυμάσαι μία σοφή κουβέντα που σου είχε και πιθανά το μεγαλύτερο μπινελίκι που σου έχει ρίξει;

«Αυτό που μου έχει μείνει και το λέω και τώρα σαν προπονητής σε κάποιους παίκτες, είναι η εξής φράση: “Όποιος φοβάται πεθαίνει κάθε μέρα και όποιος δεν φοβάται, θα πεθάνει μία φορά!”... Φοβερή κουβέντα! Τα μπινελίκια ήταν άπειρα, αλλά να σου πω κάτι... Το ότι φώναζε και έβριζε συνέχεια, δεν σήμαινε ότι είχε κάτι προσωπικό με κάποιον, απλά αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο εκφραζόταν. Απλά κάποιες φορές που κι εσύ δεν ήσουν καλά κι είχες τα δικά σου, μπορεί να σε έβγαζε από τα ρούχα σου! Απλά με τον χρόνο τον είχαμε μάθει. Όποιος τον έβλεπε πρώτη φορά και δεν τον ήξερε, στην αρχή είχε πρόβλημα. Γρήγορα, όμως, το ξεπερνούσε γιατί έξω από το γήπεδο, ήταν πολύ διαφορετικός και πολύ προσιτός σαν άνθρωπος. Έχει τρομερές ευαισθησίες κι έχει βοηθήσει πάρα πολύ κόσμο που είχε ανάγκη!»

Πριν σε πάω στον συγχωρεμένο τον “Ντούντα”, ο οποίος διαδέχτηκε τον “ξανθό” του 1996, μεγαλώνοντας στην Σερβία κι έχοντας ως όνειρο να παίξεις μπάσκετ, ποια ή ποιες από τις μεγάλες μπασκετικές προσωπικότητας του σερβικού μπάσκετ, ήταν τα πρότυπά σου και ήθελες να τους μοιάσεις;

«Ο Ντράζεν Πέτροβιτς και ο Σάσα Τζόρτζεβιτς! Τους βλέπαμε στην τηλεόραση και πήγαιναμε στα ανοιχτά της γειτονιάς και προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τις κινήσεις τους. Αργότερα όταν μεγάλωσα λίγο, πήγαινα και στο γήπεδο, οπότε είχα καλύτερες προσλαμβάνουσες και εν συνεχεία πάλι προσπαθούσα πάρω κάτι απ' όλα όσα έκαναν!»

Πάμε στον Ίβκοβιτς. Γνωριζόσασταν από την Σερβία, πριν τον συναντήσεις στην Ελλάδα; Γιατί πριν έρθει στον Ολυμπιακό, ήταν στον ΠΑΟΚ και μετά στον Πανιώνιο...

«Τον είχα γνωρίσει στο Βελιγράδι, γιατί είχα προπονητή τον αδελφό του στην Ράντνιτσκι.»

Ήταν δύσκολος άνθρωπος;

«Δεν θα τον χαρακτήριζα έτσι! Είχε μία περίεργη δική του αυστηρότητα. Θυμάμαι το πρώτο του ματς στο ΣΕΦ για την Ευρωλίγκα, που χάσαμε 20 πόντους από την Άλμπα και άρχισαν η γκρίνια και οι συγκρίσεις. Ήταν δύσκολες οι καταστάσεις μετά από μία 5ετία γεμάτη επιτυχίες με τον Ιωαννίδη. Με τον “Ντούντα”, όμως, παίξαμε πολύ όμορφο μπάσκετ με άλλη φιλοσοφία και διαφορετική διαχείριση. Και οι δύο πετυχημένες, αλλά διαφορετικές. Ο Ίβκοβιτς άφηνε τον παίκτη λίγο πιο ελεύθερο να πάρει αποφάσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μέθοδος του “ξανθού” ήταν λάθος. Ήταν μεγάλοι δάσκαλοι και οι δύο!»

Τι σου έχει μείνει από εκείνη την πρώτη και ιστορική χρονιά του triple crown (1997);

«Η ήττα σε ένα μικρό γήπεδο στην Θεσσαλονίκη (σ.σ.: Συκιές) από τον ΒΑΟ! Αυτό το ματς ήταν η απαρχή για να γίνει η ολική επαναφορά και να κατακτήσουμε και τους τρεις τίτλους! Και ξέρεις γιατί; Γιατί είχαμε διατηρήσει έναν βασικό κορμό για αρκετά χρόνια και ήμασταν μία πολύ καλή παρέα και μία κακή ήττα – η οποία πήρε διαστάσεις – δεν μπορούσε να χαλάσει το μυαλό μας. Να φανταστείς ότι με προτροπή του Φασούλα, επιστρέφοντας στην Αθήνα, από το αεροδρόμιο πήγαμε απευθείας στα μπουζούκια...»

Πλάκα κάνεις;

«Όχι για να διασκεδάσουμε – ποιος άλλωστε είχε τέτοια όρεξη – αλλά για να ξεφύγουμε λίγο. Θα τρώγαμε που θα τρώγαμε πρόστιμο – έτσι πιστεύαμε τότε – οπότε είπαμε “ας το φάμε όλοι”! Ήταν ένας τρόπος εκτόνωσης για όλους και επειδή είχαμε πολλές μεγάλες προσωπικότητες στην ομάδα, μπορούσαμε να το υποστηρίξουμε. Τώρα, μας βοήθησε αυτό και μας χαλάρωσε; Δεν ξέρω να σου απαντήσω...Την επομένη πήγαμε στο γήπεδο και κάναμε την προπόνησή μας και κλείσαμε όλοι τα αυτιά μας στο απίστευτο κράξιμο που “φάγαμε” από τα media. Ίσως, μάλιστα και να μας έδωσε και έξτρα ώθηση αυτή η κριτική...» 

«Η πιο επιτυχημένη σεζόν στην μπασκετική ιστορία του Ολυμπιακού!»

Πήρατε πρώτα το Κύπελλο στο Final 4 του ΟΑΚΑ...

«Ήταν ένα πολύ περίεργο διήμερο, από την άποψη ότι ο Παναθηναϊκός έμεινε εκτός τελικού από τον Απόλλωνα Πατρών, εμείς νικήσαμε την ΑΕΚ με καλάθι του Νάκιτς στο τέλος και στον τελικό το πήραμε πάλι στον πόντο με καλάθι του Παπανικολάου!»

Και στην απονομή είχε φωνάξει ο Σιγάλας “το πρώτο, το πρώτο!”...

«Και μετά βγήκε αληθινός γιατί τα σηκώσαμε όλα! Φοβερή χρονιά, με τρομερές δυσκολίες, οι οποίες νομίζω ότι μας έκαναν πιο ομάδα!»

Και στην συνέχεια, φτάνουν τα playoffs και πριν παίξετε με τον Παναθηναϊκό για την πρόκριση στο Final 4 της Ρώμης, αντιμετωπίσατε την Παρτίζαν...

«Και οι δύο σειρές ήταν με μειονέκτημα έδρας. Κερδίσαμε στο Βελιγράδι, χάσαμε στο ΣΕΦ και θυμάμαι τότε ο αείμνηστος ο “Ντούντα” είχε ζητήσει να πάρουμε τσάρτερ. Βρήκαμε ένα ελικοφόρο και πήγαμε στην Σερβία και η ατμόσφαιρα που συναντήσαμε στην “Χάλα Πιονίρ”, ήταν απερίγραπτη! Πέραν της δικής μου συναισθηματικής φόρτισης, λόγω της επιστροφής στην γενέτειρά μου για ένα τόσο σημαντικό ματς, δεν θα ξεχάσω την τρικλοποδιά του Μίροσλαβ Νίκολιτς (σ.σ.: ο προπονητής της Παρτίζαν) στον Νάκιτς μετά από ένα καλάθι που έβαλε. Καταφέραμε και επιβιώσαμε υπό πολύ δύσκολες συνθήκες και αυτοί οι αγώνες ήταν κάτι σαν εμπειρία ζωής. Μάθαμε ότι δεν πρέπει να τα παρατάμε ποτέ! Πως λέει αυτή η παροιμία “δέκα φορές να πέσεις, έντεκα να σηκωθείς”; Κάπως έτσι...»

Θεωρείς ότι όλο αυτό που ζήσατε στην σειρά με την Παρτίζαν, καθόρισε και την απόδοσή σας στην προημιτελική σειρά με τον Παναθηναϊκό;

«100%! Πως να εξηγηθεί αλλιώς, το ότι νικήσαμε στο ΟΑΚΑ με 20 πόντους διαφορά; Σπάσαμε δύο πολύ καυτές έδρες και όταν πήγαμε στην Ρώμη, νομίζω ότι μας είχε φύγει σε μεγάλο βαθμό το άγχος. Νομίζω ότι το πρώτο ευρωπαϊκό του Ολυμπιακού, ήταν ίσως το πιο δύσκολο και το πιο δίκαιο όλων των εποχών! Γενικά η σεζόν του triple crown, θεωρώ ότι ήταν η πιο επιτυχημένη στην μπασκετική ιστορία του Ολυμπιακού!»

Στην ιταλική πρωτεύουσα, θυμάμαι, είχε κάνει όργια ο Ρίβερς...

«Τι να λέμε τώρα; Ήταν φοβερός, ειδικότερα στον τελικό! Γιατί στον ημιτελικό με την Ολίμπια, αποβλήθηκε περίπου 5 λεπτά πριν από το τέλος και αυτό μας δυσκόλεψε λίγο. Το βάρος είχε πέσει όλο πάνω μου! Βρήκαμε τις προσαρμογές που απαιτούνταν, όμως και επιστρέψαμε στον τελικό. Με τόσο κόσμο, βέβαια, ήταν δύσκολο να χάσουμε. Ακόμη το σκέφτομαι κι ανατριχιάζω. Βγήκαμε για προθέρμανση και όλο το γήπεδο ήταν “ερυθρόλευκο”!»

Από τον τελικό τι θυμάσαι;

«Ότι παίξαμε κυριαρχικό μπάσκετ και δεν χάσαμε σε κανένα σημείο τον έλεγχο του αγώνα. Αλλά ήμασταν τόσο στην... τσίτα, που θυμάμαι ότι απέμενε ένα λεπτό για το τέλος με την διαφορά στους 15 πόντους και μου λέει ο Φασούλας στο κέντρο “ρε μαλ@κ@ το πήραμε!”... Αλλά με τόσες δυσκολίες που είχαμε αντιμετωπίσει, δεν μπορούσα να το πιστέψω και του έλεγα “περίμενε ρε φίλε να γράψει μηδέν το χρονόμετρο”... Μετά έγινε χαμός! Σκέψου ότι ο Τάρλατς οδήγησε το πούλμαν, στο αεροδρόμιο τα ξημερώματα μας περίμενε τόσος κόσμος, που οι συμπαίκτες μου έφτασαν στα σπίτια τους μετά από 5 ώρες! Εκτός από μένα και κανά δυο άλλους, που δεν μπήκαμε στο πούλμαν και φύγαμε μόνοι, οπότε δεν ταλαιπωρηθήκαμε. Ήταν λάθος μου, όμως, γιατί έπρεπε να ζήσω όλη αυτή την χαοτική κατάσταση μέσα στο λεωφορείο. Και μετά αντιμετωπίσαμε την ΑΕΚ στους τελικούς και πήραμε το πρωτάθλημα με 3-1 στις νίκες και το πιο ωραίο είναι ότι σηκώσαμε στο ΟΑΚΑ! Εκεί που πήραμε το Κύπελλο και ουσιαστικά εξασφαλίσαμε την πρόκριση για το Final 4...»

