Σπύρος Γιαννιώτης
Στο βάθρο μέσα μου ψέλλισα:
«Τα κατάφερες»
Φεύγοντας από Κέρκυρα 17 ετών, έφυγα με ένα όνειρο: ένα Ολυμπιακό μετάλλιο.
Το 2012 έφτασα πάρα πολύ κοντά, αλλά δεν το κατάφερα. Για μένα, αυτή η στιγμή είναι ίσως η πιο δύσκολη στιγμή της αθλητικής μου διαδρομής.
Κολυμπούσα στο Λονδίνο και στα τελευταία 1500 μέτρα, ενώ ήμουν κοντά στην τρίτη θέση, το πάλευα με τον Καναδό, τελικά στα τελευταία μέτρα δεν άντεξα και βγήκα τέταρτος. Βγαίνοντας από το νερό, για μένα όλα μέσα μου είχαν τελειώσει. Ήταν κάτι που είχε τρομερή ένταση μέσα μου, πιο πολύ στεναχώρια.
Πηγαίνοντας στην μεικτή ζώνη, ζήτησα συγγνώμη. Συγγνώμη από όλους που απογοήτευσα. Ένιωσα ότι απογοήτευσα όλους όσους πίστευαν σε μένα, τη χώρα μου, τους γονείς μου, τον προπονητή μου και όσους με παρακολουθούσαν. Βγαίνοντας από την μεικτή ζώνη κι εκτός αγωνιστικού χώρου, είδα τη γυναίκα μου και ήταν ίσως η πιο έντονη στιγμή μου, βλέποντάς την να φοράει μια μπλούζα δικιά μου με το πρόσωπό μου επάνω, να λέει «Go Spyros».
Η απογοήτευση ήταν τεράστια. Το λέω με πολύ έντονο συναίσθημα γιατί ο αθλητισμός έτσι είναι. Ακόμα κι αυτό το συναίσθημα, όταν αγαπάς κάτι, το κάνεις με πάθος, το κάνεις με ένταση. Εκείνη τη στιγμή, αυτό μου έβγαλε.
Τις επόμενες ημέρες κι εκείνο το βράδυ που πήγα για ύπνο, δεν ήθελα να κοιμηθώ γιατί ήξερα ότι το πρώτο πράγμα, όταν θα ξυπνήσω το πρωί, θα ήταν η σκέψη «γιατί δεν τα κατάφερες, γιατί δεν το έκανες; Τι έφταιξε;». Το πρωί που σηκώθηκα, σηκώθηκα με βουρκωμένα μάτια, αλλά είπα: «Μια νέα μέρα, μια νέα αρχή». Μπορεί εκείνη τη στιγμή να μην το πίστευα, αλλά το είπα μέσα μου, προσπάθησα με αυτό να πορευτώ.
Σήκω φύγε ρε συ, Σπύρο
Γυρνώντας τις επόμενες ημέρες στην Αθήνα, ήταν και καλοκαίρι, είπα με την Ισμήνη, τη γυναίκα μου, να πάμε κάποιες ημέρες να ξεσκάσουμε. Πάμε λοιπόν σε ένα νησί για διακοπές 4-5 ημέρες. Σηκωνόμουν πρωί-πρωί κατά τις 6, έβαζα το μαγιό μου, πήγαινα κάτω στη θάλασσα και κολύμπαγα με όση δύναμη κι ένταση είχε το σώμα μου. Ήθελα να εκτονωθώ. Και κάθε χεριά που έκανα, έλεγα «Γιατί; Γιατί; Γιατί δεν τα κατάφερες; Γιατί δεν μπορούσαν να είναι αλλιώς οι συνθήκες; Γιατί εκείνο; Γιατί το άλλο;».
Για πολύ μεγάλο διάστημα προσπαθούσα να βρω τον εαυτό μου. Κάποια στιγμή, μετά από ένα εξάμηνο-επτάμηνο, με πολλά πήγαινε-έλα στην πισίνα και πολύ προβληματισμό είπα ότι «πρέπει να ξαναμπείς, να ξαναπροσπαθήσεις, να ξαναγωνιστείς, να ξαναβρείς τον Σπύρο που ξέρεις».
Θυμάμαι, όταν αποφάσισα, ήταν περίπου Φεβρουάριος του ’13, γιατί το καλοκαίρι είχαμε και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, έπρεπε να αρχίσω να προετοιμάζομαι κατάλληλα, για να μπορώ να είμαι στο Παγκόσμιο. Θυμάμαι, πηγαίνοντας στην πισίνα, έβγαζα τα ρούχα, έβαζα το μαγιό, ανέβαινα στον βατήρα, καθόμουν στον βατήρα 10 λεπτά και προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου να μπει στο νερό.