«Ο Τζόρνταν ήταν 1,98, αλλά από δίπλα φαινόταν 2,10!»

Ο Ολυμπιακός της επόμενης χρονιάς είχε αρκετές αλλαγές. Έφυγε ο Σιγάλας και ο Ρίβερς, ήρθε ο Καρνισόβας, ο Χόκινς και άλλοι, αλλά αρχικά θέλω να μας μεταφέρεις την εμπειρία του τουρνουά McDonald's Open, στον αγώνα με τους Μπουλς και την προσωπική μονομαχία με τον Μάικλ Τζόρνταν...

«Τότε οι Μπουλς ήταν κάτι σαν τους Μπιτλς στην εποχή της ακμής τους. Όλοι τους αντιμετώπιζαν σαν rocks stars! Περιμέναμε και τον Πίπεν, αλλά τελικά δεν ήρθε. Όλοι οι υπόλοιποι, όμως, ήταν εκεί. Κούκοτς, Στιβ Κερ και φυσικά ο Τζόρνταν. Θυμάμαι ότι όλοι περιμέναμε πως και πως θα φτάσουμε στο Παρίσι για να αντικρίσουμε αυτόν τον άνθρωπο.»

Πως σου φάνηκε από κοντά;

«Εξωπραγματικός! Κι εκεί συνειδητοποίησα πλήρως γιατί είναι ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών. Μπορεί να ήταν κοντά στα 2 μέτρα, αλλά μέσα στο γήπεδο φαινόταν σαν να είναι 2,10! Τόσο απίστευτα ήταν τα φυσικά του προσόντα. Τι να σου πρωτοπώ; Χέρια, δάχτυλα, ώμους, πλάτες, πόδια, το πως έτρεχε και κινούνταν μέσα στο γήπεδο, δεν έχω ξαναδεί ποιον προικισμένο μπασκετμπολίστα σε ταλέντο, σωματοδομή και αθλητικότητα. Ως αρχηγός, εγώ ήμουν αυτός που έκανε μαζί του την καθιερωμένη χειραψία και το χέρι μου χάθηκε στο δικό του. Εκπληκτική εμπειρία αυτό το ματς...»

Είχαν βγει κάτι φωτογραφίες, τότε, που τον έπαιζες άμυνα και τον προκαλούσες, κρυφογελώντας...

«Κι αυτός γελούσε πολύ και είχε όρεξη για πλάκα. Θυμάμαι στην πρώτη δική μας επίθεση που με μάρκαρε και καλά για πλάκα, μου κατέβασε λίγο το σορτσάκι! Πήρα θάρρος κι εγώ και όταν πρωτοπήρε την μπάλα, τον προκάλεσα: “Έλα για παίξε ένας έναντίον ενός, να δούμε αν πραγματικά είσαι τόσο καλός”... Έκανε το λάθος και γέλασε και για καλή μου τύχη, έχασε τα 2-3 πρώτα σουτ! Του την ξαναβγήκα, λοιπόν σε στυλ “είδες πόσο καλός αμυντικός είμαι” και κάτι τέτοια, αλλά όταν ξεκίνησε να κάνει τα δικά του, δεν μπορούσα ούτε καν να τον ακολουθήσω.

Σε καθαρά τεχνικό επίπεδο, τι τον έκανε να ξεχωρίζει;

«Οι κινήσεις του που φαίνονταν απλές, αλλά δεν μπορούσε να τις μιμηθεί κανείς. Και το πιο εντυπωσιακό, ήταν ότι βρισκόταν πάντα μία φάση μπροστά από τον αμυντικό. Δεν ήταν μόνο το σώμα του και η φυσική υπεροχή που είχε, αλλά ήταν και πολύ έξυπνος και ήταν πιο μπροστά απ’ όλους και από πλευράς αντίληψης. Αξέχαστη εμπειρία! Το ίδιο βράδυ, να φανταστείς, όλες οι αποστολές είχαμε πάει σε ενα club και ήθελα να πάω να του μιλήσω, αλλά ήταν αδύνατον! Γιατί δεν μπορούσα να τον πλησιάσω με τίποτε! Ήταν περιτριγυρισμένος από άνδρες ασφαλείες, οπότε τον χαζεύα από μακριά που απολάμβανε το πούρο του!»

Εκείνη η χρονιά ολοκληρώθηκε χωρίς τίτλο στην Ελλάδα και χωρίς συμμετοχή στο Final 4, στο οποίο επιστρέψατε το 1999 στο Μόναχο...

«Αυτός ο ημιτελικός με την Ζάλγκιρις ήταν πολύ παράξενο ματς. Οι αντίπαλοί ήταν το αουτσάιντερ της διοργάνωσης κι εμείς προερχόμαστε από μία χρονιά, που – σε διάρκεια – είχαμε παίξει το καλύτερο μπάσκετ στην Ευρώπη. Είχαμε τερματίσει πρώτοι, είχαμε φτάσει... τρένο στο Final 4 και ξαφνικά έρχεται μία ομάδα που δεν την υπολογίζαμε τόσο και παίζει τέτοια μπασκετάρα, που δικαίως της υποκλίθηκαν όλοι. Δύο χρόνια νωρίτερα πήραμε το Κύπελλο μέσα από απίστευτες κακουχίες και το 1999 που ήμασταν νο1 και όλοι περίμεναν να το ξαναπάρουμε, αποκλειστήκαμε εύκολα. Αυτό δείχνει ότι στο μπάσκετ δεν υπάρχουν κανόνες.» 

Το δίλημμα Εθνική Ελλάδας ή Σερβίας και τα βιώματα του πολέμου από μακριά!

Αν δεν απατώμαι, βρισκόσουν στην Ελλάδα όταν – το 1992 – ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία;

«Ναι εδώ ήμουν! Ήταν μεγάλο σοκ ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Δεν θέλω να το αναλύσω εκ βαθέων αυτό το θέμα. Με μία φράση, η δουλειά των πολιτικών και των διπλωματών είναι πάντα να εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια ώστε να διατηρηθεί η ειρήνη και να μην ξεσπάσει πόλεμος και για κάποια συμφέροντα να χάνονται άδικα αθώες ανθρώπινες ζωές.»

Ήσουν σε συνεχή επαφή με τους δικούς σου, τότε;

«Εννοείται! Και μάλιστα, επειδή κηρύχθηκε εθνική επιστράτευση, έφερα τον αδελφό μου στην Ελλάδα, ενώ αργότερα ήρθε και η μητέρα μου. Μετά ακολούθησε και το εμπάργκο, οπότε δεν μπορούσα ούτε καν να επιστρέψω στην Σερβία. Η μόνη λύση ήταν με  πτήση στο Βουκουρέστι και μετά με λεωφορείο, εκτός κι αν εφοδιαζόσουν με καμιά δεκαριά μπιτόνια βενζίνη και το... έκοβες όλο οδικώς! Γενικά οι Σέρβοι περάσαμε πολύ δύσκολα, βιώσαμε την αδικία στο πετσί μας και γι' αυτό και έχουμε γίνει πολύ σκληροί. Ευτυχώς που υπήρχαν χώρες σαν την Ελλάδα, που στάθηκε από την αρχή στο πλευρό μας. Όπου και να βρισκόμουν εισέπραττα μία συμπόνια και μία ζεστασιά!»

Τον βομβαρδισμό του Βελιγραδίου από τις Νατοϊκές δυνάμεις πως τον βίωσες;

«Αν δεν κάνω λάθος, παίζαμε εκτός έδρας και είχαμε πάει στο Πο για ένα ματς με την Ορτέζ. Μάθαμε τα άσχημα νέα μόλις φτάσαμε, οπότε καταλαβαίνεις ότι με τον Τάρλατς και τον “Ντούντα”, δεν κοιμηθήκαμε όλο το βράδυ. Ήμασταν συνέχεια σε επαφή με τους δικούς μας στο Βελιγράδι και γενικότερα υπήρχε μία πολύ έντονη ανησυχία. Παρ' ότι πίσω στην πατρίδα ο περισσότερος κόσμος ήταν πολύ ψύχραιμος. Πιο πολύ εμείς ήμασταν στην τσίτα γιατί όταν δεν είσαι στην καρδιά των γεγονότων και είσαι μακριά, χωρίς ξεκάθαρη εικόνα, είναι πιο δύσκολα τα πράγματα. Πολύ δυσάρεστη εμπειρία! Παρ' όλα αυτά, παίξαμε την επόμενη μέρα και κερδίσαμε και τις επόμενες μέρες, θυμάμαι, είχαμε συμμετάσχει σε μία ειρηνική διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας με αναμμένα κεριά, που κατέληξε στην αμερικανική πρεσβεία.»

Με την Εθνική Σερβίας πως και δεν έπαιξες ποτέ;

«Πρόλαβα κι επαιξα με την εφήβων στα προκριματικά ενός πανευρωπαϊκού και κάποια στιγμή με κάλεσε ο Ζέλικο στην ανδρών για το Παγκόσμιο της Αθήνας και σχεδόν ταυτόχρονα, με πήρε ο Φιλίππου και μου μετέφερε την επιθυμία του Παναγιώτη Γιαννάκη να με προσκαλέσει στην Εθνική Ελλάδας. Μπορεί η Ελλάδα να ήταν δεύτερη πατρίδα μου και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ, δεν παύει όμως να έχω γεννηθεί στην Σερβία και αυτό κυλάει μέσα στο αίμα μου. Τότε, λοιπόν, ήθελα να παίξω για την χώρα μου, αλλά τέθηκε θέμα απώλειας της ελληνικής μου ιθαγένειας, οπότε άρχισα να εξετάζω το ενδεχόμενο να δεχθώ την πρόταση της ελληνικής  ομοσπονδίας. Αφού το ζύγισα λίγο, όμως, αποφάσισα να μην παίξω σε καμία Εθνική. Άλλωστε, τα συναισθήματά μου για τον ελληνικό λαό είναι πάρα πολύ δυνατά και δεν ήθελα με τίποτα να πάρω την θέση κάποιου Έλληνα, στην ανάκρουση του Εθνικού ύμνου. Μπορεί να ήταν λάθος για την καριέρα μου, αλλά έτσι το σκέφτηκα...»  

Ο Ομπράντοβιτς πως αντέδρασε;

«Μιλήσαμε στο τηλέφωνο, του εξήγησα το σκεπτικό μου και το κατάλαβε αμέσως. Μεταξύ μας, δεν έγινε ποτέ τίποτε. Άλλωστε, γνωριζόμαστε χρόνια και τον θεωρώ φίλο μου. Τώρα τι γράφτηκε και τι ειπώθηκε εκείνη την εποχή, ούτε που με απασχόλησε ποτέ.»

«Λανθασμένη συμπεριφορά, οι μπουνιές με τον Μποντιρόγκα!» 

Και στο τέλος εκείνης της σεζόν, έφυγε ο Ίβκοβιτς και ξαναγύρισε ο Ιωαννίδης...

«Προηγήθηκε η απώλεια του πρωταθλήματος από τον Παναθηναϊκό μέσα στο ΣΕΦ, με 3-2 στις νίκες! Η 2η θητεία του Ιωαννίδη, ήταν αρκετά διαφορετική. Κατ' αρχάς, έφτιαξε μία ομάδα με πολλούς ξένους, Αμερικανούς επί το πλείστον. Ήταν μία πολύ περίεργη χρονιά, στην διάρκεια της οποίας πήραμε όλα τα ντέρμπι με Παναθηναϊκό και ΑΕΚ, μέσα κι έξω! Ο «ξανθός» ήταν πιο ήρεμος και είχε αποφασίσει να αλλάξει τις ισορροπίες στο rotation, με αποτέλεσμα στην αρχή της σεζόν να περιοριστεί σημαντικά ο χρόνος συμμετοχής μου. Στην συνέχεια με κάποιες αλλαγές παικτών που έγιναν, ξαναβρήκα τον ρόλο μου και παίξαμε καλό μπάσκετ, αλλά στο τέλος δεν μπορέσαμε να φτάσουμε στους τελικούς και η 2η θητεία του Ιωαννίδη τελείωσε άδοξα.»

Ήταν το καλοκαίρι που ελήφθη η απόφαση να προωθηθεί στην θέση του head coach o Ηλίας Ζούρος...

«Ο Ηλίας ήταν στο τεχνικό επιτελείο της ομάδας, επιφορτισμένος με το scouting και μία ωραία πρωϊα μας ανακοινώθηκε ότι θα αναλάβει την τεχνική ηγεσία, μετά από απόφαση του Σωκράτη Κόκκαλη. Όλοι οι παλιοί βάλαμε πλάτη και στηρίξαμε την επιλογή του προέδρου αλλά και τον ίδιο τον coach, απλά πιστεύω ότι εκείνη την εποχή ο Ζούρος δεν ήταν ακόμη έτοιμος να διαχειριστεί τις μεγάλες προσωπικότητες και είχε κάνει αρκετά λάθη τότε στο συγκεκριμένο κομμάτι. Αλλά επειδή αργότερα, μετά από κάποια χρόνια, είχαμε την ευκαιρία να τα ξανασυζητήσουμε, αποδείχτηκε ότι δεν ευθυνόταν αυτός για κάποιες λανθασμένες αποφάσεις. Υπήρχε ένας Βόσνιος βοηθός που του έκανε μεγάλη ζημιά και του έβαζε λόγια για μένα και τον Ντίνο (σ.σ.: Ράτζα), ενώ εμείς ήμασταν αυτοί που τον στηρίζαμε και τον προστατεύαμε περισσότερο μέσα στο αγωνιστικό τμήμα. Όταν το κατάλαβε, ήταν αργά...»

Ντίνο Ράτζα;

«Παιχτάρα, εκπληκτικός άνθρωπος και ακόμη φίλος! Επειδή τον έζησα και ως αντίπαλο, ήταν ευλογία να έχεις έναν τέτοιο παίκτη στην ομάδα σου. Για τι να πρωτομιλήσω; Για την άμυνα, για την αντίληψη, για το πάθος και τον τσαμπουκά, για το πως έπαιζε το pick’n’roll, απίστευτο ταλέντο!»

Ο Ηλίας Ζούρος έμεινε για σχεδόν 1,5 χρόνο και στην θέση του ήρθε ο Λευτέρης Σούμποτιτς, υπό τις οδηγίες του οποίου πήρατε ένα Κύπελλο στο Final 4 που έγινε στο ΣΕΦ...

«Ήταν η χρονιά με τον Αλφόνσο Φορντ, τον Τζέιμς Φόρεστ και τον Παπαλουκά. Εκεί νομίζω ότι άρχισε η σταδιακή πτώση της ομάδας. Ήταν ξεκάθαρο ότι το ενδιαφέρον του Σωκράτη Κόκκαλη είχε αρχίσει να φθίνει. Παρ’ ότι πήραμε το Κύπελλο, που ήταν ο τελευταίος τίτλος της καριέρας μου, αποκλείσαμε στα playoffs τον Παναθηναϊκό που είχε θριαμβεύσει στην Μπολόνια και προηγηθήκαμε 2-0 στους τελικούς, τραυματίστηκαν ο Φορντ και ο Φόρεστ και χάσαμε το πρωτάθλημα από την ΑΕΚ!»

Ήταν η σεζόν που στην regular season είχε γίνει το επεισόδιο του Παπαδόπουλου με τον Ρισασέ και στην συνέχεια χτύπησες εσύ τον Μποντιρόγκα κι ακολούθησε σύρραξη στο παρκέ του ΣΕΦ. Τι είχε γίνει τότε; Κακιά στιγμή;

«Ούτε οι πρώτοι ήμασταν ούτε οι τελευταίοι που μπλέχτηκαν σε καβγά! Και ο Πρέλεβιτς με τον Γκάλη είχαν αρπαχτεί και αργότερα ο Διαμαντίδης με τον Τεόντοσιτς και στο ΝΒΑ πέφτει ξύλο συχνά-πυκνά... Ωστόσο, είμαι ξεκάθαρος ότι δεν πρέπει να γίνονται τέτοια πράγματα. Ήταν καθαρά θέμα κακιάς στιγμής και των πολλών σφυγμών που έχουμε όλοι που παίζουμε και δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε τα νεύρα μας. Ήταν αναμφίβολα μία πολύ λανθασμένη συμπεριφορά εκ μέρους όλων μας, γιατί σαν αθλητές οφείλουμε να δίνουμε το καλό παράδειγμα και να αποτελούμε πρότυπα για τα παιδιά.»  

Αμέσως μετά ξεκίνησε η εποχή του Κορυδαλλού...

«Ναι με τον Σούμποτιτς για κάτι περισσότερο από μία χρονιά και μετά με τον Σάκοτα να έχει έρθει στην θέση του. Ήταν δύσκολη εποχή για τον Ολυμπιακό. Να φανταστείς ότι επειδή ο νέος με τον προηγούμενο προπονητή, δεν είχαν καθόλου καλές σχέσεις και τα είχαν “σπάσει” από τον Ηρακλή, ο Σάκοτα δεν ήθελε ούτε καν να κάτσει στην καρέκλα που καθόταν ο Λευτέρης, μήπως και του κάνει μάγια (γέλια...) και ζήτησε να αλλάξει όλο το γραφείο! Δεν παίξαμε άσχημο μπάσκετ με τον Ντράγκαν, αλλά είχαμε μία ομάδα χωρίς καλή “χημεία” και με ρόστερ (σ.σ.: Λιαδέλης, Διαμαντόπουλος, Καλαμπόκης, Βολκοβίσκι, Μπάγκαριτς, Γιούρακ κ.α.), που δεν παρέπεμπε στα προηγούμενα της ομάδας, οπότε μοιραία άρχισε η καθοδική πορεία.»

«Δεν έπρεπε να γίνω από παίκτης... προπονητής, σε μία νύχτα!»

Στο τέλος της δεύτερης σεζόν στον Κορυδαλλο, ήταν που έφυγε ο Σάκοτα και προέκυψε η πρόταση να κοουτσάρεις εσύ, έτσι δεν είναι;

«Ακριβώς! Με πήρε τηλέφωνο ο πρόεδρος και μου το ζήτησε.»

Αισθανόσουν έτοιμος;

«Όχι! Το timing δεν ήταν το σωστό. Ωστόσο, έτρεφα απεριόριστη εκτίμηση στον Σωκράτη (σ.σ.: Κόκκαλης), ο οποίος έκανε πάρα πολλά για μένα και το δέχτηκα, επειδή μου το ζήτησε εκείνος! Ίσως, βέβαια, ήταν λάθος μου, γιατί δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Αλλά για μένα, πάνω απ’ όλα, ήταν και είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Παρ’ ότι θα μπορούσα να παίξω τουλάχιστον άλλα δύο χρόνια σε αυτό το επίπεδο.»

Τι θυμάσαι από τα πρώτα σου παιχνίδια στον πάγκο;

«Πήγαμε αρκετά καλά. Στο πρώτο ματς απέναντι στο δυνατό Μαρούσι του Γιαννάκη, τότε, κερδίσαμε 25 πόντους! Μετά πήγαμε στην Κοζάνη και νικήσαμε τον Μακεδονικό, που είχε ισχυρή έδρα και τελευταία αγωνιστική παίξαμε στα Πατήσια με τον Παναθηναϊκό. Σκέψου ότι εγώ είχα σταματήσει να παίζω, επομένως η ομάδα είχε μείον έναν playmaker. Στην διάθεσή μου είχα μόνο τον Χαρίση και σαν δεύτερο έναν πιτσιρικά, τον Γιόσκο Καφετζή. Όλοι πίστευαν ότι θα χάσουμε 30 πόντους και τελικά χάσαμε δύσκολα στο τελευταίο πεντάλεπτο με σπρώξιμο της διαιτησίας. Στο δια ταύτα, καταφέραμε να μπούμε στην 8άδα του πρωταθλήματος και να παίξουμε στα play-offs – σκέψου που είχαμε φτάσει – αλλά πέσαμε πάνω στους πρωταθλητές με μειονέκτημα έδρας και χάσαμε εύκολα με 2-0. Να φανταστείς ότι παραταχθήκαμε ουσιαστικά με έξι παίκτες! Κάπως έτσι τελείωσε εκείνη η σεζόν...»

Μέσα σου, αισθανόσουν παίκτης ακόμη ή προπονητής;

«Το δεύτερο! Είχα αρχίσει να συμφιλιώνομαι με τον νέο μου ρόλο. Άλλωστε, είχαμε συμφωνήσει ότι θα κάτσω τουλάχιστον δύο χρόνια ακόμη στον πάγκο της ομάδας. Μέχρι να τελειώσει το συμβόλαιό μου. Το ίδιο καλοκαίρι, όμως, ο Κόκκαλης αποφασίζει να φύγει, η ομάδα επιστρέφει στον Ερασιτέχνη και αναγκαστικά φτιάχνουμε ένα ρόστερ με τα... ψέματα! Πολύ δύσκολη κατάσταση! Το τι τράβηξα, δεν πάει ο νους σου! Ούτε budget, ούτε τίποτε! Είχα βάλει και εγώ κάποια χρήματα για κάποια μικρά έξοδα, όπως τα νερά των προπονήσεων, τα ρολόγια που μετρούσαμε τους σφυγμούς των παικτών και τα οδοιπορικά και τα τροφεία δύο νεαρών που συμμετείχαν στην προετοιμασία. Δεν είχαν να φάνε τα παιδιά, να τα άφηνα έτσι; Ο Ερασιτέχνης, βέβαια, είχε μπει σε μία διαδικασία να βρει επενδυτή, αλλά για αρκετό καιρό δεν ξέραμε πόσα χρήματα θα είχαμε.»