Εκείνη τη στιγμή δεν έβρισκα έναν λόγο να κολυμπήσω. Βούταγα στο νερό και θυμάμαι πάρα πολλές φορές που ξεκίναγε το πρόγραμμα και η προπόνηση είναι μονότονη. Είναι κουραστική. Πολλές φορές είναι και βαρετή και πονάει και πιέζεσαι και σωματικά και ψυχικά. Εμπαινα μέσα και πραγματικά ούρλιαζα μέσα στο νερό απ’ τα νεύρα μου, απ’ το θυμό μου γιατί πήγαινα κόντρα στο συναίσθημά μου, τη σκέψη μου.
Μου έλεγα εκείνη τη στιγμή «Σήκω φύγε ρε συ, Σπύρο, έχεις κάνει την πορεία σου, έχεις φτάσει 33 ετών, έχεις πάει σε τέσσερις Ολυμπιακούς Αγώνες, έχεις μετάλλια σε Παγκόσμια και Ευρωπαϊκά. Μήπως έφτασε η στιγμή να φύγεις;».
Κάθε μέρα, μα κάθε μέρα, αυτή η σκέψη. Κάθε μέρα, όμως, ήμουν μέσα στο νερό και πίεζα τον εαυτό μου να ξαναβρεί τον ενθουσιασμό και την αγωνιστικότητα μέσα μου.
Η έντονη σκέψη που με οδήγησε στο μετάλλιο
Όντως, σε εκείνο το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κολύμπησα και μάλιστα κολύμπησα και πολύ καλά. Κέρδισα, η αλήθεια είναι. Για μένα, αυτό μου δημιούργησε πολύ μεγάλη ικανοποίηση και ήταν ο φάρος μου για τα επόμενα τρία χρόνια. Αφού κατάφερες το ’13, θα καταφέρεις να προκριθείς το ’15 και θα καταφέρεις να διεκδικήσεις ένα μετάλλιο το ’16. Όντως, έτσι έγινε. Ήρθε το Ολυμπιακό μετάλλιο, το όνειρο που είχα, φεύγοντας από την Κέρκυρα 17 ετών, σχεδόν 20 χρόνια μετά, πέντε Ολυμπιακούς Αγώνες μετά, κατάφερα να το πραγματοποιήσω. Αλλά θα ήθελα να πω και δύο πράγματα για την κούρσα μέσα, γιατί ήταν η πιο έντονη κούρσα και θέλω να μιλήσω για τα τελευταία 300 μέτρα. Τα τελευταία κολυμβητικά, αγωνιστικά 300 μέτρα της καριέρας μου.
Ήμασταν περίπου δέκα αθλητές, που διεκδικούσαμε τρεις θέσεις. Για μένα, αυτό το Ολυμπιακό μετάλλιο ήταν, όπως είπα, στόχος ζωής. Εκείνη τη στιγμή, είχα μια πολύ έντονη σκέψη.
Η γυναίκα μου ήταν έγκυος στον Διονυσάκη και σκέφτηκα το εξής: «Όταν θα μεγαλώσει ο Διονυσάκης, θα ρωτήσει τον μπαμπά του: «Έχεις κατακτήσει μετάλλιο σε Πανελλήνιο, Πανευρωπαϊκό, Παγκόσμιο. Σε Ολυμπιακούς Αγώνες έχεις κατακτήσει μετάλλιο;». Εκείνη τη στιγμή, ήταν σαν να ξεκίνησε η κούρσα απ’ την αρχή. Χωρίς πόνο, χωρίς κούραση, με ψυχολογία, με θέληση να μπω μπροστά, να διεκδικήσω, να παλέψω γιατί πραγματικά μετά από τόσα χρόνια προσπάθειας και πίεσης, το είχα βάλει στόχο και είχα πει «είναι εδώ και τώρα». Όντως, πίεσα πάρα πολύ τον εαυτό μου, μπήκα μπροστά, άρχισα να κολυμπάω. Κατάφερα τα τελευταία μέτρα να πάρω λίγο και μια διαφορά, έκανε ένα πολύ δυνατό άνοιγμα και ο Ολλανδός και όντως, ο Ολλανδός ακούμπησε για πάρα πολύ λίγο πιο γρήγορα από εμένα. Εκείνη τη στιγμή, καταλάβαινα ότι πήγαινα για το χρυσό, αλλά όπως είδα και τον Ολλανδό, η τελευταία χεριά ήξερα ότι ο Ολλανδός μπορεί και να είχε ακουμπήσει πιο γρήγορα από εμένα. Το επιβεβαίωσα μετά από λίγο, αφού βγήκα από το νερό γιατί είδα τον τερματισμό σε μια οθόνη. Δεν το άφησα να μου χαλάσει τη διάθεση, γιατί ένα Ολυμπιακό μετάλλιο ήταν όνειρο ζωής. Για μένα, αυτό είχε μεγάλη σημασία.
Εγώ θα πω ότι στο βάθρο μέσα μου ψέλλισα: «Τα κατάφερες».