Και που καταλήξατε;

«Φτιάξαμε μία ομάδα με τα όσα λίγα χρήματα είχαμε στην διάθεσή μας, με πολλές δυσκολίες. Όσο και να αγαπάει κάποιος μία ομάδα, δεν είναι εύκολο από την μία μέρα στην άλλη να γίνει από παίκτης και προπονητής και ταυτόχρονα να πληρώνει και από την τσέπη του για κάποια βασικά καθημερινά έξοδα! Δεν το λέω σαν παράπονο, γιατί νιώθοντας τόσο μεγάλη αγάπη για αυτή την ομάδα, δεν υπήρχε περίπτωση να μην έβαζα το χέρι στην τσέπη. Το έκανα με την καρδιά μου. Η ζωή με έχει διδάξει ότι πρέπει να δίνεις πίσω, ειδικότερα εκεί απ' όπου έχεις πάρει. Όπως χάρισα πάρα πολλά χρήματα, όταν ήρθε ο Σούμποτιτς. Τότε είχα υπογράψει τριετές συμβόλαιο, το μεγαλύτερο στην καριέρα μου κι επειδή είχε αρχίσει η... κατηφόρα, με παίρνει μία ωραία πρωϊα ο coach και μου λέει ότι πρέπει να μειώσουμε τα χρήματα όλων των παικτών και ότι θα αρχίσει από μένα, που έπαιρνα τα πιο πολλά. Μιλάμε για 50% μείωση! Το δέχθηκα αδιαμαρτύρητα λόγω του σεβασμού που αισθανόμουν απέναντι σε όλα όσα είχε κάνει ο οργανισμός του Ολυμπιακού για το πρόσωπό μου. Τώρα αν αυτό εκτιμήθηκε ή όχι, είναι άλλη συζήτηση. Το πιο σημαντικό είναι ότι εγώ κοιμάμαι ήσυχα τα βράδια και έχω καθαρή την συνείδησή μου.»

Ποια ήταν η συνέχεια;

Λίγο πριν αρχίσει το πρωτάθλημα, έρχεται ο Κόκκαλης και μας λέει ότι τελικά θα βοηθήσει οικονομικά και στην συνέχεια πρωτοεμφανίστηκαν οι αδελφοί Αγγελόπουλοι. Οπότε κάτι καλό φαινόταν ότι θα γίνει. Και ξαφνικά, μετά από τόση αβεβαιότητα και ταλαιπωρία στην διάρκεια του καλοκαιριού, με καλούν σ’ ένα meeting και μου ζητούν να μειώσω αρκετά τις απολαβές του συμβολαίου μου! »

Αισθάνθηκες αδικημένος;

«Εννοείται! Δηλαδή και σταμάτησα το μπάσκετ χωρίς να το έχω αποφασίσει και έβαλα πλάτη και βγήκα μπροστά και πλήρωσα χρήματα από την τσέπη μου και να δεχθώ και μείωση; Δεν την δέχθηκα!»

Και εν μία νυχτί από προπονητής, ξαναέγινες παίκτης...

«Ναι! Ήρθε ο Καζλάουσκας, αλλά ήταν φανερό ότι το κλίμα δεν με σήκωνε πλέον, οπότε αποφάσισα ότι ήταν καλύτερο για όλους, να φύγω και τελείωσα εκείνη την σεζόν στην Ιταλία, όπου έπαιξα τρεις μήνες στην Γέζι με προπονητή τον Σούμποτιτς.»

Το ξεκίνημα σαν βοηθός του Κατσικάρη και το «καμμένο video» στον Ολυμπιακό!

Ήταν φοβερή σύμπτωση ότι την επόμενη σεζόν έπαιξες δύο ματς στον Κολοσσό και το πρώτο ήταν απέναντι στον Ολυμπιακό...

«Ναι απλά τότε είχα συμπληρώσει σχεδόν 1,5 χρόνο πηγαίνοντας μπροστά και πίσω και μου ήταν δύσκολο να βρω ρυθμό. Παρ’ ότι έκανα μία καλή προετοιμασία για να επιστρέψω, δεν μου βγήκε και το αμέσως επόμενο καλοκαίρι πήγα στην σχολή προπονητών, παρακολούθησα τα μαθήματα για τρεις μήνες και πήρα το δίπλωμα της προπονητικής.»

Αν δεν κάνω λάθος, αμέσως μετά εντάχθηκες στο τεχνικό επιτελείο της Ντιναμό Αγίας Πετρούπολης με προπονητή τον Φώτη Κατσικάρη, έτσι δεν είναι;

«Σωστά! Έκατσα περίπου ένα τρίμηνο εκεί στην off season της 2ης σεζόν του Κατσικάρη, που όμως δεν άρχισε ποτέ. Είχαμε έρθει και στην Ελλάδα για προετοιμασία και φιλικά παιχνίδια και ξαφνικά, την παραμονή της προγραμματισμένης επιστροφής στην Ρωσία, με φώναξε ο Φώτης και μου λέει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η ομάδα διαλύεται και ότι είχε αποφασίσει να φύγει. Για μένα ήταν μεγάλη απογοήτευση, γιατί βρισκόμουν στο ξεκίνημά μου και είχα μεγάλο ενθουσιασμό. Όμως, από την στιγμή που ήμουν επιλογή του Φώτη, έπρεπε να φύγω με τον Φώτη και αυτό έκανα. Ήρθε την επομένη, ο πρόεδρος και μου ζήτησε να βγω εγώ μπροστά, αλλά τον ευχαρίστησα και αρνήθηκα ευγενικά. Ευτυχώς που ήρθαν έτσι τα πράγματα, γιατί λίγες μέρες αργότερα, όταν η αποστολή επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, η ομάδα διαλύθηκε οριστικά.»

Επομένως η πρώτη κανονική επαφή με την δουλειά του προπονητή ήρθε το 2008, όταν έφυγε ο Γκέρσον και στην θέση του ανέλαβε ο Γιαννάκης;

«Έτσι έγιναν τα πράγματα και είμαι πραγματικά ευγνώμων στον Παναγιώτη για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε. Ξεκίνησα από το scouting μαζί με τον Χρήστο τον Μαρμαρινό και αποφάσισα ότι πρέπει να ακολουθήσω όλα τα βήματα της ιεραρχίας, μέχρι να φτάσω στο επίπεδο του head-coach.»

Πως εισέπραξες την επιστροφή στο ΣΕΦ;

«Για μένα δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να ξεκινήσω την προπονητική.»

Σου κάηκε το video, που λέει ο λόγος;

«Για να γίνεις ολοκληρωμένος προπονητής πρέπει να περάσεις από όλα τα στάδια. Δεν ήταν εύκολο στην αρχή, μου βγήκαν τα μάτια βλέποντας ατελείωτες ώρες video, αλλά με βοήθησε πολύ ο Χρήστος Μαρμαρινός, τον οποίο είχα φέρει εγώ στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 2005 και είναι ένας από τους κορυφαίους στην ανάλυση του τρόπου με τον οποίο παίζει μία ομάδα. »

Με τον Γιαννάκη πως ήταν η συνεργασία;

«Εξαιρετική! Μου είχε δώσει κι ένα κομμάτι της προπόνησης, ήταν μαζί μας και ο Μάνος ο Μανουσέλης, είχαμε φτιάξει ένα πολύ καλό staff. Ήταν οι πρώτες χρονιές που η ομάδα είχε περάσει ολοκληρωτικά στα χέρια των αδελφών Αγγελόπουλων, οι οποίοι είχαν κάνει μεγάλη επένδυση για την αγωνιστική ενίσχυση.»

Η οποία σας βοήθησε να επιστρέψετε στην κορυφαία σκηνή του ευρωπαϊκού μπάσκετ, με τις δύο διαδοχικές συμμετοχές σε Final 4, σε Βερολίνο (2009) και Παρίσι (2010)...

«Ακριβώς! Ήταν τεράστια εμπειρία για μένα όλη αυτή η συνεργασία σε τόσο υψηλό επίπεδο και έχω πει πολλές φορές ότι είμαι ευγνώμων στον Παναγιώτη Γιαννάκη για εκείνη την ευκαιρία.»

Τον Μίλος Τεόντοσιτς τον βρήκες στην ομάδα. Πολλοί έλεγαν ότι σου έμοιαζε, ίσως επειδή ακολούθησε κι εκείνος από νεαρή ηλικία την ίδια διαδρομή...

«Δεν πρέπει να συγκρίνουμε ποτέ δύο παίκτες, όχι μόνο επειδή προέρχονται από διαφορετικές μπασκετικές εποχές, αλλά κυρίως επειδή έχουμε να κάνουμε με διαφορετικές προσωπικότητες και διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Μίλος είχε αδιανόητο ταλέντο και η πορεία του, που έφτασε μέχρι και το ΝΒΑ, απέδειξε πόσο σπουδαίος παίκτης έγινε. Θεωρώ ότι έδωσε αρκετά και στον Ολυμπιακό.»

Η συνεργασία-«σχολείο» με Γιαννάκη και Ίβκοβιτς

Τι δεν πήγε τόσο καλά με εκείνη την ομάδα με τους πολλούς superstars, που έχασε στον τελικό της Euroleague στο Παρίσι; Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι από μόνη της όλη αυτή η πορεία, δεν συνιστούσε μία πολύ μεγάλη επιτυχία...

«Εκ των υστέρων και έχοντας αποκτήσει πολύ μεγαλύτερη εμπειρία και ξέροντας τι χρειάζεται για να λειτουργήσει σωστά μία ομάδα και να έχει αποκτήσει μία αποδοτική «χημεία», μπορώ να σου πω ότι είναι δύσκολο να φτιάξεις ένα σύνολο που θα αποδίδει καλό μπάσκετ και ταυτόχρονα να βασίζεσαι σε πολλές μεγάλες και έντονες προσωπικότητες. Τότε είχαμε Τσίλντρες, Κλέιζα, Βούιτσιτς, Τεόντοσιτς, Παπαλουκά, Μπουρούση και πολλούς άλλους. Ήταν δύσκολο να ήταν όλοι ευχαριστημένοι και να αποδεχθούν το σύστημα του προπονητή, βάζοντας το εγώ τους κάτω από το εμείς!»

Τι χρειαζόταν πιστεύεις;

«Μία πιο σωστή ισορροπία και μεταξύ των χαρακτήρων αλλά και μεταξύ των χρημάτων με τα οποία αμείβονταν οι παίκτες. Όταν στην ίδια ομάδα υπήρχε ο Τσίλντρες που έπαιρνε 6 εκατομμύρια Ευρώ τον χρόνο και ο Τεόντοσιτς που είχε ετήσιο συμβόλαιο 350.000, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτομάτως υπήρχαν θέματα. Είναι αυτό που λέμε “χημεία του budget”! Παρ' ότι υπήρχαν αρκετές οικονομικές ανισότητες, πάντως, παίξαμε αρκετά καλά με αποκορύφωμα την πρόκρισή μας στον τελικό του Παρισιού, όπου χάσαμε από μία Μπαρτσελόνα που ήταν καλύτερη από μας τότε. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, ποιος προπονητής δεν θα ήθελε να έχει όλους αυτούς τους παίκτες στην διάθεσή του;»

Σκέψου ότι πέραν των όσων προανέφερες, σε εκείνη την ομάδα ήταν και ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης...

«Αυτό που το πας; Ο “Bif Sofo” ήταν ένα πολύ καλό αλλά πολύ ιδιαίτερο παιδί, ο οποίος χρειαζόταν ειδική μεταχείριση και στο αγωνιστικό αλλά και στο πνευματικό κομμάτι. Ο Ολυμπιακός και ειδικά οι αδελφοί Αγγελόπουλοι του φέρθηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή, πριν από ένα εκτός έδρας ματς με την Ζάλγκιρις, ο Παναγιώτης (σ.σ.: Αγγελόπουλος) μου είχε ζητήσει να πάω στην Ελβετία – όπου ο Σχορτσανίτης είχε πάει σε ειδικό κέντρο αποκατάστασης – για να τον δω. Πήγα τον είδα, κάναμε 2-3 ατομικές προπονήσεις και αφού σιγουρεύτηκα ότι βρισκόταν σε καλό δρόμο, πέταξα για το Κάουνας και συνάντησα την ομάδα. Τον Σοφοκλή δεν μπορούσε να τον μαρκάρει κανένας και για τα κιλά του, είχε τρομερή ταχύτητα. Ο οποιοσδήποτε άλλος είχε το βάρος του, δεν θα μπορούσε όχι να παίξει, αλλά ούτε καν να κάνει αθλητισμό. Εκείνος όμως,, ήταν δυνατός χαρακτήρας και όχι μόνο επανήλθε, αλλά έπαιξε και σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο.»

Όταν έφυγε ο Γιαννάκης, επέστρεψε ο Ίβκοβιτς...

«Μέσα σε ένα καλοκαίρι άλλαξαν όλα. Η διαχείριση, η αγωνιστική φιλοσοφία, το budget, όλα! Ήρθε ο Σπανούλης, κρατήσαμε τον Μίλος και τον Μπουρούση και παρ' ότι – μαζί και με τον Παπαλουκά – είχαμε την κορυφαία ίσως τριάδα της Ευρώπης στα guards, δεν πετύχαμε τίποτα! Χάσαμε το Final 4 από την Σιένα και μετά το πρωτάθλημα από τον Παναθηναϊκό, που πήρε το triple crown. Νομίζω ότι όλα κατέρρευσαν μετά την πρώτη ήττα που κάναμε στο ΣΕΦ από τους Ιταλούς κι ενώ δύο μέρες νωρίτερα τους είχαμε διαλύσει με 48 πόντους διαφορά (σ.σ.: 89-41)! Δεν ξέρω τι είχε φταίξει τότε... Αλλά νομίζω ότι μετά από εκείνο το ματς, δέκα μέρες να παίζαμε, δέκα μέρες θα χάναμε. Δεν μπορούσαμε να τους νικήσουμε με τίποτε, παρ' ότι μάλλον είχαμε πολύ πιο ποιοτικό ρόστερ.»

Τι έμαθες από εκείνον τον αποκλεισμό;

«Πολλά πράγματα από την διαχείριση της κατάστασης που είχε ο “Ντούντα”, όπως και τα προηγούμενα χρόνια από ανάλογες καταστάσεις που είχε χειριστεί ο Γιαννάκης. Γενικά, είχα αποφασίσει να παίρνω από κάθε προπονητή το στοιχείο που μου άρεσε και το οποίο πίστευα ότι ταίριαζε στον χαρακτήρα μου. Γιατί δεν ήθελα να αντιγράψω κανέναν. Από τον Παναγιώτη, για παράδειγμα, πήρα την μεγάλη πίστη του που είχε για την ομάδα και για τους παίκτες, στους οποίους φερόταν άψογα. Ο Ίβκοβιτς από την άλλη, ήταν πιο σκληρός μαζί τους. Εγώ αποφάσισα να ακολουθήσω μία ενδιάμεση οδό γιατί ο παίκτης θέλει και μαστίγιο και καρότο. Γιατί θεωρώ ότι πρέπει και να σέβεται και να αγαπάει αλλά ταυτόχρονα και να “φοβάται” τον προπονητή του! Αλλά για να το πετύχεις αυτό με τους παίκτες σου, θέλει πολλή δουλειά και πολλές ώρες συζήτησης.»

Η εποχή του προπονητή-μπαμπούλα νομίζω ότι έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Νομίζω ότι ο Ίβκοβιτς και ο Ιωαννίδης ήταν από τους τελευταίους αυτής της «σχολής»...

«Ο φόβος, σίγουρα πια, δεν περνάει. Γιατί είναι αλλιώς μεγαλωμένα τα σημερινά παιδιά. Δεν είμαι σίγουρος ούτε καν αν περνούσε επί Ιωαννίδη και επί Ίβκοβιτς. Γιατί ο καθένας είχε τον δικό του τρόπο με τον οποίο εισέπραττε την αυστηρότητα και την “σκληρότητα”. Νομίζω ότι ήταν περισσότερο σεβασμός και λιγότερο φόβος. Εκτιμώ ότι πλέον ο πιο πετυχημένος προπονητής είναι αυτός που ψυχολογεί καλύτερα τους χαρακτήρες και αντιλαμβάνεται με ποιον έχει να κάνει, για να του συμπεριφερθεί ανάλογα. Κάποιος θέλει φωνή, κάποιος χάδι και κάποιος κίνητρο. Και μετά έρχεται το κομμάτι του μπάσκετ.»

Η «αποχώρηση» των Αγγελόπουλων και η κούπα στην Πόλη

Το καλοκαίρι μετά την πρώτη σεζόν της 2ης θητείας του “Ντούντα”, ήταν που αρχικά οι αδελφοί Αγγελόπουλοι ανακοίνωσαν ότι αποχωρούν από την ομάδα... Ήταν μεγάλο το σοκ;

«Όταν το ακούσαμε και βέβαια ήταν, γιατί δημιουργήθηκε μία μεγάλη ανασφάλεια! Αλλά, αν θυμάμαι καλά, σχετικά γρήγορα αυτό άλλαξε. Προσωπικά είχα εξαιρετική συνεργασία με τον Παναγιώτη και τον Γιώργο και τους εκτιμώ πάρα πολύ. Και την επόμενη σεζόν φτιάχτηκε μία καινούρια ομάδα με πολύ μικρότερο budget, η οποία κατέκτησε την Euroleague αλλά και το πρωτάθλημα Ελλάδας. Ουσιαστικά ήταν το ξεκίνημα μίας νέας φιλοσοφίας, η οποία ακόμη καλά κρατεί και αποδίδει καρπούς. Με έμφαση στην καλή χημεία, τον ελληνικό κορμό, αλλά και τους νεαρούς παίκτες.»

Ποιο ήταν το κλειδί για εκείνη την επιτυχία;

«Νομίζω η πετυχημένη αλλαγή των ξένων. Με τον Έϊσι Λο και τον Τζο Ντόρσεϊ ανεβήκαμε μία ταχύτητα και η ομάδα δέθηκε πολύ γρήγορα και άρχισε να το βγάζει στο παρκέ. Όπως και στην Ρώμη που μας είχε πάει μία χαλαρωτική βόλτα για καφέ στην παραλία, έτσι και στην Κωνσταντινούπολη, ο “Ντούντα” έδωσε ρέστα στο κομμάτι της ηρεμίας, της καλής ψυχολογίας και της αποφόρτισης από το άγχος.»

Αναφέρεσαι στην μίνι κρουαζιέρα που πήγατε όλη η ομάδα, το πρωί του τελικού, στον Βόσπορο;

«Ακριβώς! Θυμάμαι ότι όλες οι ομάδες μέναμε στο ίδιο ξενοδοχείο και όπως κατεβαίναμε στο lobby με το ασανσέρ για να φύγουμε μετά το πρωινό, ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και σε έναν όροφο μπαίνει ο Μίλος (σ.σ: Τεόντοσιτς) που είχε πάει στην ΤΣΣΚΑ... “Που πάτε;”, με ρώτησε. “Πάμε βόλτα με ένα καραβάκι όλη η ομάδα”, του απάντησα και βάλαμε τα γέλια! “Όχι ρε φίλε, κι εμείς πάμε για προπόνηση;”, μου είπε στα σέρβικα γιατί στο ασανσέρ ήταν και ο Καζλάουσκας! Έπεσε πολύ γέλιο εκεί. Το άλλο που θυμάμαι ήταν ότι ακόμη και όταν χάναμε με 19 πόντους, μέσα στο γήπεδο υπήρχε μία περίεργη αίσθηση που σε έκανε να πιστεύεις ότι το ματς θα γυρίσει. Έμπαινε το ένα καλάθι μετά το άλλο κι ανέβαινε η αυτοπεποίθηση. Όταν δε έβαλε το τρίποντο ο Κέσελ και πλησιάσαμε στους 5 πόντους, τότε νομίζω ότι μέσα στο γήπεδο, βρίσκονταν πλέον ελάχιστοι που δεν πίστευαν στην ανατροπή! Μόνο που το σκέφτομαι, ανατριχιάζω! Ήταν μία ανεξήγητη θετική αύρα που συνεχώς αυξανόταν, όχι μόνο από την ομάδα αλλά και από τον κόσμο. Σαν να έχουμε συνεννοηθεί για να πάρουμε το τρόπαιο!»

Τα επινίκια τα θυμάσαι;

«Ξεχνιέται αυτός ο χαμός που έγινε στο “Reina” με το Κύπελλο και με τον κόσμο να δημιουργεί το αδιαχώρητο στο club; Αυτές είναι στιγμές που μένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη...»

Και μετά πήρατε και το πρωτάθλημα στους τελικούς της Α1 Κατηγορίας, κερδίζοντας τον Παναθηναϊκό και μόλις στην 2η σεζόν του στον Ολυμπιακό, ο Σπανούλης στέρησε δύο τίτλους από την πρώην του ομάδα και τους έφερε στον Πειραιά. Εσύ που έζησες την αντιπαλότητα των «αιωνίων», μπορείς να σχολιάσεις τον βαθμό δυσκολίας που είχε όλο αυτό που έκανε ο Βασίλης...

«Ήταν πολύ δύσκολο όλο αυτό και δεν πιστεύω ότι ήταν ένα βάρος που μπορούσε να σηκώσει ο καθένας. Γιατί δεν ήταν μόνο το πως θα έπαιζε μέσα στο γήπεδο... Μεγαλύτερη δυσκολία είχε η πνευματική προετοιμασία αλλά και η καθημερινή διαχείριση των όσων άκουγε και διάβαζε.»

Ανοίγω μία μικρή παρένθεση. Εσύ, σαν παίκτης, δέχτηκες ποτέ πρόταση από τον Παναθηναϊκό;

«Όχι, ποτέ!».

Θα πήγαινες αν δεχόσουν;

«Όχι γιατί δεν υπήρχε κανένας λόγος να έμπαινα σε αυτή την διαδικασία.»

Επιστρέφω στον Ίβκοβιτς. Περίμενες ότι θα φύγει ο “Ντούντα” μετά από τόσο επιτυχημένη σεζόν;

«Με τίποτα και εξεπλάγην! Ακόμη και τώρα δεν έχω μάθει, ούτε έχω καταλάβει το γιατί. Καπως έτσι ήρθε ο Γιώργος Μπαρτζώκας. Κρατήσαμε τον βασικό κορμό και κάναμε λίγες αλλαγές, εκ των οποίων οι πιο σημαντικές είχαν να κάνουν με τον ερχομό του Πάουελ και του Σερμαντίνι και σε γενικές γραμμές παίξαμε όμορφο μπάσκετ, φτάνοντας σε δεύτερο διαδοχικό Final 4.»

Η συνεργασία με τον Μπαρτζώκα και η «ανάσταση» του Σπανούλη στο 2ο μέρος του τελικού στο Λονδίνο!

Από το Λονδίνο τι θυμάσαι;

«Το ότι πήραμε το πιο παλικαρίσιο ευρωπαϊκό τρόπαιο, κερδίζοντας δύο μεγάλους αντιπάλους με δύο διαφορετικούς τρόπους. Με την ΤΣΣΚΑ στον ημιτελικό, κάτω από τους 70 πόντους και με την Ρεάλ στον τελικό στους 100 πόντους.»

Με ανατροπή από το -17 στην 1η περίοδο...

«Το φοβερό ήταν ότι ο Βασίλης είχε μείνει στο μηδέν στο πρώτο μέρος! Και καταφέραμε να πλησιάσουμε στους 4 πόντους στο ημίχρονο.»

Είμαι πολύ περίεργος να μάθω τι είπατε στην ανάπαυλα και πως ξαφνικά ο Σπανούλης βγήκε τόσο σεληνιασμένος...

«Πριν μπούμε στα αποδυτήρια για να μιλήσουμε στους παίκτες, συζητήσαμε λίγο μεταξύ μας οι προπονητές και ακούστηκαν διαφορετικές απόψεις. Το μόνο σίγουρο ήταν ο Σπανούλης δεν βλεπόταν στο πρώτο μέρος και έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο για να τον συνεφέρουμε. Ο Μπαρτζώκας έχει το καλό ότι ακούει πάντα την γνώμη των συνεργατών του και τους εμπιστεύεται. Στο μίνι meeting που κάναμε μόνο οι προπονητές, εγώ ήμουν υπέρ του να μην του χαλάσουμε την ψυχολογία και να μην του μιλήσουμε για τα λάθη που ήξερε και ο ίδιος ότι είχε κάνει, αλλά να το πάμε ανάποδα και να εστιάσουμε στα λάθη των ψηλών που δεν είχαν κάνει καλά screen. Και με αυτόν τον τρόπο να του δείξουμε πόσο τον πιστεύουμε. Ο Γιώργος συμφώνησε και με την ομιλία του τον βοήθησε να βγει διαφορετικός στο 2ο μέρος και με 5/5 τρίποντα να κάνει την διαφορά. Με την βοήθεια φυσικά και το Λο και του Περπέρογλου, που είχαν κάνει πολύ καλό παιχνίδι πήραμε το τρόπαιο και κάναμε το back to back.»

Στο σημείο αυτό θέλω να σε πάω σε μία μεγάλη αντίθεση. Την προηγούμενη σεζόν στην Πόλη παίρνετε το ευρωπαϊκό κι επιστρέφοντας στην Ελλάδα, κατακτάτε και το πρωτάθλημα. Στην αμέσως επόμενη κάνετε το repeat στην Euroleague και στους τελικούς της Basket League, χάνετε τα σκήπτρα του πρωταθλητή από τον Παναθηναϊκό. Τι κάνατε σωστά την μία χρονιά και τι λάθος στην άλλη;

«Δεν νομίζω ότι υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος. Πιστεύω ότι και ο Παναθηναϊκός ήταν πολύ καλός αλλά και ότι “αδειάσαμε” και “σβήσαμε”. Δεν υπήρχε σωστό και λάθος. Απλά οι αντίπαλοί μας ήταν καλύτεροι και μας νίκησαν!»

Πολύς λόγος γινόταν τότε και για την διαιτησία των τελικών, για την οποία υπήρχαν πολλά παράπονα από πλευράς και μετά από κάποια χρόνια οδήγησαν και στο περίφημο “μέχρι τέλους” και τον οικειοθελή υποβιβασμό της ομάδας στην Α2 Κατηγορία. Την νιώθατε στο πετσί αυτή την περιβόητη αδικία τότε;

«Δεν ήταν σε όλα τα παιχνίδια, αλλά σε αρκετά παιχνίδια η κατάσταση ξέφευγε και βγαίναμε από τα ρούχα μας. Εννοείται ότι το νιώθαμε και όλη αυτή η κουβέντα επηρέαζε και τους παίκτες ειδικότερα όταν πηγαίναμε στο ΟΑΚΑ. Κάποια στιγμή η ένταση είχε φτάσει σε τέτοιο βαθμό που δεν ασχολούμαστε όσο έπρεπε με το παιχνίδι και μας έπαιρναν την ενέργεια όλα τα γύρω-γύρω!»

Στην αμέσως επόμενη χρονιά, χάσατε το Final 4 από την Ρεάλ μετά από μία ανταγωνιστική σειρά που κρίθηκε στο 5ο ματς της Μαδρίτης. Όπως φέτος στην σειρά με την Παρτίζαν.

«Είχαμε χάσει τα δύο πρώτα ματς στην Ισπανία με τρομερούς τον Γιουλ, τον Σέρχιο Ροντρίγκεζ και τον Ρούντι, που σκέψου ότι παίζουν ακόμη μετά από 9 χρόνια και στην επιστροφή στην Αθήνα, αποφασίζουμε να αλλάξουμε την τακτική στην άμυνα. Στο ΣΕΦ, εκεί που παίζαμε heads και flats στα pick’n’roll, που ήταν ουσιαστικά όλο το παιχνίδι των αντιπάλων μας, είπαμε να παίξουμε για πρώτη φορά με αλλαγές. Δουλέψαμε μόνο τρεις μέρες στην προπόνηση και αυτή η αντιμετώπιση αιφνιδίασε πολύ την Ρεάλ και μας βοήθησε να ισοφαρίσουμε σε 2-2. Στο 5ο ματς ήταν καλύτεροι οι Μαδριλένοι και προκρίθηκαν δίκαια.»

Τι πήρες από τον Μπαρτζώκα σαν προπονητή;

«Πέραν του ότι είναι ένας πάρα πολύ καλός άνθρωπος, σαν επαγγελματίας είναι τρομερά συνεργάσιμος και συζητήσιμος. Δίνει πολύ χώρο στους βοηθούς και η μπασκετική του φιλοσοφία επιτρεπει αρκετή ελευθερία στους παίκτες να αναδείξουν το ταλέντο τους και πιστεύω ότι ο τρόπος που σκέφτεται το μπάσκετ, ταιριάζει απόλυτα στην σύγχρονη εποχή. Επιδιώκει να έχει παίκτες με αθλητικά χαρακτηριστικά και καλή εκτέλεση, αλλά είναι λογικό γιατί εκεί αποσκοπεί πλέον το άθλημά μας στην σημερινή εποχή. Παρ’ ότι οι αντιδράσεις του στην διάρκεια του ματς παραπέμπουν σε έναν άνθρωπο ευέξαπτο, στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο. Ο Γιώργος είναι ένας πολύ ήρεμος και φιλήσυχος άνθρωπος. Αλλά στα 40 λεπτά του αγώνα, είναι φυσιολογικό να τρελαίνεται γιατί οι σφυγμοί είναι στα κόκκινα.»

Ήταν σοκαριστικό όλο αυτό που συνέβη στο parking του ΣΕΦ, κατά την επιστροφή σας από το ΟΑΚΑ και τον αποκλεισμό από τον Παναθηναϊκό στο Κύπελλο;

«Ήταν μία μελανή στιγμή, για την οποία κανένας στον Ολυμπιακό δεν πρέπει να αισθάνεται περήφανος. Τέτοια πράγματα δεν πρέπει να συμβαίνουν. Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι τόσο οι παίκτες, όσο και οι προπονητές δεν έχουν υπογράψει συμβόλαιο με τη νίκη. Ναι χάσαμε σε ένα άδειο ΟΑΚΑ τότε και από έναν Παναθηναϊκό που είχε πολλά προβλήματα, αλλά αυτό δεν έδινε δικαίωμα σε κανέναν να φερθεί με τέτοιο τρόπο.»

Μετα από όλα όσα έγιναν εκείνη την νύχτα σε βάρος του coach, περίμενες ποτέ να τον ξαναδείς στον πάγκο του Ολυμπιακού;

«Να σου πω την αλήθεια δεν το έχω σκεφτεί, αλλά γενικά είμαι της άποψης ότι στον αθλητισμό δεν πρέπει ποτέ να λες ποτέ. Είναι μία δουλειά που μοιάζει με ρόδα που γυρνάει...»

Η ευκαιρία σαν head-coach και η 4ετία με τον Σφαιρόπουλο

Η παραίτηση του Μπαρτζώκα, τότε, σου έδωσε το χρίσμα του υπηρεσιακού τεχνικού και μάλιστα έκανες ντεμπούτο στην πρεμιέρα της Euroleague στην Βαλένθια...

«Πράγματι, αλλά η κατάσταση στην ομάδα δεν ήταν καλή. Υπήρχε το σοκ με όλο αυτό που είχε συμβεί με την φυγή του Γιώργου, ενώ ο Λοτζέσκι με τον Πρίντεζη ήταν τραυματίες. Οι αδελφοί Αγγελόπουλοι, όμως, μου ζήτησαν να βοηθήσω μέχρι να καταλήξουν σε μία μία μόνιμη λύση για προπονητή και φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθώ. Προσπάθησα να αλλάξω λίγο την ψυχολογία γιατί οι παίκτες ήταν αρκετά πεσμένοι, βάλαμε στο παιχνίδι μας μερικά καινούρια πράγματα για να αλλάξει και λίγο το μυαλό τους και ουσιαστικά πήγαμε στην Ισπανία χωρίς κανείς να περιμένει ότι θα παίξουμε καλά. Και τελικά κερδίσαμε και την Παμέσα εκτός και την Λαμποράλ Κούτσα μετά στην έδρα μας αλλά και στην Λιθουανία την Νεπτούνας.»

Αν δεν κάνω λάθος, ότι είχατε ξεκινήσει με 3/3 στην Ευρώπη, αλλά μετά το ματς με την Βαλένθια, είχε έρθει μία ήττα-σοκ από την Κηφισιά...

«Εν τω μεταξύ, σε όλο αυτό το διάστημα γράφονταν και κυκλοφορούσαν διάφορα ονόματα για το ποιος θα αναλάβει και αμέσως μετά είχαμε το ματς με την Κηφισιά στο ελληνικό πρωτάθλημα. Την ημέρα του αγώνα, λοιπόν, δύο ώρες πριν το τζάμπολ γράφτηκε στο internet ότι ο Ολυμπιακός έκλεισε για προπονητή τον Σούλη Μαρκόπουλο. Αυτομάτως, δημιουργήθηκε μία αναστάτωση γιατί όλοι οι παίκτες ήταν στα κινητά τους και όταν μπήκαμε στα αποδυτήρια και τους είδα να μιλάνε σιγά-σιγά μεταξύ τους και να μην είναι συγκεντρωμένοι, κατάλαβα ότι ίσως να κινδυνεύσουμε. Και τελικά θεωρώ ότι χάσαμε σε μεγάλο βαθμό από αυτό το fake δημοσίευμα, το οποίο πραγματικά δεν ξέρω πως βγήκε. Ήταν και η ταλαιπωρία του ταξιδιού της επιστροφής που διήρκεσε 10 ώρες, αλλά κατά την γνώμη μου οι παίκτες επηρεάστηκαν πολύ από την προπονητολογία. Και κάπως έτσι, αντί να τους μιλήσω για το πως θα έπρεπε να παίξουμε, έχασα πολύ χρόνο για να τους πείσω ότι δεν πρέπει να σκέφτονται ποιος θα έρθει αλλά το πως θα νικήσουμε.»

Και μετά από μερικές εβδομάδες ελήφθη η απόφαση πρόσληψης του Γιάννη Σφαιρόπουλου...

«Γνωριζόμασταν καλά με τον Γιάννη από την κοινή θητεία μας στην ομάδα επί των ημερών του Γιαννάκη και είχαμε “χτίσει” καλή σχέση. Πιστεύω ότι ταιριάξαμε πολύ και ακόμη και τώρα διατηρούμε πολύ καλές σχέσεις.»

Και ήταν και μία επιτυχημένη συνεργασία...

«Βέβαια! Πήραμε δύο πρωταθλήματα Ελλάδας και πήγαμε σε δύο τελικούς Final 4, δεν έρχονται τυχαία αυτές οι επιτυχίες. Ο Σφαιρόπουλος ήταν από τους μακροβιότερους προπονητές του Ολυμπιακού και αυτό συνέβη για κάποιο λόγο, όχι κατά σύμπτωση.»

Διαφορετικό στυλ μπάσκετ και άλλη φιλοσοφία;

«Σίγουρα! Όταν μιλάμε για τέσσερις μεγάλους προπονητές, όπως ο Γιαννάκης, ο Ίβκοβιτς, ο Μπαρτζώκας και ο Σφαιρόπουλος, δεν υπάρχουν και τεράστιες διαφορές, υπό την έννοια ότι η προπονητική δεν είναι και πυρηνική φυσική. Οι λεπτομέρειες είναι που κάνουν την διαφορά και ο τρόπος διαχείρισης σε δεδομένες στιγμές και καταστάσεις. Ο Γιάννης ήταν πολύ μεθοδικός, δεν άφηνε καμία λεπτομέρεια στην τύχη και ήταν λίγο-πολύ κάτι ενδιάμεσο σε Ίβκοβιτς και Μπαρτζώκα.»

Ήταν από τους προπονητές που άφηναν ελευθερίες στους παίκτες;

«Θα σου πω ένα παράδειγμα. Ο Καζλάουσκας φερ’ ειπείν, στην Εθνική “απαγόρευσε” στον Πρίντεζη να κάνει το “πεταχτάρι”. Αυτό σημαίνει απαγόρευση της ελευθερίας σε κάποιον παίκτη, όταν του κόβεις την κίνηση με την οποία κάνει την διαφορά. Ο Γιάννης δεν ήταν έτσι, άφηνε τον παίκτη να βγάζει το ταλέντο του στο γήπεδο, απλά ήταν θιασώτης του πιο οργανωμένου μπάσκετ.»

Το τέλος εποχής στον Ολυμπιακό και ο Ερυθρός Αστέρας

Με την αποχώρηση του Σφαιρόπουλου το 2018, έφυγες κι εσύ. Αποφάσισες ότι έκλεισε ο κύκλος σου ως assistant-coach;

«Δεν είπα ότι φεύγω. Άλλωστε δεν υπέγραφα ποτέ πολυετή συμβόλαια. Κάθε καλοκαίρι ανανέωνα για έναν χρόνο. Απλά, μετά το τέλος της σεζόν, περίμενα τις εξελίξεις και κάποια στιγμή μου ανακοινώθηκε ότι ο Μπλατ ήθελε να φέρει το δικό του επιτελείο και ότι δεν θα συνεχίσω.»

Επομένως, δεν ήταν δική σου απόφαση. Εσύ περίμενες;

«Εννοείται και από σεβασμό και από εκτίμηση στην σχέση που είχαμε οικοδομήσει όλα τα χρόνια. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι είχα αρχίσει να το καταλαβαίνω αρκετά νωρίτερα – γιατί το επίσημο τηλεφώνημα από την ομάδα ήρθε με αρκετή καθυστέρηση – οπότε είχα αρχίσει να ψάχνομαι. Είχε περάσει καιρός χωρίς να έχω την παραμικρή ενόχληση, οπότε όταν μου τηλεφώνησαν από τον Ερυθρό Αστέρα, άρχισα να το συζητάω.»

Δεν είχε βγει προς τα έξω, όμως, εκείνη η επαφή;

«Όχι και να φανταστείς ότι μόλις με πήρανε τηλέφωνο από τον Ολυμπιακό για να με ενημερώσουν ότι δεν θα συνεχίσω, είχα μόλις προσγειωθεί στο Βελιγράδι και πήγαινα να υπογράψω το συμβόλαιό μου με τον Ερυθρό Αστέρα. Ήταν απίστευτο το timing! Όταν τελείωσαν όλα, τηλεφώνησα στους αδελφούς Αγγελόπουλους και επεδίωξα να τους δω. Με δέχτηκαν και κάναμε μία ωραία συζήτηση, τους ευχαρίστησα, τους χαιρέτησα και κάπως έτσι έκλεισε ο κύκλος μίας ζωής στην ομάδα.»

Πως ήταν η επιστροφή στο Βελιγράδι για μόνιμη εγκατάσταση, μετά από 25 χρόνια;

«Ήταν περίεργη αίσθηση γιατί για πολλά χρόνια ζούσα στην Ελλάδα και απλά επέστρεφα το καλοκαίρι για μερικές μέρες. Ουσιαστικά ήταν μία καινούρια ζωή για όλη την οικογένεια που με ακολούθησε. Μέχρι τότε, τα παιδιά πήγαιναν σε ελληνικό σχολείο, αλλά στο Βελιγράδι πήγανε σε αγγλικό. Ήταν πιο εύκολο για μένα γιατί τους είχα μαζί μου σαν στήριγμα, αλλά πιο δύσκολο για την Έλενα (σ.σ.: Λιάφου) και τα παιδιά και στο κομμάτι του σχολείου αλλά και στο κομμάτι της καθημερινότητας σε μία άλλη χώρα απ’ αυτή στην οποία είχαν γεννηθεί. Έστω κι αν το Βελιγράδι το ήξεραν γιατί ερχόμασαταν τα καλοκαίρια. Ουσιαστικά έκαναν μία μεγάλη θυσία, αλλά εμείς σαν οικογένεια έτσι λειτουργούμε, πηγαίνοντας όλοι μαζί.»

Πήγε καλά η σεζόν, όμως, με εξαιρετική πορεία στο πρωτάθλημα και καλή στο Eurocup…

«Η ομάδα προερχόταν από την απώλεια του τίτλου στην Αδριατική Λίγκα και η κατάκτησή της ήταν μονόδρομος για να ξαναβγούμε στην Euroleague. Είχαμε πολύ μεγάλη πίεση και δεν υπήρχε καν περιθώριο αποτυχίας.»

Ήσουν έτοιμος τότε για εκείνο το βήμα;

«Πολύ! Την ομάδα την έφτιαξα πολύ γρήγορα! Είχα πάρει τον Στράτο (σ.σ.: Περπέρογλου) και τον Τζο Ράγκλαντ στον “άσο”, είχα αρκετούς καλούς Σέρβους παίκτες και φτιάξαμε ένα ποιοτικό ρόστερ και πραγματικά ευχαριστήθηκα το μπάσκετ που παίξαμε. Παρά την πίεση που υπήρχε γύρω από την ομάδα και με την μεγάλη αντιπαλότητα ανάμεσα στον Ερυθρό Αστέρα και την Παρτίζαν, εγώ δεν είχα το παραμικρό άγχος.»

Αισθανόσουν σαν ντόπιος ή σαν μετεγγραφή ξένου;

«Εγώ αισθανόμουν σαν ντόπιος, γιατί εκεί γεννήθηκα, αλλά επειδή έλειπα πάρα πολλά χρόνια, ίσως ο μπασκετικός κόσμος να μην με έβλεπε έτσι. Που σε έναν βαθμό ήταν φυσιολογικό. Στην αρχή της σεζόν πήραμε το Super Cup στον τελικό με την Μπουντούτσνοστ, που την προηγούμενη σεζόν είχε πάρει τον τίτλο σε μία επεισοδιακή σειρά τελικών και νικήσαμε με 20 πόντους. Στην συνέχεια κάναμε 24 συνεχόμενες νίκες στην Αδριατική Λίγκα, ενώ στο Eurocup αποκλειστήκαμε από ένα σουτ σε ένα ματς με την Βαλένθια, που ήταν ομάδα επιπέδου Euroleague και μας νίκησε έναν πόντο μέσα στο σπίτι και χάσαμε την πρόκριση στους “8”. Τότε το Eurocup ήταν πολύ ισχυρό απ’ ότι είναι τώρα.»

Οπότε η κατάκτηση της Αδριατικής Λίγκας έγινε ακόμη πιο μονόδρομος...

«Έτσι! Έχοντας μόλις μία ήττα στην κανονική περίοδο, είχαμε πλεονέκτημα έδρας. Στον ημιτελικό με την Παρτίζαν του Τρινκιέρι κάναμε πολύ δύσκολα το 1-0 στην παράταση μέσα στην έδρα μας και χάσαμε με δύο πόντους εκτός έδρας.»

Μόνο οι φίλαθλοι άλλαζαν, όμως, γιατί το γήπεδο ήταν το ίδιο...

«Ακριβώς! Μιλάμε για τρομερή ατμόσφαιρα στην “Χάλα Πιονίρ”! Αξέχαστα ματς! Μου έλεγε ο πρόεδρος “να προσέχετε γιατί πετάνε πράγματα”… Του λέω “πρόεδρε, φωτοβολίδες, σίδερα και πέτρες περνούσαν πάνω από τα κεφάλια μας στα ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό, τι να μου πουν όλα αυτά;”…

Ήταν πιο ήρεμα τα πράγματα στο Ερυθρός Αστέρας-Παρτιζάν σε σχέση με το Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός;

«Πολύ πιο ήρεμα! Σίγουρα υπήρχε ένταση, Βαλκάνια είμαστε άλλωστε, αλλά όχι αυτό το πράγματα που γινότανε μία περίοδο στην Ελλάδα! Όποιος δεν έχει ζήσει το Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός με φιλάθλους και των δύο ομάδων, δεν έχει ζήσει τίποτε.»

Και στο 3ο ματς των ημιτελικών, τι έγινε;

«Εκεί υπήρχε πολύ μεγάλη πίεση, γιατί η Παρτιζάν είχε βάλει αρκετά χρήματα, είχαν πάρει ακριβούς παίκτες και ήθελε κι εκείνη την επιστροφή της στην Euroleague. Όπου και να πήγαινα στο Βελιγράδι για καφέ ή για φαγητό, γινόταν χαμός. Στην τελευταία προπόνηση, να φανταστείς, είχε έρθει αντιπροσωπεία των οργανωμένων οπαδών για να μας ενθαρρύνουν. Μου το ενημέρωσε ο πρόεδρος και του είπα ότι μόλις τελειώσει η προπόνηση θα βγούμε έξω από το γήπεδο να τους χαιρετήσουμε. Λίγο πριν τελειώσουμε το πρόγραμμά μας, όμως, μου ήρθε μία φλασιά και να μειώσω το stress που υπήρχε γύρω από το παιχνίδι της επομένης, αποφάσισα να τους βάλω μέσα στις κερκίδες για να χαλαρώσουν οι παίκτες. Οπότε είπα στον manager “βάλτους μέσα”. Και ξαφνικά μπαίνουν μέσα 300 άτομα κι αρχίζουν τα συνθήμα και γίνεται χαμός. Οι παίκτες που δεν το ήξεραν, τρελάθηκαν κι άρχισαν να κάνουν λάθη, να χάνουν lay-up κι ελεύθερα σουτ... Τότε με ρώτησε ο πρόεδρος “τι γίνεται εδώ;”… Του απάντησα ότι αυτό ήταν καλό σημάδι και θα μας βγει σε καλο στο ματς.»

Και πως κύλησε το παιχνίδι;

«Έρχεται η ώρα του αγώνα και παίζουμε ένα απίστευτο ματς, που 6 λεπτά πριν το τέλος κερδίζαμε με 36 πόντους. Στην συνέχεια έκαναν κάποιες αλλαγές, γιατί φοβόμουν μήπως τραυματιστεί κανένας ενόψει των τελικών και τελικά νικήσαμε με +25!»

Και στον τελικό παίξατε ξανά με την Μπουντούτσνοστ;

«Εμείς 2,5 εκατομμύρια budget κι εκείνοι με 7! Είχαν τότε τον Κόουλ Νόρις και τον Μπιτάτζε, με προπονητή τον Ρέπεσα, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Τζίκιτς. Υπήρχαν και η ένταση από την προηγούμενη σεζόν, οπότε καταλαβαίνεις ότι η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Τα δύο πρώτα ματς τα νικήσαμε σχετικά εύκολα στο Βελιγράδι. Η διαφορά μας ήταν ότι εμείς ήμασταν ομάδα κι εκείνοι είχαν καλύτερες μονάδες και μεγάλες προσωπικότητες. Ο Ρέπεσα διαμαρτυρήθηκε ότι έγιναν διάφορα πίσω από τον πάγκο του σε μία προσπάθεια να φτιάξει κλίμα για τα παιχνίδια στην Ποντγκόριτσα.»

Στο Μαυροβούνιο τι έγινε;

«Και στα δύο ματς νικούσαμε για σχεδόν 35 λεπτά και αλλά τα χάσαμε γιατί δεν αντέξαμε στην πίεση. Είχαν μπει φίλαθλοι μέσα στο γήπεδο την ώρα της προθέρμανσης και μας ενοχλούσαν, μας είχαν πάρει τις μπάλες, το τι έπεσε μέσα στο γήπεδο, δεν μπορώ να το περιγράψω. Η ουσία είναι ότι μας ισοφάρισαν σε 2-2 και ήρθαν ξανά στο Βελιγράδι για το 5ο ματς. Εκεί όμως, δεν είχαν καμία τύχη! Τους διαλύσαμε με 41 πόντους διαφορά, πήραμε τον τίτλο και επιστρέψαμε στην Euroleague.»

Τεράστια επιτυχία για, ουσιαστικά, πρώτη σεζόν, σαν head coach…

«Όπως σου είπα και πιο πριν, ήμουν πολύ έτοιμος. Είχα καθίσει σχεδόν δέκα χρόνια σαν βοηθός δίπλα σε πολύ μεγάλους προπονητές.»

Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι γιατί έφυγες τόσο γρήγορα την επόμενη σεζόν; Μετα από τρία ματς στην Euroleague…

«Φτιάξαμε την ομάδα και ξεκινήσαμε με ήττα από τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ για την Euroleague, νικήσαμε μετά την Φενέρ του Ζέλικο, του Σλούκα και του Ντε Κολό με 12 πόντους στο Βελιγράδι και χάσαμε στην παράταση από την Μακάμπι του Σφαιρόπουλου στο Τελ Αβίβ...»

Για rookie προπονητή σε αυτό το επίπεδο, μια χαρά ήταν το ξεκίνημα. Τι έφταιξε; Υπήρχαν θέματα με τον πρόεδρο, όπως είχε ακουστεί τότε;

«Η σχέση και η συνεργασία μου με τον Νεμπόϊσα Τσόβιτς ήταν άψογη και ακόμη τώρα έχουμε καλή επικοινωνία.

Μετάνιωσες ποτέ γι’ αυτή την απόφαση;

«Δεν μετανιώνω ποτέ για οποιαδήποτε απόφαση που παίρνω στην ζωή μου γιατί πάντα ζυγίζω όλες τις παραμέτρους και σκέφτομαι πολύ καλά πριν την πάρω.

Το Περιστέρι και τα σχέδια για το μέλλον

Οπότε επέστρεψες κι εσύ στην Αθήνα;

«Επέστρεψα και πριν καλά-καλά προλάβω να δω τι επιλογές υπήρχαν για δουλειά, προέκυψε η πανδημία και μοιραία επήλθε ένα γενικότερο χάος, πολλώ δε μάλλον στο επαγγελματικό περιβάλλον. Για αρκετό καιρό δεν ξέραμε αν θα υπάρξει αθλητισμός, οι δουλειές περιορίστηκαν, οπότε η κατάσταση δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο.»

Εκείνο το καλοκαίρι, λόγω επιπλοκών στη καρδιά του από τον covid-19, πέθανε ένας παίκτης που είχες επιλέξει εσύ στον Ερυθρό Αστέρα. Αναφέρομαι στον Ότζο...

«Τον είχα δει την προηγούμενη σεζόν στην FMP και είχα πει στους ανθρώπους της ομάδας να τον πάρουν. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ γιατί ήταν ένα φοβερό παιδί, ένας καλόκαρδος γίγας, ο οποίος είχε όλο το μέλλον μπροστά του.»

Και λίγο αργότερα, προέκυψε το ενδιαφέρον του Περιστερίου...

«Μίλησα με τους ανθρώπους της ομάδας και μου ζήτησαν να τους βοηθήσω, γιατί επρόκειτο για μία ομάδα που είχε στηθεί εντελώς λάθος και είχε αλλάξει τρεις προπονητές (σ.σ.: Παπανικολόπουλος, Πεδουλάκης και Μανωλόπουλος) σε λίγο παραπάνω από μισή σεζόν. Ήταν ξεκάθαρο ότι στον σχεδιασμό που είχαν ακολουθήσει, δεν υπήρχε αρχή και τέλος. Κακή “χημεία”, αταίριαστοι χαρακτήρες και ψυχρό κλίμα. Εγώ προσπάθησα να αλλάξω κάποια πράγματα και βλέποντας μία προπόνηση του εφηβικού, διαπίστωσα ότι σαν σύνολο ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τους άνδρες. Οπότε αποφάσισα να ανεβάσω κάποια παιδιά στην πρώτη ομάδα για να βοηθήσουν και να ταράξουν λίγο τα νερά. Ο Μπιλάλης, ο Ζούγρης και ο Σταυρακόπουλος, μαζί με τον Μωραϊτη που ήταν τραυματίας για ένα διάστημα και ετοιμαζόταν να επιστρέψει, ανέβασαν την ένταση στην προπόνηση. Ειδικά ο Μωραϊτης ήταν ένας παίκτης, τον οποίο δεν ήξερα καλά και μόλις τον είδα, τον έβαλα να παίξει βασικό και μετά έπαιξε Εθνική ομάδα...»

Θυμάμαι ότι είχατε κάνεις μερικές μαζεμένες καλές εμφανίσεις και ο Μωραϊτης σε είχε δικαιώσει για την εμπιστοσύνη που του είχες δείξει...

«Κάναμε καλή δουλειά για περίπου έναν μήνα, αλλά οι υπόλοιποι παίκτες δεν είχαν την σωματική, την πνευματική και την ψυχική ικανότητα για να διατηρήσουν την νοοτροπία που ήθελα να περάσω, ώστε να υπάρχει διάρκεια και πολύ σύντομα επικράτησαν οι παλιές κακές συνήθειες. Αν στενοχωρήθηκα για κάποιον, αυτός ήταν ο Ζούγρης που ήταν ένα παιδί που θα είχε πάρει πολλές περισσότερες ευκαιρίες – όπως ο Μπιλάλης – αν δεν τραυματιζόταν. Και αυτό όχι για να του κάνω χάρη, αλλά γιατί θα βοηθούσε την ομάδα. Σε γενικές γραμμές επιχείρησα να δημιουργήσω κάτι, αξιοποιώντας τα πολλά νέα και ταλαντούχα παιδιά που έχουν οι υποδομές του συλλόγου, αλλά μάλλον εγώ πίστευα περισσότερο σε αυτά τα παιδιά απ’ ό,τι κάποιοι άλλοι. Υπήρχε διάσταση απόψεων, στο κομμάτι που εγώ πίστευα ότι μπορούσαμε να βγάζουμε κάθε χρόνο έναν νέο παίκτη. Οι διοικούντες είχαν άλλη άποψη και κάπως έτσι χώρισαν οι δρόμοι μας...»

Από ‘δω και στο εξής τι έχεις στο μυαλό σου;

«Η εμπειρία του Περιστερίου μου έδωσε την ευκαιρία να μάθω αρκετά πράγματα, που δεν είχα αντιμετωπίσει στο υψηλότερο επίπεδο της Euroleague, του Eurocup και της Αδριατικής Λίγκας. Μέχρι τότε δεν πίστευα ότι υπάρχουν παίκτες με την συγκεκριμένη νοοτροπία που συνάντησα κι έμαθα ότι υπάρχουν και αυτές οι περιπτώσεις. Κι επειδή υπάρχουν προτάσεις από αρκετές ομάδες, η συγκεκριμένη προϋπηρεσία με βοήθησε να καταλάβω ότι κάποιες φορές ο προπονητής χρειάζεται και να κατεβαίνει επίπεδο για να μπορέσουν να τον καταλάβουν οι παίκτες που έχουν ένα συγκεκριμένο ταβάνι. Αποφάσισα, λοιπόν, να βάλω ένα όριο στις επιλογές μου για να μην ταλαιπωρούμαι. Μακάρι η επόμενη δουλειά μου να είναι στην Euroleague, αυτό θα ήταν το ιδανικό! Επειδή, όμως, δεν είναι εύκολο, θέλω τουλάχιστον να εξασφαλίζει κάποια standards συνθηκών.

Κάνοντας, κάποιες φορές, τον απολογισμό σου για όλα όσα έχεις ζήσει στο μπάσκετ, ποια είναι η ευτυχέστερη στιγμή και η πιο άσχημη;

«Η πιο άσχημη στιγμή ήταν δεν κατάφερα να υλοποιήσω την υπόσχεσή μου και να φέρω την κούπα σαν δώρο στον νεογέννητό γιο μου. Ο Αλέξανδρος ήταν ημερών όταν παίξαμε στους τελικούς με την ΑΕΚ, το 2002. Όταν τον είχα πρωτοπάρει στην αγκαλιά μου στο μαιευτήριο, του είχα πει ότι “θα σου φέρω το τρόπαιο”. Ήταν διπλή στενοχώρια αυτή η αποτυχία. Και επειδή χάσαμε το πρωτάθλημα και επειδή δεν έφερα την κούπα στον γιο μου! Η άλλη ήταν όταν χάσαμε τον τίτλο μέσα στο ΣΕΦ, το 1999 από τον Παναθηναϊκό! Οι ευχάριστες στιγμές ήταν πάρα πολλές και δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια. Ίσως το τρόπαιο και η ανατροπή της Πόλης το 2012 και η κατάκτηση της Αδριατικής Λίγκας το 2019 με τον Ερυθρό Αστέρα σαν προπονητής και κάποια μεγάλα καλάθια που έβαλα σε κρίσιμα παιχνίδια. Το τρίποντο που έκρινε τον ημιτελικό με τον Παναθηναϊκό στην Σαραγόσα, ένα άλλο από τα 10 μέτρα που σφράγισε την πρόκριση στο Final 4 της Ρώμης κι άλλα πολλά.»

φωτογραφίες: Χρήστος Λώλος

art direction / συνθέσεις: Χρήστος Ζωίδης / Ευαγγελία Λώλου